Το δίλημμα της πίστεως στον σύγχρονο κόσμο
Η πίστη αντιπροσώπευε από πάντοτε μια τομή, κάτι σαν ένα περιπετειώδες άνοιγμα, διότι εκφράζει σε κάθε εποχή την τόλμη της αποδοχής μιας αόρατης αξίας, την οποία πρέπει ακριβώς να αποδεχθούμε σαν καθαρώς βασική και πραγματική. Η πίστη δεν υπήρξε ποτέ μια αυθόρμητη προσαρμογή σε κάποια προδιάθεση της ανθρώπινης υπάρξεως. Υπήρξε πάντοτε μία απόφαση η οποία καλούσε σε μετοχή τον πιο βαθύ πυρήνα της υπάρξεως ο οποίος με την σειρά του ζητά από πάντοτε στον άνθρωπο μια αλλαγή, η οποία είναι δυνατόν να επιτευχθεί με την σειρά της μόνον μέσω μια ξεκάθαρης αποφάσεως.
Στο μεγάλο κενό που υπάρχει εξαρχής ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο έρχεται να προστεθεί για μας σήμερα και να χειροτερέψει τα πράγματα της πίστεως το κενό που υπάρχει ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα. Η πίστη μας παρουσιάζεται με το ένδυμα του παρελθόντος, και μάλιστα φαίνεται να ενσαρκώνει το παρελθόν εξολοκλήρου, την μορφή της ζωής και της υπάρξεως που ήταν τυπικά σε κείνο το μακρινό παρελθόν. Όλοι οι εκμοντερνισμοί, είτε ονομάζονται απομυθοποιήσεις ακαδημαϊκο-διανοητικές ή εκσυγχρονισμοί πραγματικο-εκκλησιαστικοί, δεν αλλάζουν καθόλου αυτήν την κατάσταση των πραγμάτων, αντιθέτως, όλες οι προσπάθειες που γίνονται σε αυτήν την κατεύθυνση μεγενθύνουν ακόμη περισσότερο την υποψία πως πλασσάρεται κάτι που στην πραγματικότητα είναι το παρελθόν.
Όλες αυτές οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού μας δίνουν να καταλάβουμε, από μόνες τους, μέχρι ποίου σημείου αυτό στο οποίο εμπλεκόμεθα είναι “χθεσινό”. Η πίστη δεν φαίνεται να είναι πλέον μόνον το θαρραλέο άλμα που προκαλεί την γενναιοδωρία του ανθρώπου να τιναχτεί από το φαινομενικό όλον του ορατού μας κόσμου, στο φαινομενικό τίποτα του αόρατου και του ασύλληπτου• νομίζουμε αντιθέτως ότι είναι μια άγκυρα για όλους μας, η απαίτηση να συντονιστούμε σήμερα με την τοποθέτηση του χθες, ανακηρύσσοντάς την σαν μια αιώνια αξία. Όμως ποιος επιθυμεί ένα τέτοιο πράγμα, σε μια εποχή στην οποία, στην θέση της «παραδοσιακής» σκέψεως, εισήλθε η ιδέα της “προόδου”;
Εδώ ακριβώς βρισκόμαστε στην σπουδαιότερη καμπή της σημερινής μας καταστάσεως. Για την νοοτροπία του παρελθόντος η έννοια της «παραδόσεως» αποτελούσε ένα αποτελεσματικό πρόγραμμα∙ εμφανίζετο σαν μια δυνατή δομή προστασίας, στην οποία ο άνθρωπος μπορούσε να αφεθεί με εμπιστοσύνη. Μπορούσε να πιστέψει με βεβαιότητα, μόλις αναφερόταν στην παράδοση. Σήμερα αντιθέτως κυριαρχεί το αντίθετο συναίσθημα: η παράδοση εμφανίζεται σαν αυτό που έχει ξεπεραστεί, ξεπερασμένη από τα γεγονότα, ενώ η πρόοδος είναι σαν την αυθεντική υπόσχεση έμφυτη στο Είναι, έτσι ώστε ο άνθρωπος να μην αισθάνεται πλέον σπίτι του μέσα στο πλαίσιο της παραδόσεως, του παρελθόντος, αλλά μόνο στην κορυφή της προόδου και του μέλλοντος. Γι’ αυτούς τους λόγους μια πίστη που συναντά τον σημερινό άνθρωπο με την ετικέτα της “παραδόσεως”, μοιάζει σαν κάτι ξεπερασμένο, το οποίο δεν μπορεί να συστήσει τον τόπο της υπάρξεώς του, διότι αναγνώρισε πλέον στο μέλλον το υποχρεωτικό πεδίο των σχεδίων του και των προοπτικών του. Όλο αυτό καταλήγει λογικώς πια πως το πρωτογενές σκάνδαλο της πίστεως, δηλ. η διαφορά και η απόσταση ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο, εισέρχεται στην σκιά και σκεπάζεται από το δευτερεύων σκάνδαλο της οξείας αντιθέσεως ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, από την αντίθεση δηλαδή ανάμεσα στην παράδοση και την πρόοδο, από τον αναγκαστικό εγκλωβισμό στο παρελθόν που φαίνεται να απαιτεί η πίστη.
Και όμως και ο διανοητισμός τής απομυθοποιήσεως και ο πραγματισμός της “ενημέρωσης” πείθουν τελικώς αλλά δεν κατορθώνουν να σβήσουν την αξεπέραστη θετικότητα του χριστιανού. Διότι η χριστιανική πίστη δεν αφορά μόνον την αιωνιότητα, η οποία θα την έδιωχνε τελείως από τον κόσμο και τον ανθρώπινο χρόνο, καθότι είναι τελείως άλλο (η αιωνιότης). Η χριστιανική μας πίστη αντιθέτως έχει σχέση με τον Θεό στην Ιστορία, με τον Θεό που έγινε άνθρωπος. Την ίδια στιγμή κατά την οποία μοιάζει να γεφυρώνει την απόσταση ανάμεσα στο αιώνιο και το χρονικό, ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο, επιτρέποντας μας να συναντήσουμε τον Θεό ντυμένο σαν άνθρωπο, το αιώνιο κάτω από την όψη αυτού που είναι δεμένος στον χρόνο, σαν έναν από εμάς, γνωρίζει ότι είναι αποκάλυψη. Η απαίτηση να είναι μια αποκάλυψη βασίζεται στο γεγονός πως εισήγαγε το αιώνιο στον κόσμο μας(;;;). «Θεόν ουδείς εώρακεν πώποτε, ο μονογενής υιός… εξηγήσατο (Ιωαν, 1, 18)». Έγινε για μας η εξήγηση του Θεού, όπως μας λέει και το ελληνικό κείμενο. Αλλά ας μείνουμε στην συνηθισμένη σημασία της λέξεως: το πρωτότυπο μας επιτρέπει να το λάβουμε κυριολεκτικά κατά γράμμα. Ο Ιησούς απο-κάλυψε στ’ αλήθεια τον Θεό, κάνοντάς τον να εξέλθει από τον εαυτό του ή ακόμη –όπως μας περιγράφει ακόμη πιο δραστικά η πρώτη επιστολή του Ιωάννη– προσφέροντάς μας τον να τον βλέπουμε με τα μάτια μας, να τον αγγίζουμε με τα χέρια μας, έτσι ώστε Εκείνος τον οποίο δεν είχε δει κανείς αφήνεται τώρα να αγγίζεται ιστορικά από εμάς (1 Ιωαν. 1, 1-3).
Με την πρώτη ματιά φαίνεται να είναι το μέγιστο της αποκαλύψεως, της φανερώσεως του Θεού. Το άλμα που οδηγούσε μέχρι εκείνη την στιγμή στο άπειρο, φαίνεται να’ χει τώρα ελαχιστοποιηθεί στην τάξη των δυνατών μεγεθών του ανθρώπου. Θα μας αρκούσε, θα μπορούσαμε να πούμε, να κάνουμε τέσσερα βήματα προς εκείνον τον Άνθρωπο που ήλθε στον κόσμο στην Παλαιστίνη, για να συναντήσουμε τον Ίδιο τον Θεό. Τα πράγματα όμως δείχνουν σ’ αυτό το σημείο μια παράξενη ιδιαιτερότητα! Αυτό που με μια πρώτη ματιά φαίνεται να μας πλησιάζει στον Θεό τόσο πολύ ώστε να μας είναι δυνατόν να τον αγγίξουμε σαν αδελφό της ανθρωπότητός μας, να ακολουθήσουμε τα ίχνη του μετρώντας ακόμη και το μήκος τους, ακριβώς αυτό τελικώς μετεμορφώθη στην πιο τρομακτική προϋπόθεση για τον “θάνατο του Θεού”, από τον οποίο σημαδεύτηκε ανεπιστρεπτί η ροή της Ιστορίας και η ανθρώπινη σχέση με τον Θεό. Ο Θεός μάς πλησίασε τόσο πολύ ώστε μάς επέτρεψε να τον σκοτώσουμε, σταματώντας μ’ αυτόν τον τρόπο φαινομενικώς να είναι για μας αληθινά ο Θεός. [Τόν ξανασταυρώσαμε]
Εμείς οι σημερινοί άνθρωποι μένουμε άφωνοι σχεδόν απέναντι σ’ αυτήν την χριστιανική αποκάλυψη και αναρωτιόμαστε –ειδικώς όταν την αντιπαραθέτουμε στην θρησκευτικότητα της Ασίας– εάν τελικώς δεν θα ήταν για μας πολύ πιο εύκολο να πιστέψουμε στο αιώνιο που ήταν τυλιγμένο στο μυστήριο, σκεπτόμενοι προς Αυτόν, ποθώντας Αυτόν και ελπίζοντας σ’ Αυτόν. Αναρωτιόμαστε μήπως δεν θα ήταν ίσως πολύ καλύτερα αν ο Θεός μάς είχε αφήσει σε μια απόσταση σχεδόν άπειρη. Εάν στην πραγματικότητα δεν θα ήταν πολύ πιο άνετο, υπερβαίνοντας κάθε κοσμική πραγματικότητα να ερευνήσουμε μέσω ενός ήσυχου διαλογισμού το μυστήριο το απείρως άπιαστο, αντί να εγκαταλειπόμαστε στην θετικότητα της πίστεως σε μια μοναδική φιγούρα, τοποθετώντας την σωτηρία τού ανθρώπου και του κόσμου πάνω στην μύτη της βελόνας αυτού του μοναδικού σημείου σύμπτωσης. Αυτός ο Θεός, περιορισμένος σ’ ένα μοναδικό σημείο, δεν πρέπει ίσως να πεθάνει οριστικά μέσα στην εικόνα ενός κόσμου ο οποίος μειώνει και απαξιώνει τον άνθρωπο και την Ιστορία του σ’ ένα απειροστό κόκκο σκόνης μέσα στο σύμπαν, έτσι ώστε μόνον στην αθωότητα της παιδικότητός του ο άνθρωπος είχε κατορθώσει να υπολογίσει τον εαυτό του σαν το κέντρο του σύμπαντος; Αυτός ο ίδιος άνθρωπος όμως, εξερχόμενος από την παιδικότητα, δεν θα έπρεπε επιτέλους να αποκτήσει το θάρρος να ξυπνήσει εντελώς, ξεπλένοντας τα μάτια του και απελευθερωνόμενος από την τρομερή αυταπάτη, όσο όμορφη και να υπήρξε, να εισαχθεί χωρίς δισταγμούς σε κείνο το γιγαντιαίο σύνολο μέσα στο οποίο η δική μας ελάχιστη ζωή δεν είναι παρά ένα μικροσκοπικό κύτταρο, το οποίο θα έπρεπε να βρει ένα δικό της νόημα, αναγνωρίζοντας την ελαχιστότητά της;[Εάν η ύπαρξη ιών στό σύμπαν ταυτίζεται μέ τήν δική μας ζωή; Καλά νά πάθουμε]
Μόνον εκλεπτύνοντας τοιουτοτρόπως το πρόβλημα, και διακρίνοντας πως πίσω από το σκάνδαλο της αντιθέσεως “χθες-σήμερα” βρίσκεται το πολύ βαθύτερο θέμα του χριστιανικού “θετικισμού”, ο “περιορισμός” του Θεού σ’ ένα μοναδικό σημείο της Ιστορίας, μόνον έτσι φτάσαμε να συλλάβουμε σε όλο του το βάθος το πρόβλημα της χριστιανικής πίστεως και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται σήμερα. Δηλ. είμαστε ακόμη ικανοί να πιστέψουμε; Μάλιστα δε πρέπει να αναρωτηθούμε ακόμη πιο ριζικά: Μπορούμε ακόμη; Ή μήπως δεν έχουμε ακόμη και το χρέος να πάψουμε να ονειρευόμαστε για να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα;
Ο σημερινός χριστιανός πρέπει να θέσει αυτές τις ερωτήσεις. Δεν μπορεί πλέον να είναι ευχαριστημένος διαπιστώνοντας μόνον πως είναι δυνατόν τελικώς να βρεθεί ακόμη μια ερμηνεία του χριστιανισμού η οποία δεν θα πληγώνει κανέναν πλέον. Εάν για παράδειγμα ένας θεολόγος δήλωνε πως “ανάστασις νεκρών” σημαίνει μόνον πως πρέπει να αντιμετωπίζουμε κάθε μας μέρα σαν καινούρια, νέα, ασταμάτητα, πώς είναι το δύσκολο έργο να δώσουμε μορφή στο μέλλον, το σκάνδαλο θα μπορούσε να αποφευχθεί. Αλλά σε αυτήν την περίπτωση θα είμαστε πραγματικά τίμιοι; Ας το ομολογήσουμε λοιπόν με θάρρος: Ένας χριστιανισμός μειωμένος με τέτοιον τρόπο, σε μια κενή ερμηνεία δείχνει μια έλλειψη τιμιότητος προς τα ερωτήματα των μη-χριστιανών, των οποίων το “ίσως δεν είναι αλήθεια”, πρέπει να μας απασχολεί τόσο σοβαρά όσο εμείς επιθυμούμε να πολιορκεί αυτούς το χριστιανικό “ίσως είναι αλήθεια”.
Όταν προσπαθούμε να οικειοποιηθούμε, μ’ αυτόν τον τρόπο, τα ερωτήματα των άλλων, βλέποντας σ’ αυτά μια συνεχή αμφισβήτηση αυτής της ίδιας της ουσίας μας, τα οποία ερωτήματα δεν επιτρέπεται να συγκεντρώνουμε σε περισπούδαστες μελέτες, για να τις ξεχνούμε αμέσως μετά, θα έχουμε αμέσως και εμείς το δικαίωμα, να υψώσουμε ένα αντι-ερώτημα με την σειρά μας.
Όλοι μας σήμερα έχουμε σαν αναμφισβήτητη αρχή να θεωρούμε πραγματικό μόνον ότι είναι αποδείξιμο. Είναι όμως νόμιμο; Δεν πρέπει με τη σειρά μας να αναρωτηθούμε τί πραγματικά είναι το “πραγματικό”; Είναι μόνον αυτό που εξακριβώνεται και διαπιστώνεται ή μήπως η ίδια η πράξη τής εξακρίβωσης δεν είναι παρά μόνον ένας από τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να συμπεριφερθούμε απέναντι στην πραγματικότητα, ένας τρόπος ο οποίος δεν είναι εις θέσιν να συμπεριλάβει το όλον, που μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε μία πλαστή αλήθεια και σε μια πλαστή ουσία αυτού του ίδιου του ανθρώπου, μόλις την προσλάβουμε σαν την μοναδική και καθοριστική;
(Συνεχίζεται)
Σχόλιο: Θα μάθουμε με την ευκαιρία των αποσπασμάτων του κειμένου τις πηγές όλων των πρωτοπόρων “στοχαστών” οι οποίοι πλασσάρουν για δικά τους τα δάνεια.
Η πίστη αντιπροσώπευε από πάντοτε μια τομή, κάτι σαν ένα περιπετειώδες άνοιγμα, διότι εκφράζει σε κάθε εποχή την τόλμη της αποδοχής μιας αόρατης αξίας, την οποία πρέπει ακριβώς να αποδεχθούμε σαν καθαρώς βασική και πραγματική. Η πίστη δεν υπήρξε ποτέ μια αυθόρμητη προσαρμογή σε κάποια προδιάθεση της ανθρώπινης υπάρξεως. Υπήρξε πάντοτε μία απόφαση η οποία καλούσε σε μετοχή τον πιο βαθύ πυρήνα της υπάρξεως ο οποίος με την σειρά του ζητά από πάντοτε στον άνθρωπο μια αλλαγή, η οποία είναι δυνατόν να επιτευχθεί με την σειρά της μόνον μέσω μια ξεκάθαρης αποφάσεως.
Στο μεγάλο κενό που υπάρχει εξαρχής ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο έρχεται να προστεθεί για μας σήμερα και να χειροτερέψει τα πράγματα της πίστεως το κενό που υπάρχει ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα. Η πίστη μας παρουσιάζεται με το ένδυμα του παρελθόντος, και μάλιστα φαίνεται να ενσαρκώνει το παρελθόν εξολοκλήρου, την μορφή της ζωής και της υπάρξεως που ήταν τυπικά σε κείνο το μακρινό παρελθόν. Όλοι οι εκμοντερνισμοί, είτε ονομάζονται απομυθοποιήσεις ακαδημαϊκο-διανοητικές ή εκσυγχρονισμοί πραγματικο-εκκλησιαστικοί, δεν αλλάζουν καθόλου αυτήν την κατάσταση των πραγμάτων, αντιθέτως, όλες οι προσπάθειες που γίνονται σε αυτήν την κατεύθυνση μεγενθύνουν ακόμη περισσότερο την υποψία πως πλασσάρεται κάτι που στην πραγματικότητα είναι το παρελθόν.
Όλες αυτές οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού μας δίνουν να καταλάβουμε, από μόνες τους, μέχρι ποίου σημείου αυτό στο οποίο εμπλεκόμεθα είναι “χθεσινό”. Η πίστη δεν φαίνεται να είναι πλέον μόνον το θαρραλέο άλμα που προκαλεί την γενναιοδωρία του ανθρώπου να τιναχτεί από το φαινομενικό όλον του ορατού μας κόσμου, στο φαινομενικό τίποτα του αόρατου και του ασύλληπτου• νομίζουμε αντιθέτως ότι είναι μια άγκυρα για όλους μας, η απαίτηση να συντονιστούμε σήμερα με την τοποθέτηση του χθες, ανακηρύσσοντάς την σαν μια αιώνια αξία. Όμως ποιος επιθυμεί ένα τέτοιο πράγμα, σε μια εποχή στην οποία, στην θέση της «παραδοσιακής» σκέψεως, εισήλθε η ιδέα της “προόδου”;
Εδώ ακριβώς βρισκόμαστε στην σπουδαιότερη καμπή της σημερινής μας καταστάσεως. Για την νοοτροπία του παρελθόντος η έννοια της «παραδόσεως» αποτελούσε ένα αποτελεσματικό πρόγραμμα∙ εμφανίζετο σαν μια δυνατή δομή προστασίας, στην οποία ο άνθρωπος μπορούσε να αφεθεί με εμπιστοσύνη. Μπορούσε να πιστέψει με βεβαιότητα, μόλις αναφερόταν στην παράδοση. Σήμερα αντιθέτως κυριαρχεί το αντίθετο συναίσθημα: η παράδοση εμφανίζεται σαν αυτό που έχει ξεπεραστεί, ξεπερασμένη από τα γεγονότα, ενώ η πρόοδος είναι σαν την αυθεντική υπόσχεση έμφυτη στο Είναι, έτσι ώστε ο άνθρωπος να μην αισθάνεται πλέον σπίτι του μέσα στο πλαίσιο της παραδόσεως, του παρελθόντος, αλλά μόνο στην κορυφή της προόδου και του μέλλοντος. Γι’ αυτούς τους λόγους μια πίστη που συναντά τον σημερινό άνθρωπο με την ετικέτα της “παραδόσεως”, μοιάζει σαν κάτι ξεπερασμένο, το οποίο δεν μπορεί να συστήσει τον τόπο της υπάρξεώς του, διότι αναγνώρισε πλέον στο μέλλον το υποχρεωτικό πεδίο των σχεδίων του και των προοπτικών του. Όλο αυτό καταλήγει λογικώς πια πως το πρωτογενές σκάνδαλο της πίστεως, δηλ. η διαφορά και η απόσταση ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο, εισέρχεται στην σκιά και σκεπάζεται από το δευτερεύων σκάνδαλο της οξείας αντιθέσεως ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, από την αντίθεση δηλαδή ανάμεσα στην παράδοση και την πρόοδο, από τον αναγκαστικό εγκλωβισμό στο παρελθόν που φαίνεται να απαιτεί η πίστη.
Και όμως και ο διανοητισμός τής απομυθοποιήσεως και ο πραγματισμός της “ενημέρωσης” πείθουν τελικώς αλλά δεν κατορθώνουν να σβήσουν την αξεπέραστη θετικότητα του χριστιανού. Διότι η χριστιανική πίστη δεν αφορά μόνον την αιωνιότητα, η οποία θα την έδιωχνε τελείως από τον κόσμο και τον ανθρώπινο χρόνο, καθότι είναι τελείως άλλο (η αιωνιότης). Η χριστιανική μας πίστη αντιθέτως έχει σχέση με τον Θεό στην Ιστορία, με τον Θεό που έγινε άνθρωπος. Την ίδια στιγμή κατά την οποία μοιάζει να γεφυρώνει την απόσταση ανάμεσα στο αιώνιο και το χρονικό, ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο, επιτρέποντας μας να συναντήσουμε τον Θεό ντυμένο σαν άνθρωπο, το αιώνιο κάτω από την όψη αυτού που είναι δεμένος στον χρόνο, σαν έναν από εμάς, γνωρίζει ότι είναι αποκάλυψη. Η απαίτηση να είναι μια αποκάλυψη βασίζεται στο γεγονός πως εισήγαγε το αιώνιο στον κόσμο μας(;;;). «Θεόν ουδείς εώρακεν πώποτε, ο μονογενής υιός… εξηγήσατο (Ιωαν, 1, 18)». Έγινε για μας η εξήγηση του Θεού, όπως μας λέει και το ελληνικό κείμενο. Αλλά ας μείνουμε στην συνηθισμένη σημασία της λέξεως: το πρωτότυπο μας επιτρέπει να το λάβουμε κυριολεκτικά κατά γράμμα. Ο Ιησούς απο-κάλυψε στ’ αλήθεια τον Θεό, κάνοντάς τον να εξέλθει από τον εαυτό του ή ακόμη –όπως μας περιγράφει ακόμη πιο δραστικά η πρώτη επιστολή του Ιωάννη– προσφέροντάς μας τον να τον βλέπουμε με τα μάτια μας, να τον αγγίζουμε με τα χέρια μας, έτσι ώστε Εκείνος τον οποίο δεν είχε δει κανείς αφήνεται τώρα να αγγίζεται ιστορικά από εμάς (1 Ιωαν. 1, 1-3).
Με την πρώτη ματιά φαίνεται να είναι το μέγιστο της αποκαλύψεως, της φανερώσεως του Θεού. Το άλμα που οδηγούσε μέχρι εκείνη την στιγμή στο άπειρο, φαίνεται να’ χει τώρα ελαχιστοποιηθεί στην τάξη των δυνατών μεγεθών του ανθρώπου. Θα μας αρκούσε, θα μπορούσαμε να πούμε, να κάνουμε τέσσερα βήματα προς εκείνον τον Άνθρωπο που ήλθε στον κόσμο στην Παλαιστίνη, για να συναντήσουμε τον Ίδιο τον Θεό. Τα πράγματα όμως δείχνουν σ’ αυτό το σημείο μια παράξενη ιδιαιτερότητα! Αυτό που με μια πρώτη ματιά φαίνεται να μας πλησιάζει στον Θεό τόσο πολύ ώστε να μας είναι δυνατόν να τον αγγίξουμε σαν αδελφό της ανθρωπότητός μας, να ακολουθήσουμε τα ίχνη του μετρώντας ακόμη και το μήκος τους, ακριβώς αυτό τελικώς μετεμορφώθη στην πιο τρομακτική προϋπόθεση για τον “θάνατο του Θεού”, από τον οποίο σημαδεύτηκε ανεπιστρεπτί η ροή της Ιστορίας και η ανθρώπινη σχέση με τον Θεό. Ο Θεός μάς πλησίασε τόσο πολύ ώστε μάς επέτρεψε να τον σκοτώσουμε, σταματώντας μ’ αυτόν τον τρόπο φαινομενικώς να είναι για μας αληθινά ο Θεός. [Τόν ξανασταυρώσαμε]
Εμείς οι σημερινοί άνθρωποι μένουμε άφωνοι σχεδόν απέναντι σ’ αυτήν την χριστιανική αποκάλυψη και αναρωτιόμαστε –ειδικώς όταν την αντιπαραθέτουμε στην θρησκευτικότητα της Ασίας– εάν τελικώς δεν θα ήταν για μας πολύ πιο εύκολο να πιστέψουμε στο αιώνιο που ήταν τυλιγμένο στο μυστήριο, σκεπτόμενοι προς Αυτόν, ποθώντας Αυτόν και ελπίζοντας σ’ Αυτόν. Αναρωτιόμαστε μήπως δεν θα ήταν ίσως πολύ καλύτερα αν ο Θεός μάς είχε αφήσει σε μια απόσταση σχεδόν άπειρη. Εάν στην πραγματικότητα δεν θα ήταν πολύ πιο άνετο, υπερβαίνοντας κάθε κοσμική πραγματικότητα να ερευνήσουμε μέσω ενός ήσυχου διαλογισμού το μυστήριο το απείρως άπιαστο, αντί να εγκαταλειπόμαστε στην θετικότητα της πίστεως σε μια μοναδική φιγούρα, τοποθετώντας την σωτηρία τού ανθρώπου και του κόσμου πάνω στην μύτη της βελόνας αυτού του μοναδικού σημείου σύμπτωσης. Αυτός ο Θεός, περιορισμένος σ’ ένα μοναδικό σημείο, δεν πρέπει ίσως να πεθάνει οριστικά μέσα στην εικόνα ενός κόσμου ο οποίος μειώνει και απαξιώνει τον άνθρωπο και την Ιστορία του σ’ ένα απειροστό κόκκο σκόνης μέσα στο σύμπαν, έτσι ώστε μόνον στην αθωότητα της παιδικότητός του ο άνθρωπος είχε κατορθώσει να υπολογίσει τον εαυτό του σαν το κέντρο του σύμπαντος; Αυτός ο ίδιος άνθρωπος όμως, εξερχόμενος από την παιδικότητα, δεν θα έπρεπε επιτέλους να αποκτήσει το θάρρος να ξυπνήσει εντελώς, ξεπλένοντας τα μάτια του και απελευθερωνόμενος από την τρομερή αυταπάτη, όσο όμορφη και να υπήρξε, να εισαχθεί χωρίς δισταγμούς σε κείνο το γιγαντιαίο σύνολο μέσα στο οποίο η δική μας ελάχιστη ζωή δεν είναι παρά ένα μικροσκοπικό κύτταρο, το οποίο θα έπρεπε να βρει ένα δικό της νόημα, αναγνωρίζοντας την ελαχιστότητά της;[Εάν η ύπαρξη ιών στό σύμπαν ταυτίζεται μέ τήν δική μας ζωή; Καλά νά πάθουμε]
Μόνον εκλεπτύνοντας τοιουτοτρόπως το πρόβλημα, και διακρίνοντας πως πίσω από το σκάνδαλο της αντιθέσεως “χθες-σήμερα” βρίσκεται το πολύ βαθύτερο θέμα του χριστιανικού “θετικισμού”, ο “περιορισμός” του Θεού σ’ ένα μοναδικό σημείο της Ιστορίας, μόνον έτσι φτάσαμε να συλλάβουμε σε όλο του το βάθος το πρόβλημα της χριστιανικής πίστεως και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται σήμερα. Δηλ. είμαστε ακόμη ικανοί να πιστέψουμε; Μάλιστα δε πρέπει να αναρωτηθούμε ακόμη πιο ριζικά: Μπορούμε ακόμη; Ή μήπως δεν έχουμε ακόμη και το χρέος να πάψουμε να ονειρευόμαστε για να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα;
Ο σημερινός χριστιανός πρέπει να θέσει αυτές τις ερωτήσεις. Δεν μπορεί πλέον να είναι ευχαριστημένος διαπιστώνοντας μόνον πως είναι δυνατόν τελικώς να βρεθεί ακόμη μια ερμηνεία του χριστιανισμού η οποία δεν θα πληγώνει κανέναν πλέον. Εάν για παράδειγμα ένας θεολόγος δήλωνε πως “ανάστασις νεκρών” σημαίνει μόνον πως πρέπει να αντιμετωπίζουμε κάθε μας μέρα σαν καινούρια, νέα, ασταμάτητα, πώς είναι το δύσκολο έργο να δώσουμε μορφή στο μέλλον, το σκάνδαλο θα μπορούσε να αποφευχθεί. Αλλά σε αυτήν την περίπτωση θα είμαστε πραγματικά τίμιοι; Ας το ομολογήσουμε λοιπόν με θάρρος: Ένας χριστιανισμός μειωμένος με τέτοιον τρόπο, σε μια κενή ερμηνεία δείχνει μια έλλειψη τιμιότητος προς τα ερωτήματα των μη-χριστιανών, των οποίων το “ίσως δεν είναι αλήθεια”, πρέπει να μας απασχολεί τόσο σοβαρά όσο εμείς επιθυμούμε να πολιορκεί αυτούς το χριστιανικό “ίσως είναι αλήθεια”.
Όταν προσπαθούμε να οικειοποιηθούμε, μ’ αυτόν τον τρόπο, τα ερωτήματα των άλλων, βλέποντας σ’ αυτά μια συνεχή αμφισβήτηση αυτής της ίδιας της ουσίας μας, τα οποία ερωτήματα δεν επιτρέπεται να συγκεντρώνουμε σε περισπούδαστες μελέτες, για να τις ξεχνούμε αμέσως μετά, θα έχουμε αμέσως και εμείς το δικαίωμα, να υψώσουμε ένα αντι-ερώτημα με την σειρά μας.
Όλοι μας σήμερα έχουμε σαν αναμφισβήτητη αρχή να θεωρούμε πραγματικό μόνον ότι είναι αποδείξιμο. Είναι όμως νόμιμο; Δεν πρέπει με τη σειρά μας να αναρωτηθούμε τί πραγματικά είναι το “πραγματικό”; Είναι μόνον αυτό που εξακριβώνεται και διαπιστώνεται ή μήπως η ίδια η πράξη τής εξακρίβωσης δεν είναι παρά μόνον ένας από τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να συμπεριφερθούμε απέναντι στην πραγματικότητα, ένας τρόπος ο οποίος δεν είναι εις θέσιν να συμπεριλάβει το όλον, που μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε μία πλαστή αλήθεια και σε μια πλαστή ουσία αυτού του ίδιου του ανθρώπου, μόλις την προσλάβουμε σαν την μοναδική και καθοριστική;
(Συνεχίζεται)
Σχόλιο: Θα μάθουμε με την ευκαιρία των αποσπασμάτων του κειμένου τις πηγές όλων των πρωτοπόρων “στοχαστών” οι οποίοι πλασσάρουν για δικά τους τα δάνεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου