Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

ΠΤΩΣΗ - ΚΡΙΣΗ - ΚΟΛΑΣΗ Ή Η ΔΙΚΑΝΙΚΗ ΥΠΟΝΟΜΕΥΣΗ ΤΗΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ (6)

 Συνέχεια από: Πέμπτη, 1 Οκτωβρίου 2020

Κεφάλαιο 6: Τί θὰ πεῖ ἐλευθερία ἀπὸ χρόνο καὶ χῶρο

Στὸ χωρίο τῆς ΚΔ ποὺ ἀρχικὰ ἀναφέραμε (Ἰωάν. 5, 24) γίνεται λόγος γιὰ «ζωὴ αἰώνια»· γιὰ ἀποφυγὴ «κρίσης» (ἀξιολόγησης, δικαστικοῦ ἐλέγχου δοκιμασίας)· γιὰ «μετάβασιν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν» (ἀντιστροφὴ τῆς φυσικῆς-νομοτελειακῆς ἀλληλουχίας: ἀπὸ τὴ ζωὴ στὸν θάνατο).

Καὶ τὰ τρία αὐτὰ ὑπαρκτικὰ ἐνδεχόμενα ἐμφανίζονται ὡς συνάρτηση δύο προϋποθέσεων: Νὰ «ἀκούει» ὁ ἄνθρωπος τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ (νὰ προσλαμβάνει, νὰ κατανοεῖ, νὰ πείθεται, νὰ ἀποδέχεται, νὰ ὑπακούει σὲ αὐτὸν τὸν λόγο). Νὰ πιστεύει-ἐμπιστεύεται αὐτὸν ποὺ «ἔπεμψε» τὸν Ἰησοῦ στὸν κτιστὸ κόσμο καὶ στὴν ἀνθρώπινη Ἱστορία, τὸν γεννήτορα-πατέρα τοῦ Ἰησοῦ: τὴν πατρικὴ (ἀγάπης) Αἰτιώδη Ἀρχὴ τοῦ ὑπάρχειν.

Ἀναγκαία ἡ σπουδὴ τῶν λέξεων:

Τὸ γλωσσικὸ σημαῖνον «ζωὴ αἰώνια» προϋποθέτει τὴν ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ φαινομένου τῆς ζωῆς, μὲ μιὰ νοητικὴ ἐπεξεργασία ποὺ παραπέμπει σὲ πραγματικότητα κατανοητὴ μέν, ἀλλὰ ἀπρόσιτη στὴν ἐμπειρικὴ πιστοποίηση: Γνωρίζουμε ἐμπειρικὰ τὴ ζωὴ ὡς τὴν ἐνεργὸ (ἐν ἔργῳ) ὕπαρξη, τὴ γιγνόμενη, συντελούμενη ὕπαρξη — τὴν ὕπαρξη ποὺ πραγματοποιεῖται ὡς δυναμικὴ μεταβλητότητα καί, εἰδικὰ (ἀποκλειστικὰ) στὴν περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου, ὡς παραγωγὸ ὑπαρκτικῆς ἑτερότητας. Γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ συλλάβουμε νοητικὰ τὴν «αἰώνια ζωή», ἀφαιροῦμε ἀπὸ τὴ συνθετικὴ ἐν νῷ εἰκόνα-παράσταση τῆς ἐγκόσμιας ζωῆς τὰ γνωρίσματα τῆς διαστατῆς χωρικότητας, τῆς χρονικότητας, τῆς προοδευτικῆς φθορᾶς, τῶν συνειδητῶν ὑπαρκτικῶν ὁρίων περατότητας.

Τὸ δυσκολότερο εἶναι νὰ συλλάβουμε τὴ μὴ περατότητα ὡς ἀχρονία καὶ ἀδιαστασία: νὰ νοήσουμε μιὰ συγκεκριμένη (ἀτομικὴ) ὕπαρξη χωρὶς διαστάσεις, καὶ τὶς ἐνέργειές της χωρὶς διαδοχὴ ἀπὸ τὸ πρότερον στὸ ὕστερον — νὰ συλλάβουμε τὴν ὑπαρκτικὴ μοναδικότητα καὶ ἑτερότητα ἐλεύθερη ἀπὸ τὸ γίγνεσθαι τοῦ χρόνου καὶ τὸν ἐντοπισμό της στὶς διαστάσεις τοῦ χώρου. Τὸ μοναδικὸ ἀνάλογο ποὺ μποροῦμε ἐμπειρικὰ νὰ βεβαιώσουμε («ἐκ μέρους» ὁπωσδήποτε, μὲ διαφορὰ ἀπὸ τὸ «τέλειον» – 1 Κορ. 13, 9) εἶναι ἡ γνώση τῆς ὑπαρκτικῆς ἑτερότητας ἑνὸς καλλιτέχνη μέσῳ τῆς σχέσης μας μὲ τὰ προσωπικὰ δημιουργικά του ἐνεργήματα.

Ἡ ζωὴ τῆς προσωπικῆς μοναδικότητας τοῦ ἀνθρώπου ἐνεργεῖται μὲ τὶς ἐνέργειες τῆς κτιστῆς (πεπερασμένης) ἀνθρώπινης φύσης. Ἡ αἰώνια ζωή, γιὰ νὰ εἶναι «αἰώνια» (ἐλεύθερη ἀπὸ τοὺς περιορισμοὺς τῆς κτιστότητας) πρέπει νὰ ἐνεργεῖται μὲ τὸν τρόπο τοῦ Ἀκτίστου καὶ αὐτὸς ὁ τρόπος νὰ εἶναι χαρισμένος στὸν ἄνθρωπο.

«Χαρισμένος» θὰ πεῖ: ὄχι ἐπιβεβλημένος, ἀφοῦ ἡ ἀναγκαιότητα θὰ ἀναιροῦσε τὴν ἐλευθερία ποὺ εἶναι τὸ κύριο γνώρισμα τοῦ τρόπου τοῦ Ἀκτίστου. Νὰ εἶναι προσφορά, χάρισμα («Χάρις») τοῦ ἄκτιστου Θεοῦ στὸν κτιστὸ ἄνθρωπο, τοῦ Ἀναίτιου στὸ αἰτιατὸ τῆς ἀγάπης του — προσφορὰ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἐλεύθερα καὶ ἔμπρακτα (μὲ ἐνεργὸ ὑπαρκτικὴ κατάφαση) νὰ μπορεῖ νὰ τὴ δεχθεῖ ἢ νὰ τὴν ἀρνηθεῖ.

Ὁ Χριστὸς στὸ παραπάνω χωρίο βεβαιώνει ὅτι, γιὰ νὰ δοθεῖ στὸν κτιστὸ ἄνθρωπο ἡ Χάρη-χάρισμα τῆς ἐλεύθερης-ἀπεριόριστης ζωῆς τοῦ Ἀκτίστου, τῆς αἰώνιας ζωῆς, δὲν προαπαιτεῖται καμία κρίση-ἀξιολόγηση, κανένας ἔλεγχος πράξεων, φρονημάτων, προθέσεων. Αρκοῦν οἱ δύο προϋποθέσεις ποὺ προαναφέρθηκαν: Νὰ «ἀκούει» (νὰ ἀποδέχεται-προσλαμβάνει) τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ «πιστεύει»-ἐμπιστεύεται αὐτὸν ποὺ «ἔπεμψε» τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ στὸν κόσμο καὶ στὴν Ἱστορία τῶν ἀνθρώπων.

Σὲ ἄλλο σχετικὸ χωρίο διευκρινίζει ὁ Χριστὸς ὅτι: Οὐκ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ. Ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν οὐ κρίνεται, ὁ δὲ μὴ πιστεύων ἤδη κέκριται, ὅτι μὴ πεπίστευκεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις, ὅτι τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς (Ἰωάν. 3, 17-19).

Τὸ εὐ-αγγέλιο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ μαρτυρία τῆς ἐμπειρίας της, εἶναι αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ βεβαιότητα: ὅτι ὁ Θεὸς δὲν κρίνει τὸν ἄνθρωπο. Δὲν εἶναι δικαστὴς ὁ Θεός, εἶναι πατέρας. Καὶ πατέρας θὰ πεῖ: θελημένα αἴτιος τῆς ὕπαρξής μας — πλαστούργησε τὴν ὑπόστασή μας «δι’ ὑπερβολὴν ἐρωτικῆς ἀγαθότητος», ἀπὸ «μανικὸν ἔρωτα» γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο. Ὁ ἐραστὴς μόνο καλεῖ, μόνο ἐπιθυμεῖ —δὲν ἀξιολογεῖ, δὲν διαβαθμίζει, δὲν κρίνει—, ἀγαπάει, προσφέρεται, ποθεῖ.

Δὲν εἶναι στὴ «φύση» τοῦ Θεοῦ (στὸν τρόπο τῆς ὕπαρξής του) νὰ δικάζει, νὰ καταδικάζει, νὰ τιμωρεῖ. «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶ» καὶ καμιὰ σκοπιμότητα παιδαγωγίας ἢ παραδειγματισμοῦ (ἢ δικαιοκρισίας ὡς αὐταξίας) δὲν μπορεῖ νὰ συμβιβάσει τὸν ὑπαρκτικὸ τρόπο τῆς ἐρωτικῆς αὐτοπροσφορᾶς μὲ τὸν τρόπο τῶν ἀπειλῶν, τῆς καταμέτρησης ποινῶν, τοῦ κολασμοῦ.

Ἔκφανση ἔρωτα καὶ ἀγάπης εἶναι ὁ ἀπεριόριστος ἀπὸ μέρους τοῦ Θεοῦ σεβασμὸς τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἔχει τιμήσει ὁ ἐραστὴς Θεὸς τὸν ἐρώμενο ἄνθρωπο χαρίζοντάς του τὴν «εἰκόνα» του: νὰ εἶναι ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου εἰκονισμὸς τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ. Ποὺ θὰ πεῖ: χωρὶς νὰ εἶναι αὐτοαιτία τῆς ὕπαρξής του ὁ ἄνθρωπος, ἔχει προικιστεῖ μὲ τὴ δυνατότητα νὰ ὑπάρξει μὲ τὸν τρόπο τῆς Αὐτοαιτίας — ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε περιοριστικὸ τῆς ὕπαρξής του προκαθορισμό. Νὰ ὑπάρχει, ἐπειδὴ ἐλεύθερα θέλει νὰ ὑπάρχει, καὶ νὰ θέλει νὰ ὑπάρχει, ἐπειδὴ ἀγαπάει.

Εἶναι ὕπαρξη προσωπική, πρόσωπο ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὅπως εἶναι πρόσωπο καὶ ὁ Θεὸς — τριάδα ἀγαπητικῆς ἀλληλοπεριχώρησης προσώπων. Ἐλευθερία αὐθυπαρξίας ὁ Θεός, ἐλευθερία εἰκονισμοῦ τῆς αὐθυπαρξίας ὁ ἄνθρωπος. Διαχειρίζεται τὸ δώρημα (τὴν «χάριν») τῆς ἐλευθερίας του κάθε ἄνθρωπος, κρίνεται ἑπομένως ἀπὸ τὴ χρήση ποὺ κάνει τῆς ἐλευθερίας του — ἀπὸ μόνος του, «ἐν τοῖς πράγμασι» κρίνεται, αὐτοκρίνεται ἀπὸ τὶς ἐπιλογές του. Ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ὑπάρξει ἀπεριόριστα καὶ πληρωματικά, μὲ τὸν τρόπο τὸν ἀγαπητικὸ τῆς τριαδικῆς Αὐτοαιτίας, ἢ νὰ ἐμμείνει στὸν τρόπο τοῦ αἰτιατοῦ: τὴν περατότητα καὶ μερικότητα.

Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ κριθεῖ μὲ ἄλλο μέτρο-κριτήριο ἀποτίμησης τῶν ἐπιλογῶν του ὁ ἄνθρωπος — δὲν ὑπάρχει Ἠθική, Νόμος, κώδικας συμπεριφορᾶς ποὺ νὰ προηγεῖται τοῦ διλημματικοῦ ἐνδεχομένου ὕπαρξης καὶ ἀνυπαρξίας, εἶναι καὶ μὴ-εἶναι. Ὁ ἴδιος ὁ Αἴτιος τῆς ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου, μανικὸς ἐραστής του, εἶναι λογικὰ καὶ ὑπαρκτικὰ ἀντιφατικὸ νὰ «δικάζει» καὶ νὰ «τιμωρεῖ» μὲ «αἰώνιες βασάνους» τὸν ἐρώμενο, ποὺ ὁ ἴδιος τὸν ἔπλασε ἱκανὸ νὰ δεχθεῖ ἢ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν ἔρωτα τοῦ πλαστουργοῦ του.

Τὰ ἐμφανὴ καὶ αὐτονόητα, ὅταν παγίως ἀγνοοῦνται, ἀπαιτοῦν ἐμφατικό, ἐπαναληπτικὸ τονισμό. Εἴκοσι αἰῶνες τώρα, ἀναρίθμητα ἑκατομμύρια ἀνθρώπων παραβλέπουν τὴν εὐαγγελικὴ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ζοῦν τὴ μία καὶ μοναδικὴ ζωή τους παγιδευμένη στὸν τρόμο καὶ στὴν ἐνοχὴ ἀπέναντι σὲ ἕναν «δικαιοκρίτη» Θεό, ἀμείλικτο «δικαστὴ καὶ τιμωρὸ» τῆς ἀποτυχίας ἢ τῆς ἐπιπόλαιης ἀφροσύνης τοῦ ἀνθρώπου.

Γιὰ δικούς μας λόγους, ψυχολογικούς, ἀνεπίγνωστου ἴσως ναρκισσισμοῦ ποὺ καμουφλάρεται μὲ μαζοχιστικὲς αὐτενοχοποιήσεις, συχνὰ ἡδονιζόμαστε συντηρώντας μιὰ νομικὴ-δικανικὴ σχέση μὲ ἕνα φάντασμα Θεοῦ-«σαδιστῆ πατέρα».

Ἡ διάγνωση δὲν εἶναι εὔκολη, γι’ αὐτὸ καὶ στὴν πράξη ἀποδείχνεται «μείζων τῶν ἀρετῶν ἡ διάκρισις». Σίγουρα, δὲν κρίνει, δὲν δικάζει, δὲν τιμωρεῖ ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο — ὁ ἄνθρωπος κρίνεται ἀπὸ τὶς ἐπιλογές του: ἂν δέχεται τὴν ἀγάπη-κλήση τοῦ Δημιουργοῦ του ἢ τὴν ἀπορρίπτει. Ὅμως, «δέχομαι» τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ «ἀνταποκρίνομαι» στὴν κλήση του δὲν σημαίνει ἁπλῶς νοητικὴ συγκατάθεση καὶ συναισθηματικὴ πρόθεση ἢ ἔστω ἑτοιμότητα. Οὔτε σημαίνει στράτευση στοὺς ἀλτρουιστικοὺς στόχους μιᾶς ἰδεολογίας ἢ προσχώρηση σὲ «κίνημα» ἠθικοποίησης τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τῶν γύρω μας.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος σημειώνει ἕνα ἀποκαλυπτικό, πραγματικὰ συγκλονιστικὸ ἐνδεχόμενο: Νὰ «ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου» (νὰ πουλήσω ὅ,τι ἔχω δικό μου καὶ νὰ μοιράσω τὰ ὅσα εἰσπράξω στοὺς φτωχοὺς) ἢ ἀκόμα: νὰ «παραδώσω τὸ σῶμα μου ἵνα καυθήσομαι» —δυὸ πράξεις ἔσχατης αὐταπάρνησης— καὶ τὸ κίνητρό μου νὰ μὴν εἶναι ἡ ἀγάπη, ἀλλὰ ὁ ναρκισσισμός μου. Ἡ κλήση ποὺ ἀπευθύνει ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο εἶναι νὰ ἀρνηθεῖ τὴ φύση τοῦ κτιστοῦ, τὸν φυσικὰ δεδομένο τρόπο τῆς κτιστότητας — τὸν ἀτομοκεντρισμὸ τῶν φυσικῶν του ἐνορμήσεων, ἐνστίκτων, τὸν ὁρμέμφυτο, κυρίαρχο τῆς ὕπαρξής του ναρκισσισμό.

Μιὰ τέτοια ἄρνηση, ἡ ἀνάληψη τῆς προσπάθειας γιὰ ἐλευθερία ἀπὸ τὶς ἀναγκαιότητες ποὺ διέπουν τὸ κτιστό, σημαίνει ἰσόβιο ἀγώνα, καὶ μάλιστα χωρὶς ἐλπίδα νίκης, ἐπιτυχίας. Τὴν γὰρ φύσιν ἑαυτοῦ νικῆσαί τινα τῶν οὐκ ἐνδεχομένων ἐστί, βεβαιώνουν οἱ ἔμπειροι τοῦ τολμήματος. Ὀνομάζουμε στὴ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας ἄσκηση τὴν ἔμπρακτη μετοχή μας σὲ κοινὸ (μὲ κοινούς, γιὰ ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας ὅρους) ἄθλημα γιὰ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὶς ἀτομοκεντρικὲς ἐνορμήσεις-ἀπαιτήσεις τῆς κτιστῆς φύσης μας. Ἡ μετοχή μας εἶναι a priori παραιτημένη ἀπὸ κάθε φιλοδοξία ἐπιτυχίας. Ἡ ἐπιτυχία τῆς ἀτομικῆς ἐπιδίωξης θὰ συνιστοῦσε ἀτομικὸ κατόρθωμα, ἑπομένως ἀκόμα πιὸ ἀσφυκτικὸ ἐγκλεισμό μας στὴν ἀτομοκεντρικὴ αὐτάρκεια τῆς κτιστότητας.

Ἀναλαμβάνεται ἡ ἄσκηση ὄχι γιὰ τὴν ἐπιδίωξη τοῦ κατορθώματος, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἔμπρακτη πραγμάτωση τῆς μετοχῆς τοῦ καθενός μας στὸν τρόπο τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴν ἔμπρακτη βεβαίωση (ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας) τῆς ἐλεύθερης θέλησής μας γιὰ ἐλευθερία ἀπὸ τοὺς περιορισμοὺς τῆς κτιστότητας, εἴσοδο στὸν τρόπο τῆς ἀγάπης, τρόπο τοῦ ἀκτίστου.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΘΕΟΤΗΣ ΤΟΥ ΥΙΟΥ, Η ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΥΙΟΥ, Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΤΗΡ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ, ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.

Ο ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟΝ ΚΑΛΛΟΣ, ΤΗΝ ΑΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΠΤΩΣΗΣ. ΑΦΗΝΕΙ ΕΞΩ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΚΤΙΣΗ.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Όλον τον Δεκαπενταύγουστο και σε όλες τις συνεχείς μας Παρακλήσεις ψέλνουμε και το εξής συγκλονιστικό: "Ο γλυκασμός των Αγγέλων, των θλιβομένων η χαρά, Χριστιανών η προστάτις, Παρθένε, Μήτηρ Κυρίου, αντιλαβού μου και ρύσαι των αιωνίων βασάνων"... Ο Χ.Γ., καθώς τα αντιλαμβάνεται όλα "δικανικά" στο βάθος ο ίδιος, προσπαθεί να τα "απο-δικανοποιήση" διαγράφοντάς τα! Εξαιρετικά κουραστικός και μονότονος (ο αντίπαλος του μονοτονικού!) ο "λόγος" του...