Συνέχεια απο : Παρασκευή 22 Ιουνίου 2018
ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
Σ’αυτή τήν πρόοδο τελικώς οφείλονται οι ανατροπές όλων τών αξιών, οι οποίε ς μεταμορφώνουν τήν επόμενή τους ιστορία (τή δική μας), σέ μιά πραγματικώς «νέα» εποχή σέ σχέση μέ τήν προηγούμενη. Αυτό πού πρίν είχε θεωρηθεί ανάξιο καί έξω-επιστημονικό, δηλ. η ιστορία, επιβιώνει τώρα σάν μοναδική αληθινή επιστήμη δίπλα στά μαθηματικά.
Β) Δεύτερο στάδιο: η στροφή πρός την τεχνολογική σκέψη
«Verum quia Factum» : αυτό εδώ το πρόγραμμα, που τοποθετεί τον άνθρωπο στην Ιστορία σαν τον νέο τόπο της αλήθειας, δεν μπορούσε να επαρκέση φυσικά από μόνο του για την αλλαγή των πάντων που γνωρίσαμε. Έφτασε όμως την ολοκλήρωσή του αμέσως μόλις ενώθηκε με μια δεύτερη αρχή, αυτή ακριβώς που εξέφρασε ο Karl Marx εκατό χρονιά αργότερα. «Μέχρι τώρα οι φιλόσοφοι έχουν στοχαστεί με διαφορετικούς τρόπους τον κόσμο, τώρα πρόκειται να τον αλλάξουμε». Ο σκοπός της φιλοσοφίας λοιπόν γνωρίζει μια επανάσταση, γιά άλλη μια φορά, η οποία αλλάζει ριζικά τα πράγματα. Μεταφρασμένη στην γλώσσα της φιλοσοφικής παραδόσεως, αυτή η αρχή μας λέει πως στην θέση του «Verum quia Factum», δηλαδή γνωρίζεται, αληθινά, μόνον αυτό που έχει κάνει ο άνθρωπος και είναι τώρα εις θέσιν να το υπολογίσει (Μια από τις ρίζες της συνειδήσεως και της αυτοσυνειδησίας), υπεισέρχεται το νέο πρόγραμμα, το οποίο συμπυκνώνεται στο «Verum quia Faciendum» δηλαδή η αλήθεια, απο δώ και πέρα, δεν είναι αυτό που κάνω, αλλά αυτό που μπορώ να κάνω, το πρακτέο. Για να το πούμε ακόμη καλύτερα με άλλους όρους: η αλήθεια με την οποία ο άνθρωπος εμπλέκεται δεν είναι η αλήθεια του Είναι, ούτε σε τελευταία ανάλυση, η αλήθεια των ενεργειών που έπραξε. Αντιθέτως είναι η αλλαγή του κόσμου, της διαμορφώσεως του: μια αλήθεια η οποία προβάλλεται στο μέλλον και είναι σχετική με την πράξη!
«Verum quia Faciendum». Σημαίνει πως το ήμισυ του ΧΙΧ αιώνος και μετά, η κυριαρχία του Factum, της πράξεως, αντικαθίσταται σιγά-σιγά από την κυριαρχία του Faciendum, του πρακτέου και του δέοντος να γίνει, και πως η κυριαρχία της Ιστορίας αμφισβητείται από την τεχνολογία. [όσο κι’ άν φαίνεται παράδοξο οι αλλαγές του πνεύματος της εποχής επηρεάζουν και τον κληρικαλισμό και την Ιεραρχία του. Οι αλλαγές αυτές αντικατοπρίζονται στην προσήλωση των εξομολογηταρίων στην αμαρτία, δηλαδή στην πράξη, και τελευταίως στο πρόσωπο που μπαίνει στην Ιστορία κατευθυνόμενο πρός τα έσχατα δηλαδή στην πρόθεση. Διότι η Ιεραρχία αποκομμένη από τον Κύριο, πέφτει στον αθεϊσμό και στην εκκοσμίκευση.] Έτσι λοιπόν, όσο προχωρά ο άνθρωπος στην καινούργια οδό, συγκεντρωμένος στην πράξη και αναζητώντας σ’αυτή την βεβαιότητα, τόσο βρίσκεται αναγκασμένος να αναγνωρίσει πως η ίδια η πράξη, το έργο των χειρών του, ξεφεύγει μέσα από τα χέρια του και το έργο του αλλοτριώνεται. Η δυνατότης να αποδείξει τις πράξεις του, την οποία επεδίωξε ο Ιστορικός και η οποία εθεωρήθη κατ’αρχάς, τον ΧΙΧ αιώνα, ο μεγάλος θρίαμβος της Ιστορίας εις βάρος του στοχασμού, κρύβει για πάντα μέσα της κάτι προβληματικό, μια στιγμή επεξεργασίας, ερμηνείας και φιλοδοξίας, έτσι ώστε ήδη στις αρχές του ΧΧ αιώνος η Ιστορία εισέρχεται σε κρίση και ο Ιστορικισμός με όλες τις επιστημονικές του απαιτήσεις, γίνεται όλο και πιο διφορούμενος. Αποκαλύπτεται όλο και περισσότερο πως η πράξη και το έργο δεν υπάρχουν στην καθαρή τους κατάσταση και δεν προσφέρουν καμία απόρθητη βεβαιότητα, καθώς και το έργο ακόμη περιέχει συστηματικά την ερμηνεία και την αμφιβολία.Γίνεται τελικώς όλο και πιο δύσκολο να κρύψουμε πως δεν κατορθώνουμε και τόσο εύκολα να έχουμε στα χέρια μας εκείνη την βεβαιότητα που μας είχε υποσχεθεί να αποκτήσουμε από την αρχή, η έρευνα στα γεγονότα, εφόσον εγκαταλείψουμε τον στοχασμό.
(Συνεχίζεται)
ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
Σ’αυτή τήν πρόοδο τελικώς οφείλονται οι ανατροπές όλων τών αξιών, οι οποίε ς μεταμορφώνουν τήν επόμενή τους ιστορία (τή δική μας), σέ μιά πραγματικώς «νέα» εποχή σέ σχέση μέ τήν προηγούμενη. Αυτό πού πρίν είχε θεωρηθεί ανάξιο καί έξω-επιστημονικό, δηλ. η ιστορία, επιβιώνει τώρα σάν μοναδική αληθινή επιστήμη δίπλα στά μαθηματικά.
Αυτό πού πρίν εθεωρείτο τό μοναδικό άξιο πράγμα τού ελευθέρου πνεύματος, δηλ. ο στοχασμός πάνω στό νόημα τού είναι, φαντάζει σάν μιά ανούσια προσπάθεια, χωρίς κανένα διέξοδο, στήν οποία δέν αντιστοιχεί πλέον καμιά αυθεντική επιστήμη. ‘Ετσι λοιπόν τά μαθηματικά καί η ιστορία γίνονται οι κυρίαρχες επιστήμες. Μάλιστα δέ, η ιστορία απορροφά σχεδόν ολόκληρο τόν κόσμο τών επιστημών, μεταμορφώνοντάς τες από τίς ρίζες τους. Μέ τό έργο τού Hegel καί μέ ένα διαφορετικό τρόπο μέ τό έργο τού Comte, η φιλοσοφία μεταλλάσσεται σέ ένα πρόβλημα τής ιστορίας, στό οποίο τό ίδιο τό είναι γίνεται αντιληπτό σάν ιστορική πρόοδος. Στήν σκέψη δέ τού F. Chr. Baur ακόμη καί η θεολογία καταλήγει ιστορία, καί ο δρόμος της μιά έρευνα αποκλειστικώς ιστορική, η οποία ερευνά πάνω στά γεγονότα τά οποία έχουν συμβεί κάποτε, ελπίζοντας μ’ άυτόν τόν τρόπο νά φθάσει στό θεμέλιο τών πραγμάτων.
Με το έργο του Μάρξ στη συνέχεια, η εθνική οικονομία δέχεται έναν ιστορικό αναστοχασμό και ακόμη και οι φυσικές επιστήμες εμπλέκονται πολύ γρήγορα σε αυτή την γενική τάση πρός την ιστορία: στον Δαρβίνο το σύστημα των ζωντανών οργανισμών γίνεται αντιληπτό σαν μία ιστορία της ζωής. Στην θέση της σταθερότητος η οποία αντιπροσωπεύεται από ό,τι παραμένει σταθερό ακριβώς όπως δημιουργήθηκε, υπεισέρχεται μια αλυσίδα καταγωγών, στην οποία όλα τα πράγματα προέρχονται το ένα απο το άλλο και ξαναγυρίζουν το ένα στο άλλο.
Με αυτόν τον τρόπο όμως, ο κόσμος καταλήγει να μήν φαίνεται πλέον σαν η σταθερή θέση τού είναι, αλλά αντιθέτως σαν μία πρόοδος της οποίας η ατελείωτη επέκταση αποτελεί την κίνηση αυτού του ιδίου του Είναι.
Οι συνέπειες όμως; Ο κόσμος θεωρείται γνωστός μόνον εφόσον είναι κατασκευασμένος από τον άνθρωπο.
Τελικώς όμως ο άνθρωπος δέν είναι πλέον ικανός να κοιτάξει πάνω από τον εαυτό του.
Διότι αυτό θα ήτο τελικώς υπεράνω του επιπέδου του Factum, στο οποίο είμαστε υποχρεωμένοι να αναγνωρισθούμε απλώς σαν ένα τυχαίο αιτιατό γεγονός αρχέγονων εξελίξεων. Και με αυτόν τον τρόπο σχηματίζεται μια ιδιαιτέρως χαρακτηριστική κατάσταση.
Την ίδια στιγμή που καταφάσκεται ένας ριζικός ανθρωποκεντρισμός, ο άνθρωπος πρέπει να περιοριστεί και να αναγνωρίσει μόνο το δικό του έργο, αναγκασμένος ταυτοχρόνως να θεωρείται ένα προιόν μιας τυχαίας εξελίξεως, ένα οποιοδήποτε Factum.
Και τώρα λοιπόν του αφαιρείται βίαια ο ουρανός, απο τον οποίο φαινόταν να προέρχεται και του αφήνεται στο χέρι μόνον η γή των πράξεων: μέσα στην οποία τώρα είναι υποχρεωμένος να ερευνά και να αποκωδικοποιεί την κουραστική πορεία του μέλλοντος του. Β) Δεύτερο στάδιο: η στροφή πρός την τεχνολογική σκέψη
«Verum quia Factum» : αυτό εδώ το πρόγραμμα, που τοποθετεί τον άνθρωπο στην Ιστορία σαν τον νέο τόπο της αλήθειας, δεν μπορούσε να επαρκέση φυσικά από μόνο του για την αλλαγή των πάντων που γνωρίσαμε. Έφτασε όμως την ολοκλήρωσή του αμέσως μόλις ενώθηκε με μια δεύτερη αρχή, αυτή ακριβώς που εξέφρασε ο Karl Marx εκατό χρονιά αργότερα. «Μέχρι τώρα οι φιλόσοφοι έχουν στοχαστεί με διαφορετικούς τρόπους τον κόσμο, τώρα πρόκειται να τον αλλάξουμε». Ο σκοπός της φιλοσοφίας λοιπόν γνωρίζει μια επανάσταση, γιά άλλη μια φορά, η οποία αλλάζει ριζικά τα πράγματα. Μεταφρασμένη στην γλώσσα της φιλοσοφικής παραδόσεως, αυτή η αρχή μας λέει πως στην θέση του «Verum quia Factum», δηλαδή γνωρίζεται, αληθινά, μόνον αυτό που έχει κάνει ο άνθρωπος και είναι τώρα εις θέσιν να το υπολογίσει (Μια από τις ρίζες της συνειδήσεως και της αυτοσυνειδησίας), υπεισέρχεται το νέο πρόγραμμα, το οποίο συμπυκνώνεται στο «Verum quia Faciendum» δηλαδή η αλήθεια, απο δώ και πέρα, δεν είναι αυτό που κάνω, αλλά αυτό που μπορώ να κάνω, το πρακτέο. Για να το πούμε ακόμη καλύτερα με άλλους όρους: η αλήθεια με την οποία ο άνθρωπος εμπλέκεται δεν είναι η αλήθεια του Είναι, ούτε σε τελευταία ανάλυση, η αλήθεια των ενεργειών που έπραξε. Αντιθέτως είναι η αλλαγή του κόσμου, της διαμορφώσεως του: μια αλήθεια η οποία προβάλλεται στο μέλλον και είναι σχετική με την πράξη!
«Verum quia Faciendum». Σημαίνει πως το ήμισυ του ΧΙΧ αιώνος και μετά, η κυριαρχία του Factum, της πράξεως, αντικαθίσταται σιγά-σιγά από την κυριαρχία του Faciendum, του πρακτέου και του δέοντος να γίνει, και πως η κυριαρχία της Ιστορίας αμφισβητείται από την τεχνολογία. [όσο κι’ άν φαίνεται παράδοξο οι αλλαγές του πνεύματος της εποχής επηρεάζουν και τον κληρικαλισμό και την Ιεραρχία του. Οι αλλαγές αυτές αντικατοπρίζονται στην προσήλωση των εξομολογηταρίων στην αμαρτία, δηλαδή στην πράξη, και τελευταίως στο πρόσωπο που μπαίνει στην Ιστορία κατευθυνόμενο πρός τα έσχατα δηλαδή στην πρόθεση. Διότι η Ιεραρχία αποκομμένη από τον Κύριο, πέφτει στον αθεϊσμό και στην εκκοσμίκευση.] Έτσι λοιπόν, όσο προχωρά ο άνθρωπος στην καινούργια οδό, συγκεντρωμένος στην πράξη και αναζητώντας σ’αυτή την βεβαιότητα, τόσο βρίσκεται αναγκασμένος να αναγνωρίσει πως η ίδια η πράξη, το έργο των χειρών του, ξεφεύγει μέσα από τα χέρια του και το έργο του αλλοτριώνεται. Η δυνατότης να αποδείξει τις πράξεις του, την οποία επεδίωξε ο Ιστορικός και η οποία εθεωρήθη κατ’αρχάς, τον ΧΙΧ αιώνα, ο μεγάλος θρίαμβος της Ιστορίας εις βάρος του στοχασμού, κρύβει για πάντα μέσα της κάτι προβληματικό, μια στιγμή επεξεργασίας, ερμηνείας και φιλοδοξίας, έτσι ώστε ήδη στις αρχές του ΧΧ αιώνος η Ιστορία εισέρχεται σε κρίση και ο Ιστορικισμός με όλες τις επιστημονικές του απαιτήσεις, γίνεται όλο και πιο διφορούμενος. Αποκαλύπτεται όλο και περισσότερο πως η πράξη και το έργο δεν υπάρχουν στην καθαρή τους κατάσταση και δεν προσφέρουν καμία απόρθητη βεβαιότητα, καθώς και το έργο ακόμη περιέχει συστηματικά την ερμηνεία και την αμφιβολία.Γίνεται τελικώς όλο και πιο δύσκολο να κρύψουμε πως δεν κατορθώνουμε και τόσο εύκολα να έχουμε στα χέρια μας εκείνη την βεβαιότητα που μας είχε υποσχεθεί να αποκτήσουμε από την αρχή, η έρευνα στα γεγονότα, εφόσον εγκαταλείψουμε τον στοχασμό.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου