ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
Pierre Hadot
Συνέχεια από Παρασκευή, 8Ιουνίου 2018
Η ΟΡΦΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ. ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ, ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
18. Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΚΑΙ Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΩΝ
ΜΟΡΦΩΝ
1. Οι τρεις τρόποι προσέγγισης τής
πραγματικότητας
Η
προσέγγιση τού προβλήματος διερεύνησης των «μυστικών της φύσεως», μας οδήγησε
μέχρι στιγμής στην καταγραφή δύο ειδών συμπεριφοράς απέναντι στη φύση: της
προμηθεϊκής και της ορφικής. Προεκτείνοντας αυτή τη διάκριση, αλλά αποφεύγοντας
αυτή τη φορά να χρησιμοποιήσουμε μυθικούς όρους, μπορούμε να αντιπαραθέσουμε
δύο διαφορετικές διαδικασίες προσέγγισης της φύσης. Η πρώτη είναι αυτή που
επιλέγει επιστημονικές και τεχνικές μεθόδους, η δεύτερη μεθόδους που
τοποθετούνται κυρίως στο πεδίο της αισθητικής αντίληψης, στον βαθμό που η τέχνη
θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας τρόπος γνωριμίας με τη φύση. Τελικά όμως, και
σε ό,τι αφορά στη δική μας ανθρώπινη εμπειρία, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε
τρεις διαφορετικούς τρόπους συσχετισμού με τη φύση. Κατ’ αρχήν τον τρόπο της καθημερινής
αντίληψης, που καθορίζεται από τις συνήθειές μας και τον προσανατολισμό των
συμφερόντων μας. Την προσκόλλησή μας σε ό,τι μας είναι χρήσιμο. Συνήθως
αγνοούμε τα ουράνια φαινόμενα. Η θάλασσα και η εξοχή, αν είμαστε κάτοικοι
της πόλης, αποτελούν ευκαιρίες για χαλάρωση και ανάπαυση, ενώ αν είμαστε
ναυτικοί ή χωρικοί, σαν μέσα επιβίωσης. Στον κόσμο αυτό της καθημερινής τριβής
αντιπαρατίθεται ο κόσμος της επιστημονικής γνώσης, στον οποίον για παράδειγμα η
Γη είναι ένας πλανήτης που κινείται γύρω από τον Ήλιο. Η κοπερνίκεια αυτή
επανάσταση μεταμόρφωσε τις θεωρητικές αντιλήψεις των επιστημόνων και των
φιλοσόφων, αλλά δεν άλλαξε τίποτε ως προς τη ζώσα εμπειρία τους. Ο Εντμοντ
Χούσερλ και ακολούθως ο Μωρίς Μερλώ-Ποντύ απέδειξαν ότι δεν υφίσταται κοπερνίκεια
επανάσταση στη ζωντανή εμπειρία μας, διότι στην καθημερινότητά μας η Γη είναι
αυτή που παραμένει ακίνητη, έτσι που ο άνθρωπος, στο ψυχολογικό επίπεδο, να
διατηρεί πάντοτε αυτού τού είδους τη σχέση με τη γη.
Αλλά στον κόσμο τής καθημερινότητας δεν αντιπαρατίθεται μόνον ο κόσμος
της επιστημονικής γνώσης, αλλά επίσης και ο κόσμος τής αισθητικής αντίληψης.
«Ατενίζοντας το σύμπαν με τα μάτια τού καλλιτέχνη», έλεγε ο Μπεργκσόν. Τούτο
σημαίνει ότι δεν αντιμετωπίζουμε πλέον τα πράγματα από τη χρησιμοθηρική τους
σκοπιά, επιλέγοντας αποκλειστικά αυτό που εξυπηρετεί ο χειρισμός τους, γεγονός
που μας καθιστούσε ανίκανους να τα δούμε όπως εμφανίζονται, δηλαδή την
πραγματικότητα και την ενότητα μέσα από τις οποίες αναδύονται. «Γιατί
τεμαχίζουμε τον κόσμο;» διερωτάται ο Σεζάν. «Μήπως από καθαρό εγωισμό; Θέλουμε
να είμαστε τών πάντων κυρίαρχοι». Αντιθέτως οι καλλιτέχνες, λέει ο Μπεργκσόν,
όταν κοιτάζουν ένα πράγμα «το βλέπουν από τη δική του σκοπιά και όχι από τη
δική τους». «Δεν συλλαμβάνουν πλέον απλώς για να δράσουν· συλλαμβάνουν για να
συλλάβουν – για το τίποτε, ή απλώς για την τέρψη». Και ο Μπεργκσόν καταλήγει
λέγοντας ότι και η ίδια η φιλοσοφία θα έπρεπε να μας οδηγεί στην πλήρη
μεταστροφή τού τρόπου που συλλαμβάνουμε τον κόσμο.
Προσφέροντας έτσι το προβάδισμα στην
αισθητική σύλληψη ως πρότυπο τής φιλοσοφικής σύλληψης, ο Μπεργκσόν τοποθετείται
στον απόηχο μιας χιλιόχρονης παράδοσης. Και πραγματικά, από την Αρχαιότητα
υπήρχε ήδη η συνείδηση τού ότι η αντίληψη με γνώμονα τη συνήθεια και το
συμφέρον είναι υποδεέστερη. Για να ξαναβρούμε την καθαρή αντίληψη που είναι η
αισθητική σύλληψη του κόσμου, λέει ο Λουκρήτιος, θα πρέπει να τον κοιτάξουμε
σαν να τον βλέπουμε για πρώτη φορά:
«Και
ας ξεκινήσουμε παρατηρώντας τη διαύγεια και την καθαρότητα του ουρανού, καθώς
και όλα όσα περιλαμβάνονται σ’ αυτόν: τους περιπλανώμενους αστέρες, τη σελήνη,
τον ήλιο και το απαράμιλλα εκθαμβωτικό φως του: αν όλα αυτά τα αντικείμενα εμφανίζονταν σήμερα για πρώτη φορά στα μάτια
των θνητών, τόσο ξαφνικά και τόσο απροσδόκητα, τί το πιο αξιοθαύμαστο θα
μπορούσαμε να περιγράψουμε από αυτό το θέαμα, του οποίου η ανθρώπινη φαντασία
δεν θα τολμούσε ποτέ να συλλάβει την ύπαρξη; Τίποτε, κατά τη γνώμη μου
διαφορετικό από αυτό το τόσο θαυμάσιο θέαμα. Δες όμως τί συμβαίνει τώρα:
είμαστε τόσο κουρασμένοι και αδιάφοροι, ώστε κανείς πλέον δεν υψώνει το βλέμμα
του προς τους φωτεινούς ουράνιους ορίζοντες».
Και απηχώντας το ίδιο πνεύμα ο Σενέκας
γράφει:
«Προσωπικά
συνηθίζω να αφιερώνω πολύ χρόνο στην ενατένιση της σοφίας: την παρατηρώ με την
ίδια κατάπληξη με την οποία σε άλλες στιγμές βλέπω τον κόσμο, τον κόσμο αυτόν
που αρκετές φορές μου συμβαίνει να παρατηρώ σαν να τον βλέπω για πρώτη φορά».
Να δούμε τα πράγματα για πρώτη φορά σημαίνει να απαλλάξουμε το βλέμμα
από όλα όσα κρύβουν τη γυμνότητα της φύσης, να απελευθερωθούμε από όλες τις
χρηστικές αντιλήψεις με τις οποίες την καλύπτουμε, σημαίνει να τη συλλάβουμε με
απλότητα και ανιδιοτέλεια, συμπεριφορά ιδιαίτερα δύσκολη, που απαιτεί να απαγκιστρωθούμε από τις
συνήθειες και από τον εγωισμό μας. Ο Σενέκας δικαίως διαπιστώνει ότι μας
εκπλήσσουν μόνο σπάνια φαινόμενα, και ότι αδιαφορούμε για τα φαντασμαγορικά
θεάματα, αν και τα βλέπουμε καθημερινά.
Μόλις
τον 18ον αιώνα γίνεται αισθητή η αντίληψη ότι θα πρέπει στην
αυξανόμενη μηχανοποίηση να αντιπαρατεθεί μια αισθητική προσέγγιση της φύσης.
Στο βιβλίο του με τίτλο Κόσμος, ο
μέγας επιστήμων και εξερευνητής Αλεξάντερ φον Χούμπολντ επικαλείται την
ανησυχία που γεννά στην εποχή του η απειλή που αντιπροσώπευε η εξέλιξη της
επιστημονικής γνώσης, κατά τής πηγαίας απόλαυσης που μας προσφέρει η φύση. Ήδη
από το 1750, με το έργο του Αισθητική,
ο Αλεξάντερ Μπαουμγκάρτεν υποστηρίζει ότι δίπλα σε μια «λογική αλήθεια» υπάρχει
επίσης θέση για μιαν «αισθητική αλήθεια», και αντιπαραθέτει την έκλειψη , όπως αυτή περιγράφεται από τούς
αστρονόμους και τους μαθηματικούς, στην έκλειψη όπως την περιγράφει με το
συναίσθημά του ο βοσκός στην αγαπημένη του. Το 1790, στην Κριτική τής ικανότητας του κρίνειν, ο Καντ ορίζει με ακρίβεια τη
διαφορά ανάμεσα στις δύο προσεγγίσεις της φύσεως, την επιστημονική και την
αισθητική. Για να συλλάβουμε το μεγαλείο τού ωκεανού δεν χρειάζεται να τον
παρατηρήσουμε με τα κριτήρια του γεωγράφου ή του μετεωρολόγου, αλλά «θα πρέπει
να προσεγγίσουμε τον ωκεανό, όπως κάνουν οι ποιητές, αποκλειστικά με ό,τι
προσφέρει στο βλέμμα μας, όταν τον ατενίζουμε, είτε γαλήνιο, σαν έναν καθαρό
υδάτινο καθρέφτη, που εκτείνεται ως τον ορίζοντα, είτε ταραγμένο, σαν μιαν άβυσσο
που απειλεί να καταβροχθίσει τα πάντα». Αυτή η συναισθηματική και επομένως
υποκειμενική όψη της αισθητικής αντίληψης είναι πολύ σημαντική: πρόκειται για
την απόλαυση, για το θαυμασμό που προκαλεί το κάλλος, αλλά επίσης για τον τρόμο
που προκαλεί το μεγαλείο. Δεν πρόκειται εξ άλλου για συναισθήματα που
συνδέονται με τις καθημερινές ασχολίες μας, αλλά για συναισθήματα ανιδιοτελή,
που γεννά η ενατένιση της φύσης.
Το χαρακτηριστικό της ανιδιοτέλειας των
συναισθημάτων είναι επίσης πολύ σημαντικό. Ο Καντ υποστήριζε ότι «το άμεσο
ενδιαφέρον για την ομορφιά της φύσης […] είναι πάντοτε σημείο μιας αγαθής
ψυχής». Για τον Καντ «άμεσο ενδιαφέρον» σημαίνει την ικανοποίηση που προσφέρει
η ύπαρξη του φυσικού κάλλους, η ομορφιά καθαυτή, χωρίς εγωικές παρεμβάσεις :
«Εκείνος
που μέσα στη μοναξιά (και χωρίς την πρόθεση να μεταφέρει και σε άλλους τις
εμπειρίες του) παρατηρεί το κάλλος της μορφής ενός άνθους του αγρού, ενός
πουλιού, ενός εντόμου κ.τ.λ. με θαυμασμό και αγάπη […], αυτός εκδηλώνει ένα
άμεσο ενδιαφέρον για το κάλλος τής φύσης».
Σχηματίζεται έτσι ένας βαθύς δεσμός ανάμεσα στην αισθητική και την ηθική προσέγγιση: η
πρώτη καθοδηγείται από το ενδιαφέρον για το κάλλος και η δεύτερη από το
ενδιαφέρον για το αγαθό. Ο Αλεξάντερ Μπάουμγκαρτεν είχε εξ άλλου προτείνει σ’
εκείνους που επιθυμούσαν να αποκτήσουν αισθητική παιδεία να ασκηθούν, μια
«ασκητική» που θέτει σε αρμονία τις δυνάμεις του πνεύματος με τις δυνάμεις τών
αισθήσεων.
Την ίδιαν αντίληψη υιοθετεί και ο Σοπενχάουερ, περιγράφοντας αυτό που συμβαίνει
με την ανιδιοτελή ενατένιση· όταν ένας
άνθρωπος απαλλάσσεται από την αρχή τής λογικής, από τις επιθυμίες και τα
συμφέροντά του, αποσυντίθεται για να απορροφηθεί από το αντικείμενο,
μεταμορφώνεται σε «καθαρό υποκείμενο» και απελευθερώνεται από τον χρόνο, διότι,
επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Σπινόζα στη γλώσσα του Σοπενχάουερ, το πνεύμα
καθίσταται αιώνιο στον βαθμό που συλλαμβάνει τα πράγματα sub specie
aeternitatis, στην προοπτική της αιωνιότητας.
Για τον Γκαίτε η πρόσβαση στην εμπειρία
της φύσης κατακτάται με την αισθητική αντίληψη. Στο έργο του Βίλχελμ Μάιστερ, ο ήρωάς του
περιπλανιέται στις όχθες της λίμνης Majeur με τη συντροφιά ενός ζωγράφου που του
αποκαλύπτει τη μαγεία της τέχνης:
«Η
φύση δεν είχε προικίσει καθόλου τον φίλο μας με το βλέμμα τού ζωγράφου. Έχοντας
ως τότε γνωρίσει το αισθητικό κάλλος μέσα από την ανθρώπινη μορφή, ανακάλυψε
ξαφνικά, χάρη σε έναν εξίσου ευαίσθητο φίλο, αλλά με εντελώς διαφορετικές ασχολίες
και εμπειρίες απολαύσεων, ότι αυτός που του αποκαλύπτονταν ήταν ο ίδιος ο
κόσμος. […] Συνδέθηκε στενά με τον καινούργιο του φίλο, και καθώς ήταν
ευσυγκίνητος, έμαθε να βλέπει τον κόσμο με τα μάτια του καλλιτέχνη, και ενώ η
φύση έφερνε στην επιφάνεια το μυστήριο του κάλλους της, ένοιωθε μιαν
ακατανίκητη έλξη προς την τέχνη, που είναι ο πιστότερος εκφραστής της».
Για τον Γκαίτε η τέχνη είναι πράγματι ο
καλύτερος εκφραστής τής φύσεως. Σε αντίθεση με την επιστήμη, η τέχνη δεν
αποκαλύπτει πίσω από τα φαινόμενα νόμους, εξισώσεις και κρυφές δομές, αλλά
αντιθέτως διδάσκει πώς να βλέπουμε τα φαινόμενα, την ίδια την παρουσία τους,
αυτό που αναδύεται, αυτό που είναι άμεσα ορατό και δεν μπορούμε να το
διακρίνουμε· μας μαθαίνει ότι το πιο μυστηριώδες και κρυφό είναι αυτό ακριβώς
που έρχεται στην επιφάνεια, το ορατό, ακριβέστερα η κίνηση με την οποία η φύση
καθίσταται ορατή. Ο Γκαίτε ονειρεύτηκε μιαν επαφή με τη φύση απαλλαγμένη από
λόγια, μια καθαρή σύλληψη ή μια δημιουργία μορφών. Έτσι η ανθρώπινη τέχνη θα
μπορούσε να επικοινωνήσει σιωπηρά με την αυθόρμητη τέχνη της φύσης:
«Να
μπορεί να θεάται κανείς, όλη μέρα, το μεγαλείο του κόσμου, και να είναι σε θέση
να το αποτυπώσει, όπως ξαφνικά αποκαλύπτεται, μέσα από το ταλέντο του [=τη
ζωγραφική]. Τί μεγάλη απόλαυση να μπορεί να πλησιάσει κανείς το ανέκφραστο,
μέσα από το σχέδιο και το χρώμα !».
2. Γενικευμένη αισθητική
Σε
ένα σύντομο κείμενο με τίτλο Γενικευμένη
αισθητική, που κυκλοφόρησε πριν από 40 χρόνια, ο Roger Caillois
σκιαγραφούσε τη φιλοσοφία της σύγχρονης τέχνης, και κυρίως
στην ακατέργαστη μορφή της, σε συνδυασμό με τη φιλοσοφία της φύσης. Υποστήριζε
ότι η φύση και μόνον αυτή είναι δημιουργός του κάλλους της τέχνης και ότι οι
φυσικές δομές που δημιουργούν το αισθητικό περιβάλλον, δηλαδή το έργο τέχνης,
είναι αυτές που προσφέρουν τη δυνατότητα αξιολόγησης αυτού του περιβάλλοντος,
δηλαδή την αισθητική απόλαυση. Κατά τη γνώμη του, η τέχνη υπακούει στον
οργανικό νόμο της φύσης, που εκφράζει την έμφυτη τέχνη των μορφών: «Οι μορφές
που συνοδεύουν τη ζωή μας δεν είναι δημιούργημα κανενός. Μοιάζουν να έχουν τον
δικός τους σχεδιαστή. […] Ο δημιουργός ταυτίζεται με το έργο». Οι φυσικές
δημιουργίες είναι καλλιτεχνικές και οι καλλιτεχνικές δημιουργίες φυσικές: «Η
τέχνη συνιστά μιαν ιδιαίτερη εκδήλωση της φύσης, αυτή που αναδύεται όταν η
αισθητική διαδικασία προσλάβει τη συμπληρωματική επιταγή του σχεδίου και της
εφαρμογής του».
Από το δοκίμιο αυτό, που μπορεί να οδηγήσει σε πολλές εκτιμήσεις, θα
επιλέξω ένα μονάχα συμπέρασμα: είναι φρόνιμο ο άνθρωπος να θυμάται πάντοτε, ότι
και ο ίδιος είναι ένα φυσικό ον και ότι η φύση, όπως εκδηλώνεται, υιοθετεί
συχνά διαδικασίες που μοιάζουν να είναι καθαυτό καλλιτεχνικές, και ότι επομένως
υπάρχει μια σθεναρή σχέση συνέχειας ανάμεσα στη φύση και την τέχνη. Η αυθόρμητη
τέχνη τής φύσης αναδύεται για παράδειγμα στην «ζωγραφική» των φτερών τής
πεταλούδας, ή στον επιδεικτικό πλούτο των λουλουδιών και του φτερώματος των
πουλιών – που δεν έχει ασφαλώς ως μοναδικό στόχο την εξασφάλιση της επιβίωσής
τους –, ο οποίος μας δίνει την εντύπωση, από ανθρωπομορφική σκοπιά ασφαλώς, ότι
επιδιώκει την επίδειξη. Ο Σοπενχάουερ δίνει έμφαση σ’ αυτήν την ανθρωπομορφική
αντιμετώπιση «που συγγενεύει με την ονειροπόληση», όπως λέει, αλλά μας
προϊδεάζει για τη στενή σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην τέχνη και τη φύση. Αναφερόμενος
για παράδειγμα στο άρωμα και τα χρώματα των λουλουδιών παρατηρεί ότι «είναι
πραγματικά παράξενο με πόσην επιμονή, ιδιαίτερα ο κόσμος των φυτών διεκδικεί,
και κατά κάποιον τρόπο απαιτεί την προσοχή μας». «Η εντύπωση αυτή μπορεί να
γίνει αντιληπτή ή να διαπιστωθεί μόνο μέσα από μια πολύ στενή και επίμονη
ενατένιση της φύσης», προσθέτει. Και αισθάνεται ευτυχής όταν την ανακαλύπτει
στον άγιο Αυγουστίνο που λέει ότι, επειδή τα φυτά δεν έχουν τη δυνατότητα να
γνωρίζουν, μοιάζουν να επιδιώκουν να αναγνωριστούν.
Ο
Eugen Fink συνοψίζει τη σκέψη του Νίτσε λέγοντας πως «η ανθρώπινη τέχνη είναι
καθαυτή ένα κοσμικό γεγονός». Αυτή ήταν πραγματικά και η μεγάλη έμπνευση του
Νίτσε ήδη από το πρώτο του έργο Η γέννηση
της τραγωδίας, στο οποίο αναφέρεται στα αισθητικά ένστικτα της φύσης: και
αυτή η αντίληψη θα τον συνοδέψει σε ολόκληρη τη ζωή του. Ο κόσμος είναι
ολόκληρος μια τέχνη. Είναι η καθαυτό γένεση του έργου της τέχνης. Διότι, κατά
την άποψή του, οποιαδήποτε δημιουργία μορφών είναι τέχνη. Η φύση φιλοτεχνεί ένα
ολόκληρο σύμπαν από μορφές, παραθέτει μια μνημειώδη ποικιλία χρωμάτων,
ξεδιπλώνει στον χώρο μιαν ολόκληρη κλίμακα ήχων. Η ανθρώπινη τέχνη αποτελεί το
εγγενές τμήμα αυτού τού φαντασμαγορικού σύμπαντος, και – όπως επαναλαμβάνει
συχνά ο Νίτσε – αυτή τη φαντασμαγορία θα πρέπει να «λατρέψουμε».
Σο κεφάλαιο με τίτλο «Οι διαφορετικοί δρόμοι μελέτης της φύσης» του
βιβλίου του Θεωρία της σύγχρονης τέχνης,
ο Πώλ Κλέε γράφει: «Για τον καλλιτέχνη ο διάλογος με τη φύση είναι εκ των ων ουκ άνευ. Ο καλλιτέχνης είναι
άνθρωπος· είναι και ο ίδιος φύση, μέρος της φύσης μέσα στο πνεύμα της φύσης
[…], ύπαρξη πάνω στη γη και ύπαρξη μέσα στο σύμπαν: ύπαρξη πάνω σε ένα άστρο
ανάμεσα στα άστρα». Την ίδια αντίληψη ξαναβρίσκουμε στον Πωλ Κλωντέλ: «Τα έργα
μας και τα εργαλεία τους δεν διαφέρουν από αυτά της φύσης».
Αν δεχτούμε ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στις μορφές που δημιουργεί η Φύση
και τις μορφές που δημιουργεί η ανθρώπινη φαντασία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι
η εφεύρεση του μύθου αποτελεί προέκταση αυτής της θεμελιώδους χειρονομίας της
φύσης που παράγει μορφές. Και αν αυτή η ιδέα φαίνεται παράτολμη, ο Πωλ Βαλερύ
πάντως την είχε συλλάβει σε κάποια στιγμή της ζωής του: «Μήπως όταν ονειροπολώ
και βυθίζομαι στην έμπνευση δεν γίνομαι
ο ίδιος […] η φύση; Μήπως και η φύση με τον τρόπο της δεν ακολουθεί τον ίδιο
δρόμο στα παιχνίδια της, όταν σπαταλάει, μεταμορφώνει, καταστρέφει,
εγκαταλείπει και ξαναβρίσκει τόσες εκδοχές και όψεις τής ζωής ανάμεσα σε
αναλαμπές και στοιχεία που συνθέτουν και συγχέουν κάθε τι το πιθανό και το ασύλληπτο
;» Στο τέλος ενός βιβλίου του, στο οποίο αναδεικνύει το παράδοξο παιχνίδι των
μορφών, ο Adolphe Portmann παρατηρεί τα εξής: « Συμβαίνει κάποτε να νοιώθουμε άβολα απέναντι σε
υπάρξεις που μας θυμίζουν εφευρέσεις των ονείρων μας, ή προϊόντα της φαντασίας
μας. Θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε στα σοβαρά αυτή την αίσθηση, όχι όμως σαν μια
επιστημονική έμπνευση, αλλά μάλλον ως παρουσία του αγνώστου μέσα μας και γύρω
μας. Μήπως και η καλλιτεχνική δημιουργία, που αφουγκράζεται στις μέρες μας
περισσότερο την ενέργεια αυτών των μυστικών δυνάμεων, δεν εμπνέεται κι αυτή από
την ποικιλία του ζωικού βασιλείου, αναγνωρίζοντας κάποιο είδος αδελφοσύνης ;».
Η νεοπλατωνική αντίληψη ότι η φύση είναι
μυθική, θα μπορούσε να αποκτήσει έτσι ένα βαθύτερο νόημα. Η εφεύρεση των μύθων
και των μορφών αποτελεί απλώς για το ανθρώπινο μυαλό, που είναι μέρος της
φύσης, την ολοκλήρωση αυτής της θεμελιώδους χειρονομίας της φύσης που
εφευρίσκει τις μορφές.
3. Η γένεση των μορφών
Αν η τέχνη είναι φύση και η φύση τέχνη, ο καλλιτέχνης και ο φιλόσοφος
μπορούν να γνωρίσουν τη φύση μέσα από την αισθητική εμπειρία, δηλαδή να
γνωρίσουν όλες τις παραμέτρους του αισθητού κόσμου, αλλά με δύο διαφορετικούς
τρόπους.
Η
ενδελεχής παρατήρηση των φυσικών μορφών θα τους δώσει κατ’ αρχήν τη δυνατότητα
να αρχίσουν να αντιλαμβάνονται τους τρόπους με τους οποίος ενεργεί η φύση,
δηλαδή τους βασικούς νόμους ανάδειξης των μορφών. Αυτή η εξοικείωση με τη φύση
μπορεί εξ άλλου να τους οδηγήσει και σε εντελώς διαφορετική εμπειρία, που αφορά
στην υπαρξιακή παρουσία της φύσης ως πηγή δημιουργίας. Απορροφημένοι από τη
δημιουργική ορμή της φύσης, θα έχουν την εμπειρία τής ταύτισης μ’ αυτή την
οντότητα. Έτσι θα ξεπεράσουν το στάδιο της απλής αναζήτησης των μυστικών της
φύσης και θα αποκτήσουν πρόσβαση στον χώρο της έκτασης που προσφέρει το
μυστήριο του κόσμου.
Το
πρώτο στάδιο προσέγγισης θα είναι η γνώση των ίδιων των διαδικασιών που
ακολουθεί η φύση. Όσο μεγαλύτερη εμπειρία αποκτά ο καλλιτέχνης, τόσο εμβαθύνει
την εγγύτητά του με τη φύση. Μας είναι γνωστή η περίφημη δήλωση του Hokusaї, όπως τη
μεταφέρει ο Ρίλκε: «Στα εβδομήντα τρία μου κατόρθωσα για πρώτη φορά να
κατανοήσω περίπου τη μορφή της πραγματικής φύσης των πουλιών, των ψαριών και
των φυτών».
«Κατανοώ τη μορφή» σημαίνει τελικά ότι είμαι
σε θέση να αναπαράγω την ενέργεια στην οποία προβαίνει η φύση για να
δημιουργήσει αυτήν τη μορφή. Ο Πλωτίνος έλεγε ότι οι τέχνες δεν μιμούνται άμεσα
αυτό που παρατηρείται, αλλά ανατρέχουν στις αιτίες, τους λόγους, από τους
οποίους απορρέει η ορατή συνέπεια της φυσικής διαδικασίας, που σημαίνει ότι ο
καλλιτέχνης υιοθετεί κατά κάποιον τρόπο τη διαδικασία γένεσης των μορφών και
ενεργεί σύμφωνα μ’ αυτήν. Ο Γκαίτε έλεγε: «Υποθέτω ότι οι έλληνες καλλιτέχνες
δημιουργούσαν σύμφωνα με τους νόμους της ίδιας της φύσης, νόμους στων οποίων τα
ίχνη βρίσκομαι μόλις τώρα».
«Δεν πρέπει να μιμηθούμε απλώς τη φύση, αλλά να δημιουργήσουμε όπως
ακριβώς και αυτή», θα πει ο Πικάσο. Η δήλωση αυτή παρατίθεται από τον Pierre
Ryckmans, για να σκιαγραφήσει τις εικαστικές θεωρίες του κινέζου ζωγράφου Shitao, τις οποίες
συνοψίζει ως εξής: «Έργο τού ζωγράφου δεν είναι να μιμηθεί τα διάφορα δεδομένα
της Δημιουργίας, αλλά να αναπαράγει την ίδια τη δημιουργική πράξη της Φύσης»,
αποδεικνύοντας ότι οι δημιουργική εμπειρία των καλλιτεχνών της Άπω Ανατολής
τούς είχε οδηγήσει στην παραδοχή ότι ενεργούσαν σύμφωνα με τους μυστικούς
νόμους της φύσης.
Η ίδια δημιουργική διαδικασία απασχολεί
και τον Πωλ Κλέε: «Η φύση που φυσιοποιεί με ενδιαφέρει περισσότερο από τη φύση
που φυσιοποιείται». Διότι επιθυμία του είναι να διεισδύσει και να παραμείνει
«στον μαστό της φύσης, στα έγκατα της δημιουργίας, εκεί όπου κείται
ενταφιασμένο το κλειδί
για την κατανόηση όλων τών πραγμάτων». Στην προοπτική αυτής της θεωρίας ο Κλέε
επιλέγει τη δημιουργία αφηρημένων μορφών, οι οποίες, κατά την άποψή του,
απεικονίζουν την προέκταση που δίνει ο
άνθρωπος στην ενέργεια της φύσης.
Όταν ο Γκαίτε δηλώνει ότι η τέχνη εκφράζει τη βέλτιστη ερμηνεία τής
φύσης, υπονοεί ότι η αισθητική εμπειρία είναι αυτή η οποία επιτρέπει την ψηλάφηση ορισμένων νόμων, που θα μπορούσαν να
περιγράψουν την άφθαστη ποικιλία των φυσικών και ζωντανών μορφών. Όπως αναφέρει
επίσης ο Roger Caillois στη Γενικευμένη αισθητική, «οι
φυσικές συνταγές», δηλαδή τα συστήματα παραγωγής των μορφών, είναι
περιορισμένα· προσπαθεί επομένως και αυτός να συλλάβει τα γεωμετρικά σχήματα
που επιλέγει η φύση, όπως το ελικοειδές, και να αναδείξει «το γιγάντιο αυτό
τελάρο στο οποίο απεικονίζονται οι μορφές των κρυστάλλων, τα κελύφη, τα φύλλα,
η στεφάνη των λουλουδιών».
Όταν όμως λέμε ότι η τέχνη προεκτείνει τη
φύση, ή δημιουργεί σύμφωνα με τη μέθοδο της φύσης, θα πρέπει να προσθέσουμε και
κάποιες διευκρινίσεις. Ποτέ πραγματικά η τέχνη, μέχρις τις μέρες μας, δεν
κατόρθωσε να αναπαράγει στις λεπτομέρειές της, τον αυθορμητισμό της φύσης.
Ο Καντ, πολύ εύστοχα, παρατηρεί ότι ο θαυμασμός που μας προκαλεί το κάλλος της
φύσης, ως φύση, εξαφανίζεται αμέσως
μόλις αναλογιστούμε ότι πρόκειται για κάποιου είδους μίμηση, ακόμη και η
τελειότερη. Μπορεί οι δημιουργίες τής ανθρώπινης τέχνης, κυρίως στον τομέα της
τεχνικής, να έχουν κατακτήσει τόσο υψηλό επίπεδο τελειότητας, που να ξεπερνούν
την ίδια τη φύση· τίποτε όμως δεν μπορεί να υπερβεί την τελειότητα μιας
ζωντανής ύπαρξης. Και ο Γκαίτε αναφωνεί: «Πόσο μαγευτική και θαυμάσια είναι η
ζώσα ύπαρξη ! Πόσο εναρμονισμένη με το περιβάλλον, πόσο αληθινή, πόσο υπάρχουσα !» Πόσο «υπάρχουσα». Αυτό που
χαρακτηρίζει τη φύση είναι ακριβώς αυτή η υπαρξιακή παρουσία, η απόλυτα
απαράμιλλη, που μας επιβάλλεται. Αυτό είναι ακριβώς το ανεξερεύνητο μυστικό της
φύσης.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου