Σωτήρης Γουνελάς
Οι άνθρωποι αυτής της χώρας ζούμε από αρχαιοτάτων χρόνων τυλιγμένοι στον λόγο. Αυτό τον λόγο ένας φιλόσοφος,
ένας άνθρωπος δηλαδή αλλοιώτικος από τους άλλους, με μυστικές εμπειρίες
και ‘αποκαλύψεις’, που παραιτήθηκε από την βασιλική εξουσία και την
παρέδωσε στον αδελφό του, ύψωσε τη σημασία του σε επίπεδο σύμπαντος,
μίλησε για τον Λόγο αρμονιστή των πάντων και την ίδια στιγμή μίλησε για
τον λόγο που προερχόμενος από τον Άλλο (Λόγο) κατοικεί τους ανθρώπους
(το πόσο αυτοί έχουν επίγνωση του πράγματος είναι άλλο ζήτημα, που,
ωστόσο, και αυτό, το διευκρίνισε ο Ηράκλειτος).
Άνθρωποι σαν τον Ηράκλειτο μίλησαν για το μυστήριο της
ζωής, συνέλαβαν το εξώκοσμο στοιχείο, συνέλαβαν την κρυμμένη αρμονία,
έφτασαν σε μονοθεϊσμό. Ο μύθος του σπηλαίου στον Σωκράτη-Πλάτωνα μας
βάζει μπροστά στη διάσταση του Λόγου-Φωτός (γιατί και τα δύο είναι
υπερβατικά και θεία) και δείχνει την ανάδυση απο την ψευδαίσθηση στην
αληθινή αίσθηση, από τον κλειστό κύκλο της ζωής -οι δεσμώτες που δεν
μπορούν ούτε το κεφάλι τους καλά καλά να σηκώσουν- στην απελευθέρωση που
ενεργεί ο Λόγος-Φως και που αλλάζει όλη την προοπτική του ανθρώπου, ή
μάλλον της ψυχής του, γιατί ο άνθρωπος στους αρχαίους φιλο-σόφους και
ποιητές είναι πρώτιστα ψυχή και ελάχιστα ψυχοσωματική ενότητα. Ακολουθεί
και αυτό την αρχέγονη Πτώση, η οποία στον Πλάτωνα έχει τη μορφή
φυλάκισης της ψυχής μέσα στο σώμα, εξ ου και η ανάγκη λύτρωσής της από
αυτό για να ξαναβρεί την ουράνια όψη της και την συναναστροφή της με το
Αγαθό.
Είπα ‘ακολουθεί την αρχέγονη Πτώση’ γιατί και μέσα από
την ιουδαϊκή και χριστιανική Παράδοση, Πτώση σημαίνει ένα είδος
βιολογικής αποθέωσης του ανθρώπου, την απώλεια της φωτεινότητας, της
διαφάνειας και της αρχικής μακαριότητας, η οποία μπορεί στην πρώτη της
όψη να μην ήταν ούτε ολοκληρωμένη, ούτε τέλεια, αλλά είχε δοθεί, είχαν
μπολιαστεί οι πρωτόπλαστοι με αυτή την «πνοήν ζωής» (Γεν.2,7) και
καθετί θεϊκό είναι φωτεινό, αγαθό και καλό λίαν, αλλιώς ούτε θεϊκό είναι
ούτε υπερβατικό.
Μα μαζί με τον άνθρωπο της Πτώσης χάνει και η κτίση
την αληθινή της όψη, στερεοποιείται και υλικοποιείται, γιατί ο άνθρωπος
αυτός βλέπει το σύμπαν με τα μάτια της έκπτωσής του, κατασκευάζει κατά
κάποιο τρόπο έναν άλλο κόσμο, σύμφωνα με τη δική του εικόνα και όχι με
την εικόνα του Δημιουργού. Όπως βρίσκεται μέσα στο χρόνο της φθοράς και
του θανάτου, έτσι μεταθέτει σε όλα τις διαστάσεις αυτές, στο Θεό, στην
κτίση, στον εαυτό του και στον διπλανό του, και όλα τείνουν να
αποκτήσουν μια παγερότητα, μια υλικότητα γυαλιστερή αλλά άψυχη. Τα
χωριστά εγώ του ατομικοποιημένου ανθρώπου συμπλέκονται σε όλα τα
επίπεδα, συσκοτίζουν τα πάντα, επινοούν φανταστικούς κόσμους, αλλοιώνουν
τα πάντα, διαιρούν τα πάντα, τινάζουν στον αέρα την Ενότητα και την
Αλήθεια που υπαγορεύει η Τριάδα. Πίσω από κάθε ναρκισσισμό, πίσω από
κάθε αυτοειδωλοποίηση ο άνθρωπος παραμένει ριγμένος έ ξ ω από τον εαυτό
του, έχει εξέλθει εδώ και αιώνες και αυτή του την αποξένωση την
μεταδίδει παντού.
Αντί ο άνθρωπος να φωτίζει τον κόσμο, την κτίση και να
συμβάλλει στην ‘των πάντων ενότητα’, αντί να εκπέμπει από μέσα του το
Φως που έλαβε ‘εν αρχή’, λαμβάνει το φως από τον φυσικό ήλιο, και όλα
λίγο πολύ περιστρέφονται γύρω από αυτόν. «Ο ήλιος του κόσμου έπρεπε να
είναι ο άνθρωπος», γράφει κάπου ο Μπερντιάεφ, και αυτή του η διατύπωση
σχετίζεται κ α ι με το πλατωνικό σπήλαιο (έξοδος στο Φως) και με το
Φως του ‘Ηλίου της Δικαιοσύνης’, που είναι η Ζωή και η Αλήθεια, το Φως
που ‘φαίνει εν τη σκοτία’ και που δεν το αγγίζει ούτε φθορά, ούτε
θάνατος, ούτε απάτη.
Το Φως αυτό το πρωτοείδαν οι μαθητές στο Θαβώρ και
μάλιστα όχι όλοι παρά μονάχα οι τρεις. Η Μεταμόρφωση αυτή δεν έγινε μόνο
και μόνο για να φανερωθεί η δόξα του Χριστού, αλλά για να δοθεί όσο
γινόταν πιο απτά η προοπτική της ζωής των ανθρώπων, η δική μας
μεταμόρφωση που είναι και μια άλλη ανάσταση. Ο Χριστός έλαμψε σαν τον
ήλιο, η λάμψη αυτή φανερώθηκε διαμέσου του σώματός Του, αποκαλύφθηκε η
θεία Του φύση ορατώς, μπροστά στα μάτια των τρομαγμένων μαθητών που δεν
άντεχαν τόση θεία πραγματικότητα.
Αλλά εκείνοι, μετά την Ανάσταση και προπαντός μετά την
Πεντηκοστή, πήραν μέσα τους τη θεία πραγματικότητα και πορεύτηκαν στον
εξαγιασμό ανθρώπων και πραγμάτων. Εγιναν ‘καινοί’ άνθρωποι και
ανακαίνισαν τον κόσμο. Όταν αυτό δεν γίνεται-και όντως δεν γίνεται για
την μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων-φορτωνόμαστε με άλλου είδους φορτία
μιας πεζής και επίγειας πραγματικότητας και μέσα μας χορεύει κάθε λογής
φαντασίωση, κάθε λογής αλλοτριωμένη ζωή. Ζούμε και αντικρύζουμε τη ζωή
μέσα από ένα φίλτρο σαν την ινδική ‘μάγια’: φίλτρο ψευδαίσθησης και
απάτης.
Η Ανάσταση του Χριστού είναι κάλεσμα οικείωσής μας με
το θαύμα και το Φως. Αυτό που χάθηκε στο δρόμο των αιώνων, αυτό που
απωλέσαμε με την αρχέγονη Πτώση-που σήμερα κοντεύουμε και εμείς οι
χριστιανοί να μην καταλαβαίνουμε τι σήμαινε- και σκοτείνιασε η αληθινή
εικόνα μας –δηλαδή το ‘κατ’ εικόνα’. Για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα
ψάχναμε μέσα από την ποίηση, τη φιλοσοφία, τη θεολογία, τις επιστήμες,
τις τέχνες να το βρούμε, έχοντας επίγνωση του τί χάσαμε ή μη έχοντας.
Από μια στιγμή και ύστερα- Νεώτεροι χρόνοι-η αναζήτηση ξεστράτισε σε
ιδιάζοντα μηδενισμό, σε γενικευμένη ειδωλοποίηση και ειδωλολατρεία, σε
ζωή αφαιρέσεων και πλαστών αναγκών. Είναι εκπληκτικό με τι ελαφρότητα οι
άνθρωποι αποστράφηκαν πνευματικές αλήθειες δοκιμασμένες στη διάρκεια
αιώνων και στράφηκαν σε επινοήσεις ζωής, σε γιγαντισμούς τεχνικών
εφευρέσεων, λησμονώντας ότι «όπως κανένας άνθρωπος δεν γεννιέται μόνος
του έτσι δεν ανήκει στον εαυτό του» και πως αν το κάνει αυτό μέσα από
μια αποθέωση ατομοκρατίας είναι σαν να αυτοκτονεί.
Η Ανάσταση είναι μια Πράξη που κόβει τον Κόσμο στη
μέση, τελειώνει ότι υπήρχε μέχρι τότε και ΟΛΑ υπάρχουν ‘εν ετέρα μορφή’.
Εισάγεται αυτή η ‘ετέρα μορφή’ δια των μυστηρίων. Εισάγεται τον πρώτο
καιρό με μια απλότητα, με μια αμεσότητα. Ο αναστημένος περπατά στο πλάι
των μαθητών και δεν παίρνουν είδηση. Έχει τεράστια σημασία η μυστικότητα
στη ζωή, έχει μεγάλη σημασία η μυχιότητα. «Μή δώτε το άγιον τοις κυσίν»
(Ματθ. 7, 6) ή «πρόσευξαι τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ» (Ματθ. 6,6).
Εισάγεται η απελευθέρωση της ζωής από τις ανάγκες, η οικείωση με το
άρρητο. Τελειώνει ο βιασμός της φύσης από τη μαγεία και καθιερώνεται η
ιερότητα της δημιουργίας. Έχει προηγηθεί ένα μεγάλο ταξίδι. Ο Χριστός
έχει κατέβει στα έγκατα, εκεί που κατέβηκε η ανθρωπότητα μετά τον Αδάμ,
γεγονός που προεικονίζει ήδη η Γέννησή Του στο σκοτεινό σπήλαιο. Ο
Ευδοκίμωφ κάνει μια θαυμαστή παρατήρηση: «Τα σπάργανα του παιδίου έχουν
ακριβώς την μορφή των νεκρικών σαβάνων, που ο άγγελος θα δείξη στις
Μυροφόρες γυναίκες το πρωί της Αναστάσεως» (Η πάλη με τον Θεόν).
Από το σκοτάδι του σπηλαίου το σπαργανωμένο βρέφος φέρνει το άλλο Φως
και κατεβαίνοντας στον Άδη μεταμορφώνει το μαύρο σε λευκό, καταυγάζει
με αυτό το Φως τα σκοτάδια. Ολόκληρη η ζωή του Χριστού είναι μια
εναλλαγή σκοταδιού και Φωτός, μια πάλη με τους ποικίλους θανάτους, τους
κλειστούς και ανοιχτούς τάφους, την παγερότητα, την αναλγησία, τον
φαρισαϊσμό, την κάθε λογής απάτη. Έρχεται να κλείσει τις θύρες του
χρόνου, του χώρου, των φυσικών στοιχείων της γης, του νερού, του αέρα,
της φωτιάς, για να τις ανοίξει στην αιωνιότητα, να τις μπολιάσει
ανάσταση, να τις εξαγιάσει.
Ωστόσο, για όλα αυτά προηγείται η κένωση, ο σταυρός, η
απάρνηση της παντοδυναμίας, η έκθεση σε κάθε σπίλο του κόσμου και του
κακού, η αποδοχή της απανθρωπίας και της κτηνωδίας για να νικηθούν, να
καούν ανάμεσα Σταυρό και Ανάσταση, να συντριφτούν όπως οι μοχλοί του
Άδη. Δεν θαυματουργεί ο Χριστός ως μάγος, θαυματουργεί ως σταυρωμένη
Αγάπη, θαυματουργεί ως Πάσχων, σε μια κορύφωση Υπακοής στον Πατέρα που
είναι ταυτόχρονα κορύφωση Ελευθερίας που γίνεται Ανάσταση. Αλλιώς πως θα
ακουόταν εκείνο το «εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί της γης»
(Ματθ. 28,18);
Αλλά πώς συνεχίζουμε εμείς; Παραδομένοι στον κόσμο και
στα τερτίπια του, συμβιβασμένοι, άχόρταγοι, πληθωρικοί, ματαιόσπουδοι,
ανθρωπολάτρες, αθεράπευτοι, νήπιοι σαν τους συντρόφους του Οδυσσέα; Τί
κουρνιαχτός είναι αυτός που έχει απλωθεί στον κόσμο και μάλιστα με
ηλεκτρονικά μέσα, με αδιάκοπη αντάρα, βουητό, ηχορύπανση ανελέητη; Σε
ποιό βαθμό καταλαβαίνουμε ότι άλλο πράγμα είναι ο άνθρωπος-δημιούργημα
που επιλέγει ελεύθερα (γιατί έχει βούληση) τη σχέση του με την Τριάδα
(δια του Υιού) και άλλο πράγμα, να είναι απλώς δημιούργημα ή ούτε καν
τέτοιο, αλλά ένα πλάσμα που βρέθηκε τυχαία μέσα στον κόσμο, ή αποτελεί
μέρος της φυσικής και υλικής αλυσσίδας της ζωής;
Ο αποχριστιανισμός της ζωής έχει ωθήσει στο περιθώριο
τις ουσιαστικές διακρίσεις και διευκρινήσεις για την Αγάπη, τη Ζωή, την
Αλήθεια, την Ομορφιά, το Θάνατο, τη Σχέση, την Ανάσταση. Σε ποιό βαθμό
ένας άνθρωπος υπάρχει, νιώθει την ύπαρξή του χωρίς Αγάπη, χωρίς Σχέση,
χωρίς αναφορά στην Τριάδα; Και πώς ένας τέτοιος άνθρωπος θα καταλάβει
κάτι για την Ανάσταση; Για την Ανάσταση στη ζωή του, γι’ αυτό το ρεύμα
ουράνιας χαράς που συμπαρασύρει τα παντα και τα ανακαινίζει όταν
αιστανθεί ο άνθρωπος την αύρα της αιωνιότητας, όταν ζει με την αίσθηση
της υπέρβασης του θανάτου, λόγω της μετοχής του στο Μυστήριο της εν
Χριστώ ζωής. Γιατί η Ανάσταση του Χριστού εγκαινιάζει τη δική μας και
καλεί στη δική μας ανάσταση, εδώ σε τούτη την επίγεια ζωή. Το γεγονός
ότι στην Εκκλησία η εσχατολογική πραγματικότητα έρχεται και σμίγει με
την ιστορική, με την παρούσα, δεν σημαίνει ότι ζω για το μέλλον και το
έσχατο, σημαίνει ότι φέρνω το έσχατο στον παρόντα καιρό, ανοίγομαι
σήμερα στο αναστάσιμο Φως, που σημαίνει αγιάζομαι και φωτίζομαι και έτσι
αλλάζω εν τοις εγκάτοις τη ζωή μου. Και κάτι ακόμη: η ανάσταση δεν
έρχεται μετά το σταυρό, όπως δεν έρχεται και χωρίς τον σταυρό: κατοικεί
μέσαθέ του, βρίσκεται ήδη μέσα του και εκπέμπεται έξω, ανακαινίζει,
φωτίζει και ειρηνεύει.
Πρώτη έντυπη δημοσίευση "Νέα Ευθύνη" τχ. 22 (Mάρτιος-Απρίλιος) 2014 σελ.231-234
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου