GERHARD KRȔGER
ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΑΘΟΣ
Η ουσία (η φύση) τής πλατωνικής σκέψης
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ: Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΣΤΟ
«ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ»
β) Η ύψιστη χρονική βαθμίδα : η ωραία επιστήμη (συνέχεια)
‘Μετρημένος’ στο ιδανικό τού διαφωτισμού, πρέπει αναγκαστικά να παρανοηθή αυτός ο «χαρακτήρας» τής πλατωνικής γνώσης. Όταν είναι ο άνθρωπος ή (όπως στη σύγχρονην εποχή) η συνείδηση το μέτρο όλων τών πραγμάτων, τότε δεν μπορεί παρά να καταστραφή και μόνον από κάθε «σκοπιμότητα» (ή «σκοπό»…) η πραγματική γνώση, γιατί βασίζεται ακριβώς στην αυτάρκεια της γνώσης κάθε ανεξαρτησία τού ανθρώπου (( Σημ. τ. μετ.: Ο κόσμος είναι τότε ‘δικός’ μου, τον ‘ελέγχω’ και τον ‘εξουσιάζω’, μέχρι τελικής πτώσεως και αυτο-καταστροφής… )) . Το εξουσιαστικό ιδιαιτέρως και πρακτικό «υποκείμενο» των νεωτέρων χρόνων μπορεί να ‘συνεισφέρη’, μέσα από σκοπούς που «θέτει» το ίδιο, μόνον «αυθαιρεσία» («διαταγή»!...) στη γνώση, ενώ είναι δεδομένη στην προϋποτιθέμενην ήδη αυτάρκεια του πνεύματος μια “prima veritas” («πρώτη αλήθεια»), που παρέχει μια σταθερή θέση θεώρησης όλων τών πραγμάτων. Είναι εντελώς ωστόσο διαφορετικά, όταν παραμένη ακόμα και στην αυτοτέλεια της σκέψης του εξαρτημένος (‘υποτελής’, υπεξούσιος…) ο άνθρωπος: αναφέρεται τότε, ακριβώς κι όταν σκέπτεται, σε κάτι που το έχει ανάγκη, και η «τάση» και η «ροπή» προς αυτό το αγαθό, που «σώζει» κατ’ αρχάς την ίδιαν την αναζήτηση, δεν είναι αυθαίρετη (δεν συνιστά αυθαιρεσία…). Η μη αποδοχή (μη κατάφαση…) αυτής τής «τάσης» σημαίνει μόνον, πως παραγνωρίζουμε τη θεμελιακήν πραγματικότητα της ίδιας της σκέψης, την ενδεήν και πεπερασμένην της δηλ. θέση μέσα στον κόσμο (Kosmos). Όλα εξαρτώνται για την ιδέα τής επιστήμης απ’ το πώς κατανοεί αυτός που ‘γνωρίζει’ πάντοτε τον εαυτό του, ως μιαν αυτάρκην ή ως μιαν εξαρτημένη δηλ. ύπαρξη. Κι ενώ σχεδόν δεν μπορούμε, συγκεκριμένα να φανταστούμε μιαν άλλη δυνατότητα της επιστήμης από εκείνην τής κυρίαρχης σκέψης εμείς σήμερα, συντάσσεται απερίφραστα με το ότι αποτελεί θρησκευτικήν ανάγκη για τον άνθρωπο να είναι ‘διαυγής’ η θέση του στον «εγκόσμιον» κόσμο η πλατωνική επιστήμη. Και καθώς στηρίζεται σε μια λανθασμένη σοφία (πολυμάθεια, σύνεση, σωφροσύνη…), στην ψευδαίσθηση δηλ. των παθών της, η εγκοσμιότητα της ψυχής, έχει και τη σημασία ενός σωτήριου αγαθού η θεωρία (η κρίση, ο νους…) της επιστήμης.
Για τη σύγχρονην επιστήμη, που πιστεύει ριζικά ανενδεή (εκτός ανάγκης…) τον εαυτό της, εμφανίζονται a priori (εκ των προτέρων…) ως δεδομένα σ’ αυτήν και διαθέσιμα κατ’ αρχήν όλα τα όντα μπροστά της: αποτελούν δηλ. ουσιαστικά και αποκλειστικά το πιθανό της αντικείμενο (( Σημ. τ. μετ.: Από εδώ ξεκινά ‘φυσικά’ και κάθε ‘άσκηση’ εξουσίας… )) . Για την «ωραίαν» επιστήμη του Πλάτωνα είναι (όμως…), εξίσου ουσιωδώς, καλό και ωραίο το ον. Ανάλογα με το αν έχη κατανοήσει τον εαυτό του ως αυτάρκην ή ως εξαρτημένον αυτός που ‘γνωρίζει’, είναι γι’ αυτόν είτε αντικειμενικό είτε καλό (αγαθό…) το «Είναι», και φανερώνεται μπροστά του εκ των προτέρων ως ένα σύνολο είτε «άνευ αξίας» αντικειμένων είτε (όμως…) ωραίων αγαθών ο κόσμος. Και βλέπει ανάλογα τον εαυτό του, είτε ως ένα ‘εξωκοσμικό’ υποκείμενο, που αντιπαρατίθεται εξίσου αμέτοχο στο σύνολο των αντικειμένων – ακόμα και στην ίδιαν του τη σωματικήν και δημόσιαν ή κοινήν πραγματικότητα - , είτε ως έναν ‘ενδοκοσμικόν’ άνθρωπο, που εντάσσεται ακόμα και θεωρώντας, με χαρά και πόνο στη συνάφεια των ‘αγαθών’ αναμεταξύ τους πραγμάτων. Είδαμε ήδη, πόσο αποφασιστικά θεώρησε την παροδικότητα ως αφετηρία για να αντιληφθούμε τον χρόνο ο πλατωνικός Σωκράτης, και πώς έβλεπε να υπόκειται και η ίδια η γνώση σ’ αυτήν τη μοίρα: σ’ αυτήν την ‘ενδοχρονικότητα’ της σκέψης αντιστοιχεί και η διαβεβαίωση, ότι είναι ‘ευτυχισμένα ωραία’ η επιστήμη (κι αυτό σημαίνει: να ‘θεωρής’ τον κόσμο – Kosmos).
Αν είναι αλήθεια, ότι στηρίζεται στην ενδοσκοσμικότητα της σκέψης αυτή η θέση (του Σωκράτη και του Πλάτωνα…), τότε χάνει το δίκιο της μόνον εκεί όπου το αίτημα για κυριαρχία γίνεται τόσο ριζικό, όπως στη σύγχρονην επιστήμη. Ο Αριστοτέλης μοιράζεται με τον Πλάτωνα την άποψη, ότι (μάς…) καθιστά ευτυχισμένους η θεωρία (Theoria)· και η διαφορά του προς τον Πλάτωνα συνίσταται μόνο στο ότι δεν αναγνωρίζει καμμιάν πλέον ποιοτική διαφορά ανάμεσα στον Θεό, που θεωρεί «ευτυχέστατα και άριστα», και στον άνθρωπο, που γίνεται «πλήρως ευδαίμων» στη θεωρία (Μετ. Α 7, 1072b, 24· Ηθ. Νικ. Κ 7, 117a, 17), ενώ διαφυλάττει το θεϊκά αγαθό τού Πλάτωνα, ως το «ευδαιμονέστατο των όντων» (Πολιτεία 526e), μια θεμελιακήν υπεροχή απέναντι στην ενδεήν γνώση για τον κόσμο. Κατανόησε επίσης γενικά το Είναι ως «πληρότητα» ο Αριστοτέλης, και διατύπωσε κατηγορηματικά ακολουθώντας τον η μεσαιωνική διδασκαλία τών υψίστων εννοιών τού Είναι, των «μεταφυσικών», ότι ταυτίζεται αντικειμενικά με το καθεαυτό Όν το αγαθό και ωραίο. Είδαμε όμως πέρα απ’ αυτό, ότι δεν ‘απαλλάσσεται’ και ο ίδιος ο αρχαίος ‘διαφωτισμός’, που δεν είναι ριζοσπαστικός, απ’ τη «θεολογικήν» κατανόηση των πραγμάτων ως αγαθών (( Σημ. τ. μετ.: Και είναι βέβαια εντελώς διαφορετικό να ‘θεωρής’, όπως σήμερα, ως αντικείμενα, απ’ το να τα ‘θεωρής’ ως αγαθά, όπως τότε και όπως σε όλην την ελληνικήν παράδοση, τα πράγματα… Απέναντι στα ‘αντικείμενα’ μπορείς να φερθής εξουσιαστικά και να τα ‘καταναλώσης’, να ‘βιάσης’ τον κόσμο, αλλά απέναντι στα αγαθά καλείσαι να είσαι αληθινός άνθρωπος… )) .
Ωραιότητα και αλήθεια δεν αντιτίθενται μεταξύ τους στον αρχαίον ‘ορίζοντα’. Και η κριτική τού Σωκράτη στους λόγους τού Αγάθωνα και των άλλων δεν αφορά στην ίδιαν την ωραιότητα ούτε στο πάθος, που αφιερώνεται στο ωραίο, αλλά μόνο στο να φυλακιστούμε σε μιαν κατώτερη βαθμίδα αυτής τής ωραιότητας και του πάθους. Αν γνωρίζη, τί πράγματι θέλει το πάθος, δεν πρέπει τότε να παραδοθή στην εντύπωση αυτού που άμεσα συναντά. Πρέπει να απελευθερωθή (αντίθετα…) «κριτικά» απ’ την ξεχωριστήν ύπαρξη και τις ξεχωριστές περιοχές τής υπάρξεως (του όντος…), για ν’ αποκτήση τη θέα στο όλον, που δεν είναι πλέον (ένα…) όν, αλλά ούτε και όλα τα όντα, αλλά η τάξη τους (ο «κόσμος»).
Ασχολείται τόσο σύντομα με τη βαθμίδα τής «ωραίας επιστήμης» το «Συμπόσιον», ώστε δύσκολα μπορεί να μαντέψη κανείς τί εννοείται, χωρίς να κοιτάξη και σε άλλους διαλόγους, και προπάντων στην «Πολιτεία». Η διεύρυνση της ματιάς στην «πληρότητα» του ωραίου (σε «όλο» το ωραίο…) και η απαλλαγή απ’ το ξεχωριστό όν είναι το μόνο που λέγεται σαφώς για τις «επιστήμες». Δεν μαθαίνουμε όμως τίποτα περισσότερο για το περιεχόμενο και για τη μέθοδό τους. Ταυτίζονται άραγες με τις τέσσερις «προπαιδευτικές» επιστήμες, την αριθμητική, τη γεωμετρία, την αστρονομία και την αρμονική τής «Πολιτείας» αυτές οι επιστήμες; Συγκαταλέγεται και η ίδια η φιλοσοφία, η διαλεκτική, εδώ; Ή περιέχεται στη «μιαν» επιστήμη τού ίδιου του ωραίου, που θα ακολουθήση; Αναφερθήκαμε, ερμηνεύοντας την ‘πρόοδο’ απ’ τους νόμους στις επιστήμες, στην προφανήν ένταξη του ανθρώπου στην πόλη και τον κόσμο· - δεν παραμένει όμως πάντοτε κάτι το αόρατο, και απλώς θεωρούμενο, το περιεχόμενο μιας επιστήμης στον Πλάτωνα;
Δείχνουν σαφώς δυό πράγματα τα συμφραζόμενα στο «Συμπόσιον»: πρώτον, ότι δεν είναι πια παρά ως μέρος τής «πληρότητας» σημαντικό το ξεχωριστό όν, και δεύτερον, ότι συντελείται η αποφασιστική αποστροφή απ’ το αισθητό εδώ, με την οποίαν και «ενισχύεται» για να θεωρήση το υπεραισθητά ωραίο ο εραστής. Παρατηρώντας μάλιστα με ακρίβεια, είναι αρκετή αυτή η ‘κατάταξη’, για να ταυτίσουμε τις «ωραίες επιστήμες» τού «Συμποσίου» με τις προπαιδευτικές στην «Πολιτεία». Καθώς σκοπεύουν, σύμφωνα με την «Πολιτεία», αυτές οι προετοιμαστικές επιστήμες στο να οδηγήσουν πέρα απ’ το αισθητό, στο θεωρητικό την ψυχή: ασχολούμενες με την τάξη τού αισθητού κόσμου, την οποίαν και αντιλαμβάνεται βέβαια με τις αισθήσεις κανείς, χωρίς να είναι όμως – ως τάξη – κάτι το αισθητό η ίδια. Προκύπτουν δε αυτές οι επιστήμες, που περιλαμβάνουν «περιεχόμενα της συλλογιστικής θεωρίας (διανοήματα – Dianoӕmata), απ’ το ότι αναγνωρίζεται π.χ. ως σφαιρική η (πράγματι…) σφαιρική διάταξη των μερών ενός αισθητού σώματος και διακρίνεται έτσι κριτικά (ή θεωρητικά…) στην καθαρότητά της απ’ τις ελλειπείς (κατά τα άλλα ή γενικώς…) παραστάσεις τού αισθητού κόσμου (πρβλ. 7η επιστ. 342c – d). Και οφείλουν, όπως η γεωμετρία, να διασαφηνίζουν βέβαια ‘πιστά’ τα αισθητά περιεχόμενά τους όλες αυτές οι επιστήμες, να μη μπορούν όμως και να ταυτιστούν μαζί τους. Ενώ πρέπει αντίθετα, «να μην ασχολείται καθόλου με το αισθητό, αλλά με τις ίδιες τις ιδέες – διαμέσου τών ιδεών και πέρα προς τις ιδέες» η διαλεκτική (Πολιτεία 511c). Κι αν μένη να εκτιμηθή ακόμα στα όσα θ’ ακολουθήσουν, είναι πάντως προφανές πως δεν ανήκει στη βαθμίδα τών «ωραίων επιστημών». Τα διανοήματα (Dianoӕmata) και μαθήματα (Mathemata) του «Συμποσίου» αντιστοιχούν στη ‘σφαίρα’ τής «διάνοιας» (“Dianoia”) στην «Πολιτεία»· και η «απροσμέτρητη αγάπη για τη σοφία», στην οποίαν και ‘γεννιούνται’, δεν είναι η πραγματική ακόμα «φιλοσοφία» (πρβλ. και Θεαίτ. 143d). Προετοιμασμένος απ’ τη θέα (με τη θέα…) τής τάξης τών πόλεων, αναγνωρίζει ο «μύστης» στην τάξη τού σύμπαντος κάτι, που δεν είναι πια ‘χειροπιαστό’ όπως τα μεμονωμένα και συνδεδεμένα με την τάξη πράγματα. Ασχολείται μεν ακόμα με τον χρονικόν κόσμο στη βαθμίδα τών επιστημών η ψυχή, έτσι όμως ώστε να «έλκεται» μέσω τών υπερ-αισθητών μαθημάτων απ’ το γίγνεσθαι στο όν (Πολιτεία 521d …). Και φανερώνει ως τέτοια μαθήματα η διδασκαλία τών επιστημών της «Πολιτείας», συμφωνώντας (μάλιστα…) με την «πληρότητα», για την οποίαν και μιλά το «Συμπόσιον», εκείνα, τα οποία «επεκτείνονται στα πάντα» (522b/c). Εδώ ανήκει κατ’ αρχάς κάτι «κοινό (κοινόν)», που παρουσιάζεται σε κάθε θέα τού όντος: ο αριθμός κι ο υπολογισμός (λογισμός) (Πολιτεία 522c), το θέμα τής αριθμητικής και της λογιστικής (ό.π. 525a). Και δείχνει την αναγκαιότητά της αυτή η επιστήμη με τα χειροπιαστά κατ’ αρχάς πράγματα, που αφορούν σ’ έναν πολεμικόν ηγέτη, «αν οφείλη να καταλαβαίνη βέβαια γενικώς κάτι από τάξεις τού στρατεύματος», «αλλά κι αν οφείλη να είναι, ακόμα περισσότερο, κι ένας άνθρωπος πέρα απ’ αυτό» (522e). Υπάρχουν συγκεκριμένες αντιλήψεις (παρατηρήσεις…), που «ξυπνούν» ή «προσκαλούν» τη θεωρία στο υπερ-αισθητό όν, επειδή δείχνουν (ακριβώς…) αυτό που αντιλαμβανόμαστε σε μια συνάφεια, που δεν μπορούμε να την ‘εννοήσουμε’ μαζί με την αντίληψη (Πολιτεία 523a κ.ε.): αντιλαμβανόμαστε π.χ. αν είναι μεγάλο ή μικρό ένα δάχτυλο, αλλά ως ένα ‘μέγεθος’ που είναι σχετικό πάντοτε με άλλα πράγματα, δεν μπορούμε και να το δούμε «επαρκώς», αλλά μόνο να το θεωρήσουμε (523e κ.ε.). Η θεωρία αυτή δεν επιτρέπεται να μείνη τόσο «λαϊκή» ή «πρωτόπειρη», ώστε να ‘χρησιμοποιεί’ μόνο για πρακτική χρήση τη μέτρηση και τον υπολογισμό· είναι (αντίθετα…) «καθαρά θεωρητική»: τα μαθήματα (Mathemata) αναζητούνται όλα «για τη γνώση (γνώσεως ένεκα)» και όχι «για την πράξη (πράξεως ένεκα)» (527a – b). Και παρ’ όλ’ αυτά υφίσταται «τόσο λόγω τού πολέμου όσο και λόγω τής ‘ελαφρότητας’ (ραστώνη) και μεταστροφής τής ίδιας της ψυχής πέρα απ’ το γίγνεσθαι προς την αλήθεια και προς την ύπαρξη» η αριθμητική (Πολιτεία 525c), που σημαίνει πως προκύπτει μέσα απ’ την αγάπη για την πόλη και για την ελευθερία τής ψυχής απ’ τον φορτικόν κόσμο. Παρόμοια έχει κι η γεωμετρία την έννοια, «να επιτρέψη να κοιτάξη ευκολώτερα τη μορφή τού αγαθού» η ψυχή (ό.π.) 526e). Οδηγεί δηλ. κι αυτή απ’ το αισθητικό στο θεωρητικό, επειδή μάς ωθεί η ‘μεταφορική’ τάξη αυτών που αντιλαμβανόμαστε, να τα κατανοήσουμε «καθαρά», στην «καθαρότητά» τους. Το ίδιο συμβαίνει δε και με την αστρονομία και την αρμονική, που έχουν επίσης τη σημασία, να μας καθοδηγήσουν απ’ την ορατήν και ακουστήν κίνηση (528e, 530c/d), στη θεωρία τών αληθινών κινήσεων και των αναμεταξύ τους σχέσεων (529d, 531c). Διαφορετικά απ’ τον Ερυξίμαχο, δεν αποβλέπει στην κατοχή τής γνώσης στο «Συμπόσιον» ο Σωκράτης, αλλά αποκλειστικά στην προπαιδευτικήν της αξία για τον δρόμο προς το αγαθό: «είναι πολυσήμαντη για την αναζήτηση του ωραίου και του αγαθού, αλλιώς επιδιώκεται όμως παράλογα (άχρηστον)» (531c).
Η σύντομη παρουσίαση στο «Συμπόσιον» μιλά γι’ αυτό, το οποίο και συζητείται σχετικά διεξοδικά στην «Πολιτεία», για το πιο βασικό απ’ όλα: ότι αποτελούν δηλ. μια βαθμίδα στον δρόμο για το πραγματικά θεϊκό οι επιστήμες. «Δυναμωμένος και μεγαλωμένος εκεί» (210d), έχει προετοιμαστή για το «ίδιο το ωραίο» ο «μύστης». Και ονομάζει αυτό το ‘ωραίο’ ένα «μάθημα» η Διοτίμα (211c), έτσι όπως χαρακτηρίζει το ‘αγαθό’ ως το «ύψιστο μάθημα» στην «Πολιτεία» και ο Σωκράτης (Πολ. 505a) (( Σημ. τ. μετ.: Είναι ‘συγκινητική’ η συνέχεια της ελληνικής γλώσσας, επί τής ουσίας· «Μάθετε απ’ εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τή καρδία…», μας λέει ο Κύριος στο Ευαγγέλιο… )) . Καθώς δεν διαχωρίζονται σε ξεχωριστά εδώ ‘κομμάτια’ το αληθινό, το αγαθό και το ωραίο, μπορεί να περιγραφή ως η «όραση μιας συγκεκριμένης ιδιαίτερης γνώσης (κατιδείν τινα επιστήμην μίαν)» η σχέση προς το ωραίο, για το οποίο και γίνεται τώρα λόγος, και να έχη, σε συνάρτηση προς τον κλιμακωτόν δρόμο, την «καλήν της έννοια» αυτή η έκφραση που μας ξαφνιάζει. Καθώς επιδιώκεται η απαλλαγή τού πάθους για το ωραίο απ’ τις χειροπιαστές αισθήσεις, είναι αποφασιστικό να ‘απελευθερωθή’ η αυτοσυγκράτησή (μας…) απ’ αυτό που άμεσα μας κατανικά (δηλ. το συγκεκριμένα σωματικό…), όπως (ακριβώς…) συμβαίνει όταν θεωρούμε. Χρειάζεται λοιπόν την επιστήμη ο προσκολλημένος στον κόσμο και «χειροπιαστά» σκεπτόμενος άνθρωπος, για να ξεπεράση την πρωτοκαθεδρία τού πάθους (Pathos) (( Σημ. τ. μετ.: Και θα λέγαμε, προεκτείνοντας ει δυνατόν τον λόγο, ότι χρειάζεται την αληθινή γνώση – και καθόλου την άγνοια - , για να ‘ξεπεράση’ την πρωτοκαθεδρία τού πάπα αλλά και κάθε πρωτοκαθεδρία ο σύγχρονος και παντοτινός πιστός άνθρωπος…)) . Αν αναλογιστούμε (μάλιστα…), ότι έχει και μια θρησκευτικήν, και όχι μόνο μιαν κοσμικο-ηθική σημασία αυτή η πρωτοκαθεδρία, γίνεται σαφής η απελευθερωτική έννοια της επιστήμης, που έχει ‘οπισθοδρομήσει’ σήμερα μακριά πέρα από μας (( ! )) . Ενώ αφήνει να εμφανιστή όμως στη θέση τών ωραίων δυνάμεων του μύθου, ένας «απομαγεμένος» και μόνον και ακραία ‘υλικός’ κόσμος ο ‘διαφωτισμός’, ανακαλύπτεται ένας κόσμος (Kosmos) στον Πλάτωνα, που η ωραιότητά του προσελκύει ‘προς ευτυχίαν’ το πάθος που την ‘ορά’, ενώ είναι έτσι ‘διαμορφωμένη’ αυτή η θέα, ώστε να μην προσηλώνη στον ίδιον αυτόν κόσμο την ψυχή, αλλά να την παραπέμπη πέρα απ’ αυτόν. Αυτά που φαίνονται εντελώς ‘δυσανάλογα’ σε μας, η (ερωτική…) αγάπη προς το ωραίο σώμα, το παιδαγωγικό και πολιτικό πάθος, η επιστήμη και η θρησκεία, αυτά συναποτελούν εδώ το σύνολο μιας ενιαίας αναζήτησης για την αληθινήν ευδαιμονία. Και καθώς ζη ως μια θεμελιακά ενδεής ύπαρξη ο άνθρωπος, είναι η μια και η ίδια ισχύς τού Έρωτα, που (μας…) οδηγεί απ’ τα κατώτατα μέχρι το ύψιστο και θεϊκό αγαθό, ενώ είναι αξιοσημείωτο το γεγονός, ότι έχει κατανοήσει θρησκευτικά την έρευνά της – φροντίζοντας τη σωματικήν (εν σώματι…) ανθρώπινην ύπαρξη στην πολιτεία - (ολόκληρη…) η πλατωνική Ακαδημία, που αποτελεί ιστορικά τις απαρχές (τί ειρωνία…) ολόκληρης της επιστημονικής μας παράδοσης. Η επιστήμη είναι βέβαια «κριτική» και ανεξάρτητη εδώ, όχι όμως και «αυτόνομη» (“autonom”).
( Συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου