Συνέχεια από : Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2018
Είναι λοιπόν σαφές πως και στην περίπτωση αυτή, χρησιμοποιήθηκε μια χριστιανική-γνωστικιστική θεωρία απολυτρώσεως για να ερμηνεύσει ενδοκοσμικά φαινόμενα: όπως στον Hegel, με την ενανθρώπιση και το θάνατο του Χριστού, η κένωση τού Θεού φτάνει στο αποκορύφωμά της, αλλά ταυτόχρονα και στο σημείο καμπής, όπου ο Χριστός επαναπροσλαμβάνεται από τον Θεό και αποκτά την αληθινή του θεότητα83, έτσι καί στον Μαρξ, η αυτοαποξένωση τού ανθρώπου φτάνει το αποκορύφωμά της στα βάσανα τού προλετάριου, που έχει γίνει πράγμα. Αυτό όμως είναι και το σημείο καμπής, που θα οδηγήσει τον άνθρωπο, μέσω τού ανθρώπου και για χάρη τού ανθρώπου, να αποκτήσει(προσκτήσει) πραγματικά την ανθρώπινη ουσία. Αυτή η πρόσκτηση, που στον κομμουνισμό θα έπρεπε να επιτευχθεί ως θετική άρση τής ιδιοκτησίας και συνεπώς ως άρση τής αυτοαποξένωσης, είναι για τον νεαρό Μαρξ, “η αληθινή λύση τής διένεξης που υφίσταται μεταξύ τού ανθρώπου και της φύσης, και μεταξύ ανθρώπου και ανθρώπου”, αλλά και “το λυμένο αίνιγμα τής ιστορίας όπως και η λύση του”84.
Ο προφήτης λοιπόν τής επανάστασης, βασιζόμενος στην τοποθέτηση αυτή, είναι σε θέση πια να ερμηνεύσει την φιλοσοφία τού Hegel-όπως και κάθε άλλη φιλοσοφία που υπάρχει απλά και μόνο στην σκέψη-ως πλήρη και χαρακτηριστική μορφή αποξένωσης. Η κατηγορία που αίρει εναντίον της είναι πως, “το πνεύμα τής φιλοσοφίας δεν είναι τίποτε άλλο παρά το αποξενωμένο πνεύμα τού κόσμου, το οποίο σκέφτεται μόνο εντός τής αποξένωσής του, και κατανοεί αφηρημένα τον εαυτό του”, και το απόλυτο πνεύμα τού Hegel είναι γι' αυτόν “αφηρημένο πνεύμα”85. Η “αφαίρεση” συνίσταται για τον Μαρξ, στο ότι ο Hegel βάζει μόνο την αυτοσυνειδησία στην θέση τού ολόκληρου, συγκεκριμένου ανθρώπου, και στην θέση τής πραγματικής αυτοαποξένωσης τού πραγματικού ανθρώπου εντός τής καπιταλιστικής διαδικασίας παραγωγής, τοποθετεί με μυστικιστικό τρόπο, την εξαντικειμενοποίηση τής μή αντικειμενικής ουσίας τού ανθρώπου στις διεργασίες τής συνείδησης. Η πραγματική όμως αποξένωση δεν μπορεί να αρθεί με την “απόλυτη γνώση”, παρά μόνο ρεαλιστικά μέσω της σοσιαλιστικής επανάστασης. Και μόνο η υπόθεση ύπαρξης μιας μή αντικειμενικής ουσίας(ον) και τής εξαντικειμενοποίησης της, είναι σύμφωνα με τον Μαρξ απλά “η αντανάκλαση στην γνώση και στην σκέψη τής πραγματικής αποξένωσης της ουσίας τού ανθρώπου86”, και “μια μη αντικειμενική ουσία είναι μια μή ουσία(τέρας-Unwesen), κάτι μη πραγματικό, μη αισθητό, απλά εννοημένο, δηλ μια φανταστική ουσία(ον), αφηρημένη87”.
Η πολεμική αυτή, που γίνεται με ένα τρόπο χαρακτηριστικό για τον Μαρξ, εναντίον τής μυστικιστικής-γνωστικιστικής πίστης σε ένα μη αντικειμενικό “αληθινό εαυτό”, προετοιμάζει, από την μια, την κριτική τοποθέτηση πως η πίστη αυτή, όπως και οι υπόλοιπες μεταφυσικές αντιλήψεις, είναι ψευδαισθητικές αντισταθμίσεις αποτυχιών στο επίπεδο τής πραγματικότητος88. Από την άλλη όμως, η κριτική αυτή κινείται ακόμα εντός τών κατηγοριών τού γνωστικιστικού-αποκαλυπτικού μύθου. Θα μπορούσε μάλιστα να ιδωθεί ως μια αντιπαράθεση μεταξύ τής εσχατολογικής-αποκαλυπτικής και τής με την στενή έννοια γνωστικιστικής πτυχής αυτής τής παράδοσης. Η ψιλή γνώσις, δηλαδή η αυτολύτρωση μόνο στο θεωρητικό επίπεδο μέσω τού εσωτερικού φωτός τής “ιερής γνώσης”, είναι για τον οπαδό τού αποκαλυπτισμού μια ελλιπής μορφή σε σχέση με την “πραγματική”, πρακτική-ενεργό λύτρωση και μεταμόρφωση-με την διπλή έννοια της αναμόρφωσης και εμφάνισης-του κόσμου μέσω τού Θεού και των εργαλείων τής δίκαιας προνοίας του. Και οι δυο πτυχές όμως μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα ίδια “διαλεκτικά” μοντέλα, γιατί και για τις δύο, η δύναμη τού κακού και των βασάνων-εν συντομία τού “αρνητικού”- είναι το κυρίαρχο μοτίβο τής σκέψης τους. Και οι δυο ψάχνουν μια λύση, που νά εμφανίζει την δύναμη αυτή ως αναγκαία αλλά ταυτόχρονα και την άρση της επίσης ως αναγκαία.
Το γεγονός αυτό δείχνει για ακόμα μια φορά, πως η διαλεκτική δεν είναι μέθοδος που οδηγεί στην επιστημονική γνώση, αλλά είναι μια μορφή δραματοποίησης τού κόσμου και του εαυτού (εκείνου που την χρησιμοποιεί), και η οποία μπορεί να τεθεί στην υπηρεσία κάθε συναισθηματικής ή πολιτικής-πρακτικής στάσης και σκοπού. Γι' αυτό δεν εκπλήσσει το γεγονός πως η κεντρική έννοια τής διαλεκτικής τού νεαρού Μαρξ, η αυτοαποξένωση, είναι στον ίδιο βαθμό ευάλωτη στην αυθαίρετη χρήση. Αν στον καιρό του χρησίμευσε στην επίθεση κατά τής καπιταλιστικής οικονομικής τάξης, σήμερα όμως, στην ανατολική Ευρώπη, φαίνεται πως η έκφραση αυτή είναι η λέξη κλειδί τής αντιπολίτευσης τών μαρξιστών διανοουμένων κατά τής κυριαρχίας τής τάξης τών ταγών τού κράτους. Το πόσο μακριά πήγαν στις ιδιωτικές, προφορικές τους συζητήσεις(γιατί οι εκδόσεις είναι για τους γνωστούς λόγους σχεδόν αδύνατες), είναι δύσκολο να διαπιστωθεί89. Είναι όμως αναμφισβήτητα δυνατό, με μικρό μάλιστα κόπο, να δομηθεί μια διαλεκτική εσχατολογία, σύμφωνα με την οποία, τον ακρότατο βαθμό τής αποξένωσης, τής απάνθρωπης κατάστασης τού ανθρώπου που κατάντησε σκέτη λειτουργία, παριστάνει όχι η δυτική, αλλά η σοβιετική μορφή τής κοινωνίας και οικονομίας, και για τον λόγο αυτό αποτελεί τον άμεσο πρόδρομο τής “ανατροπής” προς μια κοινωνία τής αληθινής ανθρωπιάς(Humanität). Μια τέτοια ιδεολογία θα ήταν από επιστημονικής απόψεως τιποτένια, όπως και οι προκάτοχοί της, θα μπορούσε όμως όπως αυτές, να έχει μια κοινωνική επίδραση.
Επειδή όμως η μαρξιστική διαλεκτική έχει επίσης την απαίτηση να θεωρείται επιστημονική γνώση, θα περιγράψουμε εδώ στην κατάληξη τού δοκιμίου τήν σχέση της προς αυτή την γνώση. Τα διαλεκτικά μοντέλα σκέψης, όπως προσπάθησα να δείξω σέ άλλο σημείο του δοκιμίου90, είναι κατανοητά μόνο στα πλαίσια εκείνης τής διαδικασίας εκλογίκευσης και διάλυσης τών μυθικών μορφών ερμηνείας τού κόσμου και τού εαυτού, η οποία(διαδικασία) τελείται και εμφανίζεται κυρίως στην φιλοσοφία(η παραδοσιακή φιλοσοφία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από πολλές απόψεις ως μεταβατική μορφή μεταξύ μύθου και επιστήμης).
Οι μυθικές ερμηνείες τού κόσμου και τού ατόμου, δίνουν κατά κανόνα ένα γενικό προσανατολισμό μέσα στον κόσμο, ο οποίος περιλαμβάνει ισχυρισμούς περί σχέσεων μεταξύ πραγμάτων, ιδιαίτερα χειρισμών και τών συνεπειών τους, κανονισμούς για τους χειρισμούς όπως επίσης πρότυπα συναισθηματικής συμπεριφοράς. Όπου η περιοχή τού πραγματικού περιγράφεται από τις επιστήμες, (που σημαίνει πως περιγράφεται ως σχέσεις διαψεύσιμων δηλώσεων), οι μυθικές παραδοχές αποδεικνύονται εσφαλμένες ή ανεπαρκείς, και πρέπει να παραιτηθούν από την απαίτηση πως είναι αληθείς. Μερικά όμως υπόλοιπα τών πεποιθήσεων, όπως και οι συνήθειες στην γλωσσική έκφραση παραμένουν για πολύ καιρό. Όταν ως “φυσικό νόμο” ονομάζουμε τις με επιστημονικό τρόπο διαπιστωμένες αμετάβλητες, αξιακά ουδέτερες, παραμέτρους τού γίγνεσθαι τής φύσης, τότε μπορούμε να πούμε πως αυτός ο τρόπος τού λέγειν είναι ένα υπόλοιπο τής ερμηνείας τού κόσμου, που τον θεωρεί ως ένα κράτος στο οποίο την τάξη ορίζουν άθραυστοι νόμοι. Η σχέση αυτή βέβαια ούτε μεταβάλλει τίποτα στις εμπλεκόμενες αμετάβλητες παραμέτρους, ούτε προσθέτει κάτι στην γνώση μας. Είναι μια καθαρά γλωσσική συνήθεια ή σύμβαση, και για τον λόγο αυτό δεν μπορεί να διαψευσθεί από τα γεγονότα. Μη διαψεύσιμες είναι επίσης οι συμβουλές για πρακτική συμπεριφορά, οι διδασκαλίες περί φυσικού δικαίου ή οι αισθητικές-στοχαστικές ερμηνείες τού κόσμου, που αποτελούν μια άλλη ομάδα υπόλοιπων τής μυθικής ερμηνείας τού κόσμου. Η λογική ανάλυση και η ιστορική έρευνα όμως περί των θεωριών φυσικού δικαίου, δείχνουν πως αποτελούν(οι θεωρίες αυτές) απλά κενούς τύπους(Leerformeln), που μπορούν να γεμίσουν με οποιοδήποτε ηθικό-πολιτικό περιεχόμενο. Και αυτό έχει ήδη συμβεί.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Είναι λοιπόν σαφές πως και στην περίπτωση αυτή, χρησιμοποιήθηκε μια χριστιανική-γνωστικιστική θεωρία απολυτρώσεως για να ερμηνεύσει ενδοκοσμικά φαινόμενα: όπως στον Hegel, με την ενανθρώπιση και το θάνατο του Χριστού, η κένωση τού Θεού φτάνει στο αποκορύφωμά της, αλλά ταυτόχρονα και στο σημείο καμπής, όπου ο Χριστός επαναπροσλαμβάνεται από τον Θεό και αποκτά την αληθινή του θεότητα83, έτσι καί στον Μαρξ, η αυτοαποξένωση τού ανθρώπου φτάνει το αποκορύφωμά της στα βάσανα τού προλετάριου, που έχει γίνει πράγμα. Αυτό όμως είναι και το σημείο καμπής, που θα οδηγήσει τον άνθρωπο, μέσω τού ανθρώπου και για χάρη τού ανθρώπου, να αποκτήσει(προσκτήσει) πραγματικά την ανθρώπινη ουσία. Αυτή η πρόσκτηση, που στον κομμουνισμό θα έπρεπε να επιτευχθεί ως θετική άρση τής ιδιοκτησίας και συνεπώς ως άρση τής αυτοαποξένωσης, είναι για τον νεαρό Μαρξ, “η αληθινή λύση τής διένεξης που υφίσταται μεταξύ τού ανθρώπου και της φύσης, και μεταξύ ανθρώπου και ανθρώπου”, αλλά και “το λυμένο αίνιγμα τής ιστορίας όπως και η λύση του”84.
Ο προφήτης λοιπόν τής επανάστασης, βασιζόμενος στην τοποθέτηση αυτή, είναι σε θέση πια να ερμηνεύσει την φιλοσοφία τού Hegel-όπως και κάθε άλλη φιλοσοφία που υπάρχει απλά και μόνο στην σκέψη-ως πλήρη και χαρακτηριστική μορφή αποξένωσης. Η κατηγορία που αίρει εναντίον της είναι πως, “το πνεύμα τής φιλοσοφίας δεν είναι τίποτε άλλο παρά το αποξενωμένο πνεύμα τού κόσμου, το οποίο σκέφτεται μόνο εντός τής αποξένωσής του, και κατανοεί αφηρημένα τον εαυτό του”, και το απόλυτο πνεύμα τού Hegel είναι γι' αυτόν “αφηρημένο πνεύμα”85. Η “αφαίρεση” συνίσταται για τον Μαρξ, στο ότι ο Hegel βάζει μόνο την αυτοσυνειδησία στην θέση τού ολόκληρου, συγκεκριμένου ανθρώπου, και στην θέση τής πραγματικής αυτοαποξένωσης τού πραγματικού ανθρώπου εντός τής καπιταλιστικής διαδικασίας παραγωγής, τοποθετεί με μυστικιστικό τρόπο, την εξαντικειμενοποίηση τής μή αντικειμενικής ουσίας τού ανθρώπου στις διεργασίες τής συνείδησης. Η πραγματική όμως αποξένωση δεν μπορεί να αρθεί με την “απόλυτη γνώση”, παρά μόνο ρεαλιστικά μέσω της σοσιαλιστικής επανάστασης. Και μόνο η υπόθεση ύπαρξης μιας μή αντικειμενικής ουσίας(ον) και τής εξαντικειμενοποίησης της, είναι σύμφωνα με τον Μαρξ απλά “η αντανάκλαση στην γνώση και στην σκέψη τής πραγματικής αποξένωσης της ουσίας τού ανθρώπου86”, και “μια μη αντικειμενική ουσία είναι μια μή ουσία(τέρας-Unwesen), κάτι μη πραγματικό, μη αισθητό, απλά εννοημένο, δηλ μια φανταστική ουσία(ον), αφηρημένη87”.
Η πολεμική αυτή, που γίνεται με ένα τρόπο χαρακτηριστικό για τον Μαρξ, εναντίον τής μυστικιστικής-γνωστικιστικής πίστης σε ένα μη αντικειμενικό “αληθινό εαυτό”, προετοιμάζει, από την μια, την κριτική τοποθέτηση πως η πίστη αυτή, όπως και οι υπόλοιπες μεταφυσικές αντιλήψεις, είναι ψευδαισθητικές αντισταθμίσεις αποτυχιών στο επίπεδο τής πραγματικότητος88. Από την άλλη όμως, η κριτική αυτή κινείται ακόμα εντός τών κατηγοριών τού γνωστικιστικού-αποκαλυπτικού μύθου. Θα μπορούσε μάλιστα να ιδωθεί ως μια αντιπαράθεση μεταξύ τής εσχατολογικής-αποκαλυπτικής και τής με την στενή έννοια γνωστικιστικής πτυχής αυτής τής παράδοσης. Η ψιλή γνώσις, δηλαδή η αυτολύτρωση μόνο στο θεωρητικό επίπεδο μέσω τού εσωτερικού φωτός τής “ιερής γνώσης”, είναι για τον οπαδό τού αποκαλυπτισμού μια ελλιπής μορφή σε σχέση με την “πραγματική”, πρακτική-ενεργό λύτρωση και μεταμόρφωση-με την διπλή έννοια της αναμόρφωσης και εμφάνισης-του κόσμου μέσω τού Θεού και των εργαλείων τής δίκαιας προνοίας του. Και οι δυο πτυχές όμως μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα ίδια “διαλεκτικά” μοντέλα, γιατί και για τις δύο, η δύναμη τού κακού και των βασάνων-εν συντομία τού “αρνητικού”- είναι το κυρίαρχο μοτίβο τής σκέψης τους. Και οι δυο ψάχνουν μια λύση, που νά εμφανίζει την δύναμη αυτή ως αναγκαία αλλά ταυτόχρονα και την άρση της επίσης ως αναγκαία.
Το γεγονός αυτό δείχνει για ακόμα μια φορά, πως η διαλεκτική δεν είναι μέθοδος που οδηγεί στην επιστημονική γνώση, αλλά είναι μια μορφή δραματοποίησης τού κόσμου και του εαυτού (εκείνου που την χρησιμοποιεί), και η οποία μπορεί να τεθεί στην υπηρεσία κάθε συναισθηματικής ή πολιτικής-πρακτικής στάσης και σκοπού. Γι' αυτό δεν εκπλήσσει το γεγονός πως η κεντρική έννοια τής διαλεκτικής τού νεαρού Μαρξ, η αυτοαποξένωση, είναι στον ίδιο βαθμό ευάλωτη στην αυθαίρετη χρήση. Αν στον καιρό του χρησίμευσε στην επίθεση κατά τής καπιταλιστικής οικονομικής τάξης, σήμερα όμως, στην ανατολική Ευρώπη, φαίνεται πως η έκφραση αυτή είναι η λέξη κλειδί τής αντιπολίτευσης τών μαρξιστών διανοουμένων κατά τής κυριαρχίας τής τάξης τών ταγών τού κράτους. Το πόσο μακριά πήγαν στις ιδιωτικές, προφορικές τους συζητήσεις(γιατί οι εκδόσεις είναι για τους γνωστούς λόγους σχεδόν αδύνατες), είναι δύσκολο να διαπιστωθεί89. Είναι όμως αναμφισβήτητα δυνατό, με μικρό μάλιστα κόπο, να δομηθεί μια διαλεκτική εσχατολογία, σύμφωνα με την οποία, τον ακρότατο βαθμό τής αποξένωσης, τής απάνθρωπης κατάστασης τού ανθρώπου που κατάντησε σκέτη λειτουργία, παριστάνει όχι η δυτική, αλλά η σοβιετική μορφή τής κοινωνίας και οικονομίας, και για τον λόγο αυτό αποτελεί τον άμεσο πρόδρομο τής “ανατροπής” προς μια κοινωνία τής αληθινής ανθρωπιάς(Humanität). Μια τέτοια ιδεολογία θα ήταν από επιστημονικής απόψεως τιποτένια, όπως και οι προκάτοχοί της, θα μπορούσε όμως όπως αυτές, να έχει μια κοινωνική επίδραση.
Επειδή όμως η μαρξιστική διαλεκτική έχει επίσης την απαίτηση να θεωρείται επιστημονική γνώση, θα περιγράψουμε εδώ στην κατάληξη τού δοκιμίου τήν σχέση της προς αυτή την γνώση. Τα διαλεκτικά μοντέλα σκέψης, όπως προσπάθησα να δείξω σέ άλλο σημείο του δοκιμίου90, είναι κατανοητά μόνο στα πλαίσια εκείνης τής διαδικασίας εκλογίκευσης και διάλυσης τών μυθικών μορφών ερμηνείας τού κόσμου και τού εαυτού, η οποία(διαδικασία) τελείται και εμφανίζεται κυρίως στην φιλοσοφία(η παραδοσιακή φιλοσοφία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από πολλές απόψεις ως μεταβατική μορφή μεταξύ μύθου και επιστήμης).
Οι μυθικές ερμηνείες τού κόσμου και τού ατόμου, δίνουν κατά κανόνα ένα γενικό προσανατολισμό μέσα στον κόσμο, ο οποίος περιλαμβάνει ισχυρισμούς περί σχέσεων μεταξύ πραγμάτων, ιδιαίτερα χειρισμών και τών συνεπειών τους, κανονισμούς για τους χειρισμούς όπως επίσης πρότυπα συναισθηματικής συμπεριφοράς. Όπου η περιοχή τού πραγματικού περιγράφεται από τις επιστήμες, (που σημαίνει πως περιγράφεται ως σχέσεις διαψεύσιμων δηλώσεων), οι μυθικές παραδοχές αποδεικνύονται εσφαλμένες ή ανεπαρκείς, και πρέπει να παραιτηθούν από την απαίτηση πως είναι αληθείς. Μερικά όμως υπόλοιπα τών πεποιθήσεων, όπως και οι συνήθειες στην γλωσσική έκφραση παραμένουν για πολύ καιρό. Όταν ως “φυσικό νόμο” ονομάζουμε τις με επιστημονικό τρόπο διαπιστωμένες αμετάβλητες, αξιακά ουδέτερες, παραμέτρους τού γίγνεσθαι τής φύσης, τότε μπορούμε να πούμε πως αυτός ο τρόπος τού λέγειν είναι ένα υπόλοιπο τής ερμηνείας τού κόσμου, που τον θεωρεί ως ένα κράτος στο οποίο την τάξη ορίζουν άθραυστοι νόμοι. Η σχέση αυτή βέβαια ούτε μεταβάλλει τίποτα στις εμπλεκόμενες αμετάβλητες παραμέτρους, ούτε προσθέτει κάτι στην γνώση μας. Είναι μια καθαρά γλωσσική συνήθεια ή σύμβαση, και για τον λόγο αυτό δεν μπορεί να διαψευσθεί από τα γεγονότα. Μη διαψεύσιμες είναι επίσης οι συμβουλές για πρακτική συμπεριφορά, οι διδασκαλίες περί φυσικού δικαίου ή οι αισθητικές-στοχαστικές ερμηνείες τού κόσμου, που αποτελούν μια άλλη ομάδα υπόλοιπων τής μυθικής ερμηνείας τού κόσμου. Η λογική ανάλυση και η ιστορική έρευνα όμως περί των θεωριών φυσικού δικαίου, δείχνουν πως αποτελούν(οι θεωρίες αυτές) απλά κενούς τύπους(Leerformeln), που μπορούν να γεμίσουν με οποιοδήποτε ηθικό-πολιτικό περιεχόμενο. Και αυτό έχει ήδη συμβεί.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου