ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
Pierre Hadot
Συνέχεια από Τετάρτη, 30 Μαΐου 2018
VΙ
Η ΟΡΦΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ. ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ, ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
17. ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ
1. Η ποιήτρια Φύση
Από αρχαιοτάτων χρόνων επικρατούσε η αντίληψη ότι ο μόνος πραγματικός
εκπρόσωπος τής φύσης, αυτός που γνώριζε τα μυστικά της, ήταν ο ποιητής,
επειδή ακριβώς πιστεύονταν ότι η φύση ενεργεί ως ποιητής, και ότι έργο της
είναι το ποίημα. Είπαμε προηγουμένως ότι ο Τίμαιος
ήταν ένα είδος ποιήματος, ένα παιχνίδι τής τέχνης μιμούμενο αυτό το άλλο
ποιητικό παιχνίδι του σύμπαντος που είναι η θεότητα. Εάν είναι δυνατόν ο θεός
Κόσμος να αναγεννηθεί μέσα από τον λόγο τού Πλάτωνα, τούτο σημαίνει ότι το
σύμπαν είναι ένα είδος ποιήματος που συνέθεσε ο Θεός. Ο Αλεξανδρινός Φίλων
παρουσιάζει επίσης τα έργα τής φύσης ως ένα ποίημα του Θεού. Οι στωικοί, όπως
και ο Πλωτίνος, μιλούν επίσης για ποίημα τού Σύμπαντος. Αλλά γι’ αυτούς το
ποίημα έχει τη μορφή δράματος, στο οποίο τα όντα συνιστούν πρόσωπα στα οποία
έχει μοιράσει ρόλους ο Ποιητής του Σύμπαντος, που για τους στωικούς είναι η Φύση
και για τον Πλωτίνο η Ψυχή τού κόσμου. Θα πρέπει να περιμένουμε τον
Αυγουστίνο για να αποκτήσει αυτό το ποίημα, υπό την επίδραση ίσως του νεοπλατωνισμού,
μια σχέση με τη μαθηματική και αρμονική δομή τού κόσμου. Η ακολουθία των αιώνων
γίνεται ένας μεγάλος ύμνος, έργο ενός άρρητου συνθέτη: «Velut magnum carmen cuiusdam ineffabilis modulatoris», τοποθετώντας τη ροή τού χρόνου στην υπηρεσία τού ρυθμού. Από την πλευρά του ο νεοπλατωνικός Πρόκλος
αποκαλεί τον Απόλλωνα μέγα Ποιητή τού Σύμπαντος. Η ίδια εικόνα επαναλαμβάνεται
και στον Μεσαίωνα, για παράδειγμα από τον Μποναβεντούρα. Η αλληγορική εικόνα
τού ποιήματος αντικαθίσταται από την εικόνα τού βιβλίου. Και η μετάβαση στο
βιβλίο τού κόσμου επανέρχεται συχνά στην Αναγέννηση και διατηρείται μέχρι τούς
αποκαλούμενους Νεώτερους Χρόνους.
2. Η ιερογλυφική γλώσσα τής Φύσης
Η
έννοια τής Φύσης-ποίημα συνδυάστηκε από τον 18ον αιώνα με το ζήτημα
τής γλώσσας τής Φύσης, γλώσσα που δεν λειτουργεί μέσα από λέξεις και λόγους, αλλά με τη βοήθεια σημείων
και συμβόλων που αντιπροσωπεύουν οι μορφές τών όντων. Το ποίημα που δημιούργησε
η Φύση είναι ένα ποίημα κρυπτογραφημένο. Οι κώδικες που χρησιμοποιεί η γλώσσα
της φύσης έχουν τη μορφή είτε «υπογραφών» είτε ιερογλυφικών. Ο όρος «υπογραφή»
εμφανίζεται τον 17ον αιώνα στον Παράκελσο και τον Della Porta. Πρόκειται κατ’
αρχήν για τα σημάδια, τα χαρακτηριστικά και τις μορφές, που αναδεικνύουν κυρίως
ιαματικές ιδιότητες των φυτών, χάρη στην αναλογία τής εξωτερικής μορφής των
φυτών με την εξωτερική μορφή οργάνων τού ανθρωπίνου σώματος. Πολύ σύντομα όμως
ο όρος απέκτησε ένα βαθύτερο νόημα.
Για τον Jacob Boehme, που έγραψε ένα
βιβλίο με τίτλο De signatura
rerum (Περί υπογραφής τών όντων), ολόκληρη η Φύση
εκφράζει τη γλώσσα του Θεού, και κάθε ον ξεχωριστά συνθέτει κατά κάποιον τρόπο
μια λέξη αυτής της γλώσσας, μια λέξη που έχει την εμφάνιση ενός σημείου, μιας
μορφής που αντιστοιχεί σε ό,τι ο Θεός εκφράζει δια της Φύσης.
Η
όρος ιερογλυφικά (ιερά ανάγλυφα), δηλαδή σημεία ή σύμβολα που αντιπροσωπεύουν
την ουσία, συναντάται για παράδειγμα στο βιβλίο του Thomas Browne
με τίτλο Religio medici.
Σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση διακρίνει δύο κατηγορίες θείων βιβλίων, τη
Βίβλο και τον κόσμο. Κατά την άποψή του το βιβλίο τού κόσμου δεν το έγραψε ο
Θεός, αλλά η υπηρέτης του Φύση. Αλλά οι χριστιανοί, λέει, ενδιαφέρθηκαν κυρίως
για τη Βίβλο, αποδίδοντας μικρή σημασία στο βιβλίο που έγραψε η Φύση, το οποίο
μελέτησαν όμως οι ειδωλολάτρες συνθέτοντας τα ιερά ανάγλυφα, ενώ οι χριστιανοί
παραμέλησαν τα «ιερογλυφικά». Για τον Hamann (τον 18ον αιώνα), η Φύση είναι
«ένα βιβλίο, μια επιστολή, ένας μύθος […], μια εβραϊκή λέξη που περιλαμβάνει
απλά γράμματα, των οποίων η κατανόηση απαιτεί την προσθήκη σημείων».
Για τον Καντ, κώδικες της «κρυπτογραφημένης γλώσσας» της Φύσης είναι οι
ζωντανές μορφές που αναπαριστούν σύμβολα, δηλαδή σημαντικές απεικονίσεις. Οι
ωραίες (εύμορφες) αυτές μορφές, προσθέτει, δεν εξυπηρετούν εσωτερικές ανάγκες
των φυσικών όντων. Απευθύνονται στην ανθρώπινη όραση. Και μέσα απ’ αυτές η Φύση
κατά κάποιον τρόπο «απευθύνεται σ’ εμάς με τρόπο συμβολικό».
Για τον Γκαίτε επίσης η Φύση εκδηλώνεται μέσα από σύμβολα, μορφές που
απεικονίζονται με ιερογλυφικά σύμβολα. Στο βιβλίο του με τίτλο Η μεταμόρφωση των φυτών λέει ότι η
κατανόηση τού φαινομένου τής μεταμόρφωσης των φυτών προϋποθέτει την
αποκωδικοποίηση των ιερογλυφικών της θεότητας.
Η παραλλαγή αυτών των μορφών αποτελεί
ακριβώς την ιερή γραφή της θεάς, δηλαδή της Ίσιδας-Φύσεως, όπως θα δούμε στη
συνέχεια. Η γλώσσα της Φύσης δεν συνθέτει λόγο με ξεχωριστές λέξεις. Τα φυσικά
φαινόμενα δεν μας αποκαλύπτουν αξιώματα ή ορισμούς της Φύσης, αλλά
αναπαραστάσεις, σχήματα και σύμβολα, που χρειάζονται ερμηνεία:
«Θα
ήθελα να μπορούσα να ξεφύγω από τη συνήθεια των λόγων και να εκφράζομαι μόνο,
όπως η καλλιτέχνης Φύση, μέσα από
εύγλωττα σχήματα. Αυτή η συκιά, αυτό το μικροσκοπικό φίδι, αυτό το κουκούλι,
[…] όλα αυτά είναι “υπογραφές” με βαθύ νόημα».
Τα
λόγια του Γκαίτε μοιάζουν να απηχούν τη δήλωση τής Φύσης στον Πλωτίνο:
«Σωπαίνω, και δεν έχω τη συνήθεια να ομιλώ». Αλλά η Φύση του Πλωτίνου αρκείται
να στοχάζεται τις αιώνιες Μορφές, και, όπως λέει, το περίγραμμα των σωμάτων
γεννιέται από το βλέμμα της, ενώ η Φύση του Γκαίτε εφευρίσκει τις μορφές μέσα
από τις οποίες εκδηλώνεται.
Κωδικοποιημένη γραφή αποτελούν επίσης οι
φυσικές μορφές στον Novalis. Παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμα με το οποίο αρχίζει το μυθιστόρημα Οι μαθητευόμενοι στη Σαΐδα:
«Παράταιροι
είναι οι δρόμοι των ανθρώπων. Ακολουθώντας και συγκρίνοντάς τους εμφανίζονται
παράξενες μορφές, που μοιάζουν να ανήκουν σ’ αυτήν την τεράστια κωδικοποιημένη
γραφή που βρίσκεται παντού: στα πτερύγια των εντόμων και το κέλυφος των αυγών,
στα σύννεφα, στο χιόνι, στους κρυστάλλους και τα πετρώματα, στην παγωμένη
επιφάνεια των υδάτων, στην εσωτερική δομή και τις εξωτερικές μορφές των βουνών,
των φυτών, των ζώων, των ανθρώπων, στις ουράνιες ανταύγειες, στην επιφάνεια της
ρητίνης ή του φυσητού γυαλιού, στα σχέδια που σχηματίζει η σκόνη από σίδερο
γύρω στον μαγνήτη, ακόμη και μέσα στις παράδοξες συνθήκες της τύχης. Μέσα σ’
όλα αυτά προαισθάνεται κανείς την παρουσία του κλειδιού αυτής τής μαγικής
γραφής, τη γραμματικής της, ένα προαίσθημα που όμως αρνείται να πάρει τελική
μορφή και δεν φαίνεται να έχει σκοπό να μας προσφέρει το κλειδί των μυστηρίων».
Δύο φωνές υψώνονται επομένως, δύο είδη χρησμών προσδιορίζουν τη
συμπεριφορά απέναντι στα ιερογλυφικά της Φύσης. Η πρώτη λέει: είναι ανώφελο να
προσπαθούμε να καταλάβουμε· η γλώσσα τής φύσης είναι ένα είδος καθαρής
έκφρασης: ο λόγος για τον λόγο, ο λόγος της είναι το ίδιο το είναι της και η
χαρά της. Η άλλη φωνή λέει: η γραφή είναι στην πραγματικότητα μια συγχορδία στη
συμφωνία τού σύμπαντος. Και οι δύο φωνές δηλώνουν κατά κάποιον τρόπο το ίδιο
πράγμα: η ιερογλυφική γραφή δεν έχει τη συνέπεια του λόγου, θα πρέπει να γίνει
δεκτή σαν ένα περίγραμμα της μορφής, ή σαν μια μελωδία.
Ένα ποίημα, ποίημα σε κωδικοποιημένη
γραφή, είναι και για τον Σέλλινγκ η Φύση:
«’Ο,τι
αποκαλούμε Φύση δεν είναι παρά ένα ποίημα, του οποίου η θαυμαστή και
μυστηριώδης γραφή παραμένει ανεξιχνίαστη. Αν μπορούσαμε να λύσουμε το αίνιγμα
θα ανακαλύπταμε την Οδύσσεια του Πνεύματος, που σαν το θύμα μιας εντυπωσιακής
ψευδαίσθησης τρέπεται σε φυγή καθώς αναζητά τον εαυτό της, διότι εμφανίζεται
μέσα από τον Κόσμο, όπως και το νόημα μέσα από τις λέξεις».
Υπάρχει ασφαλώς εδώ μια τάση εξιδανίκευσης, η οποία ήταν πιθανότατα
παρούσα και στον Novalis. Η Φύση είναι ήδη το Πνεύμα που δεν έχει συνειδητοποιήσει ακόμη τον
εαυτό του. Και η κωδικοποιημένη γραφή των ζωντανών μορφών είναι ήδη η γλώσσα
τού Πνεύματος.
Η
Φύση, έλεγε ο Franz von Baader, «είναι ένα τολμηρό ποίημα, του
οποίου το νόημα, παρότι παραμένει το ίδιο, εκδηλώνεται με διαρκώς νέες μορφές».
Και καλούσε τον άνθρωπο να αποκρυπτογραφήσει τα
«θεϊκά ιερογλυφικά» και να «αναζητήσει, να διερευνήσει και να
προαισθανθεί στη Φύση το μέγα ιδανικό της Θεότητας».
Η αλληγορία των ιερογλυφικών και της
«υπογραφής» είναι λοιπόν μια παραλλαγή του θέματος του μυστηρίου της Φύσης.
Ωστόσο οι φιλόσοφοι που χρησιμοποίησαν αυτήν την αλληγορία δεν κατανόησαν με
τον ίδιον τρόπο την αποκρυπτογράφηση τής κωδικοποιημένης γραφής. Μερικοί, όπως
ο Boehme
ή ο Σέλλινγκ ή ο Novalis ή ο Baader, πιστεύουν ότι η Φύση μάς γνωρίζει ένα μέρος από «το ιδανικό που
αντιπροσωπεύει ο Θεός», και άλλοι, όπως ο Γκαίτε, πιστεύουν μάλλον, όπως θα
χρειαστεί να το επαναλάβουμε, ότι αυτή η γραφή αποτελεί ένα αίνιγμα, που δεν
μπορούμε να υπερβούμε, δεν μπορούμε να αποκρυπτογραφήσουμε, καθώς μας έχει
τρομοκρατήσει η αυστηρότητα και η σιωπή της Φύσης.
3. Το Σύμπαν ως Ποίημα
Αν
δεχτούμε ότι το Σύμπαν είναι ένα ποίημα, ο ποιητής θα μπορούσε να αποκαλύψει το
νόημα και το μυστήριό του, συνθέτοντας ο ίδιος ένα ποίημα, που θα αντιπροσώπευε
κατά κάποιον τρόπο το Σύμπαν. Διότι, χάρη σε μιαν αρχαϊκή αντίληψη, που όμως
παραμένει ζωντανή, ο ποιητής μπορεί να αναδημιουργήσει αυτό που υμνεί. Κατέχει
δηλαδή τον δημιουργικό λόγο. Ο Emile Benveniste ανέδειξε το ισχυρό νόημα τού ελληνικού ρήματος κραίνω. Σημαίνει εκτελώ, εκπληρώνω, καλώ στην ύπαρξη. Αυτό
είναι και το νόημα που αποδίδει στους ακόλουθους στίχους τού ομηρικού ποιήματος
στον Ερμή: « Ερμή, ύψωσε τη φωνή κρούοντας μελωδικά τη λύρα, που συνοδεύει
αρμονικά το τραγούδι, καλώντας στην ύπαρξη
(κραίνων) τους
αθάνατους θεούς και τη σκοτεινή Γη, αποκαλύπτοντας τήν προέλευσή τους και τον
κλήρο που τους αναλογεί»· τους οποίους στίχους σχολιάζει ως εξής: «Ο ποιητής
δημιουργεί την ύπαρξη, ο ύμνος του γεννά τα πράγματα». Δηλαδή ο ποιητής, όχι
μόνον προσφέρει την ύπαρξη σε ό,τι υμνεί, αλλά επειδή αυτό που υμνεί είναι το
σύμπαν, προσφέρει την ύπαρξη στο σύμπαν, αναδημιουργώντας το μέσα στον μαγικό
χώρο του ύμνου. “Gesang ist Dasein”, θα πει ο Ρίλκε: «Ο ύμνος είναι ύπαρξη». Στον Τίμαιο του Πλάτωνα υποβόσκει η ιδέα, η οποία ενυπήρχε επίσης ήδη
στα προσωκρατικά κοσμογονικά ποιήματα, σύμφωνα με την οποία το λογοτεχνικό έργο
εκπροσωπεί έναν μικρόκοσμο, που κατά κάποιο τρόπο μιμείται το μεγαλειώδες
ποίημα του σύμπαντος.
Η
αρχαιότερη μαρτυρία αυτής της αντίληψης βρίσκεται στην Ιλιάδα. Ο ποιητής υμνεί την κατασκευή τής ασπίδας του Αχιλλέα, που
σμιλεύτηκε σαν ένα έργο τέχνης από το θεό Ήφαιστο. Υπάρχει ένα είδος καθρεφτίσματος, μια
αντανάκλαση της εικόνας της χάλκινης ασπίδας του Αχιλλέα, στην ηχητική εικόνα
του ποιήματος: η εικόνα τού ήχου αντανακλά τη
γέννηση της ασπίδας, της οποίας η πλαστική εικόνα αποτελεί αντανάκλαση
του παρελθόντος και του παρόντος τού σύμπαντος. Το ποίημα αναπαριστά στο
ηχητικό σύμπαν το έργο τέχνης του Ήφαιστου, και ταυτόχρονα ολόκληρο το σύμπαν
που αναπαριστά αυτό το έργο τέχνης, το κάλλος των θείων και ανθρωπίνων
πραγμάτων, των οποίων αυτό το έργο τέχνης αποτελεί την περιγραφή. Στους
ομόκεντρους κύκλους της ασπίδας αναπαριστώνται αφ’ ενός τα θεία πράγματα: η γη,
ο ουρανός και η θάλασσα, ο ήλιος, η σελήνη και οι αστερισμοί, και αφ’ ετέρου τα
ανθρώπινα πράγματα: δύο πόλεις, που στη μια απ’ αυτές βασιλεύει ειρήνη: γίνεται
ένας γάμος και μια δίκη· ενώ στην άλλη αναπαρίσταται μια πολεμική ενέδρα, αλλά
επίσης η καλλιέργεια της γης, o θερισμός και η συγκομιδή, λιοντάρια που επιτίθενται
σε κοπάδι, καθώς και χοροί νεαρών ανδρών και γυναικών. Η περιφέρεια της ασπίδας
αντιπροσωπεύει τα όρια του σύμπαντος, το ρεύμα του Ωκεανού. Ο ποιητής υμνεί τη
δεινότητα του θεού που κατασκεύασε αυτήν την αναπαράσταση του σύμπαντος και
όλων όσων διαβιούν μέσα στο σύμπαν, αναδημιουργώντας ο ίδιος κατά κάποιον τρόπο
αυτό το έργο τέχνης που κατασκευάστηκε από μέταλλο και φωτιά, σμιλεύοντας με τη
σειρά του στη ρύμη τού λόγου το δικό του έργο τέχνης. Έτσι, όπως λέει ο Alain: «Ο κόσμος
αναδημιουργείται, όπως ακριβώς είναι, όπως υπήρξε και όπως θα υπάρχει». Ο
ποιητικός λόγος επιτρέπει την επαναφορά της κίνησης και την επανατοποθέτηση στο
χρόνο αυτής της ζωντανής πραγματικότητας που είχε αποκρυσταλλωθεί και
ακινητοποιηθεί στο έργο τέχνης.
Μιαν αντίστοιχη εικόνα μάς προσφέρει η 6η Εκλογή του Βιργίλιου, στην οποία το
τραγούδι του Σειληνού, συντρόφου του Διονύσου, είναι εξίσου δυνατό και
συγκινητικό με τον ύμνο του Ορφέα. Διηγείται τη γένεση του σύμπαντος: τη
δημιουργία των τεσσάρων στοιχείων, του ουρανού, του ήλιου, των φυτών, των ζώων,
των ανθρώπων, την εποχή του χρυσού, την προσφορά του Προμηθέα στην ανθρωπότητα,
και στη συνέχεια μια σειρά από ιστορίες παθημάτων, όπως του Ύλα, της Πασιφάης,
της Αταλάντης, και τη μεταμόρφωση των Ηλιάδων, που ήταν αδελφές του Φαέθωνα.
Αυτό που μοιάζει εδώ με μιαν απλή περιγραφή, έχει στην ουσία τη μορφή δημιουργίας:
«Οι αδελφές του Φαέθωνα, λέει ο Βιργίλιος, τυλίχθηκαν στον αφρό ενός πικρού
φλοιού και μεταμορφώθηκαν σε λεύκες». Ο Σειληνός δεν αφηγείται κάτι που
συμβαίνει, αλλά το δημιουργεί με το τραγούδι του. Για τον Βιργίλιο, ο Σειληνός
δεν περιέγραψε απλώς το σύμπαν, αλλά το έφερε στην ύπαρξη, δηλαδή κατά κάποιον
τρόπο το αναδημιούργησε. Σύμφωνα με την ερμηνεία τού Godo Lieberg, ο Βιργίλιος
εξισώνει τον Σειληνό με τον Ορφέα, τού οποίου το τραγούδι επιδρούσε στη φύση.
Οι
Μεταμορφώσεις τού Οβίδιου αποτελούν
επίσης έναν μικρόκοσμο, σαν ένα σύμπαν που γεννιέται με το ποίημα. Αρχίζει τη
διήγησή του από τις απαρχές τού κόσμου, περιγράφει κατόπιν την διαδοχή τών
τεσσάρων εποχών (τη χρυσή και την αργυρή εποχή, την εποχή του χαλκού και του
σιδήρου), και τελειώνει το ποίημά του στο 15ο βιβλίο με το όραμα της
ειρήνης που έφερε στον κόσμο ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αύγουστος. Από την αρχή
μέχρι το τέλος της η ιστορία τών μεταμορφώσεων αποτελεί μιαν αλυσίδα αιτιών και
αποτελεσμάτων, που συνθέτουν τα κοσμικά γεγονότα.
Στο ίδιο πνεύμα κινείται και το ποίημα Περί της φύσεως των Πραγμάτων του Λουκρήτιου. Περιγράφει έναν
«κόσμο σε μικρογραφία», διότι στα πλαίσια της επικούρειας φυσικής, όπως
αναφέρει ο Pierre Boyancé, υπάρχει μια αναλογία ανάμεσα στα στοιχεία της φύσης και τα γράμματα
της αλφαβήτου. Όπως δηλαδή τα στοιχεία συγκροτούνται για να δημιουργήσουν όλα
τα όντα τών κόσμων, έτσι και τα γράμματα της αλφαβήτου συγκροτούνται για να
συνθέσουν το ποίημα και τον κόσμο που αυτό αναπαριστά. Και ο ποιητής είναι
αυτός ακριβώς που γνωρίζει τη μέθοδο δημιουργίας τού σύμπαντος, τον τρόπο με
τον οποίον αυτό κατασκευάστηκε.
Οι στωικοί προσπάθησαν επίσης να αναδημιουργήσουν την κατασκευή τού σύμπαντος με τις πραγματείες τους. Η πραγματεία τής Αρχαίας Ιατρικής, στην οποία αναφερθήκαμε στην αρχή αυτού τού
βιβλίου, είναι πιθανό να αφορά σ’ αυτήν ακριβώς την αξίωση, στο αινιγματικό
απόσπασμα στο οποίο λέγεται ότι οι θεωρίες τών φιλοσόφων της φύσης ήταν μάλλον γραφικαί, όπου γραφική σημαίνει είτε την τέχνη της
γραφής επιστολών, είτε την τέχνης της ζωγραφικής. Το νόημα αυτής τής
πραγματείας ίσως να είναι ότι οι φιλόσοφοι της φύσης προσπάθησαν να
ανακατασκευάσουν το σύμπαν με τη βοήθεια μερικών στοιχείων που αναλογούσαν στα
γράμματα και τα χρώματα. Η φιλοσοφική πραγματεία, είτε πρόκειται για πεζό είτε
για έμμετρο λόγο, εμφανίζεται σαν ένα είδος μικρόκοσμου, του οποίου η γένεση
και η δομή αναπαράγουν αυτές του σύμπαντος.
Ο Τίμαιος του Πλάτωνα ακολουθεί εξ άλλου
αυτήν την προσωκρατική παράδοση, όπως φαίνεται καθαρά στον Κριτία, διάλογο που θεωρείται ότι αποτελεί τη συνέχεια του Τίμαιου. Ο Πλάτων επικαλείται τον Θεό
που είναι ο κόσμος, συνοψίζοντας τον προηγούμενο διάλογο: «Αυτός ο Θεός
[πρόκειται για τον κόσμο] που γεννήθηκε πραγματικά κάποτε στο παρελθόν, και
έρχεται να ξαναγεννηθεί τώρα στον διάλογό μας…». Ο διάλογος του Τίμαιου είναι επομένως για τον Πλάτωνα
μια νέα γέννηση του Κόσμου, ένα Σύμπαν-Ποίημα, διότι η δομή του μιμείται τη
δομή τής δημιουργίας του Κόσμου. Αποστολή του φιλοσόφου είναι να μιμηθεί στο
μέτρο του δυνατού, μέσα από την ποίηση
του διαλόγου, την ποίηση του Σύμπαντος. Πρόκειται για μια ποιητική
προσφορά, την εξύμνηση του Ποιητή του Σύμπαντος. Η παράδοση αυτή διατηρήθηκε
και στον νεοπλατωνισμό.
Και στην εποχή του Πλάτωνα υπήρξαν επίσης πρότυπα που αναπαριστούσαν τον
κόσμο σε μικρογραφία: στον Τίμαιο, οι
σφαίρες των βραχιόνων και άλλα παρόμοια αντικείμενα, όπως παρατηρεί ο Luc Brisson, χρησίμευαν ως
μοντέλο για την περιγραφή της κατασκευής τής Ψυχής του κόσμου. Όπως ακριβώς ο
Όμηρος περιγράφει την ασπίδα του Αχιλλέα, που κατασκεύασε ο θεός Ήφαιστος,
προτείνοντάς την ως πρότυπο μικρογραφίας του κόσμου, ξαναδημιουργώντας κατά
κάποιον τρόπο τον ίδιον τον κόσμο, έτσι και ο Πλάτων περιγράφει την κατασκευή
της σφαίρας των βραχιόνων ως πρότυπο μικρογραφίας τού κόσμου, περιγράφοντας την
κατασκευή του κόσμου. Παρόμοια πρότυπα αναφέρονται στο 10ο βιβλίο
της Πολιτείας (616 c) και στον Πολιτικό (270 a).
Η
σύλληψη του Σύμπαντος ως Ποίημα παραμένει ζωντανή και στην Αναγέννηση, αλλά
συχνά έχει μια μορφή που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε πυθαγόρεια, εμπνευσμένη
από τη νεοπλατωνική παράδοση. Οι ποιητές δηλαδή αυτής της εποχής επιδιώκουν να
συνθέσουν ποιήματα, των οποίων οι ψηφιακοί συσχετισμοί – το σύνολο των ύμνων,
των στροφών ή των στίχων- να αντιστοιχούν στους αριθμούς και τις διαστάσεις του
σύμπαντος.
Η
νοσταλγία του Σύμπαντος ως Ποίημα γίνεται έντονη στο τέλος του 18ου
και τις αρχές του 19ου αιώνα. Αναβιώνει ο Λουκρήτιος. Το ποίημα
«Ερμής» του Chenier αποτελεί την προσπάθεια συγγραφής μιας νέας πραγματείας Περί της Φύσεως. Αλλά η προσπάθεια του
ποιητή να μείνει πιστός στην επιστημονική διδασκαλία του Νεύτωνα ζημιώνει την ποιητική έμπνευση. Υπάρχουν όμως
κάποια όμορφα αποσπάσματα, όπως αυτό που περιγράφει την πτήση του ποιητή,
αστέρα ανάμεσα στ’ αστέρια, που καταδύεται εκστατικά στο άπειρο. Ο Γκαίτε, που
ονειρεύτηκε επίσης να γίνει ένας νέος Λουκρήτιος, δεν κατόρθωσε ποτέ να
ολοκληρώσει το εκτενές κοσμικό του ποίημα μαζί με τον Σέλλινγκ. Αλλά τα ποιήματα
που ανήκουν στην ομάδα Θεός και Κόσμος
αποτελούν ένα είδος αποσπασμάτων η σχεδίων αυτού του ποιήματος.
Τον 19ον αιώνα, και συγκεκριμένα το 1848, η ιδέα ενός Σύμπαντος
ως Ποίημα επανέρχεται στο Εύρηκα του
Άλαν Πόε. Περιγράφει τον μέγα παλμό, το παιχνίδι των δυνάμεων διαστολής και
συστολής, με ένα ποίημα σε πεζό λόγο, του οποίου το κάλλος, όπως δηλώνει ο
ίδιος, εγγυάται την αλήθεια. Και εδώ το συμπάν ταυτίζεται με το έργο τέχνης και
το έργο τέχνης με το σύμπαν.
Ένας άλλος σύγχρονος εκπρόσωπος αυτής της
ιδέας είναι ο Πώλ Κλωντέλ, που έθεσε ως προμετωπίδα της Ποιητικής τέχνης την περίφημη φράση του αγίου Αυγουστίνου: «Ένας
μεγάλος ύμνος, έργο ενός άρρητου συνθέτη». Η Ποιητική τέχνη φιλοδοξεί να γίνει μια ποιητική Τέχνη του σύμπαντος,
μια φιλοσοφία της Φύσης, που αποκαλύπτει μυστικές
ανταποκρίσεις, αρμονικές συναντήσεις, συμπτώσεις που συνθέτουν τα πράγματα μέσα
στον χρόνο. Από αυτό το μικρό βιβλίο αξίζει να μνημονεύσουμε την ιδέα ότι η
αναγνώριση (connaissance) είναι γέννηση
(co-naissance=συν-γέννηση),
ταυτόχρονη ανάπτυξη των όντων μέσα στην ενότητα της φύσης, με την έννοια της γέννησης και της εξέλιξης:
«Στ’
αλήθεια το γαλάζιο χρώμα γνωρίζει [γεννά] το πορτοκαλί, στ’ αλήθεια το χέρι
γνωρίζει τη σκιά του στον τοίχο· στ’ αλήθεια και πραγματικά η γωνία ενός
τριγώνου γνωρίζει τις άλλες δύο, με την ίδια έννοια που ο Ισαάκ γνώρισε τη
Ρεβέκκα. Το κάθε πράγμα που υπάρχει […] προσδιορίζει αυτό, χωρίς το οποίο δεν
θα υπήρχε».
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου