Παρασκευή 22 Ιουνίου 2018

Joseph Ratzinger «Εισαγωγή στον Χριστιανισμό» (αποσπάσματα)-(2)

Συνέχεια από : Πέμπτη 21 Ιουνίου 2018

ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
Εάν, εκμεταλλευόμενοι τήν ιστορική γνώση πού διαθέτουμε μέχρι σήμερα, ρίξουμε μιά ματιά στήν πορεία τού ανθρωπίνου πνεύματος, έτσι όπως παρουσιάζεται στά μάτια μας, αναγνωρίζουμε αμέσως πώς στίς διάφορες εξελικτικές περιόδους αυτού τού πνεύματος, υπάρχουν καί διαφορετικές φόρμες γιά νά τοποθετηθούν απέναντι στήν πραγματικότητα: γιά παράδειγμα η κατεύθυνση πού ήταν κατά βάθος μαγική, ή η μεταφυσική ή –όπως συμβαίνει σήμερα– η επιστημονική (δηλ. τό μοντέλο τών φυσικών επιστημών). Κάθε μιά από αυτές τίς βασικές ανθρώπινες τοποθετήσεις, έχει μέ τόν τρόπο της σχέση μέ τήν θρησκεία, καί κάθε μιά της τελειώνει, μέ τόν τρόπο της ξανά, εμποδίζοντάς την. Καμιά της δέν ταυτίζεται μαζί της αλλά ταυτοχρόνως καί καμιά της δέν είναι ουδέτερη μαζί της. Κάθε μιά της μπορεί νά τής προσφέρει μιά καλή υπηρεσία αλλά μπορεί καί νά τήν μπερδέψει επίσης.
Στίς συνέπειες τής συγχρόνου νοοτροπίας μας, καθαρά επιστημολογικής, πού αφήνει τό ίχνος της συστηματικά σέ κάθε μας υπαρξιακό αίσθημα καί μάς ορίζει τήν θέση μας στό πραγματικό, στίς συνέπειες λοιπόν, ανήκει ο περιορισμός μας στά «φαινόμενα», σ’αυτό πού φαίνεται καί μπορεί νά συλληφθεί. Παραιτηθήκαμε από τήν έρευνα τής κρυμμένης ουσίας τών πραγμάτων, από τήν πυροδότηση τής ουσίας αυτού τού ιδίου τού είναι. Αυτή η προσπάθεια μάς φαίνεται πλέον σάν στείρα, καθώς τό βάθος τού είναι τελικώς μάς φαντάζει απρόσιτο. Συγκεντρωθήκαμε λοιπόν στήν προοπτική μας, περιοριστήκαμε στό ορατό μέ τήν ευρεία του έννοια, σ’αυτό πού μπορεί νά μετρηθεί μέ τίς δικές μας παραμέτρους.
Η μέθοδος τών φυσικών επιστημών βασίζεται αποκλειστικώς στόν περιορισμό της στό ελεγχόμενο φαινόμενο. Αυτό μάς φτάνει. Μ’αυτό μπορούμε νά εργαστούμε μέ φρενήρη ρυθμό, κατασκευάζοντας τοιουτοτρόπως μέ τά χέρια μας τόν κόσμο στόν οποίο μπορούμε νά ζήσουμε σάν άνθρωποι. Κατά συνέπεια, στήν ύπαρξη καί στήν μοντέρνα σκέψη άρχισε νά επιβάλλεται σιγά-σιγά μιά νέα έννοια τής αλήθειας καί τής πραγματικότητος, η οποία κυριαρχεί, ως επί τό πλείστον ασυνείδητα, σάν αρχή εμπνεύσεως τών ιδεών μας καί τών λόγων μας, καί η οποία μπορεί νά ελεγχθεί μέ τήν σειρά της μόνον εάν εκτεθεί στό πεδίο τής συνειδήσεως.
Σ’αυτό τό σημείο ακριβώς, διακρίνεται καθαρά η αναγκαία λειτουργία τής σκέψης η οποία δέν είναι δεμένη στίς φυσικές επιστήμες, η οποία πρέπει νά σκεφθεί αυτό πού δέν μπορούν νά σκεφθούν καί νά φέρει στή συνείδηση τήν ανθρώπινη προβληματική αυτής τής κατευθύνσεως.
α)Το πρώτο στάδιο : Η γέννησις τού ιστορικισμού. 
Κάθε φορά πού προσπαθούμε νά γνωρίσουμε τόν τρόπο μέ τόν οποίο φθάσαμε στήν παραπάνω νοητική διατύπωση, μπορούμε νά τoνίσουμε δύο διαφορετικά στάδια πνευματικής αλλαγής. Τό πρώτο, προετοιμασμένο από τόν Καρτέσιο, αποκτά τήν τελική του μορφή στόν Κάντ, κι ακόμη νωρίτερα σέ μιά εντελώς διαφορετική προσέγγιση τής σκέψης, στόν Ιταλό φιλόσοφο Giambattista Vico(1688-1744), ο οποίος διατυπώνει πρώτος μιά ιδέα εντελώς καινούρια περί αληθείας καί γνώσεως, προεικονίζοντας τόν τυπικό ορισμό τού μοντέρνου πνεύματος όσον αφορά τήν αλήθεια καί τήν πραγματικότητα. Στήν σχολαστική εξίσωση «Verum est ens», τό αληθινό είναι το Είναι, αντιπροτάσσει τήν δική του αρχή «Verum quia factum», αναγνωρίζουμε γιά αληθινό μόνον αυτό πού εμείς οι ίδιοι έχουμε φτιάξει.Αυτός ο ορισμός δείχνει πραγματικά τό τέλος τής αρχαίας μεταφυσικής καί τήν αρχή τού μοντέρνου πνεύματος.
Η επανάσταση τού μοντέρνου πνεύματος απέναντι σέ οτιδήποτε είναι παρελθόν, παρουσιάζεται σ’αυτόν τόν ορισμό μεγαλειωδώς. Γιά τήν αρχαιότητα καί τόν μεσαίωνα, αντιθέτως, αυτό τό ίδιο τό Είναι είναι αληθινό καί επομένως μπορεί νά γνωσθεί, καθώς τό έφτιαξε ο Θεός  ο οποίος είναι ο κατ’εξοχήν Νούς. Τό έφτιαξε επειδή τό σκέφτηκε.
Στό δημιουργικό πνεύμα, il creator spiritus, σκέψη καί πράξη αποτελούν μιάν αδιαχώριστη ενότητα: η σκέψη του είναι ήδη μιά δημιουργία. Τά πράγματα υπάρχουν επειδή Αυτός τά έχει σκεφτεί. Έτσι, γιά τήν αρχαία καί μεσαιωνική αντίληψη κάθε όν είναι ένα όν σκέψης, μιά σκέψη τού απολύτου πνεύματος. Κι αυτό συνεπάγεται αυτομάτως: πώς επειδή κάθε όν είναι σκέψη, κάθε όν είναι επίσης νόημα, λόγος, αλήθεια. Η ανθρώπινη σκέψη τοιουτοτρόπως είναι ένας αναστοχασμός αυτού του ιδίου του είναι, μια αντανάκλαση πάνω στη σκέψη που είναι αυτό το ίδιο το ον. Έτσι ο άνθρωπος μπορούσε να στοχαστεί πάνω στον λόγο, στο νόημα τού είναι, επειδή ακριβώς ο ίδιος ο λόγος του, η νόησή του, είναι λόγος τού Λόγου, σκέψη της αρχικής σκέψης, του δημιουργικού πνεύματος που διαπερνά όλο το είναι.
Αντιθέτως το έργο του ανθρώπου, σύμφωνα με την άποψη των αρχαίων και του Μεσαίωνος, φαντάζει σαν ένα εφήμερο στολίδι. Το Είναι είναι σκέψη και για αυτό κατανοήσιμο, αντικείμενο της σκέψης και της επιστήμης, η οποία τείνει προς την σοφία. Από το άλλο μέρος το έργο τού ανθρώπου είναι ένα ανακάτεμα λόγου και παραλόγου, προοριζομένου επιπλέον με το πέρασμα τού χρόνου να βυθιστεί στο παρελθόν. Δέν προορίζεται γιά τέλεια γνώση, διότι τού λείπει η παρουσία, που είναι η προυπόθεση τού οράματος, και διότι τού λείπει ο λόγος, μια ενυπάρχουσα σημασία. Για όλους αυτούς τούς λόγους, η επιστημονική εργασία τών αρχαίων και τού Μεσαίωνος ισχυριζόταν πώς η γνώση των ανθρωπίνων πραγμάτων ήταν μόνον τέχνη, τεχνική ικανότης, που δέν θα μπορούσε ποτέ της να γίνει πραγματική γνώση, ούτε πραγματική επιστήμη.
Σύν τω χρόνω, στο Μεσαιωνικό παν/μίο, οι τέχνες παρέμειναν μόνον κάτι σαν εισαγωγή στην αυθεντική επιστήμη, την μόνη ικανή να αναστοχαστεί το ίδιο το είναι. Μπορούμε να δούμε την διατήρηση αυτής της οπτικής ακόμη και μέχρι τον Καρτέσιο, στην αρχή της μοντέρνας εποχής, όταν διαμαρτύρεται ξεκάθαρα για τον δήθεν επιστημονικό χαρακτήρα της ιστορίας. Κατ’αυτόν, ο ιστορικός ο οποίος αναλαμβάνει να γνωρίσει την αρχαία Ρωμαϊκή ιστορία, θα γνώριζε στο τέλος πολύ λιγότερα απ’ όσα ήξερε για αυτήν ένας Ρωμαίος μάγειρος. Η κατανόηση δέ των Λατινικών θα σήμαινε να μήν γνωρίζουμε τίποτε περισσότερο απο όσα γνώριζε μια υπηρέτρια του Κικέρωνα. Ακριβώς όμως εκατό χρόνια αργότερα ο Βίκο, θα ανατρέψει ολοκληρωτικά τον κανόνα της αλήθειας που ίσχυε στον Μεσαίωνα και ο οποίος είχε εκφραστεί για άλλη μια φορά με τον Καρτέσιο, ενεργοποιώντας έτσι την θεμελιώδη στροφή του μοντέρνου πνεύματος. Μόνον τώρα αρχίζει να διακρίνεται η νοοτροπία που γεννήθηκε απο την επιστημονική εποχή, και στης οποίας το όριο αναπτύξεως βρισκόμαστε όλοι μας περιπεπλεγμένοι.
Στα μάτια του Καρτέσιου παρουσιάζεται ακόμη σαν πραγματική βεβαιότης, αποκλειστικώς η απλή τυπική βεβαιότης της νοήσεως, κεκαθαρμένη απο κάθε αβεβαιότητα ενυπάρχουσα στα γεγονότα.
Πάντως η στροφή προς την κατεύθυνση των μοντέρνων χρόνων διακρίνεται ήδη στην σκέψη του, όταν εννοεί αυτή την νοητική βεβαιότητα εμπνεόμενος αποκλειστικά απο το μοντέλο της μαθηματικής βεβαιότητος, υψώνοντας μάλιστα τα ίδια τα μαθηματικά σε βασική μορφή κάθε νοήσεως. Μόνο που, ενώ εδώ τα γεγονότα πρέπει να αποκλειστούν για να έχουμε βεβαιότητα, ο Βίκο ανακοινώνει ακριβώς την αντίθετη θέση. Επανερχόμενος στον Αριστοτέλη, ο Ιταλός φιλόσοφος εξηγεί πώς η αληθινή γνώση είναι μια γνώση των αιτίων. Γνωρίζω ένα πράγμα όταν γνωρίζω την αιτία του. Κατανοώ αυτό που είναι αιτιολογημένο όταν γνωρίζω την αιτία του. Απο αυτές τις αρχαίες ιδέες όμως εξάγεται τώρα ένα συμπέρασμα εντελώς καινούργιο, και δηλώνεται : εάν στην αληθινή επιστήμη ανήκει και η γνώση των αιτίων, τότε είμαστε πραγματικά ικανοί να γνωρίσουμε μόνο αυτό που εμείς οι ίδιοι φτιάξαμε, διότι εμείς γνωρίζουμε αποκλειστικώς και μόνον  τούς εαυτούς μας.
Προκύπτει λοιπόν πώς στην θέση της αρχαίας ταυτότητος, αλήθεια = είναι, υπεισέρχεται η καινούργια: αλήθεια = κατασκευή. Γνωρίζεται μόνον το Factum, δηλ. αυτό που εμείς φτιάξαμε. Γι’ αυτό και χρέος και δυνατότης τού ανθρωπίνου πνεύματος δέν είναι πλέον ο στοχασμός πάνω στο είναι, αλλά στην κατασκευή, σε ό,τι φτιάχτηκε στον κόσμο του ανθρώπου, διότι μόνον αυτόν είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε. Ο άνθρωπος δέν δημιούργησε τον κόσμο, και γι’ αυτό τού παραμένει άγνωστος στο αληθινό του βάθος. Μία ολοκληρωμένη γνώση, αποδείξιμη, φαίνεται πλέον δυνατή μόνον μέσα στα πλαίσια των μαθηματικών αναπαραστάσεων και στο πεδίο της ιστορίας,  η οποία είναι ακριβώς ο τόπος όλων όσων έπραξε ο άνθρωπος και κατά συνέπεια όλων όσων μπορεί να αποκτήσει την γνώση. Στο μέσο του ωκεανού της αμφιβολίας, η οποία, μετά την κατάργηση της αρχαίας μεταφυσικής, τυλίγει απειλητικά την ανθρωπότητα απο τις αρχές της μοντέρνας εποχής, αποκαλύπτεται στο Factum, η σταθερή γή όπου ο άνθρωπος μπορεί να προσπαθήσει να ξακακτίσει μια ύπαρξη.
Έτσι ξεκινάει η υπεροχή του Factum, η ριζική κατεύθυνση του ανθρώπου προς το έργο του, το μοναδικό που μπορεί να γνωρίσει.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: