Τελευταίο
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ : Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2018
Ernst Topitsch
Kritik der Hegel-Apologeten-Η κριτική των απολογητών του Hegel
Αυτά τα θεμελιώδη μοτίβα τής σκέψης τού Hegel, την προδιαγράφουν ως ιδεολογία εξουσίας, την προορίζουν για μια αυταρχική οργάνωση τού κράτους, και δικαιολογούν την συγγένειά της προς την απολυταρχία, η οποία τότε ακόμα δεν υπήρχε. Τέτοιου είδους δεδομένα, δεν είναι δυνατόν να διαγραφούν ως να μην υπήρξαν. Δεν μπορούν να διαγραφούν τονίζοντας πως το κράτος που προτείνει η Rechtsphilosophie επέφερε “φιλελεύθερες βελτιώσεις” συγκρινόμενο με το πρωσικό κράτος τού 1820, τονίζοντας τόν σχετικά προοδευτικό χαρακτήρα αυτής τής Πρωσίας σε σύγκριση με τις άλλες μοναρχίες τής εποχής, ή επαινώντας την κίνηση τού φιλοσόφου, που μίλησε υπέρ κάποιων φοιτητών που ως “δημαγωγοί”, είχαν προβλήματα με την αστυνομία. Μπορούμε επίσης να αφήσουμε κατά μέρος την υπεράσπιση τού Hegel εναντίον κατηγοριών που του αποδίδουν προσωπική “προσαρμογή” και αδυναμία χαρακτήρος ενώπιον τών κρατούντων στο Βερολίνο. Εδώ πρόκειται περί πολύ πιο θεμελιωδών θεμάτων.
Και αν ο συγγραφέας του παρόντος άρθρου πιέζει με μεγάλη επιμονή ώστε να σπάσει το ταμπού που περιβάλλει για πολύ καιρό το θέμα “ Hegel και Τρίτο Ράιχ”, ο σκοπός λοιπόν δεν είναι μόνο το ξεκαθάρισμα των ιστορικών συσχετίσεων, αλλά και η κριτική ανάλυση των θεμελιωδών μορφών σκέψης τού φιλοσόφου, και μάλιστα εκείνων που βρίσκονται στην θεολογία τής ιστορίας και της κοινωνίας. Η αναγκαιότητα αυτού του ξεκαθαρίσματος και τής ανάλυσης γίνεται ακόμα πιο επιτακτική, αν αναλογισθούμε πως σήμερα, σε μερικούς κύκλους διανοητών, ακριβώς αυτές οι μορφές σκέψης, θεωρούνται ως η θεωρητική εγγύηση τής αληθινής ελευθερίας, ανθρωπιάς και δημοκρατίας. Αυτή την πίστη εξέθεσε ο συγγραφέας, με τις έρευνες του, στο ρίσκο μιας διεξοδικής εξέτασης.
Έτσι και στον χώρο της “νέας αριστεράς” προσπάθησαν να διατηρήσουν αυτό το βολικό ταμπού. Ο J. Habermas πχ, μετά την έκδοση του δοκιμίου “Hegel und das Dritte Reich“, όπου ο συγγραφέας ασχολείται με αυτό ακριβώς το σύμπλεγμα των δεδομένων, προσπάθησε να αποσπάσει την προσοχή των αναγνωστών με τον ισχυρισμό πως όλα αυτά τα έχουν καταρρίψει εδώ και καιρό ο J. Ritter και ο H. Marcuse[1]. Δεν τον ενόχλησε όμως καθόλου το γεγονός, πως οι αναφερθέντες συγγραφείς δεν άγγιξαν καν εκείνα τα μοιραία δεδομένα, αλλά με επιμέλεια τα αγνόησαν. Στο μεταξύ φαίνεται πως κάτι αλλάζει. Σε μια από τις τελευταίες δημοσιεύσεις του ο Adorno έχει πολύ εύστοχα επισημάνει, πως η κοινωνική φιλοσοφία του Hegel υποστηρίζει την ανωτερότητα τού κράτους, δικαιολογεί την εξουσία και αρνείται κάθε κριτική: “Ο Hegel, στον οποίο κορυφώνεται αυτό που ξεκίνησε ο Καντ, και ο οποίος σε πολλά σημεία ταυτίζει την σκέψη με την άρνηση και την κριτική, έχει παράλληλα και μια άλλη τάση: το βούλωμα της κριτικής. Όποιος εμπιστεύεται την περιορισμένη δραστηριότητα τής ιδικής του λογικής, χαρακτηρίζεται από τον Hegel με μια πολιτική βρισιά ως “Raisonneur (φερέφωνο)”. Τον κατηγορεί για ματαιοδοξία, γιατί δεν λαμβάνει υπόψιν του τα όριά του, ανίκανος να υποταχθεί σε κάτι ανώτερο το οποίο συλλαμβάνει την ολότητα. Αυτό το ανώτερο είναι αυτό που υπάρχει. Η αποστροφή του Hegel προς την κριτική πάει μαζί με την τοποθέτηση του πως το πραγματικό είναι το λογικό. Σύμφωνα με την εξουσιαστική υπόδειξη τού Hegel, εκείνος που πραγματικά έχει τον έλεγχο τής λογικής του, είναι αυτός που δεν εμμένει στην αντίθεση τής λογικής προς το υπαρκτό, αλλά εκεί μέσα ξαναβρίσκει την λογική του. Ο πολίτης ως μονάδα πρέπει να παραδοθεί μπρος στην πραγματικότητα. Η μη χρήση της κριτικής υπονοεί ανώτερη σοφία... Το περιεχόμενο εκείνων των σημείων στον Hegel όπου συμπυκνώνεται η αντικριτική του τάση, έχει κοινωνικό χαρακτήρα. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς κοινωνιολόγος, ώστε από την ειρωνεία εναντίον του Raisonneur και του βελτιωτή του κόσμου να εξάγει το κήρυγμα, που σκοπό έχει να κρατήσει σε ησυχία τον υποταγμένο, ο οποίος λόγω της βλακείας του, για την αλλαγή της οποίας ο ίδιος δεν έχει καμιά εξουσία, απορρίπτει τις αποφάσεις που πήραν οι ανώτεροι γι' αυτόν, και είναι ανίκανος να αναγνωρίσει πως όλα γίνονται για το καλό του...”[2]
Μπορούμε να αναγνωρίσουμε λοιπόν, πως αυτά τα αποσπάσματα, που είναι μια καθαρή άρνηση των παραμυθιών που κυκλοφορούν μεταξύ των αριστερών διανοουμένων και αστών-συντηρητικών απολογητών του Hegel, έχουν ένα ειδικό βάρος. Αποτελούν ένα όχι αμελητέο εμπόδιο για την ερμηνεία ως “φιλοσοφικού ατυχήματος", όπως προσπάθησε να παρουσιάσει ο Eric Weil[3] την στάση του Hegel, ο οποίος (Hegel) ήταν υπέρμαχος των θεωριών περί απολυταρχικού κράτους. Τα αποσπάσματα αυτά ενισχύουν επίσης την θέση, πως η διδασκαλία περί εθνικού-απολυταρχικού κράτους, που ως κληρονομιά του Hegel είχε δράσει στην Γερμανία μέχρι την διάσπαση του Γ' Ράιχ, δεν είναι με κανένα τρόπο χοντροκομμένη παραμόρφωση ή κατάχρηση των αυθεντικών σκέψεων. Η κριτική όμως του Adorno υποδεικνύει ως τελική συνέπεια των συλλογισμών αυτών το πολιτικό περιεχόμενο της κοινωνικής μεταφυσικής του Hegel, πράγμα που θα μπορούσε να δώσει στην “Νέα Αριστερά” αφορμή να ασχοληθεί επιτέλους εμπεριστατωμένα με την σχέση που έχουν οι μορφές σκέψης αυτής της μεταφυσικής με τις απολυταρχικές δομές και θεωρήσεις. Ελπίζουμε- στα πλαίσια των στόχων της χειραφέτησης- πως θα ξεκινήσει μια τέτοια συζήτηση.
Υπάρχουν όμως ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Όπως προηγουμένως, η αποκάλυψη τής επί μακρόν μυστικά τηρούμενης σχέσης μεταξύ τής εκκλησίας του κλήρου και του εθνικοσοσιαλισμού, έτσι και τώρα, η διάρρηξη του ταμπού που περιέβαλε το σύμπλεγμα “Hegel και Γ' Ράιχ” από το 1945, προκαλεί ένα μείγμα θυμού και απελπισίας, που φαίνεται πως είναι κάτι το αναμενόμενο στις καταστάσεις αυτές. Ενώπιον τού πλήθους εντυπωσιακών και ξεκάθαρων ντοκουμέντων, η άρνηση είναι χωρίς προοπτική επιτυχίας, αλλά οι άνθρωποι δεν είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες. Έτσι στρέφονται εναντίον εκείνου που αποκάλυψε την μοιραία κατάσταση.
Έτσι και κάποιος σχολιαστής τού δοκιμίου μου “Die Sozialphilosophie Hegels als Heilslehre und Herrschaftsideologie”, δεν μπορούσε να αποφύγει να επαινέσει το γεγονός πως χρησιμοποιήθηκαν πηγές που αποδεικνύουν τις θέσεις του δοκιμίου. Όταν όμως πρόκειται να βγουν συμπεράσματα, που αναπόφευκτα προκύπτουν από τα δεδομένα, το δοκίμιο προκαλεί την οργή του κριτικού, ο οποίος κατηγορεί τον συγγραφέα για “επί σκοπού δηλητηριασμό της ατμόσφαιρας”.[4]
Πώς αντιμετωπίζει ο σχολιαστής εκείνο το σύμπλεγμα δεδομένων; Όπου δεν είναι δυνατόν να αρνηθεί ή να κρύψει κάτι, προσπαθεί να μειώσει την σοβαρότητα του ζητήματος: “Όπως ο εθνικοσοσιαλισμός προώθησε την γερμανική τέχνη και τα γερμανικά προϊόντα, έτσι προώθησε και τον γερμανικό ιδεαλισμό, γιατί φέρει την ετικέτα 'γερμανικός'”. Οι κοινωνικοί φιλόσοφοι του εθνικοσοσιαλισμού φυσικά και “έκαναν κατάχρηση” και “παραμόρφωσαν” την κληρονομιά του Hegel. Πρόκειται και εδώ-όπως ίσως και σε άλλες περιπτώσεις-περί “ιδεολογικής κατάχρησης μορφών σκέψης οι οποίες κατανοήθηκαν επιφανειακά”, κτλ.[5]
Αν πράγματι ήταν έτσι, δεν θα υπήρχε λόγος να αποτελεί ταμπού μια ολόκληρη σειρά ερωτημάτων, για πάνω από 25 χρόνια. Μάλλον θα χρησιμοποιούσαν την μοναδική ευκαιρία, αμέσως μετά το 1945, ώστε στην θέση τής “παραμορφωμένης” και “επιφανειακά κατανοημένης” διαλεκτικής, να αφήσουν να λάμψει η “αληθινή”, και δε θα παρέλειπαν να την προφυλάξουν, ορίζοντας την μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας, από τον κίνδυνο μελλοντικών καταχρήσεων. Αυτό θα ήταν αναγκαίο και για έναν άλλο λόγο: Οι εθνικοσοσιαλιστές εγελιανοί από την πλευρά τους, θα προέβαλαν την απαίτηση πως αυτοί κατέχουν την αληθινή διαλεκτική, και θα χαρακτήριζαν οτιδήποτε αποκλίνει ως κατάχρηση και διαστροφή. Στην πραγματικότητα όμως, δεν προσπάθησε κανείς εδώ και 25 χρόνια να ορίσει οτιδήποτε. Αντί αυτού σκέπασε τα ερωτήματα και τα δεδομένα αυτά μια σιωπή που λέει πολλά.
