Η απώλεια της δεύτερης μεγάλης ευκαιρίας της Ελλάδας αποτελεί ένα στυγερό έγκλημα, το οποίο θα συνειδητοποιήσουν σταδιακά οι Έλληνες – ενώ η κόκκινη γραβάτα του πρωθυπουργού συμβολίζει ασφαλώς την τελική θηλιά στο λαιμό της πατρίδας μας, μετά από την ανείπωτη τραγωδία των οκτώ προηγουμένων ετών.
Ανάλυση
Όταν προσέρχεται κανείς σε διαπραγματεύσεις, πόσο μάλλον σε τόσο σοβαρές για το μέλλον μίας ολόκληρης χώρας που είναι βυθισμένη σε μία μοναδική στην ιστορία βαθιά κρίση για οκτώ συνεχή χρόνια, πρέπει να έχει προετοιμαστεί για τρία μόλις θέματα: (α) σχετικά με το ποιός είναι ο ελάχιστος και ο μέγιστος στόχος του (β) με ποια στρατηγική θα καταφέρει να τον επιτύχει και (γ) πώς θα ενεργήσει, εάν τελικά δεν είναι πρόθυμοι οι συνομιλητές του να δεχθούν τις ελάχιστες απαιτήσεις του.
Σε σχέση δε με την Ελλάδα, θα ήταν απολύτως απαραίτητη η δημιουργία ενός συμβουλίου για τη διαπραγμάτευση του χρέους, όπως ενός συμβουλίου ασφαλείας στον τομέα της στρατιωτικής άμυνας, καθώς επίσης ενός αντίστοιχου για τη διεκδίκηση των γερμανικών επανορθώσεων – αφού αποτελούν κρίσιμα εθνικά θέματα, για τα οποία δεν έχει το δικαίωμα του αποκλειστικού χειρισμού τους κανένα κόμμα και κανένα μεμονωμένο άτομο.
Ανεξάρτητα τώρα από τα παραπάνω, ο πρωθυπουργός απέτυχε παταγωδώς σε δύο μεγάλες ευκαιρίες που είχε τη μεγάλη τύχη να του δοθούν – αρχικά στην πρώτη το καλοκαίρι του 2015, όπου είχε τη στήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων Πολιτών και ένα ξεκάθαρο δημοψήφισμα στη διάθεση του, το οποίο του έδινε την εντολή να χειριστεί ανάλογα τις διαπραγματεύσεις.
Ειδικότερα, φυσικά δεν γνωρίζουμε εάν είχε προετοιμαστεί κατάλληλα για τα δύο πρώτα θέματα. Αυτό που όμως σίγουρα γνωρίζουμε είναι οι ενέργειες του μετά την ολοκληρωτική άρνηση των συνομιλητών του να αποδεχθούν τη μοναδική λύση που είχε και έχει η Ελλάδα:
την ονομαστική διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του δημοσίου χρέους της, σε συνδυασμό με ένα πρόγραμμα στήριξης της οικονομίας της – βασικό στοιχείο του οποίου θα ήταν η απ’ ευθείας κεφαλαιοποίηση των τραπεζών από την ΕΚΤ όπως συνέβη με την Ισπανία, καθώς επίσης η συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής διευκόλυνσης της (QE).
Ο πρωθυπουργός τότε, καλώς ή κακώς, δεν κατάφερε να πείσει τους δανειστές, το νούμερο ένα εχθρό της Ελλάδας καλύτερα, τον κ. Σόιμπλε που αποφάσιζε, δεχόμενος ισχυρές πιέσεις και απειλές εκ μέρους τους – γεγονός για το οποίο δεν τον κατηγορούμε καθόλου, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ισχύ της πρωσικής κυβέρνησης, τη συνήθη λεπτομερή προετοιμασία της, τη μηδαμινή εμπειρία του, την ανεπάρκεια του κόμματος και της κυβέρνησης του, καθώς επίσης τη νεαρή ηλικία του.
Είναι όμως ασφαλώς ένοχος για τον τρόπο που ενήργησε μετά τη διαπραγματευτική αποτυχία του όπου, αφού είχε στη διάθεση του μία πολλά υποσχόμενη λύση για τη διάσωση της Ελλάδας, την παραίτηση του (ανάλυση), προτίμησε δυστυχώς τα προνόμια της εξουσίας – αδιαφορώντας για την εκ των πραγμάτων υποβάθμιση του σε έναν σύγχρονο «Τσολάκογλου» των Γερμανών.
Ακόμη χειρότερα οδήγησε τη Βουλή σε μία μεγάλη παγίδα, στην ψήφιση του τρίτου μνημονίου που ουσιαστικά κατοχύρωσε τα δύο προηγούμενα αφού εγκρίθηκε από την πλειοψηφία των βουλευτών, καθώς επίσης σε ξαφνικές, πρόωρες εκλογές – με βασικούς στόχους την εκκαθάριση του κόμματος του από την έντιμα αριστερή πτέρυγα του, την κλοπή του ουσιαστικά από τους «ιδιοκτήτες» του και την παραπλάνηση ενός μέρους των Ελλήνων. Ενός ποσοστού που δεν υπερέβη μεν πολύ το 20%, αλλά που ήταν αρκετό για να του δώσει ξανά την εξουσία, σε συνδυασμό με την προσχηματική «άφεση αμαρτιών» που υπεξαίρεσε – αφού προηγουμένως δολοφόνησε την τελευταία ελπίδα των Ελλήνων, αφήνοντας τους χωρίς επιλογές.
Όλα αυτά αποτελούν όμως παρελθόν, ενώ είναι σε πια σε όλους γνωστή η καταστροφή που ακολούθησε – ένα κόστος που δεν υπήρχε καθόλου λόγος να το πληρώσει η Ελλάδα, ειδικά τα 43 δις € για τις τράπεζες ταυτόχρονα με τον αφελληνισμότους. Σε κάθε περίπτωση ασφαλώς δεν θα είχε συμβεί, εάν ο πρωθυπουργός δεν είχε ανατρέψει την προηγούμενη κυβέρνηση – παραπλανώντας με τα αμέτρητα ψέματα και με τις κενές προεκλογικές του δεσμεύσεις σχεδόν όλους τους Έλληνες.
Όσον αφορά τώρα τη δεύτερη ευκαιρία που του δόθηκε, την τελευταία για την Ελλάδα, προερχόμενη από τη δέσμευση των πιστωτών από το 2012 για διαγραφή χρέους εάν η χώρα επετύγχανε πρωτογενή πλεονάσματα, οι ενέργειες του ήταν δυστυχώς ακόμη χειρότερες – αφού προσήλθε στις διαπραγματεύσεις χωρίς σαφή στόχο, χωρίς στρατηγική και χωρίς προγραμματισμένη αντιμετώπιση της αποτυχίας, όπου ξανά θα μπορούσε να σώσει την Ελλάδα παραιτούμενος.
Ο μοναδικός στόχος του φάνηκε καθαρά πως ήταν ο επικοινωνιακός χειρισμός οτιδήποτε προσφερόταν από τους δανειστές, ξανά με σκοπό τη νομή της εξουσίας – την οποία θέλει να διατηρήσει για να εξυπηρετήσει τους κρυφούς δικούς του στόχους που δεν λαμβάνουν καθόλου υπ’ όψιν τους Έλληνες, ούτε καν το κόμμα ή την κυβέρνηση του και που θα δούμε σύντομα να εκτυλίσσονται.
Ειδικότερα, αντί να οδηγήσει την Ελλάδα στην έξοδο από την κρίση μία για πάντα, εμμένοντας στην ονομαστική διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του χρέους (για την οποία αυτή τη φορά είχε «συνήγορο» το ΔΝΤ, τις Η.Π.Α. και τη συντριπτική πλειοψηφία των οικονομολόγων διεθνώς), επιμερίζοντας το βάρος εξίσου στους Ευρωπαίους που είναι υπεύθυνοι για το εκ προμελέτης έγκλημα των μνημονίων, μετέφερε τα βάρη ανεύθυνα στις επόμενες γενιές των Ελλήνων – παρά τα θηριώδη ανταλλάγματα που προσέφερε, ανόητα ως συνήθως προκαταβολικά, όπως ήταν το τέταρτο μνημόνια και, κυρίως, η παράδοση της Μακεδονίας!
Με δεδομένο δε το ότι, πολλά από τα μέτρα του τέταρτου μνημονίου θα αρχίσουν να εφαρμόζονται μετά την προσφυγή της χώρας μας στις αγορές, ενώ παραμένει ως έχει η δαμόκλειος σπάθη των πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% έως το 2022 και 2,2% έως το 2060, ο πρωθυπουργός δεν άφησε μόνο ανέπαφο το δημόσιο χρέος μας στα 343,5 δις € ή στο 193% του ΑΕΠ (γράφημα), αλλά ουσιαστικά δέσμευσε την Ελλάδα σε μία πολιτική λιτότητας για τα επόμενα 42 χρόνια – κάτι μοναδικό στονπλανήτη, καθώς επίσης καταδικασμένο εκ των προτέρων να αποτύχει, αφού καμία εθνικά ανεξάρτητη χώρα δεν τα κατάφερε ποτέ στην ιστορία.
Εκτός αυτού καταδίκασε την πατρίδα μας σε μία διαρκή, αυστηρότερη επιτήρηση – με συνεχείς ελέγχους ανά τρεις μήνες από την Τρόικα. Ο βασικός σκοπός της δε θα είναι αφενός μεν η εξασφάλιση των εισπρακτικών μέτρων που θα συνεχίσουν να στραγγαλίζουν την οικονομική ανάπτυξη, αφετέρου η υφαρπαγή της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας των Ελλήνων σε εξευτελιστικές τιμές.
Λόγω του ότι τώρα συμφωνήθηκε και υπεγράφη η ανακίνηση του θέματος του χρέους το ενωρίτερα το 2032, η Ελλάδα θα παραμείνει εγκλωβισμένη στην παγίδα του χρέους για 15 σχεδόν χρόνια – ενώ ασφαλώς δεν είναι αυτονόητη η προσφυγή της στις αγορές για τη χρηματοδότηση της με βιώσιμα επιτόκια (=χαμηλότερα του ρυθμού ανάπτυξης), πόσο μάλλον όταν η συμμετοχή της στο QE που θα ωφελούσε επίσης τις τράπεζες, απαιτεί μία πολύ καλύτερη αξιολόγηση από τη σημερινή.
Ως εκ τούτου η διαπραγμάτευση, ιδίως δε ο επικοινωνιακός χειρισμός της, ήταν μία οδυνηρή πολιτική φάρσα – την οποία θα πληρώνουν ακριβά πολλές γενιές Ελλήνων, όπως επίσης το Σκοπιανό, αφού δεν είναι καθόλου εύκολη η αναίρεση των διεθνών συμφωνιών, όσο και αν υπάρχει σε αρκετούς η συγκεκριμένη εντύπωση.
Η αναγκαιότητα της ονομαστικής διαγραφής
Περαιτέρω, αρκετοί ξένοι οικονομολόγοι (Eichengreen, Zettelmeyer κλπ.) έχουν ήδη από τον Απρίλιο τεκμηριώσει με λεπτομερείς μελέτες και με οικονομικά μοντέλα ότι, μόνο μία ονομαστική διαγραφή του ελληνικού χρέους θα το έκανε βιώσιμο, αποκαθιστώντας την εμπιστοσύνη των επενδυτών στη χώρα. Ακόμη όμως και να θεωρούνταν βιώσιμο ως έχει με τη νέα συμφωνία, ασφαλώς δεν είναι βιώσιμη η ελληνική κοινωνία – οπότε αργά ή γρήγορα θα προκληθούν κοινωνικές εκρήξεις που δεν θα είναι εύκολα ελεγχόμενες, με τον κίνδυνο εμφυλίου πολέμου να έχει ήδη εκτοξευθεί στα ύψη.
Ας μην ξεχνάμε εδώ πως το 95% των δανείων που δόθηκαν στην Ελλάδα μέχρι σήμερα οδηγήθηκαν στην πληρωμή των παλαιών χρεών, ενώ τα 15 δις € της τελευταίας δόσης της τρίτης δανειακής σύμβασης θα αυξήσουν ξανά το χρέος στα 360 δις € περίπου, δηλαδή πάνω από το 200% του ΑΕΠ – αφού ναι μεν θα χρησιμοποιούνται ως «μαξιλάρι», αλλά θα κοστίζουν τόκους που θα επιδεινώνουν τον προϋπολογισμό.
Εκτός αυτού ο δημόσιος τομέας της Ελλάδας περιορίσθηκε ήδη κατά 26%, οι συντάξεις και οι κοινωνικές παροχές μειώθηκαν κατά 70% και οι κρατικές δαπάνες υγείας κατά περίπου 50% – ενώ τα συνολικά εισοδήματα των Ελλήνων κατέρρευσαν, με το ΑΕΠ της χώρας να χάνει όχι μόνο το 27% αλλά, επί πλέον, το 10% του μέσου ρυθμού ανάπτυξης των υπολοίπων κρατών της Ευρώπης.
Την ίδια στιγμή οι δανειστές της Ελλάδας έχουν κερδίσει τεράστια ποσά εις βάρος της – όπως τα 2,9 δις € που κέρδισε η Γερμανία από τα ελληνικά ομόλογα, τα 100 δις € από τη μείωση των τόκων των δανείων της σύμφωνα με μία πρόσφατη ανάλυση του ινστιτούτου οικονομικής έρευνας του Χάλε, καθώς επίσης ένα μεγάλο μέρος από τα θηριώδη πρωτογενή της πλεονάσματα που πλησιάζουν τα 300 δις € ετησίως.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, η απώλεια της δεύτερης μεγάλης ευκαιρίας της Ελλάδας αποτελεί ένα οδυνηρό έγκλημα, το οποίο θα συνειδητοποιήσουν σταδιακά οι Έλληνες – ενώ η κόκκινη γραβάτα του πρωθυπουργού, ουσιαστικά πιο μαύρη από ότι θα μπορούσε να φορά η πλέον στυγνή πολιτική φιγούρα, συμβολίζει ασφαλώς την τελική θηλιά στο λαιμό της πατρίδας μας, μετά από την ανείπωτη τραγωδία των οκτώ προηγουμένων ετών.
Πάντοτε βέβαια υπάρχουν λύσεις, παρά το ότι γίνονται όλο και δυσκολότερες, αλλά σε καμία περίπτωση με το σημερινό, σαθρό κομματικό κατεστημένο – το οποίο συνεχίζει να οδηγεί την Ελλάδα σε μία όλο και μεγαλύτερη καταστροφή, στη χρεοκοπία και στην έξοδο από την Ευρωζώνη, ενδιαφερόμενο αποκλειστικά και μόνο για τα ιδιοτελή του συμφέροντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου