Κεφάλαιο 7: Ἡ ἐλευθερία εἰκονισμὸς τῆς αὐθυπαρξίας
Κεντρικὸ δεδομένο στὴ σχέση ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ, γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία καὶ μαρτυρία, εἶναι ὁ ἀπόλυτος σεβασμὸς τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Στὸ πλαίσιο αὐτῆς τῆς ἐμπειρικῆς βεβαιότητας εἶναι ἀδιανόητο γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση νὰ ἔχει πλάσει ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο ἐλεύθερον νὰ ἐπιλέγει, καὶ στὴ συνέχεια νὰ τὸν τιμωρεῖ μὲ αἰώνιες, ἀνέκκλητες ποινές, ἐπειδὴ ἐπέλεξε.
Μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ὀπτική, ὁ Θεὸς δὲν κρίνει οὔτε τιμωρεῖ τὸν ἄνθρωπο — αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ Θεὸς (ὁ τρόπος τῆς ὕπαρξής του) δὲν συμβιβάζεται οὔτε μὲ τὴν κατάκριση οὔτε μὲ τὴν τιμωρία τῶν κτισμάτων του. Ὁ ἄνθρωπος κρίνεται «ἐκ τῶν πραγμάτων» (τῶν ὑπαρκτικῶν συνεπειῶν τῆς ἐλευθερίας του) — τὸν κρίνουν οἱ ἐλεύθερες ἐπιλογές του. Καὶ οἱ συνέπειες τῶν ἐλεύθερων ἐπιλογῶν τοῦ ἀνθρώπου ἀναφέρονται στὸν τρόπο τῆς ὕπαρξής του — ὄχι σὲ κάποια «μεταχείρισή» του: ἂν «κάπου» θὰ βασανίζεται μὲ ὀδύνη, λύπη, στεναγμό, τιμωρίες, κολασμούς, φρικτὲς κακώσεις ἢ ἂν «κάπου» θὰ ἀναπαύεται ἀνενεργὸς σὲ κάποιο εἶδος ἀτελεύτητης καὶ ἡδονικῆς, συνταξιοδοτικῆς ραστώνης. Ὁ ἄνθρωπος κρίνεται ἐπιλέγοντας ὁ ἴδιος ἐλεύθερα τρόπο ὕπαρξης — ὄχι εἶδος μεταχείρισης τοῦ ἀτόμου του. Ἐπιλέγει τὸν τρόπο τῆς κτιστότητας ἢ τὸν τρόπο τοῦ ἀκτίστου, τὴν περατὴ ἢ τὴν ἀπεριόριστη ὕπαρξη, τὴν ἐγωτικὴ-ἀτομοκεντρικὴ ὑπαρκτικὴ αὐτάρκεια καὶ τὸν αὐτο-ηδονισμὸ ἢ τὴν ἀγαπητικὴ-ἐρωτικὴ ἀλληλοπεριχώρηση τῆς ὕπαρξης, τὴν ἐνεργητική του ἀνταπόκριση στὸν «μανικὸν ἔρωτα» τοῦ Θεοῦ-Νυμφίου του.
Μὲ τὰ κριτήρια τῶν ἐμπειρικῶν ἐπιγνώσεων ποὺ κομίζει τὸ εὐ-αγγέλιο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἐπιλογὴ τῆς αὐτονομίας τοῦ κτιστοῦ (τῆς ἀτομοκεντρικῆς αὐτάρκειας, τῆς ὑπαρκτικῆς περατότητας) ἰσοδυναμεῖ (δηλαδή, μπορεῖ ἀναλογικὰ νὰ παρομοιαστεῖ ἢ ἐξεικονιστεῖ) μὲ ἐπιλογὴ τοῦ σκότους καὶ ὄχι τοῦ φωτός. Ἤ, μὲ ἄλλη ἐξεικονιστικὴ παρομοίωση: εἶναι ἡ ἐπιλογὴ τῆς αὐτονομίας σὰν νὰ ἐπιλέγει κανεὶς ἕναν ἀτέλειωτα παρατεινόμενο βασανισμὸ καὶ ὄχι μιὰν ἀτελεύτητη πληρωματικὴ ἡδονή, χαρά, εὐτυχία.
Καταφεύγουμε σὲ γλωσσικὰ σημαίνοντα τῆς ποσότητας, γιὰ νὰ ἐξεικονίσουμε ἀπρόσιτες στὴν ἐπίγεια ἐμπειρία μας ποιότητες. Κι αὐτό, ἐπειδὴ οἱ συνέπειες τῶν ἐπιλογῶν τρόπου τῆς ὕπαρξης εἶναι ἀδύνατο νὰ σημανθοῦν-δηλωθοῦν μὲ τὴ σημαντικὴ (γλώσσα) τῆς ἐμπειρίας ποὺ δεσμεύεται σὲ μόνο τὸν τρόπο τῆς κτιστότητας. Περιοριζόμαστε σὲ ποιητικὲς εἰκόνες, ὑπαινικτικὲς συγκριτικὲς ἀναλογίες, ἐνδεικτικὲς παρομοιώσεις, προκειμένου νὰ σημάνουμε τὸ ἀπερίγραπτο τῆς ἐλευθερίας ἀπὸ τοὺς περιορισμοὺς τῆς κτιστότητας ἢ τὸ ὑπαρκτικὸ κενὸ τῆς ἐμμονῆς στὴν περατότητα, τὴν ἑκούσια ἀνυπαρξία.
Ἔτσι καὶ ἐκφράσεις ὅπως: κόλασις αἰώνιος, γέεννα τοῦ πυρός, κλαυθμὸς καὶ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων, ἅδης – ἐν βασάνοις, ὀδύνη – ἐν τῇ φλογί, σκότος τὸ ἐξώτερον (Ματθ. 25, 46 - 8, 12 - 13, 42 - 24, 51 - 25, 30 – Λουκ. 13, 28 - 16, 23-26)1 εἶναι καταγωγικὰ ὁλοφάνερο ὅτι εἶχαν σημασία ἀλληγορική, ὅμως ἡ εἰδωλοποιητικὴ ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπινου ψυχισμοῦ τὶς ἐκλαμβάνει συχνὰ σὰν κυριολεκτικὲς — διαστρεβλώνοντας δραματικὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸ εὐ-αγγέλιο. Θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι καὶ μόνο τὸ νὰ λογαριάζονται ἀλληγορικὲς εἰκόνες καὶ παραβολικὲς προσομοιώσεις σὰν κυριολεξίες, στάθηκε ἐπαρκὴς παράγων γιὰ τὴν ἀλλοτρίωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος σὲ ἀτομοκεντρικὴ θρησκεία: Ὁ Θεὸς-Πατέρας μεταποιήθηκε σὲ Ἐξουσιαστὴ - Νομοθέτη - Δικαστὴ - ἀμείλικτο σαδιστὴ τιμωρὸ ὅσων παραβαίνουν τὶς ἐντολές του, περιφρονοῦν τὸν νόμο του, ἀσεβοῦν στὴν ἐξουσιαστικὴ μεγαλειότητά του.
Σημειώσεις
1. Ὅλες (σχεδὸν) οἱ ἐκφράσεις προέρχονται ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου, δηλαδὴ προϋποθέτουν ἑβραϊκὲς προσλαμβάνουσες.
ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΡΑΚΙ ΤΡΩΕΙ ΤΟ ΞΥΛΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΕΠΙΘΥΜΩΝΤΑΣ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΗΣΕΙ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ ΑΘΑΝΑΤΗ. ΤΙ ΜΑΣ ΛΕΕΙ ΣΗΜΕΡΑ; Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΠΙΛΕΓΕΙ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ ΑΚΤΙΣΤΟΥ. ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ. ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΟΥΜΕ ΤΙ ΛΕΜΕ;
1 σχόλιο:
''Στὸ πλαίσιο αὐτῆς τῆς ἐμπειρικῆς βεβαιότητας εἶναι ἀδιανόητο γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση νὰ ἔχει πλάσει ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο ἐλεύθερον νὰ ἐπιλέγει, καὶ στὴ συνέχεια νὰ τὸν τιμωρεῖ μὲ αἰώνιες, ἀνέκκλητες ποινές, ἐπειδὴ ἐπέλεξε'' ... και μένα η λογική μου την ίδια απορία έχει . Η λογική μου όμως. Επίσης όμως η λογική μου παρατηρεί ότι εδώ στην γη όχι λίγοι άνθρωποι καίγονται ζωντανοί και εγώ όταν είχα κολικό του νεφρού τα ουρλιαχτά μου τα άκουγε όλη η γειτονιά . Οπότε γιατί Εδώ ναι και Εκεί όχι; Τι είναι αλληγορικό και τι όχι, ποιός το αποφασίζει και πως; Όσο για το ότι η τιμωρία δεν είναι κάτι άλλο από τον τρόπο ύπαρξης που αποφασίσαμε, του απαντώ ότι και εδώ στην γη κάποιοι ζουν μέσα στην χλιδή περιφρονόντας του πάντες, και όμως ζουν και αισθάνονται μια χαρά.Διότι ο Κύριος τους επιτρέπει να νοιώθουν μια χαρά. Το ίδιο καλά λοιπόν θα μπορούσε να τους επιτρέψει να νοιώθουν και στην άλλη ζωή εάν το ήθελε.Εν ολίγοις : και με τον Σατανά το ίδιο θα μπορούσε να κάνει: δεν με θέλεις , δεν σε θέλω, άντε στο καλό, μακριά και ...αγαπημένοι που λέει και η παροιμία , κάτσε κάπου μακριά στο σύμπαν, πέρνα εσύ καλά και εμείς καλύτερα....
Θέλω να πω ότι εάν αρχίσουμε τα δικές μα θεωρήσεις και απόψεις και λογικές, τότε άκρη δεν βγαίνει.Όχι δηλαδή πως διαφορετικά βγαίνει, για να είμαι ειλικρινής, αλλά τουλάχιστον, «νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη.»
Δημοσίευση σχολίου