Συνέχεια από Τετάρτη, 9 Απριλίου 2014
Κοιτάζοντας την σκέψη του Αριστοτέλη στην πολυπλοκότητά της κατανοούμε πως ο Σταγειρίτης δεν είχε την πρόθεση να επιβεβαιώσει ένα απόλυτο πρωτείο της θεωρητικής ζωής πάνω στην πρακτική ζωή, αλλά μάλλον την σύνθεση της μιας και της άλλης. Παρ’ όλα αυτά όμως, η επιμονή στην σχέση της θεωρίας και της ευτυχίας συμφωνεί με ένα θεμελιώδες συμπέρασμα της πλατωνικής σκέψης. Ο Πλάτων φανερώνει επανειλημμένως, πως η ευτυχία προέρχεται από την γνώση και από το όραμα της Ιδέας η οποία είναι ον μεταβλητό και ταυτοχρόνως θεμέλιο κάθε μορφής μέσα στο πλαίσιο της γένεσης που πάντοτε γίγνεται.
5. Η θέση την οποία έλαβε ο Πλωτίνος.
Η γνώμη του W. Theiler σύμφωνα με την οποία «η προβληματική της ευτυχίας παραμένει απόμακρη από τον φιλοσοφικό ενθουσιασμό που χαρακτηρίζει την σκέψη του Πλωτίνου (σε αντίθεση με τον Αυγουστίνο και τον Πορφύριο) » μπορεί να αμφισβητηθεί για ευνόητους λόγους.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
ΠΕΡΙ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
Του Werner Beierwaltes
Του Werner Beierwaltes
4. Η θέση την οποία έλαβε ο Πλάτων.
Κοιτάζοντας την σκέψη του Αριστοτέλη στην πολυπλοκότητά της κατανοούμε πως ο Σταγειρίτης δεν είχε την πρόθεση να επιβεβαιώσει ένα απόλυτο πρωτείο της θεωρητικής ζωής πάνω στην πρακτική ζωή, αλλά μάλλον την σύνθεση της μιας και της άλλης. Παρ’ όλα αυτά όμως, η επιμονή στην σχέση της θεωρίας και της ευτυχίας συμφωνεί με ένα θεμελιώδες συμπέρασμα της πλατωνικής σκέψης. Ο Πλάτων φανερώνει επανειλημμένως, πως η ευτυχία προέρχεται από την γνώση και από το όραμα της Ιδέας η οποία είναι ον μεταβλητό και ταυτοχρόνως θεμέλιο κάθε μορφής μέσα στο πλαίσιο της γένεσης που πάντοτε γίγνεται.
Στον «μύθο των ψυχών» στον Φαίδρο λέγεται πως η ψυχή φθάνοντας στην «πεδιάδα της αλήθειας» (Φαίδρος 248 b 6), δηλαδή μέσα στο πλαίσιο του νοητού, του όντος χωρίς γίγνεσθαι και γι’ αυτό αυθεντικού – το ον όντως – και θείου, βλέπει ένα φωτεινό κάλλος»· «ενώ εμείς είμαστε στην ακολουθία του Διός – σε μια ευτυχισμένη χορωδία είχαμε μια μακάρια θεωρία και ένα όραμα και μυηθήκαμε σε εκείνη την μύηση που είναι σωστό να την ονομάσουμε μακάρια, και εορτάζαμε, καθώς είμαστε ακέραιοι και δεν μας ακουμπούσαν τα κακά που θα μας περίμεναν στον χρόνο που έπρεπε να έλθει, θεωρώντας στην μυστηριώδη μύηση ακέραια οράματα, απλά αναλλοίωτα και μακάρια, σ’ ένα αγνό Φως» (Θέαμα ευδαιμόνων Θεών).
Με ανάλογο τρόπο και η Διοτίμα δηλώνει στο Συμπόσιο: Το ωραίο βρίσκεται εκεί πάνω σαν παράδειγμα της Ιδέας, δηλαδή του Είναι που δεν διαθέτει καμμία σχέση, διότι η σχέση θα έφερε σ’ αυτό ένα μη-ον μερικό, το κάλλος είναι ταυτόν με τον εαυτό του, είναι ο εαυτός του, και λόγω του κάλλους όλες οι υπόλοιπες πραγματικότητες μετέχουν του Είναι!
Το κάλλος κατακτάται περνώντας μέσω επιπέδων, γνωσιολογικών πλαισίων, οντολογικών, που υπάρχουν πριν από αυτό, μέσω μιας αυστηρής μεθοδολογίας: η διαλεκτική, καθότι διάμεσος αυτών των πλαισίων, παρακινούμενη από τον Έρωτα σαν ώθηση και από την τέχνη της ερωτήσεως και της ορέξεως για γνώση, πρέπει να κατανοηθεί σαν προϋπόθεση της κατανοήσεως που πραγματοποιείται στιγμιαία: «και εξαίφνης το πνεύμα ορά κάτι ωραίο, εκ φύσεως θαυμαστό» (Συμπόσιο, 210 e 4). [είναι φωτισμός].
Αυτή η στιγμή της ζωής, στην οποία η σκέψη φτάνει στο ΕΙΝΑΙ σαν το πραγματικό αντικείμενο της επιστήμης (αεί όν, ὃ έστι καλόν) και στις αξίες της γνώσεως, είναι η μόνη άξια τιμής για να βιωθεί από τον άνθρωπο. Η ευτυχισμένη ζωή είναι λοιπόν η ζωή στην οποία ο άνθρωπος ορά και θεωρεί το «θείον κάλλος», το οποίο είναι «φωτεινό, αγνό και καθαρό, απλό και δεν έχει καμμία πρόσμειξη», σαν ταυτό με τον εαυτό του και σαν ενιαία μορφή». (Συμπόσιο, 211 a 2).
Κατά βάθος όλο αυτό ισχύει και για την γνώση των Ιδεών γενικώς και όχι μόνον για την γνώση της Ιδέας του κάλλους.
Η γνώση ταυτίζεται με την θεωρία όπως ξεκαθαρίζει η μεταφορά του ήλιου και ο μύθος της σπηλιάς, της Πολιτείας. Όπου η Ιδέα του Αγαθού συστήνει το υπέρτατο αντικείμενο της επιστήμης, από το οποίο καθορίζονται και οι άλλες Ιδέες. (Η μεταφορά της θεωρίας της Ιδέας περιγράφεται επίσης λοιπόν στην Πολιτεία, 511, α 1, 516 α 5, 517 c 1…).
Εάν το καθαυτό Αγαθό λοιπόν γίνεται αντιληπτό σαν το πιο ευτυχές συστατικό του Είναι ( το ευδαιμονέστατον του όντος) και το θείο σαν αυτό που είναι το πιο ευτυχές (Πολιτεία, 586 e 3) και η αφομοίωση στον Θεό επίσης πρέπει να κατανοηθεί σαν άσκηση εισαγωγής στην ευτυχισμένη ζωή. (Θεαίτητος, 175 c). Ο τρόπος με τον οποίο συμβαίνει όλο αυτό, δεν έχει μόνον έναν νοητικό χαρακτήρα αλλά είναι ταυτόχρονα πράξη η οποία έχει διαπεραστεί και έχει καθοριστεί από την Ιδέα: δίκαιον και όσιον μετά φρονήσεως γενέσθαι. (Θεαίτητος, 176 b 2). Χωρίς αυτή την συνθήκη η γνώση, όχι μόνον με μια τυπική σημασία, δεν θα επραγματοποιείτο ή θα περιοριζόταν σε μια απλή αργολογία, πολυλογία, φλυαρία (Συμπόσιο 211 e 3). [σε μια πληροφορία θα λέγαμε σήμερα, χωρίς ουσία].
5. Η θέση την οποία έλαβε ο Πλωτίνος.
Η γνώμη του W. Theiler σύμφωνα με την οποία «η προβληματική της ευτυχίας παραμένει απόμακρη από τον φιλοσοφικό ενθουσιασμό που χαρακτηρίζει την σκέψη του Πλωτίνου (σε αντίθεση με τον Αυγουστίνο και τον Πορφύριο) » μπορεί να αμφισβητηθεί για ευνόητους λόγους.
Όσα ο Πλωτίνος λέει στα γραπτά του είναι αφιερωμένα σ’ αυτόν τον προβληματισμό (Εννεάδες, I, 4 και Ι, 5) και δεν απορρίπτονται σαν πρακτικά πράγματα της σχολής, αλλά διευκρινίζουν, μαζί με άλλες πλευρές της σκέψης του, πως η στοχαστική θεωρία του πνεύματος ή η άχρονη διάσταση του νοητού και η θεωρία του θεμελίου ή της Αρχής, του καθαυτού Ενός, μια θεωρία η οποία ελευθερώνεται από την διαφορά, φέροντας και κατορθώνοντας την μεταμόρφωση και την ενοποίηση του πνεύματος με το Ένα, συνιστούν την ολοκλήρωση του Είναι του ανθρώπου και συμπίπτουν επομένως με την ευτυχή ζωή. Με μια συνέπεια που θυμίζει την στωική αταραξία, ο Πλωτίνος σκέφτεται καθαρά πως η ευτυχία δεν προσβάλλεται από την δυστυχία που επηρεάζει τα σωματικά και τα ιστορικο-χρονικά μέρη του Είναι μας: τον πόνο, την ασθένεια, την φτώχεια, την ατιμία, τον θάνατο των συγγενών και φίλων. Σύμφωνα με τον Πλωτίνο όλα αυτά δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά σαν μια παρηγορητική επανεγγραφή της τρέχουσας γνώμης η οποία είναι όμως πολύ μακρυά από την πραγματικότητα και γι’ αυτό δεν διαθέτει καμμία επάρκεια.
Η σύλληψη του Πλωτίνου προέρχεται μάλλον από την πεποίθησή του πως ο σκοπός του ανθρώπου είναι να σκεφθεί το Ένα σαν Αρχή του Είναι και το Πνεύμα σαν τον υπέρτατο τρόπο της ενότητος στην υπέρτατη πολλαπλότητα, να δει το Ένα (αρχήν οράν) να ενούται με το Ένα μ’ έναν υπέρλογο τρόπο, διότι αυτό το Ένα είναι καθαυτό, το πιο θαυμαστό, το Αγαθό καθαυτό, και καθώς είναι «Υπέρ – Είναι», είναι η υπέρτατη πραγματικότης. Μόνο δυνάμει του ίδιου του Ενός είναι δυνατόν η πραγματικότης του Είναι του ανθρώπου να γίνει ανάλογη του Ενός και να μπορεί να θεωρηθεί σαν τέτοια.
Αυτό το οντολογικό καθεστώς θα μπορούσε να εκφραστεί με συλλογιστικό τρόπο: η ευτυχία βασίζεται στην απόκτηση του αληθινού Αγαθού. (Εννεάδες I, 4, 6, 4). Το καθαυτό Ένα είναι το αληθινό Αγαθό ή το καθαυτό Αγαθό. Όποιος κατέχει αυτό το Αγαθό είναι ευτυχής. Αυτή η κατοχή επιτυγχάνεται, ενεργείται, σαν θεωρία, η οποία δεν είναι αντικειμενική ούτε αντικειμενικοποιείται. Δηλαδή σαν μεταμόρφωση της θεωρίας στο αντικείμενό της. (Ενν. VI 9, 3, 23).
Η Εννεάδα I 4, περί ευτυχίας ολοκληρώνεται στον συλλογισμό για τον οποίο μιλήσαμε στην διάσταση του πνεύματος. Η ευτυχία είναι το χαρακτηριστικό της πιο έντονης ζωής, της τέλειας ζωής, που είναι το μέγιστο για τα όντα. Το θεμέλιο, η αρχή, είναι αυτό το ίδιο «πρώτη και τέλεια ζωή, και κάθε ον, εξαρτώμενο εξ αυτού, είναι εικόνα της ζωής της Αρχής. «Εάν λοιπόν ο άνθρωπος μπορεί να αποκτήσει την τέλεια ζωή, και αυτός μπορεί να είναι ευτυχής έχοντας αυτή την ζωή». «Εάν η ψυχή είναι γεμάτη από την ζωή του Είναι». (Ενν. VI 7, 31, 32).
Από την στιγμή που ο Πλωτίνος μιλά εδώ για το μέγιστο ανάμεσα στα όντα, και παρέχει την τελειότητα της ζωής στην σκεπτόμενη φύση, δηλαδή στο άχρονο πνεύμα που καθορίζεται σαν αυθεντική ζωή (η όντως ζωή, Ενν. VI 7, 18, 21) λόγω του αυτοστοχασμού, και καθότι η διάσταση του νοητού κατανοείται σαν αρχή, αλλά ο Πλωτίνος σχεδιάζει το Ένα σαν ζωή, σαν πηγή της ζωής, μόνον προσεκτικά όμως, οἷον ζωή, συμπεραίνεται καθαρά πως σ’ αυτό το κείμενο το Ένα δεν είναι αμέσως υπολογισμένο σαν θεμέλιο της Ευτυχίας. Η σύλληψη του Πλωτίνου που εκτίθεται εδώ, τίθεται στο εσωτερικό της ιστορίας των επιρροών της αριστοτελικής θεολογίας, σύμφωνα με την οποία η ενέργεια του πνεύματος, αυτό-στοχαζόμενη είναι ζωή σ’ ένα πιο υψηλό επίπεδο. (Μεταφυσική Αριστοτέλη, 1072 b 26: η γαρ νου ενέργεια ζωή).
Ο Πλωτίνος μεταμόρφωσε την παραδοσιακή ταυτοποίηση του εὖ ζην και του ευδαιμονείν (Ενν. I, 4, 1, 1) σε ζωή σύμφωνη με το πνεύμα, στην λογική ζωή. Δεν εννοούσε όμως μ’ αυτόν τον τρόπο, να τερματίσει στον Νου την στοχαστική διαδρομή, που κατευθύνεται προς την εσωτερικότητα. Διότι επιστρέφοντας στον εαυτό της η σκέψη υπερβαίνει τον εαυτό της στο θεμέλιό της, στο ΕΝΑ, στο αυθεντικό της Τέλος. Το αληθώς ζην ενταύθα, η αληθινή ζωή είναι εκεί πάνω, σε μια κατάσταση στην οποία ο άνθρωπος γίνεται αυτός που βλέπει και αυτός που θεωρεί την Αρχή και το Ένα. Το Ένα όμως σαν αρχή (αρχής και ενός θεατής), (Ενν. VI, 9, 3, 22). Και αυτό ακριβώς είναι το θεμέλιο της Ευτυχίας: ἧς (της αρίστης θέας) ο μεν τυχών μακάριος όψιν μακαρίαν τεθεάμενος (Φαίδρος, 250 b 6), ατυχής δε ούτος ο μη τυχών (Ενν. Ι 6, 7, 33), χάρη στην κίνηση της υπερβάσεως και χάρη στον αυτό- φωτισμό της σκέψεως που την καθιστά απλή.
Σε τελευταία ανάλυση, η θεωρία ακριβώς του Ενός, ή η ενότης με το Ένα μέσω της μεταμορφώσεως σε Πνεύμα, αντιπροσωπεύει την συνθήκη της ευτυχούς ζωής (αρχής και ενός θεατής): μ’ αυτόν τον τρόπο ο Πλωτίνος εκφράζει την μέγιστη δυνατότητα του ανθρώπινου όντος, το τέλος που επιθυμεί να κατακτήσει κάθε άνθρωπος, όταν αυτός ξυπνά στον εαυτό του ! (Ενν. 8, 1, 1).
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου