ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ : Tετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2018
Από τον συλλογικό τόμο:Hegel und die Folgen
Gerd-Klaus Kaltenbrunner(Herausgeber)Verlag Rombach
Freiburg, 1970
Ernst Topitsch
Kritik der Hegel-Apologeten
Η κριτική των απολογητών του Hegel 3Από τον συλλογικό τόμο:Hegel und die Folgen
Gerd-Klaus Kaltenbrunner(Herausgeber)Verlag Rombach
Freiburg, 1970
Έτσι και η γνωστή φράση από το έργο “Rechtphilosophie”: “Η κατανόηση-σύλληψη αυτού που είναι, είναι αποστολή της φιλοσοφίας, γιατί αυτό που είναι (Das was ist), είναι η λογική”, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως μια προσπάθεια του Hegel να δημιουργήσει μια μη-αξιακή κοινωνιολογία περί κράτους. Η όλη συνάφεια μάλλον, δείχνει αναμφισβήτητα πως με την φράση “αυτό που είναι” δεν εννοείται μια γυμνή εμπειρική αντικειμενικότητα, αλλά μια “πραγματικότητα” με αξίες, μια λογική τάξη του “ηθικού σύμπαντος” η οποία εκπτύσσεται διαλεκτικά-τελεολογικά, η πραγματικότητα του κράτους της ιδέας. Αυτή η τάξη είναι δεσμευτική για τον πολίτη αυτού του κράτους, και οι αποκλίνουσες πεποιθήσεις, για το πως θα έπρεπε να είναι ο κόσμος-και συνεπώς το κράτος-ανήκουν στην περιοχή της αυθαίρετης γνώμης. [1]
Με αυτόν τον κύκλο ερωτημάτων συνδέεται ένας άλλος, ο οποίος προκύπτει από την εφαρμογή των διαλεκτικών-τελεολογικών μορφών σκέψης πάνω στην ιστορική-κοινωνική πραγματικότητα. Στο σημείο αυτό υπάρχουν προστριβές ως προς το εάν ο Hegel, περιγράφοντας τό κράτος στο έργο “Rechtphilosophie”, που σε πολλά σημεία μοιάζει με το σύγχρονό του πρωσικό κράτος, θεωρούσε έστω σε βασικό επίπεδο, πως αυτό το κράτος είναι η πραγμάτωση της “μορφής της ουσίας” ή της “ιδέας”. Ή τουλάχιστον αν πίστευε πως η ιστορία δε θα επέφερε θεμελιωδώς νέες πολιτικές μορφές. Με αυτό συνδέεται ακόμη και ένα πιο πρακτικό ερώτημα, αν δηλαδή ο στοχαστής αυτός θα πρέπει να θεωρηθεί ως ο θεωρητικός και ο προφήτης μιας πρωσικής-γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη ή και σε όλο τον κόσμο. Στα πλαίσια αυτά να επισημανθεί πως ο Hegel διείδε ορθώς τα μεγαλεπήβολα σχέδια της Αμερικής και της Ρωσίας.[2] Οι αξιοσημείωτες αυτές και οξείς παρατηρήσεις σχεδόν δεν επηρέασαν καθόλου το σύστημα της κοινωνικής του φιλοσοφίας. Η συνέπεια του συνόλου αυτού συστήματος, σπρώχνει-μαζί με την συντηρητική στάση του γηράσκοντος στοχαστή-στο να θεωρηθεί το παρόν ως η καταληκτική φάση της ανάπτυξης. Όπως το θεϊκό θεμέλιο κατέληξε στην αυτοσυνειδησία του και στην κορωνίδα της ανάπτυξης του, στα πλαίσια του απόλυτου συστήματος του Hegel, έτσι και η ταυτόχρονη αυτοπραγμάτωση του στον ιστορικό-κοινωνικό χώρο, πρέπει, τουλάχιστο τυπικά, να καταλήξει εκεί. Η χρονική ανάπτυξη των ιστορικών μορφών στο έργο “Geschichtsphilosophie” και η συστηματική “ανάπτυξη των προορισμών της έννοιας” στο έργο “Rechtphilosophie”, πορεύονται προς ένα και το αυτό τέλος, δηλαδή στην αληθινή συναίνεση, στην οποία το κράτος ως “συνταγματική μοναρχία” έχει γίνει εικόνα και πραγματικότητα της λογικής.[3]
Από το έργο τού Hegel προκύπτουν πολλά που μας φαίνονται ανησυχητικά, και που στο επίπεδο της πολιτικής θεωρίας και πράξης είχαν μοιραίες συνέπειες, όχι τόσο λόγω μιας δουλοπρεπούς ή απορριπτέας διάθεσης, όσο λόγω της βασικής της απαίτησης και των θεμελιωδών μορφών σκέψης του συστήματος. Ο Theodor Litt, ο οποίος σίγουρα δεν μπορεί να κατηγορηθεί για αντί-εγελιανισμό, περιέγραψε αυτή την απαίτηση ως εξής: “Το άτομο το οποίο ανέβηκε στο ύψος του απολύτου πνεύματος γίνεται συν-γνώστης, δηλαδή συν-γνώστης του κοσμικού πνεύματος. Μυείται στο μυστικό του, γιατί θα γνωρίσει τον λόγο, βάσει του οποίου το κοσμικό πνεύμα καθοδήγησε το κοσμικό γίγνεσθαι. Συγκεκριμένα: το φιλοσοφόν άτομο που φέρει το όνομα Georg Wilhelm Friedrich Hegel, πιστεύει ότι κατέχει την απόλυτη μια γνώση, μέσα στο οποίο(άτομο) αποκαλύπτεται, μια γνώση μέχρι τώρα κρυφή και την οποία κατείχε μόνο το κοσμικό πνεύμα”[4]. Αυτή η απαίτηση εν τω μεταξύ εκφράζεται και στο ποντιφικικό πάθος, και στο στιλ τύπου Κουρίας που παρουσιάζουν τα γραπτά του Hegel. Για να το πούμε κάπως πιο οξυμένα: εδώ μιλά μέσα από τον Hegel, ο θεός, οποίος για πρώτη φορά έγινε αληθινά θεός, αφού μέσα στον και διά μέσου του Hegel έφτασε στην αυτοσυνειδησία του.
Με αυτή την κληρονομιά από τα γνωστικιστικά μυστήρια τής αυτοθέωσης[5] συνδέεται η κληρονομιά των κοινωνικό-κοσμικών ιδεολογιών εξουσίας, τις οποίες (ιδεολογίες) μπορούμε να ιχνηλατήσουμε μέχρι τις μυθολογίες περί κράτους των αρχαίων ανατολικών αυτοκρατοριών: η δομή του “αληθινού κράτους” ως “ηθικού σύμπαντος” είναι ένα μέρος και μιά απεικόνιση σύνολης της αξιακής κοσμικής τάξης, και για τον λόγο αυτό έξω από τα πλαίσια της ανθρώπινης “γνώμης”. Η δομή αυτή έχει μια για πάντα απεικονισθεί στο θεϊκό σχέδιο δημιουργίας που το παρουσιάζει η “Λογική” του Hegel.[6]
Αυτή η “μορφή της ουσίας” του κράτους δεν υπερίπταται όμως σε κάποιον “υπερουράνιο τόπο”, αλλά πραγματώνεται ως ο τελικός σκοπός του διαλεκτικού-τελεολογικού ιστορικού γίγνεσθαι. Αυτό είναι μια πίστη που έχει εξαιρετική αλλά και πολύ συγκεκριμένη πολιτική σημασία. Η πεποίθηση, πως μια συγκεκριμένη διάταξη ανθρώπινης συμβίωσης προέχει αξιακά όλων των άλλων, και είναι συνεπώς το προβλεπόμενο τέλος της ιστορικής-κοινωνικής διαδικασίας, μπορεί πολύ εύκολα να ενισχύσει στους οπαδούς της την γνώμη, πως έτσι απλά μπορούν να αγνοήσουν όλες τις άλλες πολιτικές γνώμες και να καταπιέζουν απάνθρωπα τους οπαδούς των. Η θεοδικία λοιπόν, που δικαιολογεί το κακό στον κόσμο ως μέρος της θεϊκής τάξης, μπορεί να νομιμοποιήσει τα σκληρότερα μέτρα, εάν θεωρούνται αναγκαία για την επίτευξη ή εξασφάλιση της σωτηρίας.
Τέλος, αυτές και παρόμοιες διδασκαλίες, πρέπει να οχυρωθούν εναντίον κάθε κριτικής εξέτασης, χαρακτηριζόμενες ως “ανώτερη γνώση” και “λογική σκέψη”, στην οποία “η ματαιόδοξη σκέψη” της γυμνής “αφηρημένης λογικής” δεν μπορεί να πλησιάσει.
[1] Τον έντονα αξιακό, στην συγκεκριμένη περίπτωση συντηρητικό-αυταρχικό χαρακτήρα αυτής της θέσης του Hegel, επεσήμανε ξεκάθαρα ο Th. W. Adorno, σημείωση 50.
[2] Για την κρίση του περί των μελλοντικών δυνατοτήτων της Ρωσίας πρβλ. Την επιστολή του Hegel στον v.Yxkull, 28.11.1821, στον E. Weil, s.102.
[3] Πρβλ. E. Topitsch: Die Sozialphilosophie Hegels als Heilslehre und Herrschaftsideologie. Neuwied-Berlin 1967. S.47
[4] Th. Litt, Hegel, S. 135.
[5] Έχει υποστηριχθεί, εν αντιθέσει προς τα συμπεράσματα του συγγραφέα, πως τα θεμελιώδη μοτίβα και μορφές σκέψης στους στοχασμούς του Hegel, δεν προέρχονται από νεοπλατωνικές-γνωστικιστικές σωτηριολογίες, αλλά πως είναι επιφανειακές αναλογίες. Στην πραγματικότητα όμως, οι εν λόγω ιστορικές-πνευματικές συσχετίσεις έχουν τύχει επεξεργασίας κατά το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα(19ου), από λόγιους οι οποίοι κατείχαν μια θεμελιώδη γνώση του συνόλου των θεολογικών-φιλοσοφικών παραδόσεων της Δύσεως, όπως είναι ο προτεστάντης F. Chr. Baur και ο καθολικός F. A. Staudenmaier. Αργότερα, λόγω της εξειδίκευσης, χάθηκε η αντίληψη της αλληλεξάρτησης, ή μάλλον της ταυτότητας της θεολογικής και της μεταφυσικής παραδόσεως. Τα έργα τωνπροαναφερθέντων συγγραφέων-κυρίως: F. Chr. Baur: Die christliche Gnosis oder die christliche Religionsphilosophie in ihrer geschichtlichen Entwicklung Tübingen 1835; F. A. Staudenmaier: Die Philosophie des Christentums I. Gießen 1840; ders: Darstellung und Kritik des Hegelschen Systems. Mainz 1844- ήταν για πολύ καιρό δυσεύρετα, και αγνοήθηκαν από την ιστορία της φιλοσοφίας. Θα είναι όμως αδύνατο να επεξεργαστεί κανείς τις θεολογικές-θεωρητικές βάσεις της φιλοσοφίας του Hegel, χωρίς να έχει μελετήσει αυτά τα πλούσια σε γνώση έργα. Ο Iljin τα έχει αυτά πάνω-κάτω υπόψιν του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου