Τρίτη 12 Ιουνίου 2018

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (34)- Η νέα αίρεση.

Συνέχεια από Τετάρτη, 30 Μαΐου 2018
                                           HANS URS VON BALTHASAR
                                     ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ  (THEOLOGIK)
                                                 Τρίτος Τόμος
             ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ  (DER GEIST DER WAHRHEIT)
        (Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2)    Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
                                                      Johannes Verlag, 1987

                                            3.  Η ΚΟΙΝΗ ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΔΥΑΔΑΣ
                                   γ)  Συγκεκριμένα και γενικά (καθολικά…)
                                                             ( συνέχεια )
Είμαστε καλά ή τόχουμε χαμένο;

      2.  Αυτό γίνεται δε από μια δεύτερην άποψη ακόμα πιο σαφές. Όταν ταυτίζεται μπροστά στους Μαθητές του, αλλά και μπροστά στους δικαστές του με την Αλήθεια ο Χριστός, αυτό συμβαίνει οπωσδήποτε με μιαν τριαδικήν έννοια. Περιλαμβάνει δηλ. σ’ αυτήν την έκφραση, όχι μόνο τη σχέση του προς τον «αληθινό» Θεό, που τον ονόμασε έτσι κατά προτίμηση η Παλαιά Διαθήκη και τον ‘εξήγησε’ οριστικά και επαρκώς ο ίδιος (ο Χριστός…), αλλά εξίσου και το Άγιο Πνεύμα, εν τω οποίω και ξεκίνησε (ο Χριστός…) την αληθινή του ‘εξήγηση’ του Πατρός, και το οποίο θα ‘κηρύξη’ (με τη σειρά του…) αυτήν την οριστική και ανυπέρβλητη ‘εξήγηση’ καθολικά και κανονιστικά, υπερασπίζοντάς την ως ‘συνήγορος’ ή ‘πληρεξούσιος’ απέναντι σε όλες τις υπόλοιπες απαιτήσεις αλήθειας τού κόσμου    (( «Η ειρήνη μου και η δικαιοσύνη μου και η αλήθεια μου δεν είναι εξ αυτού τού κόσμου…», μας λέει ο Χριστός… Ποιος ακούει;… )) . Και γίνεται έτσι άλλη μια φορά σαφές, ότι δεν έχει εδώ κάποιον συμπληρωματικόν ή και κατώτερον ρόλο το Πνεύμα   (( Προδίδονται συνέχεια μόνοι τους… )) , εφ’ όσον μεταβιβάζει ήδη πάντοτε ως το Πνεύμα τού Πατρός το θέλημα του Πατρός στον Υιό   (( Δεν είναι ομοούσια η Αγία Τριάδα;… Καταλαβαίνουν άραγες τί γράφουν και τί λένε;… )) , τον οποίον και εξάσκησε, ως Πνεύμα και του Υιού, στην υπακοή τού «δούλου του Θεού», έτσι ώστε να είναι η καθολικότητα, την οποίαν και ‘αποδεικνύει’ ως Παράκλητος (Paraklet), παντελώς και δική του, ή τριαδική, για να το πούμε καλύτερα, καθολικότητα. Και δεν αντιφάσκει σ’ αυτήν τη διαπίστωση το ότι επιτελεί ως αποστελλόμενο, και άρα εν υπηρεσία το έργο του.
      Ας θυμηθούμε πάλι ξανά, ότι παρίσταται το Πνεύμα, μαζί με τον ‘ομιλούντα’ Θεό («Είπεν ο Θεός…» …) και τον θεїκό του Λόγο ήδη στην πρώτη αρχή τής Γενέσεως, κι ότι μιλά την ίδια στιγμή για τον Λόγο τού Θεού και για την Πνοή τού Θεού, απ’ όπου και εξαρτάται κάθε ζωή στον κόσμο, η Παλαιά Διαθήκη (μέχρι που παρομοιάζουν από εδώ και λένε οι εκκλησιαστικοί Πατέρες, ότι δεν μπορεί να προέλθη ούτε απ’ το στόμα τού ανθρώπου ούτε απ’ το στόμα τού Θεού χωρίς την πνοή ο λόγος). Ας συγκρατήσουμε, πως υπήρχαν και τα δυό στην ‘ειλικρίνεια’ του Γιαχβέ: η αλήθεια του, και η πιστότητα και αγαθότητά του, κι ότι παρουσιάζονται, στην οικονομική (ὅkonomisch) ‘εξήγηση’ του Πατρός, και οι δυό πλευρές αυτής τής ‘ειλικρίνειας’ τόσο στον Υιό όσο και στο Πνεύμα· κάτι που είναι απολύτως σαφές στο ‘πεπρωμένο’ τού Υιού, ενώ πρέπει να το αναλογιστούμε στην πράξη τού Πνεύματος: του οποίου η ‘εξήγηση’ και η τοποθέτηση της ‘εξήγησης’ μέσα στις καρδιές παραμένει μια ‘εισαγωγή’ στην αλήθεια του Θεού, και άρα στην αγάπη, την πιστότητα και την αγαθότητά του: που «εγχύθηκαν μέσα στις καρδιές μας με το Άγιο Πνεύμα» (Ρωμ. 5, 5). Μπορούμε δε να πούμε, χωρίς να λησμονήσουμε τις αχώριστες αναμεταξύ τους απόψεις τών θεїκών “emeth( ; ), μαζί με τον Αυγουστίνο, πως «Ο Πατήρ είναι για τον Υιό, που είναι η Αλήθεια, η αληθινή πηγή, και ο Υιός είναι η απ’ τον αληθινό Πατέρα γεννημένη Αλήθεια (veritas), και το Άγιο Πνεύμα είναι η προερχόμενη απ’ τον αγαθό Πατέρα και τον αγαθόν Υιό Αγαθότητα (bonitas δεν είναι όμως, προπάντων, διαφορετική η Θεότητα (divinitas) και δεν χωρίζεται η ενότητα (unitas)».
       Το Πνεύμα ‘εξηγεί’, ακριβώς επειδή είναι ως αγάπη ο ενδο-θεїκός καρπός και ‘εξηγεί’ και ‘εγχαράσσει’ ως η προσωπική αγάπη το ουσιαστικό αγαπητικό Είναι τού Θεού, αποκαλυπτόμενο και τον εαυτό του, έτσι ώστε να μπορούμε να πούμε μαζί με τον Άνσελμο: «Όταν συμβαίνη αυτό, όταν γίνεται δηλ. η λέξη ‘Πνεύμα’, που σημαίνει την ουσία Πατρός και Υιού, ιδιαίτερο όνομα, τότε γίνεται αυτονόητα σαφές, ότι μάς πλησιάζει (intimetur) το Είναι ακριβώς τού Πατρός και του Υιού, παρ’ όλο που αυτός (που το κάνει αυτό) έχει το δικό του Είναι και απ’ τους δυό»    (( Αμετακίνητο Φιλιόκβε… )) . Κι αυτές οι αναφορές θέλουν να μας υπενθυμίσουν, ότι δεν επιτελεί το Πνεύμα την καθολικοποίησή του (ως «συνήγορος») σαν ένα εξωτερικό έργο, αλλά εισάγει τις καρδιές εκείνων που δεν του αντιστέκονται, στην αλήθεια (ακριβώς…) της απόλυτης αγάπης   (( Αυτή η ‘αγάπη’, που αποσπάστηκε απ’ τον Κύριο, απ’ τις εντολές του, απ’ τα πάθη και την Ανάστασή του, απ’ τη μετάνοια και την πάλη με τους δαίμονες, και έγινε ‘φίρμα’, και ‘βιτρίνα’, και ‘αέρας κοπανιστός’, δικαιολογώντας κάθε είδους ‘αδυναμία’ μας σ’ αυτόν τον πεπτωκότα κόσμο, οδηγεί σήμερα τους πάντες – εκτός απ’ τους αγίους τού Θεού – να μετεωρίζονται σε τόπους όπου δεν κατοικεί, αλίμονο, ο αληθινός Θεός… )) .
      Ότι αυτό μπορεί να γίνη μάλιστα χωρίς εξαναγκασμό, μας το δείχνει η βιβλική διδασκαλία, πως έχει δημιουργηθή κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού ο άνθρωπος,  απεικονίζοντας γι’ αυτό στην ουσία του όχι μόνον τον Υιό, αλλά ολόκληρη την Αγία Τριάδα, άρα και το Άγιο Πνεύμα, όπου και μπορεί (σ’ αυτήν την ‘απεικόνιση’…) να «συναφθή» το Πνεύμα, κι ότι πρέπει να υπάρχουν, εφ’ όσον δεν ξεχωρίζει εσωτερικά η θεїκή ‘οικονομία’ (oikonomia), όχι μόνο «λόγοι σπερματικοί» (“logoi spermatikoi”)  αλλά και «σπέρματα πνευματικά» (“spermata pneumatika”) στον κόσμο, καθώς και ότι εκτείνεται τόσο μακριά ‘πάνω’ απ’ τη Δημιουργία όσο η ‘περιοχή’ τού Υιού και η ‘περιοχή’ τού Πνεύματος     (( ‘Δουλεύουν’ μ’ ένα απίστευτο, συστηματικό πείσμα… )) . Κάτι που συμπεριλαμβάνεται βέβαια στα ‘κείμενα’ για το «ευχετικό βάπτισμα» (“baptismus in voto” - ;) (και όλες τις εξ αυτού συνέπειες) στην εκκλησιαστική θεολογία   (( Μια ιδιαίτερη λοιπόν ‘θεολογία’… )) , αλλά και στα ‘κείμενα’ για την «πνευματική κοινωνία-μετάληψη», η οποία και πρέπει να κατανοείται ωστόσο πάντοτε μυστηριακά (‘εκ του μυστηρίου’…) και ‘προς το μυστήριο’. Υπάρχει λοιπόν μια ‘φυσική’ κατ’ αρχάς, και ‘χαρισματικές’ κατόπιν – εφ’ όσον έχει παγκόσμια (πλέον…) σημασία και επενέργεια ο Σταυρός – αναλογίες (Analogien) προς αυτό, που θα περιγραφή στη συνέχεια ως Εκκλησία: η οποία και δεν μπορεί να εννοηθή παρά ως κάτι το συγκεκριμένο (Konkretum)    (( Ως κάτι το απολύτως εγκόσμιο λοιπόν, όπως η παπική ‘εκκλησία’, αντίθετο ακριβώς στα λόγια τού Κυρίου! … )) , το οποίο και καλείται να είναι με τον τρόπο του – ιεραποστολικά δηλαδή – παγκόσμιο.
       Πρέπει να συμπληρώσουμε ωστόσο το εξής σε ό,τι ειπώθηκε (σε προηγούμενο κεφάλαιο…) περί θεολογικής έννοιας του προσώπου: Καθώς επρόκειτο για την «αποστολή και το πρόσωπο του Χριστού» εκεί, θεωρήθηκε και περιγράφηκε η εμβάθυνση σε πρόσωπο του ανθρωπίνου πνευματικού υποκειμένου, ως συμμετοχή στην αποστολή προπάντων τού Χριστού απ’ τον Πατέρα. Ο Ιωάννης, στο 20, 21 του Ευαγγελίου του, τονίζει επίσης αποφασιστικά αυτήν την άποψη. Όμως ο Ιησούς «εχρίσθη» ιδιαιτέρως «με Άγιο Πνεύμα και δύναμη (dynamis) απ’ τον Θεό» για την αποστολή του (Πράξ. 10, 38), και ενυπάρχει έτσι σε κάθε καταγόμενη απ’ τον Χριστό έννοια αποστολής και προσώπου μια μορφή δωρεάς τού Πνεύματος. H δε ιστορία τών Αποστόλων δείχνει τη μεγάλη ποικιλία με την οποία ‘συμβαίνει’ αυτή η δωρεά· η οποία και αναφέρεται πάντα σε μια χριστολογική αποστολή, είτε σκοπεύοντας σ’ αυτήν (όταν ‘υποδεχόμαστε’ το Πνεύμα πριν από το βάπτισμα: Πράξ. 10, 44-48) είτε διδόμενη – κανονικά – μαζί με το βάπτισμα στο όνομα του Ιησού (πρβλ. ό.π. 9, 17-18 και 2, 38)    (( Όπου λέγεται στο Β’ κεφ. των Πράξεων, 37-40: «Ακούσαντες δε κατενύγησαν τη καρδία, είπόν τε προς τον Πέτρον και τους λοιπούς αποστόλους· τί ποιήσομεν, άνδρες αδελφοί; Πέτρος δε έφη προς αυτούς· μετανοήσατε, και βαπτισθήτω έκαστος υμών επί τώ ονόματι Ιησού Χριστού εις άφεσιν αμαρτιών, και λήψεσθε την δωρεάν τού Αγίου Πνεύματος. υμίν γαρ έστιν η επαγγελία και τοις τέκνοις υμών και πάσι τοις εις μακράν, όσους αν προσκαλέσηται Κύριος ο Θεός ημών…» … )) . Χαρίσματα («χαρισματική», Charismatik) που δεν υπάρχουν για τον Χριστό ή δεν οδηγούν στον Χριστό, είναι για τον Παύλο apriori ψευδή (μη γνήσια…), και μάλιστα δαιμονικά (Α’ Κορ. 12, 2-3)· ένα γνήσιο χάρισμα ταυτίζεται, κατά τον Παύλο, με μιαν αποστολή εντός τού «σώματος του Χριστού»     (( Λέει ο απ. Παύλος: «Περί δε των πνευματικών, αδελφοί, ου θέλω υμάς αγνοείν. οίδατε ότι, ότε έθνη ήτε, προς τα είδωλα τα άφωνα ως αν ήγεσθε απαγόμενοι. διο γνωρίζω υμίν ότι ουδείς εν Πνεύματι Θεού λαλών λέγει ανάθεμα Ιησούν, και ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω. Διαιρέσεις δε χαρισμάτων εισι, το δε αυτό Πνεύμα· και διαιρέσεις διακονιών εισι, και ο αυτός Κύριος· και διαιρέσεις ενεργημάτων εισίν, ο δε αυτός εστι Θεός, ο ενεργών τα πάντα εν πάσιν…» … )) . Και προκύπτουν έτσι τριαδικά οι εκκλησιαστικές ‘αποστολές’: απ’ τον Πατέρα, απ’ τον Χριστό, απ’ το Πνεύμα (ό.π.). Και δεν επενεργούν μόνον τα «δυό χέρια τού Πατρός» εδώ, αλλά ο ίδιος ο Πατήρ, που ‘στέλνει’ τόσο τον Υιό όσο και το Πνεύμα.

      ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: