Συνέχεια από Πέμπτη, 30 Μαΐου 2024
HANS URS VON BALTHASARΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEOLOGIK)
Τρίτος Τόμος
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (DER GEIST DER WAHRHEIT)
(Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2) Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
Johannes Verlag, 1987
4. ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ
VΙI. «ΕΠΑΝΩ, ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ!»
2. «ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΔΙΕΡΕΥΝΑ ΤΑ ΒΑΘΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»
Αυτή η φράση (Α’ Κορ. 2, 10) είναι τόσο εκπληκτική, εφ’ όσον το Πνεύμα είναι (το ίδιο…) Θεός. Αν διερευνά λοιπόν τον ίδιο τον εαυτό του, πρέπει να βυθίζεται στο ίδιο του το βάθος και να (ανα)γνωρίζη, ότι αυτό, που είναι το ίδιο η αγάπη, οφείλει (επίσης…) την ύπαρξή του στην αγάπη, και προπαντός (principalliter) στην αγάπη αυτής τής απροσμέτρητης αρχής, που ονομάζεται Πατήρ, και κατόπιν στην αγάπη τού αγαπωμένου, ο οποίος και μπορεί να ανταποδίδη με τη δική του εξίσου απέραντη αγάπη την αγάπη τής «αρχής» (( Ώ, η αγάπη… Ας έγραφε ένα ποίημα… )) · το Πνεύμα, που διερευνά αυτά τα βάθη, το πράττει ως ο μάρτυρας αλλά και ο καρπός αυτής τής αμφίδρομης αγάπης, την οποία δεν την παρατηρεί όμως απλώς από απόσταση, αλλά ως αυτήν με την οποία και πρέπει να κατανοήση τον εαυτό του (( Ο Μπαλτάσαρ μιλά σαν να είναι ο ίδιος το Άγιο Πνεύμα! )) . Δεν είναι λοιπόν καθόλου αξιοθαύμαστο, ότι αυτό το ασύλληπτο «πράγμα» το απασχολεί μιαν αιωνιότητα – και μαζί του βέβαια και μας, που «δεχτήκαμε το Πνεύμα, που έρχεται απ’ τον Θεό» (Α’ Κορ. 2, 12). Γιατί η αγάπη δεν έχει καθεαυτή, αν είναι γνήσια, καμμιά άλλην αιτία απ’ τον ίδιο της τον εαυτό, κι αν αυτή η εκπηγάζουσα εξαρχής απ’ τον Πατέρα αγάπη δεν είναι παρά ο ίδιος ο Πατήρ – ο οποίος δεν είναι ως Πατήρ παρά η καθαρή αυτοπροσφορά τού εαυτού του: δεν έχει αγάπη, αλλά είναι η αγάπη – τότε δεν υπάρχει καμμιά απολύτως δυνατότητα να φτάση κανείς στον βυθό αυτής τής αβυθομέτρητης αγάπης. Ή μήπως θα μπορούσε να φτάση κανείς στον βυθό τής αγάπης τού γεγεννημένου απ’ την άπειρη αγάπη τού Πατρός Υιού, ο οποίος και οφείλει την ύπαρξή του εντελώς στον Πατέρα, ώστε να «χρεωστά» και την αγάπη του σ’ αυτόν (amor debitus – αγάπη οφειλομένη ονομάζει ο άγιος Βίκτωρ την αγάπη τού Υιού); Και δεν «θεμελιώνεται» άραγες στο απροσμέτρητο της πατρικής αγάπης η ίδια η «μέχρι τέλους» (Ιωάν. 13, 1) κάθε δυνατής αγάπης, μέχρι την εγκατάλειψη δηλ. στο ύψιστο πάθος, προσφορά τού Υιού στον Πατέρα; Κάτι τέτοιο θα ήταν βέβαια απλώς «κατανοητό», αν ο Υιός ήταν ένας άλλος, δίπλα στον Πατέρα Θεός, καθώς είναι όμως ο ίδιος, ως «αυτοδιάθεση» και ως «Λόγος» τού Πατρός, Θεός, υπάρχει σ’ αυτόν τον Λόγο η ίδια ακριβώς αρχική «άβυσσος» της αγάπης, έστω και με τον τρόπο μιας άπειρης οφειλής και μιας θυσιαστικής διαθεσιμότητας. Το δε Πνεύμα, που εξερευνά τα βάθη αυτής τής υϊικής αγάπης, δεν βρίσκει και σ’ αυτήν κανέναν βυθό ή τέλος, απ’ τον οποίον και θα μπορούσε να την εννοήση και να τη φανερώση.
Πρόκειται για το μυστήριο ακριβώς τής αγάπης, που αν και μένει άπειρη και απροσμέτρητη η ίδια, «θεμελιώνει» και «εγκαθιδρύει» τα πάντα. Στο δικό της αθέατο φως γίνονται όλα τα άλλα προφανή και κατανοητά. Γίνεται, με τα λόγια της Παλαιάς Διαθήκης, πρόξενος σοφίας. Και τίποτα δεν θα γινόταν γνωστό σε γη και ουρανό, «αν δεν είχε αποστείλει ο Θεός εξ ύψους τη σοφία και το Άγιό του Πνεύμα». «Εν τω φωτί σου οψόμεθα φως», λέει ο Ψαλμός (36, 10). Η αγάπη δεν είναι άρα άλογη, καθώς υπάρχει ως πηγή κάθε ορθού λόγου. Όπως όμως εδράζεται κάθε επιστήμη στη σοφία, έτσι εδράζεται και κάθε σοφία στην αγάπη. Μπορούμε γι’ αυτό να πούμε κι εμείς μαζί με την πνευματική θεολογία τού Μεσαίωνα, στηριγμένη στον Μέγα Γρηγόριο, πως «Με την αγάπη φτάνουμε στη γνώση». Και πως: «Η ίδια» μάλιστα «η αγάπη είναι γνώση». Η αγάπη γίνεται η ίδια τελικά προφανής, απ’ την οποία και προέρχεται κάθε τι το επιστημονικό.
Γίνεται έτσι κατ’ αρχάς σαφές, ότι η προαιώνια αγάπη, που ξεκινά με την «πράξη ύπαρξης» του Πατρός, δεν είναι κάτι το «ά-λογο» ή «παρά-λογο», μπροστά στο οποίο ο «ερευνητής – Άγιο Πνεύμα» θα έπρεπε να παραιτηθή και να αρκεσθή σε μια καθαρά αποφατική θεολογία. Ας προσέξουμε με ακρίβεια την κραυγή που εκβάλλει υμνητικά ο Παύλος: «Ώ βάθος πλούτου καί σοφίας καί γνώσεως Θεού! ως ανεξερεύνητα τά κρίματα αυτού καί ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού!» (Ρωμ. 11, 33). Αν μεταφράσουμε το «ανεξερεύνητα» ή «απύθμενα», αντηχεί σαν μια προτροπή, να μη συνεχίσουμε να εξερευνούμε· η ίδια η θεολογία παραιτείται εδώ. Κάτι που αντιφάσκει ωστόσο και προφανώς στην πρώτη φράση, όπου μοιάζει να γονατίζουμε με θαυμασμό μπροστά στον πλούτο τής σοφίας και της «γνώσης» τού Θεού. Ενώ αντιφάσκει και στην προτροπή τής προς Εφεσίους επιστολής, «(…δυνάμει κραταιωθήναι διά τού Πνεύματος αυτού εις τόν έσω άνθρωπον,) κατοικήσαι τόν Χριστόν διά τής πίστεως εν ταίς καρδίαις υμών, εν αγάπη ερριζωμένοι καί τεθεμελιωμένοι ίνα εξισχύσητε καταλαβέσθαι σύν πάσι τοίς αγίοις τί τό πλάτος καί μήκος καί βάθος καί ύψος, γνώναί τε τήν υπερβάλλουσαν τής γνώσεως αγάπην τού Χριστού, ίνα πληρωθήτε εις πάν τό πλήρωμα τού Θεού» (Εφ. 3, 18 κ.ε.). Δεν πρόκειται λοιπόν παρά για μια συνεχώς όλο και βαθύτερη και μόνο με την αγάπη (εν αγάπη…) δυνατή «διείσδυση» – μαζί με το «ερευνητικό» Πνεύμα – στο θαύμα τής αβυθομέτρητης αγάπης τού Πατρός – και την εκροή της στον Υιό και το Πνεύμα –, η οποία και αυτο-προσφέρεται ως η αναζητούμενη γνώση και σοφία. Η «υπερβάλλουσα τής γνώσεως αγάπη τού Χριστού» (Εφ. 3, 19) δεν αποτελεί άρα κάτι το παράδοξο, εφ’ όσον η αγάπη προσφέρεται η ίδια προς γνώσιν, όχι βέβαια μια αποκλειστική ως προς τις ίδιες τις αρχές τής αγάπης γνώση, αλλά μια γνώση ανοιχτή στο θαύμα τής αιώνιας και άπειρης και πηγαίας αγάπης τού Θεού. Κάτι που το αναγνώρισε εξάλλου και το διατύπωσε πλήρως και ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης. [ΚΑΙ ΕΓΝΩ ΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΑΝ ΑΥΤΟΥ. ΖΟΥΜΕ ΣΕ ΕΝΑ ΣΥΝΕΧΕΣ 68 ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΜΕΤΑΚΙΝΕΙΤΑΙ ΑΟΡΑΤΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ 69]
Ολόκληρη λοιπόν η «συμπεριφορά» τού Ιησού κατανοείται (( ! )) μέσα απ’ αυτήν τη χριστιανική «κατανόηση» της πατρικής αρχής: δεν είναι παρά μια αναφορά στον Πατέρα. Σύμφωνα με τις τελευταίες μάλιστα «φράσεις» τού κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, ο Ιησούς δεν είναι τίποτε άλλο παρά η «ερμηνεία» τού Πατρός (( !! )) , η θέαση του καθ’ εαυτόν αοράτου, όπου διατυπώνεται μάλιστα κατηγορηματικά ότι «κανείς δεν έχει δη ποτέ τον Θεό» (Ιωάν. 1, 18 και Α’ Τιμ. 6, 16), καθώς και ότι όποιος βλέπει τον Ιησού (ως αυτόν που είναι αληθινά), βλέπει τον Πατέρα (Ιωάν. 14, 9) (( Σκέψη σαν μηχανή – όπως όλος ο σύγχρονος κόσμος… )) . Επανειλημμένα λέει ο «ιωάννειος» Ιησούς, ότι δεν μιλά αφ’ εαυτού, κι ότι η διδασκαλία του δεν είναι (ακριβώς…) δική του, αλλά τού Πατρός,[Ο ΚΥΡΙΟΣ ΔΕΝ ΕΝΩΣΕ ΔΥΟ ΦΥΣΕΙΣ ΑΣΥΓΧΥΤΩΣ ΚΑΙ ΑΔΙΑΙΡΕΤΩΣ, Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΣΗ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΛΟΓΟ, ΧΑΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΒΑΡΒΑΡΟ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΙΣΜΟ] κι ότι δεν πράττει παρά μόνον ό,τι βλέπει τον Πατέρα, που του τα δείχνει όλα, να πράττη· μια «άποψη» που θεμελιώνεται ωστόσο ήδη στους «συνοπτικούς» λεγόμενους Ευαγγελιστές: στην προσευχή προς τον Πατέρα («Πάτερ ημών…»), την οποία και διδάσκει ως την πιο «ιδιαίτερή του» ο Ιησούς στους Μαθητές, στην απαγόρευση να χρησιμοποιείται το όνομα του Πατρός επί τής γης, εφ’ όσον αυτό αποδίδεται μόνο στον Πατέρα τον εν ουρανοίς, καθώς και στη ρήση, ότι και η δική του τελική τύχη (του Ιησού…) δεν του είναι γνωστή, αλλά τη γνωρίζει μόνον ο Πατέρας. Ο δε Παύλος κατακλείει τον ύμνο στον Χριστό στην προς Φιλιπ. Επιστολή (2, 6-11) λέγοντας, ότι η εξύμνηση του Ιησού σ’ ολόκληρο τον «κόσμο» «αποβαίνει τιμή προς τον Πατέρα», καθώς ο Υιός τα θέτει όλα στο τέλος στα δικά του (του Πατρός…) τα πόδια (Α’ Κορ. 15, 28) έτσι, ώστε «να είναι ο Θεός (ο Πατήρ) τα πάντα εν πάσι», το οποίο δεν μπορεί παρά να σημαίνη ότι η άπειρη και αβυθομέτρητη αρχική πηγή δεν θα παρασταθή και αναγνωρισθή τελικά μόνο στον Υιό, αλλά και σε κάθε κτίσμα, ως αυτό που τα πάντα «κυριαρχεί». (( Ας δούμε ακριβέστερα την περικοπή απ’ την προς Φιλιππησίος επιστολή τού αποστόλου Παύλου, 2, 4 κ.ε.: «…Μή τά εαυτών έκαστος σκοπείτε, αλλά καί τά ετέρων έκαστος. τούτο γάρ φρονείσθω εν υμίν ό καί εν Χριστώ Ιησού, ός εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο τό είναι ίσα Θεώ, αλλ’ εαυτόν εκένωσεν μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος, καί σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυρού. διό καί ο Θεός αυτόν υπερύψωσε καί εχαρίσατο αυτώ όνομα τό υπέρ πάν όνομα, ίνα εν τώ ονόματι Ιησού πάν γόνυ κάμψη επουρανίων καί επιγείων καί καταχθονίων, καί πάσα γλώσσα εξομολογήσηται ότι Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού πατρός» - Οι άνθρωποι αυτοί δεν διδάσκονται απ’ το Ευαγγέλιο και τους λόγους τών Πατέρων, αλλά μάλλον «διδάσκουν» οι ίδιοι το Ευαγγέλιο, με κάθε τρόπο… ))
Αυτή όμως η «πηγή» δεν μπορεί ποτέ να εννοηθή για τον εαυτό της, χωρίς τον «αναβλύζοντα»[ΑΠΟΡ-ΡΟΗ], κατά τη διεξοδική διδασκαλία τής Πρώτης Επιστολής τού Ιωάννου, απ’ αυτήν. Δεν μπορεί κανείς να «έχη» τον Πατέρα χωρίς τον Υιό· «πάς ο αρνούμενος τόν υιόν, ουδέ τόν πατέρα έχει» (Α’ Ιωάν. 2, 23)· «κι όποιος ομολογεί τον Υιό, έχει και τον Πατέρα» (( προσθέτει ο Μπαλτάσαρ… )). «Πάς ο παραβαίνων καί μή μένων εν τή διδαχή τού Χριστού Θεόν ουκ έχει· ο μένων εν τή διδαχή τού Χριστού, ούτος καί τόν πατέρα καί τόν υιόν έχει» (Β’ Ιωάν. 9) (( Και συνεχίζει ο απόστολος Ιωάννης: «εί τις έρχεται πρός υμάς καί ταύτην τήν διδαχήν ου φέρει, μή λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν, καί χαίρειν αυτώ μή λέγετε· ο γάρ λέγων αυτώ χαίρειν κοινωνεί τοίς έργοις αυτού τοίς πονηροίς»… )) . Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον η Εκκλησία απέρριψε πολλάκις, παρά τα πολλαπλά αιτήματα, μια «γιορτή τού Πατρός» στη διάρκεια του εκκλησιαστικού έτους.[ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΑΥΤΟΣΥΓΚΡΑΤΗΣΗ Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΑ ΜΠΑΣΤΑΡΔΑ ΤΗΣ Β' ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ. ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΒΡΗΚΑΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΑ ΟΡΦΑΝΑ. ΑΟΡΑΤΟ, ΤΟΝ ΚΑΛΥΤΕΡΟ]
Η «μαρτυρία» ότι το Πνεύμα εξερευνά τα βάθη τού Θεού (του Πατρός), κι ότι αυτό το Πνεύμα μάς έχει δωρηθή ως Πνεύμα Χριστού (Α’Κορ. 2, 10-16), είναι «σαφώς και συγκεκριμένα τριαδική». Και γίνεται συνολικά και από όλα τα βιβλικά χωρία σαφές, ότι η «έρευνα» του θεϊκού Πνεύματος στα βάθη τής πατρικής αγάπης μπορεί και πρέπει να είναι, μέσω τού δεδωρημένου σε μας Πνεύματος του Χριστού, και δική μας «έρευνα» και «εξερεύνηση», χωρίς κάποια ματαιότητα σ’ αυτό, καθώς πρέπει κάποια στιγμή «να γνωρίσουμε» έτσι «αυτό που μας έχει δωρηθή απ’ τον Θεό», και να το επαγγείλουμε επίσης αποτελεσματικά και σε κείνους, που έχουν κι αυτοί λάβει, όπως κι εμείς, ως δωρεά το Πνεύμα, διαβεβαιούμενοι απ’ την άλλη για το ότι αυτή η έρευνα μαζί με το Άγιο Πνεύμα αφαιρεί από κάθε χριστιανό και τη σοφία του, κάθε καθαρά ανθρώπινη κρίση, παρέχοντάς του απ’ τη άλλη τη δυνατότητα να «εκτιμήση» από την «πλευρά» τής θεϊκής και κάθε γήινη σοφία. Καμμιά, πράγματι, επινοημένη θρησκευτική φιλοσοφία δεν είναι ικανή να «εκτιμήση» τη φράση τού Ιωάννη: «Ο Θεός αγάπη εστί» («Ο Θεός είναι η αγάπη»).
Όλα όσα ειπώθηκαν εδώ μάς οδηγούν στο να αναγνωρίσουμε, πως οι καθαρά φιλοσοφικά διατυπωμένες τελικές προτάσεις τού πρώτου τόμου αυτής τής «Θεο-λογικής», επιβεβαιώνονται, ανυψωμένες ή προηγμένες στο τριαδικό επίπεδο, στις προτάσεις τού δεύτερου και τρίτου αυτού τόμου. Για να επιβεβαιωθή έτσι και η παλιά εκείνη ρήση, ότι η χάρη τελειοποιεί αυτό που (ήδη…) έχει τεθή στη φύση, χωρίς η ίδια η φύση να τείνη αφ’ εαυτής, κι ούτε καν να μπορή να «υποθέση» αυτήν την τελειοποίηση.
( συνεχίζεται, με το τελευταίο, μικρό κεφάλαιο αυτού τού βιβλίου, «Ο αόρατος Πατήρ» )
ΠΑΜΕ ΟΛΟΙ ΑΝΑΛΗΨΗ!!!
ΠΟΛΥ ΛΙΓΔΑ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ. ΧΕΙΡΟΤΕΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου