ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Εἶναι ἡ μοναδικὴ μέρα τοῦ χρόνου, ποὺ δὲν ἔμαθα ἀκόμα πότε ἀρχίζει καὶ πότε τελειώνει κι ἂν πρέπει νὰ τελειώνη. Ἀπὸ τὰ παιδικά μου χρόνια τὸ πρῶτο μέλημά μου ἦταν νὰ προσκυνήσω τὸ ἰκρίωμα τοῦ Σταυροῦ. Πεινασμένος, ξυπόλυτος, ξαγρυπνισμένος, ἔτρεχα στὴν κορυφὴ τῆς Παναγίας, τῆς κεντρικῆς ἐκκλησιᾶς τοῦ χωριοῦ, νὰ προσκυνήσω τὸν Σταυρό. Τρεῖς μετάνοιες μεγάλες ὥριζε ἡ τάξη καὶ μετὰ ἄλλες τρεῖς μετάνοιες στὴν μελανοφοροῦσα Παναγία. Οἱ γονεῖς παρακολουθοῦσαν αὐτὴν τὴν εἴσοδό μας καὶ τὴν ἔξοδό μας ἀπὸ τὸν ναό. Τσακίδια ποὺ θὰ σὲ βρίσκανε ἂν δὲν ἔκανες αὐτὲς τὶς μετάνοιες. Ὑπερβολές, ἀλλὰ σ᾽ αὐτὴν τὴν ὑπερβολὴ βρίσκαμε τὰ ἀνώτερα συναπαντήματα μὲ τὸν Χριστό.
Ἀμέσως μετὰ τὸ προσκύνημα, ὅλα τὰ παιδιά, χωρὶς τὴν παρότρυνση κανενός, τρέχαμε στοὺς ἀγροὺς νὰ συνάξουμε ἄνθη, νὰ στολίσουμε τὸν Ἐπιτάφιο. Σήμερα, αὐτὸ τὸ σεπτὸ κουβούκλιο στολίζεται ὄχι μὲ τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ, ἀλλὰ μὲ τὰ βρωμολούλουδα τοῦ ἐξωτερικοῦ. Κι ἔτσι, τὴν ἄλλη μέρα ἡ ἐκκλησία ἀφήνει μιὰ βρῶμα ἀπὸ τὸν στολισμὸ τοῦ Ἐπιταφίου. Μήτε μύρτα μυρίζουν μήτε δενδρολίβανο μήτε χαμόμηλο· οὔτε ἡ ἀνθισμένη ἐλιά. Ἀλλὰ μυρίζει φαρμακίλα ἀπὸ τὰ φαρμακωμένα μὲ χίλια φυτοφάρμακα ἄνθη. Καὶ βλέπεις τοὺς Ἐπιταφίους σὰν νὰ ἔχουν ἀγοραστῆ ἀπὸ τὸ Τζάμπο.
Ἔπειτα, οἱ ἄνθρωποι γόνυ δὲν κλίνουν μπροστὰ στὸν Ἐσταυρωμένο. Καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος ποὺ ἔρχονται, μετὰ κόπου πολλοῦ βλέπεις ὁ ὀρθόδοξος Ἕλληνας σήμερα νὰ κλίνη τὸ γόνυ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Προσκυνάει σὰν νὰ παίζη βιολὶ καὶ ἐξέρχεται τοῦ ναοῦ σὰν νὰ βγαίνη ἀπὸ ταβέρνα!
Καπνοδόχος δὲν κάπνιζε τὴν ἡμέρα αὐτήν. Ἄσιτη περνοῦσε ἡ μέρα καὶ ἀμαγείρευτη. Οὔτε τὰ μικρὰ παιδιὰ δὲν ἔπιαναν τὴν θηλὴ τῆς μάννας! Μέτραγε τὸ πνευματικὸ ἀνάστημα τοῦ μωροῦ ποὺ δὲν θήλαζε αὐτὴν τὴν ἡμέρα. Σήμερα πολλοὶ μετὰ τὴν προσκύνηση τοῦ Σταυροῦ, πηγαίνουν στὰ οὐζάκια, γιατὶ τὰ θεωροῦν νηστέψιμα καὶ ἑπομένως ἐπιτρεπτὰ γιὰ τὴν ἡμέρα!
Οἱ κώδωνες ὅλων τῶν ἐκκλησιῶν ἔκρουαν πένθιμα, γιατὶ ὕπνωσε ὁ Μεγάλος. Καὶ ἡ γιαγιὰ ἡ Μαρουσώ, ποὺ ἔμενε στὴν ἐξοχή, ἔκρουε τὴν καμπάνα τῆς ἐκκλησιᾶς της πένθιμα. Στὴν ἐρώτησή μου κάποτε
– Γιατί, θειά, ἀφοῦ κανεὶς δὲν μένει ἐδῶ σ᾽ αὐτὸν τὸν τόπο ν᾽ ἀκούση τὴν καμπάνα, κρούεις νεκρικά;
– Ἄνθρωπος δὲν τὴν ἀκούει. –ἀπάντησε– Ἡ κτίση ὅμως ὅλη τὴν ἀκούει καὶ κλαίει καὶ πενθεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ βασιλιᾶς ὑπνοῖ.
Ἤθελε καὶ τὰ ὄρη καὶ τὰ βουνὰ νὰ συμμετέχουν στὸ πένθος τῆς Ἐκκλησίας. Ἔβαζε καὶ στὴν Παναγία πέπλο μαῦρο.
Ὁ μπαρμπα-Θανάσης γερμένος στὴν πλώρη τῆς βάρκας του, ἄφηνε τὰ κουπιὰ σία καὶ ἀκροαζότανε τὸ πένθος τῆς καμπάνας κι ἔκλαιγε, χρησιμοποιώντας γιὰ μαντήλι τὸ πανὶ τῆς βάρκας. Τό ᾽χε συστείλει κι ἔκλαιγε. Καὶ ὡρκιζότανε: «οὔτε καραμάμουνα δὲν ἔβαλα σήμερα στὸ στόμα μου». Ἀκροαζότανε καὶ τὰ κουδούνια τῶν ζώων καὶ τά ᾽φερνε στ᾽ αὐτὶ του πένθιμο ἦχο, πένθιμο μοιρολόϊ γιὰ τὸ κακὸ ποὺ ἔκανε ὁ ἄνθρωπος στὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ.
– Γιατί κλαῖς ἀπ᾽ τὸ πρωί, κυρα-Παγώνα;
– Δὲν ἀκοῦς, παιδί μου, ποὺ καὶ τὰ ἄλογα κτήνη κρούουν πένθιμους ἤχους γιὰ τῆς ἡμέρας τὴν θλίψη καὶ τὸν πόνο; Ἡ Παναγιὰ κλαυθμυρίζει χωρὶς νὰ ἀκούγεται κι ὅλα βογγοῦν καὶ στενάζουν τὴν ἀχαριστία τοῦ ἀνθρώπου αὐτὴν τὴν ἡμέρα.
Πολλοὶ γεύονταν ξύδι καὶ πικρὰ χόρτα, νά ᾽χουν μιὰ γεύση τῆς πορείας τοῦ Ἐσταυρωμένου ἐπάνω στὸν Γολγοθᾶ. Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος πιάνεται ἀπὸ αὐτὰ τὰ μικρά, γιὰ νὰ ζήση τὰ μεγάλα;
Πόσα δάκρυα πότιζαν τὴν κατάξερη γῆ αὐτὴν τὴν ἡμέρα. Πόσοι ἀλάλητοι στεναγμοὶ γέμιζαν τὴν πᾶσαν κτίσιν. Ἡ γριὰ Ἀνθούλα ὅλη μέρα ἔμενε στὴν ἐκκλησία καὶ προσκύναγε τὶς ἅγιες εἰκόνες. Ἡ κόρη της ὅμως βιαζότανε καὶ τὴν ἔσπρωχνε νὰ φύγουν.
– Κόρη μου, ἐὰν φύγουμε σήμερα ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, ποιά μέρα θὰ καθίσουμε; Αὔριο, ν᾽ ἀκοῦμε βαρελότα καὶ «Χρόνια πολλά»; Κάτι θ᾽ ἀκούσης, παιδί μου, ἀπὸ τὰ μυστικὰ μελωδήματα ποὺ ψάλλουν οἱ Ἄγγελοι γύρω ἀπὸ τὸν Ἐπιτάφιο. Κάποια μυροφόρα θὰ συναντήσης. Μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ἡ Παναγία. Ὄχι, δὲν φεύγω σήμερα ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Αὔριο, μετὰ τὸ «Ἀνάστα ὁ Θεός».
– Μάννα, μαίνεσαι. Μάννα, τρελάθηκες.
– Μακάρι, παιδί μου, αὐτὴν τὴν τρέλα νὰ τὴν εἶχα σ᾽ ὅλη μου τὴν ζωή.
– Μὴ κορνάρης, παιδί μου, σήμερα στὸ πλοῖο· ἡ μέρα θέλει σιωπή –ἔλεγε ἡ γριὰ καπετάνισσα στὸ ἀνάστημα ποὺ τῆς χάρισε ὁ Θεός.
Καὶ ἡ μάννα τῆς Ἐκκλησιᾶς πρότεινε στὴν θυγατέρα της:
– Θυγατέρα, Μεγάλη Παρασκευὴ μὴ βάλης διαλυστήρα στὰ μαλλιά σου. Μὴ νιφτῆς· μόνον τὰ ἄκρα τῶν δακτύλων βύθισε στὴν λεκάνη. Μὴν ἀνάψης φοῦρνο οὔτε φωτιὰ στὸ τζάκι. Μὴ κλώσης μαλλὶ καὶ μὴ τὸ στρίψης στὴν ἀλεκάτη. Μὴ βάλης στὸν ἀργαλειὸ στημόνι καὶ μὴ παίξης τὸ χτένι. Μὴ χαριεντιστῆς μὲ ἄνθρωπο· ἡμέρα γὰρ πένθους ἐστὶ μεγάλου καὶ μοναδικοῦ. Μὴ χαλάσης τὸ πένθιμο μεγαλεῖο της μὲ ἄπρεπες κουβέντες. Ἂν δὲν σὲ πείθουν οἱ λόγοι μου, κοίτα τὴν μελανοῦσα κτίση. Ἡ Παναγιὰ σὲ βλέπει, σοῦ ζητᾶ σήμερα τὸ δικό σου πένθος. Ὅλα ἂς εἶναι σεμνά, ὅλα πένθιμα. Μὴν ἅψονται τὰ χέρια σου τὰ τρυφερὰ λουλούδια, ἀλλὰ τῆς συκῆς τὰ τραχιὰ φύλλα. Ὅ,τι δώσης σήμερα θὰ τὸ ἔχης ὅλο τὸν χρόνο. Πλήρωσε κι ἐσὺ τὸ πένθος τῆς ἡμέρας καὶ θὰ ζήσης εἰς τὸν αἰῶνα. Ἀμήν.
Βρῆκα ἕνα μοναχὸ νὰ κάνη περιφορὰ Ἐπιταφίου, ἔχοντας μέσα σ᾽ ἕνα δίσκο ἕνα σταυρό, καὶ νὰ γυρίζει τὶς ρεματιὲς καὶ νὰ ψάλλη «Αἱ γενεαὶ πᾶσαι ὕμνον τῇ ταφῇ σου…».
Μεγαλειώδης ἡμέρα, ποὺ τὴν ἀναγγέλλει ὅλη ἡ κτίση, ὅλη ἡ δημιουργία.
Κι ἔρχομαι σήμερα ἐγὼ ὁ μικρὸς μοναχὸς καὶ διερωτῶμαι: «Τί φτιάχνει ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, γιὰ νὰ γευθῆ τὴν πίκρα τοῦ πένθους;» καὶ οἰκτίρω τὸν ἑαυτό μου, ποὺ δὲν βρίσκομαι στὴν σχισμὴ ἑνὸς βράχου νὰ κλαίω τὶς ἁμαρτίες μου, παρὰ στέκομαι μέσα στὴν ἐκκλησία ἀγέρωχος καὶ χρυσοστολισμένος, γιατὶ εἶμαι ἡγούμενος, καὶ δὲν βρίσκω παρηγοριὰ πουθενά. Ὅποιος δὲν τσακίσει τὴν καρδιά του σήμερα, ποὺ εἶναι Μεγάλη Παρασκευή, οὐδέποτε θὰ νιώση ἀναστημένος, οὐδέποτε θὰ πῆ: «Δόξα τῷ Θεῷ, πάθη ἔθαψα τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ ἀνέστησα τὸ Πάσχα ἀρετές».
Ὁ ὅσιος Ἀμφιλόχιος ἐπαναλάμβανε:
– Θάψτε σήμερα τὰ πάθη σας, γιὰ νὰ ἀναστήσετε ἀρετές, νὰ γίνετε ἀναστάσιμοι ἄνθρωποι. Μὴ γιορτάζετε τὸ Πάσχα χωρὶς νὰ σκέπτεσθε τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς τὰ σύμβολα.
– Μοναχέ, τὰ σύμβολα τοῦ πάθους τὰ φέρεις κάθε μέρα στὸ στῆθος σου. Πότε θὰ τὰ βάλης καὶ στὴν καρδιά σου;
– Χριστιανέ, κρέμασες τὸν σταυρὸ στὸν λαιμό σου. Κρέμασε καὶ τὰ πάθη σου, γιὰ νὰ σημειωθῆ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ στὸ προσωπό σου.
Κρῖμα ποὺ οἱ χριστιανοὶ ξέχασαν τὴν ἡμέρα αὐτήν. Ξέχασαν τὴν εὐρύτητά της, τὸ μεγαλεῖο της, καὶ ἀρχοντεύουν αὐτὴν τὴν ἡμέρα, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἄρχοντες οὔτε θὰ γίνουν ποτέ. Καὶ οἱ πολιτικοί μας παίζουν τυφλόμυγα, γιὰ νὰ μὴ δοῦνε τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Ἀνοίξτε τὰ μάτια σας καὶ θωρῆστε τοῦ Γολγοθᾶ τὴν κορυφὴ καὶ τὸν τάφο τῆς ἀναστάσεως. Καὶ μὴ γυρίζετε στὰ νησάκια γιὰ καβουράκια καὶ μεζεδάκια.
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης
1 σχόλιο:
Αχ, αυτή η Ελλάδα! Υπάρχει πια μόνο στην άκρη-άκρη της ψυχής μας! Είθε να φτάσουμε κι εμείς, με τη βοήθεια του Θεού και τη δική μας ακλόνητη θέληση σ' αυτήν την άκρη...
Δημοσίευση σχολίου