Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

ΙΟΥΛΙΑΝΑ 1965

Ευριπίδης Μπίλλης
Τ. Επίκουρος Καθηγητής ΕΜΠ

«ΙΟΥΛΙΑΝΑ 1965. Και για όλα που ακολούθησαν ο υπεύθυνος έχει όνομα. Ονομάζεται Γεώργιος Παπανδρέου ο επιλεγόμενος «γέρος της Δημοκρατίας» που έφερε τη δικτατορία και όλα τα άλλα. Και που ο γράφων ήταν τότε φανατικός του οπαδός»
Ήταν λυπηρό να ακούει κανείς μεγάλους σήμερα ανθρώπους να περιγράφουν παλαιά γεγονότα που κατέστρεψαν τον Ελληνισμό, όπως τα
έβλεπαν τότε με νεανικό ανώριμο φανατισμό. Πράγμα που συνέβαινε και με τον υποφαινόμενο.
Αυτό είδα και άκουσα προχθές στη προπαγανδιστική τηλεόραση ΔΤ, κατά την περιγραφή των Ιουλιανών του 1965 από την εκπομπή «Η μηχανή του χρόνου».
Η θεώρηση των γεγονότων αυτών με τον ανωτέρω ψευτοαριστερό αυτό φανατισμό, ίσως εξηγεί και τη σημερινή κατάσταση.
Σχετικά παρατηρώ ότι η δικτατορία του 1967, η καταστροφή της Κύπρου, η κομματικοποίηση στη συνέχεια των πάντων από τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Μητσοτάκη στη συνέχεια, ο νεοταξικός αφελληνισμός των Ελλήνων με την από το 1996 προδοτική πολιτική όλων των ψευτοαριστερών, ψευτοδεξιών και ψευτοσοσιαλιστικών κομμάτων, και με την χωρίς ποσοστώσεις νεοταξική λαθρομετανάστευση (μαζί με το ΚΚΕ λόγω «διεθνιστικής» βλακώδους αγκύλωσης εγκεφάλου για το θέμα), που κατέληξε σήμερα στον εν εξελίξει αφανισμό του Ελληνισμού οφείλονται στα λεγόμενα Ιουλιανά του 1965.
Και ο υπεύθυνος, ως αναλύεται κατωτέρω, για όλα αυτά που ακολούθησαν έχει ένα όνομα.
Ονομάζεται Γεώργιος Παπανδρέου ο επιλεγόμενος «γέρος της Δημοκρατίας» που έφερε τη δικτατορία και όλα τα ανωτέρω.
Και που ο γράφων ήταν τότε φανατικός του οπαδός.
Φανταστείτε μόνον πώς θα ήταν σήμερα η Ελλάδα αν ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν είχε οδηγήσει τότε τα πράγματα σε αδιέξοδο.
Συνοπτικά μετά την αποκάλυψη της ίδρυσης της οργάνωσης Ασπίδα στο στράτευμα που ίδρυσε ο Ανδρέα Παπανδρέου, ο πρωθυπουργός πατέρας του απαίτησε να αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο Στρατιωτικών (Εθνικής Άμυνας) προφανώς και για να προστατέψει τον γιο του Ανδρέα.
Ο τότε Βασιλιάς αρνήθηκε θεωρώντας προφανώς ότι αυτό ήταν αντίθετο με το γόητρο της πολιτείας και ως λέγεται πρότεινε στον Γεώργιο Παπανδρέου να αναλάβει άλλος της απολύτου εμπιστοσύνης του το υπουργείο.
Ο Γεώργιο Παπανδρέου, αφού παραιτήθηκε τότε, εν πλήρη συνειδήσει και με το γόητρο που είχε τότε, προκάλεσε τεράστια ανωμαλία στη χώρα με συνεχείς διαδηλώσεις κτλ στις οποίες με φανατισμό μετείχε τότε και ο γράφων.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου ευθύνεται, γιατί ενώ ήταν έμπειρος πολιτικός, δεν υπολόγισε τον συσχετισμό δυνάμεων και το ποιόν των βουλευτών του που την κρίσιμη περίοδο τον εγκατέλειψαν (με διαφόρους τρόπους ή ίσως και μερικοί για να προλάβουν την επερχόμενη καταστροφή). Έτσι έπεσε στην παγίδα των δυνάμεων αυτών και προχώρησε σε καταδικασμένη σύγκρουση του με το παλάτι, τη δύναμη του οποίου και τις αρμοδιότητες αγνόησε. Με τις ενέργειες του αυτές που προκάλεσαν τεράστια όξυνση παθών, έδωσε την αφορμή στις σκοτεινές δυνάμεις για τη δικτατορία και την καταστροφή της Κύπρου.
Δικτατορία, σύμφωνα με στοιχεία, επιζητούσε και ο εις Παρισίους Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Κατωτέρω αναλυτική περιγραφή των τότε γεγονότων όπως τα έζησε ο υποφαινόμενος.
ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΤΟΤΕ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ
Πριν καλά – καλά καταλαγιάσει το σκάνδαλο Μέρτεν (κάποια στιγμή θα αναφερθούμε σε αυτό λεπτομερώς), είχαμε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή τον Οκτώβριο του 1961 τις αποκαλούμενες εκλογές βίας και νοθείας. Όπου η ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση) το τότε κόμμα του Καραμανλή ήρθε πρώτη με 51% περίπου, με δεύτερο, το συνασπισμό της Ένωσης Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου και του κόμματος των Προοδευτικών του Σπύρου Μαρκεζίνη, που πήρε 34% περίπου.
Η κυβέρνηση Καραμανλή, τα σώματα ασφαλείας και ο στρατός κατηγορήθηκαν τότε ότι προέβησαν προεκλογικά σε εκτεταμένη τρομοκρατία εναντίον των κομμάτων του Κέντρου και της Αριστεράς αλλά και σε νοθεία του εκλογικού αποτελέσματος. Η νοθεία είχε να κάνει με ψευδείς εγγραφές στους εκλογικούς καταλόγους και με διπλοψηφίες.
Σχεδόν αμέσως μετά την ορκωμοσία της κυβέρνησης του Καραμανλή την 1 Δεκεμβρίου 1961, ο Γεώργιος Παπανδρέου προκήρυξε τον “Ανένδοτο αγώνα” που “θα μαίνεται ώσπου η Δημοκρατία να νικήσει στην Πατρίδα”, όπως χαρακτηριστικά αναφερόταν.
Στις τότε διαδηλώσεις μπροστά στην είσοδο του πανεπιστημίου στο κέντρο της Αθήνας και για την ενίσχυση των κεφαλαίων του προϋπολογισμού για την παιδεία, έπεσε πολύ ξύλο από την αστυνομία σε όσους είχαν εγκλωβιστεί στην είσοδο του. Να μην σου τύχει.
Κύριο σύνθημα μας τότε, εκτός από την ενίσχυση των κονδυλίων για την παιδεία ήταν και το 114. Δηλαδή το τελευταίο άρθρο του Ελληνικού συντάγματος που καθόριζε μεταξύ άλλων ότι, η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία.
Η ζωή όμως συνεχιζόταν. Θυμάμαι τότε τη μαγεία του να κατεβαίνεις με ταξί την Ιπποκράτους αργά το βράδυ και να ακούς στο ραδιόφωνο το “Δυο πόρτες έχει η ζωή” του Καζαντζίδη ή τη “Συννεφιασμένη Κυριακή” του Τσιτσάνη.
Τα τραγικά όμως γεγονότα έτρεχαν. Στις 22 Μαΐου 1963 δολοφονείται στη Θεσσαλονίκη από το παρακράτος της δεξιάς ο Βαλκανιονίκης και βουλευτής της αριστεράς Γρηγόρης Λαμπράκης. Ο Λαμπράκης που ήταν ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος της «Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη», ενωρίτερα στις 21 Απριλίου 1963, αψηφώντας απαγόρευση της αστυνομίας είχε πραγματοποιήσει την 1η Μαραθώνια πορεία Ειρήνης. Όπου βάδισε το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής μόνος του, εν μέσω απειλών, πριν τελικά συλληφθεί και κρατηθεί για μερικές ώρες. Ήταν και γι’ αυτόν το λόγο στο στόχαστρο του παρακράτους
Ο Λαμπράκης δεν πέθανε αμέσως μετά το δολοφονικό κτύπημα που δέχτηκε από τον επιβαίνοντα σε τρίκυκλο μοτοσυκλέτα δολοφόνο του. Πέρασαν πολλές μέρες αγωνίας του Ελληνικού λαού με την ελπίδα ότι οι αφιχθέντες από τη Ρωσία, την Ουγγαρία και την Βρετανία νευροχειρουργοί θα έσωζαν τον Γρηγόρη Λαμπράκη.
Τη εξιχνίαση της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη και το ξεσκέπασμα του παρακράτους της δεξιάς ανέλαβε τότε ένας άξιος εισαγγελέας. Ο μετέπειτα Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Χρήστος Σαρτζετάκης.
Λίγο καιρό μετά και ενώ εργαζόμουν αργά το βράδυ, στις 11 Ιουνίου 1963 μαθαίνω την παραίτηση της κυβέρνησης Καραμανλή. Την παραίτηση του Καραμανλή τον Ιούνιο του 1963 ακολούθησαν τον Νοέμβριο του 1963 εκλογές που τις έχασε ο Καραμανλής και τις κέρδισε η Ένωση Κέντρου του Γ. Παπανδρέου με μικρή πλειοψηφία.
Τότε ήταν που ο Καραμανλής αμέσως μετά, έφυγε για το Παρίσι με το ψευδώνυμο Τριανταφυλλίδης. Για να γυρίσει αμέσως μετά την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, αφού ένα χρόνο πριν είχε δεσμευθεί, σύμφωνα με τα σαφή αρχεία του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ των ΗΠΑ ότι θα άφηνε τους Τούρκους σε συνεργία με την τότε τότε στρατιωτική ηγεσία της Ελλάδας να αποβιβαστούν ελεύθερα στην Κύπρο και να καταλάβουν ένα μικρό μέρος βορειοδυτικά της Κερύνειας, για να “επιλύσει” το Κυπριακό.
Η Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου, προκειμένου μετά τη νίκη της στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1963 να έχει ισχυρή πλειοψηφία επεδίωξε νέες εκλογές που έγιναν τον Φεβρουάριο του 1964. Σε αυτές η Ένωση Κέντρου πήρε τότε την άνετη πλειοψηφία του 53%. Με τον γιο του Γεωργίου Παπανδρέου τον “αντιαμερικανό” Ανδρέα Παπανδρέου να αρχίζει να λαμβάνει ενεργό μέρος στη πολιτική ζωή της χώρας με όλα τα τραγικά γεγονότα που ακολούθησαν.
Είχαμε τότε την αποκάλυψη της οργάνωσης του στρατού Ασπίδα που ο Ανδρέας προκάλεσε στο στράτευμα και την επέμβαση του τότε Βασιλιά Κωνσταντίνου με τις επιστολές του προς Παπανδρέου και τις επιστολές απαντήσεις του Παπανδρέου στο Βασιλιά Κωνσταντίνο. Και τον φανατισμό του υποφαινόμενου και του κόσμου εναντίον του Βασιλιά να οξύνεται με την επιμονή του Βασιλιά να μην αναλάβει ο Παπανδρέου το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, όπως ήθελε.
Αν ευσταθεί όμως ό,τι έμαθα μετά από χρόνια, το άδικο σε αυτήν τη φάση το είχε ο Παπανδρέου. Αν δηλαδή ευσταθεί το ότι ο βασιλιάς του είπε ότι μπορούσε να βάλει οποιονδήποτε ήθελε της απόλυτης εμπιστοσύνης του ως υπουργό Άμυνας ώστε να μην φαίνεται ότι επιζητούσε το υπουργείο αυτό για να προστατέψει τον γιο του. Εκτός αν ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν εμπιστευόταν κανένα
Με όλους μας τότε φανατισμένους εναντίον του παλατιού στο έπακρο ακολούθησε στην 15ην Ιουλίου 1965 η αποστασία βουλευτών του Παπανδρέου και οι διαδοχικές κυβερνήσεις τους.
Η δικτατορία των συνταγματαρχών όπως όλα τα στοιχεία δείχνουν έγινε για δύο λόγους. Οι ίδιοι συνταγματάρχες με την αντικομμουνιστική υστερία που υπήρχε τότε, φαίνεται πίστεψαν ότι η Ελλάδα οδηγείτο στον κομμουνισμό. Οι γνωστοί όμως ξένοι που “ενέκριναν” τη δικτατορία των συνταγματαρχών, έναν εξ’ αρχής είχαν στόχο. Την άλωση της Κύπρου.
Δικτατορία όπως αποκαλύφθηκε όμως, επεδίωκαν και ο “εθνάρχης” Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο βασιλιάς και τους στρατηγούς. Τους “πρόλαβαν” όμως οι συνταγματάρχες με την προφανή προτίμηση τους από τους Αμερικάνους.
Όπως είπε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος που αναφέρεται σε δημοσίευμα της εφημερίδας Ελευθεροτυπίας της Αθήνας της 21ης Απριλίου 2009 με τίτλο, «Ποιοι ήθελαν το 1967 εκτροπή και όχι εκλογές» του Βίκτωρα Νέτα: «Εγώ επέμενα να οδηγηθεί η χώρα σε εκλογές το ταχύτερο δυνατό. Σ’ αυτήν τη θέση, όμως, ήμουν τραγικά μόνος. Κανείς στο κόμμα δεν ήθελε τις εκλογές. Αλλωστε δεν ήλεγχα το κόμμα. Κορυφαία στελέχη πηγαινοέρχονταν στο Παρίσι και συζητούσαν με τον Κων. Καραμανλή».
Ως επίσης αναφέρεται στο ίδιο δημοσίευμα: Ο δημοσιογράφος Δημητρακόπουλος αποκάλυψε σε συνέντευξή του στον Θ. Γεωργακόπουλο για το περιοδικό Esquire (Φεβρουάριος 2003) ότι: το Φεβρουάριο του 1967 στη Νέα Υόρκη ο Καραμανλής «συνάντησε τον Λόρις Νόρσταντ, ο οποίος επί 7 χρόνια ήταν αρχιστράτηγος των δυνάμεων του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη. Ο Καραμανλής τού πρότεινε τότε να εισηγηθεί μια στρατιωτική λύση του ελληνικού προβλήματος, υπό την ηγεσία του ίδιου.
Αυτή η πρόταση είχε πολλές συνέπειες, γιατί αφαίρεσε από το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ τον τελευταίο ηθικό ενδοιασμό που μπορεί να είχε για τη χούντα στην Ελλάδα. Ο ίδιος ο Καραμανλής, ο αρχηγός της ελληνικής Δεξιάς, τους έλεγε να κάνουν δικτατορία».
Αναφέρεται επίσης στο “Αρχείο” του Κων. Καραμανλή, το οποίο κυκλοφόρησε το 1994 (τόμος 6ος, σελ. 257 και επόμ.) ότι: Ο Κων. Καραμανλής, επιστρέφοντας από ιδιωτικό ταξίδι στις Μπαχάμες, παρέμεινε για μία εβδομάδα στη Νέα Υόρκη (25 Φεβρ. – 4 Μαρτίου 1967), όπου «και είχε σειρά συναντήσεων με προσωπικότητες του πολιτικού και του επιχειρηματικού κόσμου. Ειδικότερα συναντήθηκε με τον κυβερνήτη της Πολιτείας της Νέας Υόρκης Νέλσον Ροκφέλερ, τον πτέραρχο Νόρσταντ, παρεκάθησε σε γεύμα το οποίο δόθηκε προς τιμήν του από τον διακεκριμένο δημοσιογράφο Σάυρους Σουλτσμπέργκερ και παραβρέθηκε σε δεξίωση του γενικού προξένου της Ελλάδος Γ. Γκαβά (…)”. Δεν αναφέρεται στο σημείωμα τι συζήτησε στη Νέα Υόρκη.
Στις προηγούμενες όμως, και στις επόμενες σελίδες του “Αρχείου”, δημοσιεύονται επιστολές που αντήλλαξαν ο Κων. Τσάτσος με τον Κων. Καραμανλή, όπου καθαρά γίνεται λόγος το 1966 και στις αρχές του 1967 για λύση δικτατορίας. Σε μακρά επιστολή του προς τον Κων. Τσάτσο, ο Κων. Καραμανλής έγραψε στις 10 Μαΐου 1966:
“Χωρίς να σχολιάσω τα όσα απερίγραπτα συνέβησαν από τριετίας εις τον τόπον μας και τα οποία αποτελούν σαφή συμπτώματα εθνικής κρίσεως, θα συνεβούλευα εις γενικάς γραμμάς: Να σχηματισθεί κυβέρνησις από ικανά και κατάλληλα διά την περίπτωσιν πρόσωπα, η οποία να εξουσιοδοτηθεί από την Βουλήν ή, της Βουλής αρνουμένης, από τον βασιλέα, όπως ασκούσα εκτάκτους εξουσίας και εντός ευλόγου χρόνου: 1) Προβεί εις τολμηράν αναθεώρησιν του Συντάγματος (…)”. Στη συνέχεια απαριθμούσε τι έπρεπε να κάνει αυτή η κυβέρνηση, πριν οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές.
Απαντώντας στην επιστολή αυτή ο Κων. Τσάτσος σημείωνε (“Αρχείο”, τόμος 6ος, σελ. 219 και επόμ.):
“Πρέπει πρώτα να συνειδητοποιήσουμε μερικά πράγματα:
Πρώτον, για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, εισηγούμεθα -(λέω …”εισηγούμεθα”, διότι ασπάζομαι -μαζί με μυριάδες άλλους- ανεπιφύλακτα τις σκέψεις σου). Εισηγούμεθα, λοιπόν, παρεκτροπήν από το πολίτευμα και μίαν προσωρινήν δικτατορίαν -ίσως ενός έτους. Προς αυτήν την κατεύθυνσιν πρέπει να δουλευθεί από εκείνους που θα επωμιστούν την παρεκτροπήν και θα την κυρώσουν δι’ ενός δημοψηφίσματος. Δικτατορίες χωρίς ονοματισμένο δικτάτορα δεν κουβεντιάζονται”.
Στην απάντησή του (στις 26 Οκτωβρίου 1966) ο Κων. Καραμανλής αναφέρει:
“Φοβούμαι ότι εις το σημείον που έφτασαν τα πράγματα, δεν αποκλείεται να οδηγηθείτε, χωρίς να το θέλετε, σε κάποιο είδος παρεκτροπής (…). Εχει δημιουργηθεί κρίσις νομιμότητος, εφ’ όσον καλώς ή κακώς πιστεύεται, ότι η επικράτησις ορισμένης πολιτικής παρατάξεως (σ.σ. εννοούσε την Ενωση Κέντρου του Γ. Παπανδρέου) θα έχει ως αποτέλεσμα την ανατροπήν των πάντων. Υπό τας συνθήκας όμως αυτάς, όπως το λέγει η λογική και το διδάσκει η Ιστορία, ομαλή δημοκρατική εξέλιξις αποκλείεται. Γιατί είναι φυσικόν ν’ αντιδράσουν, πριν παραδοθούν, και το καθεστώς και εκείνοι οι οποίοι πιστεύουν ότι απειλούνται. Τούτου δοθέντος, θα πρέπει η εκτροπή αυτή να προληφθεί. Ή, αν επιχειρηθεί, να χειραγωγηθεί, τόσον από απόψεως διαδικασίας, όσον και από απόψεως σκοπών, για να μην αποβεί συμφορά στον τόπον. Θα πρέπει, δηλαδή να είναι σχετικώς νομιμότυπος, κάπως ελεγχομένη και να έχει ως σκοπόν την ανασύνταξιν της δημοκρατίας που, για πολλούς λόγους, είναι επισφαλής στον τόπον μας”.
Και για το ενδεχόμενο επανόδου του, σημείωνε:
“Η πείρα μου με έπεισε ότι δεν είναι δυνατόν να κυβερνηθεί δημοκρατικά ο τόπος μας, αν δεν γίνουν βαθειές αλλαγές στην εθνική μας ζωή. Αν γυρίσω χωρίς αυτές ή θα φύγω και πάλι ή θα καταλήξω σε δικτατορία”.
Το θέμα της εκτροπής το έθεσε ο Κων. Καραμανλής και στον Δημ. Μπίτσιο, διευθυντή του Πολιτικού Γραφείου του βασιλιά Κωνσταντίνου, ο οποίος τον επισκέφθηκε στο Παρίσι στα μέσα Αυγούστου του 1966. Διεμήνυσε στον Κωνσταντίνο ο Καραμανλής, ότι αν υπάρξουν εγγυήσεις ότι ο Παπανδρέου θα πολιτευθεί νομιμοφρόνως μετά τας εκλογάς “να προχωρήσετε προς εκλογάς”, αλλά “εάν τούτο αποκλείεται, τότε θα πρέπει να αντιμετωπισθεί ίσως η λύσις της εκτροπής”.
Ο Κων. Καραμανλής, ωστόσο, απέκρουσε πρόταση του Κωνσταντίνου να επιστρέψει στην Ελλάδα και να αναλάβει πολιτικές πρωτοβουλίες, δηλαδή την ευθύνη εκτροπής. Σε ερώτηση του Δ. Μπίτσιου, ο οποίος τον επισκέφθηκε και πάλι στις 10 Μαρτίου 1967, ποιος «θα ηδύνατο να αναλάβει μίαν τοιαύτην αποστολήν», απάντησε: “Προχείρως θα μπορούσα να υποδείξω τον συνδυασμόν Μαρκεζίνης – Τσακαλώτος, εφ’ όσον θα μας έπειθαν ότι είναι ικανοί να φέρουν εις πέρας παρομοίαν αποστολήν”.
Εμεινε μετά την αποστασία του 1965, που ανέτρεψε την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, απροστάτευτη η Δημοκρατία. Το Παλάτι, ο Κων. Καραμανλής, ο κύριος κορμός της Δεξιάς -με εξαίρεση τον Παναγ. Κανελλόπουλο- η Ουάσιγκτον και το παρακράτος, δεν ήθελαν προσφυγή σε εκλογές, αλλά λύση δικτατορίας.
Τον βασιλιά με τους στρατηγούς τον πρόλαβαν οι συνταγματάρχες. Αυτή είναι η αλήθεια και είναι γνωστή. Δεν έχει, λοιπόν, νόημα να μένουν κλειστά τα αρχεία των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ, αλλά και οι φάκελοι της αποστασίας και της δικτατορίας.

olympia
 

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Πολύ σημαντική αυτή η μαρτυρία του καθηγητή Μπίλλη. Να ενημερώνονται και οι νεότεροι.