Πέμπτη 5 Αυγούστου 2021

Πρωτοπρ. Νικολάου Λουδοβίκου - Διαλογική (Βιο)τεχνολογία;

Διαλογική (Βιο)τεχνολογία; 

Τὸ πρόβλημα τῆς (Βιο)τεχνολογίας ὡς ὁριστικῆς καὶ ἀμετάπτωτης οὐτοπίας: ἀπὸ τὸν Marx καὶ τὸν Heidegger στὸν Bostrom, τὸν Stuart Russell καὶ τὸ σκοτεινὸ ἄστρο τῆς ἐπιθυμίας

ΘΕΟΛΟΓΙΑ 92,1 (2021), σελ. 23 - 50

Πρωτοπρ. Νικολάου Λουδοβίκου* 

* Ὁ πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος Λουδοβίκος είναι Καθηγητής Δογματικῆς καὶ Φιλοσοφίας στην Ανωτάτη Εκκλησιαστικὴ Ἀκαδημία Θεσσαλονίκης.

Κάθε σύγχρονη συζήτηση περὶ Τεχνολογίας ἐγγράφεται ήδη στην ἐπικράτεια τῆς ἰσχύος της καὶ ἀπολογεῖται ἤδη ὑπὲρ αὐτῆς· ἀφορᾶ ἡ τεχνολογία πλέον, καὶ αὐτὸ εἶναι συγκλονιστικό, εἰς τὸ ἑξῆς στὸ ἴδιο τὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου τοῦ κόσμου καὶ ὄχι ἁπλῶς σε έναν ἀκόμη, ἱστορικὰ πρόσκαιρον, τρόπο του. Καὶ τοῦτο ἐπειδή ὅπως ἔδειξε ὁ Heidegger, δὲν θὰ καταπέσει καὶ δὲν θὰ ὑπερβαθεῖ ποτέ1. Καὶ εἶναι ἀκριβῶς ἀπὸ αὐτὴ τὴ διάλεξη τοῦ Heidegger τοῦ 1955 που θὰ ξεκινήσουμε τὴ συζήτησή μας. 

1

 Ὅπως ἐπιχειρήσαμε νὰ δείξουμε ἀλλοῦ2, ἡ Τεχνολογία ἔγινε προνομιακὸς τρόπος ἀνύψωσης μιᾶς ἀνθρωπίνης φύσεως, η κατάφαση τῆς ὁποίας, ἀπὸ τὸν Διαφωτισμό, δὲν μπόρεσε νὰ συγκαλύψει τὴν περατότητα καὶ εὐθραυστότητά της. Ἡ κατὰ Bacon «βασιλεία τοῦ ἀνθρώπου», ὅπου ὁ ἄνθρωπος εἶναι, κατὰ τὸν Descartes, «ὁ κύριος καὶ κάτοχος τῆς φύσης», ὁδηγεῖ στὴν Καντιανή «κατοχὴ τοῦ κόσμου» καὶ τὸ διαφωτιστικὸ δόγμα τῆς ἀπόλυτης προόδου, χωρὶς τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, τὴ χάρη καὶ τὴν ἐκκλησιαστική «σωτηρία». Ὁ ὑπερανθρωπισμός, ὡς ἀπωθημένη μίμηση ἑνὸς ἐξοντωμένου Θεοῦ, εἶναι ὅμως ἀμείλικτος: δὲν ἀνέχεται ἀκριβῶς τὴ μερικότητα καὶ τὴν ἀδυναμία αὐτῆς της ἀπογυμνωμένης ἀπὸ τὴν Πρόνοια ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ ζητεῖ σὲ λίγο τὴν ἀναβάθμισή της. Γιὰ νὰ διορθωθοῦν καὶ νὰ ὑπερβαθοῦν οἱ ἐγγενεῖς ἀτέλειες τοῦ φυσικοῦ ἀνθρώπου, χρειάσθηκε κατ’ ἀρχὴν σὲ πολιτικὸ ἐπίπεδο– ὁ Ὁλοκληρωτισμός, μὲ τὴν ἱστορικὴ μορφὴ τοῦ Ναζισμοῦ, τοῦ Φασισμοῦ καὶ τοῦ Σοβιετικοῦ Κομμουνισμοῦ (καὶ ὁ πειρασμὸς αὐτὸς ἔχει, ὅπως νομίζουμε, μέλλον, ἂν καὶ στὴν καινούργια μορφὴ ἑνὸς Βελούδινου Ολοκληρωτισμοῦ, ὅπως ὑποστηρίξαμε προσφάτως3). Σὲ ψυχικὸ ἐπίπεδο, ἐμφανίσθηκαν διάφορες μορφὲς ψυχοθεραπείας γιὰ νὰ κραταιώσουν τὸ παραπαῖον Ἐγὼ τῶν ἐπιχειρούντων τὴν πραγμάτωση τοῦ ὑποκατάστατου αὐτοῦ τοῦ Θεανθρωπισμοῦ, που εἶναι ἀκριβῶς ὁ Ὑπερανθρωπισμός – πρόκειται κυρίως γιὰ τὴν Ἀμερικανικὴ Ψυχολογία τοῦ Ἐγώ, τὴν ὁποία καταριόταν ὁ Jacques Lacan γιὰ τὰ ἀναλώσιμα καὶ εὔπεπτα παρεπόμενά της. Τέλος, στὸ ἐπίπεδο τῆς ἄμεσης βιολογικῆς ζωῆς ἐμφανίσθηκε ἡ Τεχνολογία καὶ η Βιο-τεχνολογία, ἀποσκοπώντας ξεκάθαρα στὴ δημιουργία τοῦ Homo Deus, κατὰ τὴ γνωστὴ ἔκφραση τοῦ Harrari· ἑνὸς τεχνο-βιολογικοῦ ὄντος δηλαδή, τὸ ὁποῖο ἐπιτελεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν κόσμο ἐπίσης καὶ τὴ λειτουργία ἑνὸς θεοῦ, δηλαδή φιλοσοφικώτερα- ἑνὸς ὄντος αὐτο-νοηματοδοτούμενου πλήρως.

Θεωροῦμε συνεπῶς ὅτι ὁ διαχωρισμὸς μεταξὺ Τεχνολογίας καὶ Βιο-τεχνολογίας εἶναι μᾶλλον καταχρηστικός: κάθε μορφῆς Τεχνολογία εἶναι στὸ βάθος Βιο-τεχνολογία, ὑπὸ τὴν εὐρύτερη ἔννοια πὼς ἐπιδρᾶ καίρια καὶ διαμορφώνει τὴν ἀνθρώπινη ψυχο-βιολογικὴ ὑπόσταση καὶ πώς, οὕτως ἢ ἄλλως, σὲ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀπώτερη βαθύτερη διαμόρφωση ἀποσκοπεῖ ἐν τέλει. Καὶ μὲ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἔννοια κατανοοῦμε τὴ θέση τοῦ Heidegger, ὅτι ἡ τεχνολογία εἶναι –σήμερα πλέον– ἕνας τρόπος ἀποκάλυψης τῆς ἀλήθειας τῶν ὄντων4.

Κυκλοφοροῦν πράγματι δεκάδες βιβλία πλέον γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Τεχνολογίας, μὲ τὴν εὐρεῖα ἔννοια, μεταξὺ τῶν λαῶν, ἀπὸ τὴν προϊστορία μέχρι σήμερα, ἀλλὰ καμμιὰ ἀπολύτως ἄλλη ἐποχὴ δὲν ἀπέκτησε τὸν τίτλο τῆς Τεχνολογικῆς Ἐποχῆς, ὅπως ἡ δική μας. Καὶ τοῦτο διότι σήμερα πλέον ἡ Τεχνολογία εἰσῆλθε στὴν ἴδια τὴν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου του, καθιστώντας τεχνολογικὴ ὄχι μόνον τὴν Ἐπιστήμη, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τὴν τέχνη καὶ τὴ θρησκεία, ἀκριβῶς διότι ἐπιβάλλει παντοῦ, ὡς σφραγῖδα ἐγκυρότητας μοναδική, ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ στοιχεῖο ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ἰδιάζον χαρακτηριστικό της. Τὸ χαρακτηριστικὸ αὐτὸ εἶναι, κατὰ τὸν Heidegger, ὁ ἀνθρώπινος ὑποκειμενικὸς ἔλεγχος πάνω στὴ φύση τῶν ὄντων, ἀντὶ τῆς ἀρχαιοελληνικῆς ἀνοικτότητας καὶ ὑπακοῆς σὲ αὐτήν. Αὐτὸ δὲ μὲ τὴ σειρά του προκύπτει ἀπὸ τὴν ἀπόδοση τοῦ ὅρου «ὑποκείμενο» ἀπὸ τὸν Καρτέσιο, γιὰ πρώτη φορά, μόνον στὸν ἄνθρωπο, ἐνῶ τὰ ὑπόλοιπα ὄντα καθίστανται ἔτσι ἀντι-κείμενα τοῦ αὐθαίρετου στοχασμοῦ καὶ τῆς ἀνάλογης πράξεως καὶ χρήσεως ἀπὸ μέρους τοῦ μοναδικοῦ αὐτοῦ ἀτομικοῦ ὑποκειμένου5.

Στὴν πραγματικότητα, μὲ τὴν Τεχνολογία η συνθήκη αὐτὴ ἐγγίζει τὸν κολοφῶνα της. Ὁ ἄνθρωπος ἀντιλαμβάνεται τώρα τὰ ὄντα ἁπλῶς ὡς διαθέσιμα πρὸς χρήση, στὰ ὅρια αὐτοῦ ποὺ ὁ Heidegger ἀποκαλεῖ Gestell (σκελετό, πλαίσιο) καὶ ὁ μεταφραστής του ἔχει ἀποδώσει στὰ ἀγγλικὰ ὡς “Enframing” (λέξη δυσμετάφραστη μονολεκτικῶς στὰ ἑλληνικά· πρόκειται γιὰ τὴν τοποθέτηση σὲ πλαίσιο ή, πιὸ ἐλεύθερα ἴσως ἂν καὶ ὄχι μὲ ἀκρίβεια, περιχαράκωση), ὅρος ποὺ περιγράφει ἀκριβῶς τὸ ψυχονοητικὸ ἱστορικὸ πλαίσιο, τὸ ὁποῖο κυριαρχικὰ ἐπιβάλλει τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους τὸ πραγματικό, διὰ τῆς Τεχνολογίας, ἀποκαλύπτεται ὡς ἀπολύτως διαθέσιμο καὶ ἀναμένον τὴν ἀνθρώπινη χρήση του· ἀποκαλύπτεται δηλαδὴ ὡς “standing-reserve” (θὰ λέγαμε ὡς «ὑφιστάμενο») - και ὅλο τοῦτο τὸ γεγονὸς καθίσταται ἕνα «πεπρωμένο» (destining), προσδιοριστικὸ γιὰ τὴ σύγχρονη ἱστορία6. Αὐτὸ ποὺ ὡστόσο ἀποτελεῖ τὴν κατ’ ἐξοχὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ ὅτι φθάνει ἔτσι τελικὰ νὰ ἀντιληφθεὶ ἐπίσης καὶ τὸν ἑαυτό του ο άνθρωπος ὡς standing reserve, ὡς «ὐφιστάμενο ἀπόθεμα»7. Στὴν περίπτωση αὐτή παύει νὰ ἀκούει τὴ φωνὴ τῶν πραγμάτων ἐγκλωβίζεται στὸν ἑαυτό του, χάνοντας ταυτόχρονα τὴν αἴσθηση τῆς μοναδικότητάς του, ἀλλὰ καὶ τὸν τρόπο τῆς, κατὰ Heidegger, δυνατότητας ἐκ-στάσεως ἀπὸ τὴν οὐσία του. Η κυριαρχία τοῦ τεχνολογικοῦ Enframing μπλοκάρει ἑπομένως τὴν ἴδια τὴ λειτουργία τῆς ἀλήθειας και κάθε πιθανή της αποκάλυψη.

Αὐτὸ όμως δὲν σημαίνει πὼς ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια, ὡς φιλοσοφική μεταφυσική, δὲν εἶχε ἤδη ἐγγίσει τὸ τέλος της. Καὶ αὐτὸς ποὺ ἀναγγέλλει τὸ τέλος αὐτὸ εἶναι, κατὰ τὸν Heidegger, ὁ Nietzsche. Ἀναλύοντας τη γνωστὴ φράση τοῦ τελευταίου: «ὁ Θεὸς εἶναι νεκρός», ὁ φιλόσοφος παρατηρεῖ πὼς τοῦτο σημαίνει ὅτι ὁ ὑπεραισθητὸς κόσμος δὲν εἶναι πλέον πειστικός, δὲν παρέχει πιὰ ζωή. Ἡ μεταφυσική, δηλαδὴ στὴν πραγματικότητα, κατὰ τὸν Nietzsche, ὁλόκληρη ή Δυτικὴ φιλοσοφία, κατανοούμενη στὴ βάση της ὡς Πλατωνισμός, εὑρίσκεται στὸ τέλος της. Ὁ ἴδιος ὁ Nietzsche κατανοεῖ τὴ φιλοσοφία του ὡς ἀντιπαράθεση στὴ μεταφυσική, ὡς κίνηση ἐνάντια στὸν Πλατωνισμό8. Στην προοπτική αὐτή, τὸ τέλος αὐτὸ ἔγκειται στὴ μετατροπὴ τοῦ εἶναι σὲ ἀξία9 καὶ ἐν συνεχείᾳ στὴν κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νέκρωση τῆς ὀντολογικῆς του δυναμικῆς. Ὑπ' αὐτὴν τὴν ἔννοια η ἴδια ἡ ἑσωτερικὴ ἀνάγκη τῆς Δυτικῆς σκέψεως δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ὁ Μηδενισμός10, ὁ ὁποῖος κατεδαφίζει ἀκριβῶς τὸν κόσμο αὐτὸ τῶν ὑπεραισθητῶν ἀξιῶν, γιὰ νὰ θέσει ἑν συνεχείᾳ νέες, πραγματοποιώντας μία «μεταξίωση (revaluing) όλων τῶν ἀξιῶν». Ἡ δημιουργία αὐτῶν τῶν νέων ἀντι-μεταφυσικῶν ἀξιῶν ὀνομάζεται ἀπὸ τὸν Nietzsche ἐπίσης «Μηδενισμός», ὡς ὁλοκλήρωση τοῦ καταστρέφοντος τὶς παλαιες αξίες Μηδενισμοῦ· συνεπῶς ὁ ὄρος Μηδενισμὸς ἔχει διπλῆ σημασία: ὡς ἀπαξίωση τῶν ἀνώτατων μεταφυσικῶν ἀξιῶν ἀπὸ τὴ μία καὶ τὴ δημιουργία νέων ἀπὸ τὴν ἄλλη11. Καὶ φυσικὰ ὁ τρόπος αὐτοῦ τοῦ Μηδενισμοῦ νὰ καταστρέφει ἀξίες καὶ νὰ δημιουργεῖ νέες εἶναι ἡ θέληση γιὰ δύναμη. Συνεπῶς, ἡ ἴδια ἡ οὐσία τῆς Δυτικῆς σκέψης εἶναι, τόσο γιὰ τὸν Nietzsche ὅσο καὶ γιὰ τὸν Heidegger, η θέληση γιὰ δύναμη12.

Τί σημαίνει αὐτὸ στὴν πράξη; Σημαίνει ὅτι «η οὐσία (η ὀντότητα) τοῦ ὑποκειμένου μεταβάλλεται στὴν ὑποκειμενικότητα τῆς αὐτο-βεβαιούμενης αὐτο-συνειδησίας, ἡ ὁποία τώρα φανερώνει τὴν οὐσία της ὡς θέληση γιὰ θέληση. Ἡ θέληση εἶναι, ὡς θέληση γιὰ δύναμη, ἡ προσταγὴ γιὰ περισσότερη δύναμη»13. Συνεπῶς «ἡ θέληση πρέπει [...] νὰ θέσει τὴν προϋπόθεση γιὰ ἕνα ἐθέλειν-πέρα-ἀπό-τόν-ἑαυτό της. Ἡ θέληση γιὰ δύναμη πρέπει, πάνω ἀπὸ ὅλα, νὰ θέτει προϋποθέσεις γιὰ διατήρηση τῆς δύναμης καὶ ἀναβάθμιση τῆς δύναμης. Στὴ θέληση ἀνήκει ἡ θέση τέτοιων προϋποθέσεων, οἱ ὁποῖες συνδέονται ἐσωτερικά»14. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἡ θέληση γιὰ δύναμη δημιουργεῖ νέες ἀξίες: «H θέληση γιὰ δύναμη θέτει ἀξίες στὸν βαθμὸ ποὺ συνιστᾶ τὶς προϋποθέσεις τῆς ἀναβάθμισης καὶ σταθεροποιεῖ τὶς προϋποθέσεις τῆς διατήρησης [τῆς δύναμης]. Ἡ θέληση γιὰ δύναμη εἶναι, στὴν οὐσία της, ἡ ἀξιο-θετοῦσα θέληση. Οἱ ἀξίες εἶναι οἱ προϋποθέσεις γιὰ διατήρηση-ἀναβάθμιση, ἐντὸς τοῦ εἶναι τῶν ὄντων ποὺ υπάρχουν»15 . Συνεπῶς, στὸ πλαίσιο τῆς Δυτικῆς σκέψεως ἐν γένει «ἡ ἐνορατικὴ αὐτο-βεβαίωση τῆς ὑποκειμενικότητας ἀποδεικνύεται πὼς εἶναι η δικαίωση ποὺ ἀνήκει στὴ θέληση γιὰ δύναμη»16. Καὶ βεβαίως, συνεκδοχικά, «ἡ ἀνθρωπότητα ἡ ὁποία θέλει τὸ ἀνθρώπινο εἶναι της ὡς θέληση γιὰ δύναμη, καὶ βιώνει αυτό τὸ ἀνθρώπινο εἶναι ὡς ἀνῆκον στὴν πραγματικότητα ἐκείνη ἡ ὁποία προσδιορίζεται στὴν ὁλότητά της ἀπὸ τὴ θέληση γιὰ δύναμη, προσδιορίζεται ἀπὸ ἕνα εἶδος ἀνθρώπινης οὐσίας τὸ ὁποῖο ὑπερβαίνει καὶ πηγαίνει πιὸ πέρα ἀπὸ τὸν μέχρι τώρα ἄνθρωπο. Τὸ ὄνομα γι' αὐτὸ τὸ εἶδος ἀνθρώπινης οὐσίας ποὺ ὑπερβαίνει τὴν μέχρι τώρα ἀνθρώπινη φυλὴ εἶναι “υπεράνθρωπος”»17.

2

Ἡ ἀνάλυση τοῦ Heidegger δὲν στερεῖται προβλημάτων -και σημαντικῶν μάλιστα- εἰδικὰ ὅταν φθάσει η ὥρα τῶν λύσεων, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω. Πρὸς τὸ παρὸν ὅμως θὰ συνεχίσουμε νὰ χρησιμοποιοῦμε τὶς παρατηρήσεις του πρὸς διάγνωση αὐτοῦ τοῦ ζητήματος, τὸ ὁποῖο συνιστᾶ ἡ Τεχνολογία, πρὸς κριτικὴ πραγμάτευση. Ὡστόσο, ἡ πρώτη ἄμεση νεωτερικὴ διατύπωση τοῦ ζητήματος αὐτοῦ, τοὐλάχιστον ἐὰν πιστέψουμε τὸν Κώστα Αξελό, εὑρίσκεται στὸν Marx, ὅπως ὁ Ἕλληνας στοχαστὴς ἐπιχειρηματολογεῖ στὸ ἔργο τοῦ Marx Penseur de la Techniques18. Τὸ βιβλίο αὐτὸ ἐπανῆλθε πρόσφατα στὴν ἐπικαιρότητα, ἀκριβῶς ἐπειδὴ καταδεικνύει πειστικὰ τὴ σημασία τῆς Τεχνικῆς στὸν ἴδιο τὸν πυρῆνα τοῦ Μαρξικοῦ ἀνθρωπισμοῦ, ἀκριβῶς γιατί μέσῳ αὐτῆς ὑποτίθεται, κατὰ τὸν Marx τοῦ Ἀξελοῦ, πὼς αὐτο-παράγεται ὁ ἄνθρωπος ὡς ἄνθρωπος μετασχηματίζοντας τὴ φύση σὲ ἱστορία. Ἔτσι ἡ Τεχνικὴ εἶναι ὁ τρόπος συνένωσης θεωρίας καὶ πράξεως, σκέψεως καὶ δράσεως, λόγου καὶ τέχνης. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἐπιδιώκει ὁ Marx νὰ δώσει ὑπόσταση σὲ μίαν «ἀπόλυτη πράξη» (κάτι ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴ συνειδητή του προσπάθεια νὰ μετασχηματίσει τὴν Ἐγελιανή «ἀπόλυτη γνώση» στὰ μέτρα αὐτοῦ ποὺ θεωρεῖ ὡς πραγματικὸ ἄνθρωπο, μὲ πόθους καὶ ἀνάγκες δεμένους ἀποκλειστικὰ μὲ τὸν ὑλικὸ αὐτὸ κόσμο), μὲ σκοπό, μεσσιανικὸ καὶ ἐπαναστατικό, νὰ πραγματοποιήσει τὴν ἑνότητα φύσεως-ἱστορίας, ἀτόμου καὶ κοινότητας, μέσα ἀκριβῶς στὴν πράξη τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ πρόβλημα ὡστόσο εἶναι, κατὰ τὸν Ἀξελό, ὅτι ὁ Marx ἀφ᾿ ἑνὸς δὲν θεωρεῖ τὸ δεδομένο τῆς φύσεως ὡς πηγὴ κάποιας σοφίας, ἀλλὰ ἀποκλειστικὰ ὡς ἀντικείμενο τῆς ἀνθρώπινης πράξης, καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου ὅτι δὲν κατάφερε νὰ κατανοήσει τὴ συμπληρωματικότητα μεταξὺ τοῦ πνευματικοῦ καὶ τοῦ ὑλικοῦ στοιχείου καὶ ὅτι ἁπλῶς ἀντέστρεψε τὴν προτεραιότητα μεταξύ τους, ἀφανίζοντας σχεδὸν τὸ πρῶτο πρὸς χάρη τοῦ δεύτερου. Αὐτὴ λοιπὸν ἀκριβῶς ἡ στάση τοῦ Γερμανοῦ φιλοσόφου, κατὰ τὸν Ἕλληνα σχολιαστή του, ὁδήγησε σὲ μία ὑπερτίμηση τῆς πράξεως καὶ ἐν συνεχείᾳ σὲ μία ἰδεολογία ποὺ ἀρνεῖται ὁποιαδήποτε βαθύτερη πνευματικὴ σημασία τῆς φύσεως πρὸς χάρη τῆς παντοδυναμίας τοῦ homo technicus, η ὁποία ὑποτίθεται πὼς αὐτὴ καὶ μόνη γεννᾶ ἱστορία. Ὁ Marx θέλει ὁ ἄνθρωπος νὰ ξεπεράσει τὴν ἀλλοτρίωσή του, μὲ τὸ νὰ κατακτήσει τὸν κόσμο μέσῳ μιᾶς τεχνικῆς ἀπολύτως ἀπελευθερωμένης ἀπὸ κάθε δῆθεν κεκρυμμένη ἐγγενῆ σοφία τῆς φύσεως, ἀφοῦ σὲ μία τέτοια δῆθεν σοφία ἔβλεπε τὰ ἴχνη τοῦ Ἐγελιανοῦ ἰδεαλισμοῦ. Ἀρνούμενος κάθε μορφὴ ὑπερβατικότητας, ὁ πατέρας τοῦ κομμουνισμοῦ ὁδήγησε τὸν στοχασμό του, κατὰ τὸν Ἀξελό, στὴν κατάφαση ἑνὸς ἀδυσώπητου παιγνίου αὐτόνομης ἰσχύος (τὸ ὁποῖο ἀνέλαβε εὐχαρίστως νὰ φέρει εἰς πέρας, κατὰ τὸν Marcuse, ὁ Σοβιετικός –και ὄχι μόvov– Μαρξισμός). 

Ἔτσι καὶ ὁ Marx ὑποκύπτει κατ’ οὐσίαν ἀπολύτως στὴν ἐσώτερη λογικὴ τῆς Δυτικῆς μεταφυσικῆς, δηλαδὴ τὴ θέληση γιὰ δύναμη, παρὰ τὸ ὅτι, θεωρητικά, αὐτὴν τὴ μεταφυσικὴ φαίνεται διαπρυσίως νὰ τὴν ἀρνεῖται ἡ ἴδια ἡ βαθειὰ δομὴ τῆς σκέψεώς του ἀνήκει ὡστόσο σαφῶς στὴν ἴδια αὐτὴ Δυτικὴ μεταφυσικὴ παράδοση, τὴν ὁποία απλώς ἀντιστρέφει.

Μεταφερόμενο λοιπὸν τὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ σχῆμα, αὐτὸ τῆς θέλησης γιὰ δύναμη, εἰδικότερα στὴ Βιο-τεχνολογία, γιὰ νὰ εἰσέλθουμε στὰ ἐνδότερα τῆς συζήτησής μας, μᾶς προσφέρει πιθανῶς καὶ ἕναν τρόπο κατανόησης τοῦ σύγχρονου «τρανσουμανισμοῦ » (transhumanism). Οι νέες τεχνολογίες, ποὺ ἀποσκοποῦν στὴ σωματικὴ καὶ νευροβιολογική ἐν γένει μεταβολὴ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, μπορεί κάποιος νὰ πεῖ ὅτι τὴν περιχαρακώνουν (enframe), τοποθετώντας την στὴν τάξη ἑνὸς ἀντικειμενοποιημένου «ὑφισταμένου ἀποθέματος», στὴν προοπτικὴ ἀκριβῶς τῆς ἐπίτευξης μεγαλύτερης δύναμης, πρὸς ὑπέρβαση τῶν ὁρίων τῆς ἴδιας τῆς μέχρι τώρα ἀνθρωπινότητας. Ἡ πρόθεση ὡστόσο φαντάζει γοητευτική: πρόκειται γιὰ τὴν “Human Genetic Enhancement”, τὴ γενετικὴ ἀναβάθμιση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ἔρχεται ὡς συνέπεια τῆς μετανεωτερικῆς ἀποκλειστικῆς ἀνάδειξης τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου ὡς μοναδικῆς πηγῆς ἀλήθειας τοῦ ὑποκειμένου, μὲ τὸν ταυτόχρονο ἀποκλεισμὸ τοῦ ἀρχαίου κοσμικοῦ Λόγου, καθὼς καὶ τῆς Ἰουδαιο-χριστιανικῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας19.  Ἔτσι, ὅπως προσφάτως γράψαμε, μετὰ τὴν ἄνοδο τοῦ νεωτερικοῦ αὐτοαναφορικοῦ ὑποκειμένου «ἡ ἐκφρασιοκεντρικὴ εὐδοκίμηση τοῦ κυρίου τῶν νοημάτων ἀτόμου, δημιουργεῖ τὴν φαντασίωση μιᾶς φύσης à la carte, η ὁποία τρόπον τινὰ ἐπιλέγεται ἀπὸ τὸ ὑποκείμενο, ἀντὶ νὰ τὸ επιλέγει − η ἐποχὴ τῆς Βιοτεχνολογίας εἶναι χωρὶς ἄλλο, ὁ παράδεισος ἑνὸς τέτοιου Μετα-διαφωτιστικοῦ ὑποκειμένου, τοῦ ὁποίου ἡ ἐλευθερία νὰ εἶναι ὁ ἑαυτός του ἔχει μετατραπεῖ στὴν ἐλευθερία νὰ τὸν ἀνακατασκευάζει βιο/ψυχοτεχνολογικά, νατουραλιστικὰ φυσικὰ καὶ διόλου πλέον ὑπερβατικά. Στα μάτια αὐτοῦ τοῦ φαντασιωνόμενου τὴ βιο/ψυχοτεχνολογικὴ ἀνακατασκευὴ τῆς φύσης του ὑποκειμένου, τὰ ἀρχαῖα ὅριά της, τοῦ προκαλοῦν φρίκη ἀνεκλάλητη − ὅπως καὶ η πιθανὴ Χριστιανική της κατάπαυση στοὺς κόλπους ἑνὸς Θεού που τὴν προσέλαβε καὶ τὴ διεκδικεῖ ὡς διαλογικὸ νόημα»20. Ἔτσι ἡ ἀνθρώπινη φύση γίνεται ἀντικείμενο χειραγώγησης, δηλαδὴ κατευθυνόμενης μετάλλαξης, φλερτάροντας μὲ μία δυνητικὰ ἀπέραντη ἐπέκταση τοῦ ἀνθρώπινου βίου καὶ ἐν ταυτῷ τῆς ἀνθρώπινης γνώσης καί –φυσικά– τῆς ἀπόλαυσης. Εἶναι ὅμως τόσο ἁπλὸ ὅλο αὐτό;


Ὅπως συνήθως συμβαίνει σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, ἡ προοπτικὴ αὐτὴ ἔχει καὶ τοὺς θεωρητικούς της στοχαστὲς κατ’ αρχὰς ὅπως τὸν Andy Clark καὶ τὸ βιβλίο του Natural Born Cyborgs: Minds, Technologies, and the Future of Human Intelligence, ή τους Brad Allenby και Daniel Sarewitz καὶ τὸ βιβλίο τους The Techno-Human Condition22. Αὐτοὶ θὰ μᾶς ποῦν ὅτι, ὅπως τὸ τοποθετεῖ ὁ Clark, «ἤμασταν πάντοτε Cyborgs», ή, κατὰ τοὺς Allenby καὶ Sarewitz, ὅτι πάντοτε, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἤδη τῆς ἀνακάλυψης τῶν πρώτων ἐργαλείων, ὑπήρξαμε ἀναβαθμιζόμενοι (enhanced) καὶ κατὰ κάποιο τρόπο ἤδη transhuman23. Οἱ δύο συγγραφεῖς θεωροῦν πὼς εἶναι λάθος νὰ διακρίνουμε μεταξύ «ἐξωτερικῶν» τεχνολογικῶν χρήσεων, ὅπως εἶναι π.χ. τὰ γεωργικὰ ἐργαλεῖα ἢ τὰ γυαλιὰ ποὺ φοροῦμε καὶ τῶν τυχόν «ἐσωτερικῶν» τεχνολογικῶν χρήσεων ποὺ φέρνει ἡ νεώτερη (Βιο) τεχνολογία - υπ’αὐτὴν τὴν ἔννοια «τίποτε καινούργιο δὲν συμβαίνει», ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἐπιδιώκει ἁπλὰ τὴ βιολογική του πληρότητα σὲ κάθε περίπτωση, αὐτο-αναβαθμιζόμενος ἀνάλογα24. Συνεπῶς καὶ ἡ τυχὸν γενετικὴ ἀναβάθμιση δὲν σημαίνει κάποιαν ἐπανάσταση ποὺ νὰ ἐγείρει, δῆθεν γιὰ πρώτη φορά, ἠθικὰ διλήμματα καὶ ἀναθεωρήσεις25. Ὁ Clark ἀπὸ τὴν ἄλλη ἰσχυρίζεται πὼς ὁ ἄνθρωπος, ἤδη ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἄρχισε νὰ γράφει, ἄρχισε νὰ εἰσάγει τὴν τεχνολογία στὸν διανοητικό του κόσμο26. Τοὺς φόβους κάποιων φιλοσόφων γιὰ ἀπώλεια ἐλέγχου ὁ συγγραφέας τοὺς θεωρεῖ ὑπερβολικοὺς καὶ ασύστατους27 , ὑποστηρίζοντας πὼς δὲν θὰ εἶναι ὁ ἔλεγχος αὐτὸς περισσότερο ἐπιτυχὴς ἢ μὴ σὲ σχέση πρὸς τὸν λίγο ή πολὺ ἐπιτυχημένο ή ἀποτυχημένο τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο η ἀνθρωπότητα ἀνέκαθεν ἀντιμετώπιζε τὶς ἀναβαθμίσεις της. Αὐτὸ ποὺ ὁ συγγραφέας φαίνεται ὡστόσο νὰ παραβλέπει –μεταξὺ ἄλλων– εἶναι τὸ γεγονὸς πὼς οἱ τρομακτικὲς δυνάμεις ἢ δυνατότητες ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπελευθερωθοῦν σήμερα πλέον μὲ τὶς πιθανὲς αστοχίες (ἢ καὶ ἐσκεμμένες παραχρήσεις) στὴ χρήση τῶν παραπάνω τεχνολογιῶν, εἶναι ἱκανὲς νὰ καταστρέψουν, καὶ μάλιστα πολυειδῶς καὶ πολυτρόπως, πιθανῶς γιὰ πάντα, τόσο τὴν οἰκεία μας εἰκόνα τοῦ κόσμου, ὅσο καὶ κυρίως τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ψυχοβιολογικὴ πραγματικότητα τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τὸν γνωρίσαμε κατὰ τὶς τελευταῖες δεκάδες χιλιάδες χρόνων, ὡς homo sapiens. Εἶναι ἐπίσης δυνατὸν νὰ ὑποβαστάξουν τὴν ἔκρηξη τῆς πλέον τρομερῆς καὶ ἀνελέητης μορφῆς ὁλοκληρωτισμοῦ ποὺ γνώρισε ποτὲ ὁ κόσμος, καθὼς ἡ τεράστια θέληση γιὰ δύναμη, τὴν ὁποία (μποροῦν νά) ὑπεριδοῦν καὶ τὴν ὁποία (μποροῦν νά) προαγάγουν, δὲν μπορεῖ νὰ ὁλοκληρωθεῖ χωρὶς ἐξελιγμένες μορφὲς ἄκρας ἐπιτήρησης. Ἐδῶ μάλιστα ἔγκειται καὶ μία ἐπιμέρους χρησιμότητα τῶν παρατηρήσεων τοῦ Heidegger, ἐφ ὅσον ὑποδεικνύουν ἀκριβῶς πώς, ἀφοῦ ἡ θέληση γιὰ δύναμη ἀποτελεῖ τὴν ἴδια τὴν οὐσία τόσο της ἀνθρώπινης ὑποκειμενικότητας ὅσο καὶ τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας καὶ κοινωνίας ἐν γένει, συνεπῶς εἶναι πάρα πολὺ δύσκολο νὰ ἀποφύγουμε αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς δυσάρεστες ἐξελίξεις.

(Συνεχίζεται)

Σημειώσεις

1. Martin Heidegger. Die Frage nach der Technik, αγγλ. μετάφραση. W. Lovitt, The Question Concerning Technology and Other Essays, Garland Publishing, Inc., New York & London 1977, σ. 39. 2. 

2. Βλ. π. Ν. Λουδοβίκου. Ἡ Ἀνοικτὴ Ἱστορία καὶ οἱ Εχθροί της: ἡ Άνοδος τοῦ Βελούδινου Ολοκληρωτισμοῦ, ἐκδ. Ἀρμὸς Ἀθήνα 2020, σσ. 254-257, όπου βρίσκονται οἱ παραπομπὲς στὰ ἔργα τῶν φιλοσόφων ποὺ ἀκολουθοῦν. 

3. Βλ. Ἡ Ἀνοικτὴ Ἱστορία καὶ οἱ Ἐχθροί της ..., ο.π.

4. Ο.π., σσ. 11 - 12

5. Βλ. Martin Heidegger, Die Frage nach dem Ding, Niemeyer, Tübingen 1962, σσ. 81-82. 

6. Heidegger, The Question..., σσ. 23 – 24.

7. Ο. π. σ. 27. 

8. Μελετούμε ήδη τὸ δεύτερο μέρος τοῦ παραπάνω βιβλίου τοῦ Heidegger, τὸ ὁποῖο έχει τον τίτλο: "The Word of Nietzsche ‘God is Dead’", σ. 61. 

9. Ο.π., σ. 102. 

10. Ο.π., σ. 67. 

11. Ο.π., σσ. 67-68.

12. Ο.π., σ. 79. 

13. Ο.π., σσ. 79-80: "the ousia (beingness) of the subiectum changes into the subjectness of self-asserive self-consciousness, which now manifests its essence as the will to will. The will is, as will to power, the command to more power". 

14. Ο.π., σ. 80: "The will must [...] posit a condition for a willing-out-beyond-itself. The will to power must, above all, posit conditions for power-preservation and power-enhancement. To the will belongs the positing of these conditions that belong intrinsically together". 

15. Ο.π., σσ. 80-81: "The will to power values inasmuch as it constitutes the conditions of enhancement and fixes the conditions of preservation. The will to power is, in its essence, the value-positing will. Values are the preservation-enhancement conditions within the Being of whatever is" 

16. Ο.π., σ. 91: "The intuitive self-certainty of subjectness proves to be the justification belonging to the will to power...".

17. Ο.π., σσ. 95-96: "The humanity which wills its own being human as the will to power, and experiences that being human as belonging within the reality determined in its entirety by the will to power, is determined by a form of man’s essence that goes beyond and surpasses man hitherto. The name for this form of man’s essence that surpasses the race of man up to now is ‘overman’".

18. Editions de Minuit, Paris 1969.

19. π. Ν. Λουδοβίκου, Ἡ Ἀνοικτὴ Ἱστορία καὶ οἱ Ἐχθροί της..., ό.π., σσ. 253 - 257. 

20. π. Ν. Λουδοβίκου, ο.π., σ. 257. 

21. Oxford University Press, 2004. 

22. MIT Press, Cambridge MA 2011. 

23. Ο.π. , σ.2 . 

24. Ο.π., σ. 15. 

25. Ο.π., σ. 17. 

26. Clark, ο.π., σ. 6 κ.ε. 

27. Clark, ο.π., σ. 175: "The kind of control we, both as individuals, and as society, look likely to retain is precisely the kind we always had: no more no less. The fear of ‘loss of control’, as we cede more and more to a web of technological innovations is simply misplaced". 


1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Texnologia ison. Antikathisto ta lefta tis kolotsepis ta mona sigoura kai mona pragmatika dika sou me mia plastiki karta. Otan katargithoun ta ATM kai oi analipsis metriton kai ginoun ola me plastiko xrima tote tha arxisei i pragmatiki dokimasia.Tote kai o patir Loudovikos otan tha dei oti den exei kamia miniaia exasfalisi alla akomi kai gia na parei koloxarto tha exartate apo ta kefia tis trapezas tote loipon tha arxisei na ekfrazetai lakonikotera. Anti na grafei ayta ta makrynaria tha sixtirizei. Oso gia to Bitcoin einai mia malakia kai misi AM