Περί αυτών σιωπά και ο κριτικός του δοκιμίου. Ναι μεν καταγγέλλει πως “είναι συνταρακτικό ότι οι ιδεολογίες είναι σε θέση να αξιοποιήσουν προπαγανδιστικά οτιδήποτε πέσει στα χέρια τους”[6], αλλά κάνει ακριβώς αυτό που επιτρέπει εκείνη την προπαγανδιστική αξιοποίηση-δηλ αποφεύγει το ερώτημα περί της πραγματικής εφαρμογής τής διαλεκτικής στον χώρο της κοινωνικής φιλοσοφίας και πολιτικής θεωρίας, όπως επίσης αποφεύγει να δώσει ελεγχόμενους κανόνες για την ορθή χρήση της στον χώρο αυτόν. Και αντί να ασχοληθεί με την εφαρμογή εκείνης τής μεθόδου, όπως γίνεται στο δοκίμιο, το οποίο βασίζεται στα κείμενα τού Hegel και των κληρονόμων του, περί κοινωνικής φιλοσοφίας, μεταθέτει το πρόβλημα σε άλλα κείμενα του Hegel-όπως στην "Λογική”- όπου η διαλεκτική εκτίθεται πιο ξεκάθαρα και αυστηρότερα.[7]
Και αν τα πράγματα ήταν όντως έτσι, τα αποφασιστικά ερωτήματα για το θέμα μας παραμένουν ανοικτά: γιατί είναι η διαλεκτική κατάλληλη στον χώρο της κοινωνίας, όπου επικρατεί η σκληρή πραγματικότητα και συγκεκριμένες ανθρώπινες ιστορίες, αλλά είναι τόσο αυθαίρετη στις ιδεολογικές τροποποιήσεις; Γιατί είναι τόσο δύσκολο να δοθεί μια επεξήγηση, ακριβώς στο σημείο όπου αυτό είναι τόσο αναγκαίο; Από αυτά όμως τα τόσο σημαντικά, στο θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο, προβλήματα προσπαθεί να διαφύγει: η “αληθινή” διαλεκτική είναι πάντα σε σημείο διαφορετικό από εκείνο στο οποίο ασκείται η κριτική.
Είναι φυσικά αυτονόητο, πως μια τέτοια στρατηγική, που σκοπό έχει την αποφυγή των αποφασιστικών ερωτημάτων και την με τον τρόπο αυτόν επιτευχθείσα παρεμπόδιση κάθε λογικής συζήτησης, απαιτεί ένα κατάλληλο καμουφλάζ. Όποιος απαιτεί περισσότερες λεπτομέρειες περί του ρόλου της διαλεκτικής, θα κατηγορηθεί για δογματισμό, ή για αυτό που οι ίδιοι διαλεκτικοί κάνουν με μιαν εντυπωσιακή επιμονή: ότι δηλαδή παρεμποδίζουν την συζήτηση.
Έτσι ο κριτικός του δοκιμίου κατηγορεί τον συγγραφέα, πως προϋποθέτει ως “απόλυτη πίστη” ότι “μόνο μια μη διαλεκτική διδασκαλία μπορεί να είναι επιστημονική”[8] Ο συγγραφέας όμως έχει δηλώσει ξεκάθαρα στο δοκίμιο πως “είναι υπόθεση των διαλεκτικών να διατυπώσουν τα δικά τους κριτήρια, ως εναλλακτική προς αυτά που βρίσκονται στις μη διαλεκτικές επιστημονικές θεωρίες." Τονίζει μάλιστα πως η όσο το δυνατόν ακριβής διατύπωση τέτοιων κριτηρίων εξέτασης, ε'ιναι επιθυμητή, γιατί θα συμβάλει σε μια λογική συζήτηση επί του θέματος.”[9] Μια τέτοια συζήτηση όμως-όπως δείχνει η 25χρονη εμπειρία-δεν είναι επιθυμητή στους εκπροσώπους της διαλεκτικής. Και ποιος είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να διαφύγει κανείς; Με το να ισχυριστούν πως ο ενοχλητικός περίεργος προσπαθεί από την αρχή κιόλας να καταπνίξει[10]κάθε πιθανή συζήτηση επί του θέματος, και να ρίχνουν λετσι το φταίξιμο στον ερευνητή.
Επίσης, δεν φταίει ο ερωτών που η διερεύνηση αυτού του συμπλέγματος διεξάγεται σε μια πολιτικά δηλητηριασμένη ατμόσφαιρα. Φταίει μάλλον το γεγονός, πως στον αιώνα μας αμέτρητοι άνθρωποι,κάτω από την αιγίδα διαλεκτικών ιδεολογιών- “δεξιών” ή “αριστερών”- καταπιέστηκαν, εξευτελίστηκαν, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, δολοφονήθηκαν, και το ακόμα πιο ντροπιαστικό είναι πως ενώπιον αυτών των τρομακτικών βασάνων, οι εκπρόσωποι της διαλεκτικής δεν ξέρουν να κάνουν τίποτε άλλο παρά να επαναλαμβάνουν, με την σταθερότητα θιβετανικών τυμπάνων προσευχής: “κατάχρηση, κατάχρηση, κατάχρηση...”. Ταυτόχρονα όμως, παρεμποδίζουν την διαφώτιση του όλου συμπλέγματος, και κρατούν έτσι ανοιχτές τις πύλες για μελλοντικές “καταχρήσεις”.
Κατηγορούν μερικοί τους “θετικιστές” σήμερα για “απάνθρωπη” διάθεση. Ισχυρίζονται πως οι “θετικιστές” αποφεύγουν την ευθύνη που έχουν απέναντι στην κοινωνία, και αποτραβιούνται στους φιλντισένιους πύργους τής “καθαρής” επιστήμης, ώστε ανενόχλητοι να διεξάγουν το παιχνίδι με τις χάντρες, με απόκοσμες τέχνες συλλογισμών. Στην πραγματικότητα όμως, ο “θετικισμός” αναπτύχθηκε, στην πατρίδα τού συγγραφέα, την Αυστρία, κάτω από σκληρή και συχνά επώδυνη αντιπαράθεση με διάφορες άρχουσες δυνάμεις και ιδεολογίες. Αυτό ισχύει τόσο για τον νεοθετικισμό τού “Κύκλου της Βιέννης”, όσο και για τον κριτικό ορθολογισμό του Karl Popper, για την “καθαρή θεωρία δικαίου” του Hans Kelsen, για την ψυχανάλυση, αλλά ισχύει και για τις ελάχιστα γνωστές εργασίες του Heinrich Gomprez, περί ανάλυσης των κοσμοθεωριών. Πολλοί εκπρόσωποι αυτών των ρευμάτων εξαναγκάστηκαν από απολυταρχικές εξουσίες να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους. Και φυσικά ο λόγος για την δίωξη τους δεν ήταν το γεγονός πως οι σκέψεις τους ήταν απόκοσμες και άσχετες με την κοινωνία. Στα πλαίσια τής παράδοσης αυτής ανήκει και η ανάλυση των κοσμοθεωριών όπως προσπαθεί να την αναπτύξει ο συγγραφέας.
Έκανε έτσι πολλές προσπάθειες να διαφωτίσει τις ιδεολογίες εξουσίας, και να υποδείξει ότι δεν στέκουν. Στην προσπάθεια του αυτή βρήκε πολλές φορές μπροστά του την κοινωνική φιλοσοφία του Hegel, και τα ρεύματα που πήγαζαν από αυτήν. Δεν μπορούμε φυσικά να κατηγορήσουμε τον φιλόσοφο για όλα όσα έκαναν οι κληρονόμοι και επίγονοί του. Αλλά όλο αυτό το φιλοσοφικό, ιστορικό και πολιτικό σύμπλεγμα έπρεπε επιτέλους να αναλυθεί κριτικά και να γίνει διαφανές. Το πόσο αναγκαίο είναι αυτό το αποδεικνύει η μακρά σιωπή πάνω στα ερωτήματα αυτά, όπως και η θυμώδης αντίδραση μερικών εμπλεκομένων. Η προσπάθεια αθώωσης τού Hegel είναι προσπάθεια αθώωσης ενός εγκληματία.
TEΛΟΣ
Αμέθυστος
[2] Th. W. Adorno: Kritik. In: Die Zeit, Nr. 26, Hamburg, 27.6.1969, S. 22.
[3] E. Weil, S. 17
[4] H.-D. Klein in: Wiener Jahrbuch für Philosophie, 1968, S.330.
[5] H.-D. Klein in: Wiener Jahrbuch für Philosophie, 1968, S.327.
[6] H.-D. Klein in: Wiener Jahrbuch für Philosophie, 1968, S.327.
[7] Περί της κριτικής της “Λογικής” του Hegel από την σκοπιά της σύγχρονης λογικής, πρβλ. H. Lenk: Kritik der logischen Konstanten. Philosophische Begründungen der Urteilsformen vom Idealismus bis zur Gegenwart. Berlin 1968, S. 257.
[8] H.-D. Klein in: Wiener Jahrbuch für Philosophie, 1968, S.326
[9] E. Topitsch: Die Sozialphilosophie Hegels als Heilslehre und Herrschaftsideologie. Neuwied-Berlin 1967, S. 100
[10] H.-D. Klein in: Wiener Jahrbuch für Philosophie, 1968, S.330
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου