Στα σχολικά βιβλία «βαφτίζουν» τα Σκόπια «Μακεδονία» και τον Εμφύλιο «επανάσταση»
Παραχάραξη της Ιστορίας επιχειρεί ο σύμβουλος του υπουργού Παιδείας, Πολυμέρης Βόγλης, που ανέλαβε τη μελέτη των αλλαγών στα σχολικά βιβλία Ιστορίας - Το δικό του βιβλίο «Η αδύνατη επανάσταση» είναι ενδεικτικό των προθέσεών του
«Ο ελληνικός εμφύλιος ήταν μία επανάσταση, η μοναδική στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, έστω και αν, έτσι όπως εξελίχθηκε, δεν θα μπορούσε να αποβεί νικηφόρα». Πρόκειται για την επιστημονική θέση του προέδρου της επιτροπής για την αναμόρφωση του μαθήματος της Ιστορίας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, ο οποίος θεωρεί ότι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να διδαχτούν τα Ελληνόπουλα εκτενώς τον Εμφύλιο.
Ο αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Πολυμέρης Βόγλης, ο οποίος ανέλαβε για λογαριασμό του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής να υποβάλει μελέτη στον υπουργό Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου
αναφορικά με τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στη διδασκαλία της Ιστορίας, κατατάσσει τα Δεκεμβριανά στις «επαναστατικές στιγμές» των Ελλήνων. Στα όσα ενδιαφέροντα υποστηρίζει ο συγκεκριμένος πανεπιστημιακός συγκαταλέγεται και η άποψη που έχει εκφράσει δημοσίως περί «δυσανεξίας της ελληνικής κοινωνίας» να αναγνωρίσει τα Σκόπια με το όνομα «Μακεδονία», με τον ίδιο να προαναγγέλλει ότι στα νέα βιβλία Ιστορίας δεν θα πρέπει να παραλειφθεί, εκτός των άλλων, και «η βία του Ελληνικού Στρατού κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία»!
Πρόσφατα το «ΘΕΜΑ» (9/4/2017) παρουσίασε την περίπτωση του νέου συμβούλου του κ. Γαβρόγλου, με καθήκοντα την επιμόρφωση δασκάλων και καθηγητών, αναπληρωτή καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Χάρη Αθανασιάδη, ο οποίος, μεταξύ άλλων, υποστηρίζει ότι «η Ρεπούση θα έπρεπε να γράψει στο βιβλίο της Ιστορίας και για τις σφαγές καθώς υποχωρούσε ο ελληνικός στρατός, που δεν άφηνε τίποτα όρθιο πίσω του στη Σμύρνη».
Την ίδια άποψη, όμως, έχει και ο πρόεδρος της επιτροπής αναμόρφωσης του Προγράμματος Σπουδών του μαθήματος της Ιστορίας, Πολυμέρης Βόγλης, ο οποίος σε συνέντευξή του στην «Εφημερίδα των Συντακτών» στις 18 Απριλίου, αναφερόμενος στις οδηγίες που θα δώσει σχετικά με τη διδασκαλία των εθνικών τραγωδιών, είπε: «Η διδασκαλία της Ιστορίας οφείλει να δείξει με ποιον τρόπο δημιουργήθηκε ιστορικά η εθνική ταυτότητα, αλλά και γιατί κάποιοι αναγορεύονταν σε “εχθρούς”, σε “άλλους”. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει από την άλλη πλευρά την αποσιώπηση σφαγών ή διωγμών, όπως των σφαγών των Ελλήνων στη διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής, ούτε όμως και τη βία του ελληνικού στρατού κατά τη διάρκεια της μικρασιατικής εκστρατείας». Είχε προηγηθεί τη Μεγάλη Παρασκευή(14/4/2017) η κοινή παρουσία των κυρίων Αθανασιάδη και Βόγλη μαζί με την καθηγήτρια Ιστορίας Μαρία Ρεπούση στις σελίδες της «Αυγής» όπου ανέπτυσσαν τις απόψεις τους για το πώς θα πρέπει να διδάσκεται από εδώ και στο εξής η Ιστορία.
Εναν χρόνο νωρίτερα, ο κ. Βόγλης, ο οποίος θεωρεί ότι ο ιστορικός «πρέπει να έχει δημόσια παρουσία και λόγο», είχε πάρει θέση πάλι μέσω συνέντευξής του σε ένα ακόμα σημαντικό ζήτημα, αυτό της ονομασίας των Σκοπίων. Μιλώντας στην ιστοσελίδα popaganda.gr και τοποθετούμενος σχετικά με «τα αντιδραστικά, εθνικιστικά αντανακλαστικά μας που αναζωπυρώθηκαν» όταν ο υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής Γιάννης Μουζάλας αποκάλεσε το γειτονικό κρατίδιο «Μακεδονία» σε συνέντευξη Τύπου, απάντησε: «Αναδύθηκε εκ νέου το αδιέξοδο της εξωτερικής ελληνικής πολιτικής τις τελευταίες δεκαετίες. Μία χώρα η οποία έχει αναγνωριστεί από πάρα πολλές άλλες -117 αν δεν απατώμαι- με το ακατονόμαστο όνομα η Ελλάδα επιμένει να την ονομάζει διαφορετικά, τηρώντας το γράμμα και όχι την ουσία». Εξηγώντας «τη δυσανεξία της ελληνικής κοινωνίας» για το θέμα αυτό, αναφέρθηκε στα αντανακλαστικά «που έχουν καλλιεργηθεί συστηματικά επί χρόνια και έχουν μετατρέψει μια σειρά από ζητήματα σε ταμπού. Εχουμε δει τις αρνητικές συνέπειες σε αυτό το πρόβλημα που ταλανίζει την ελληνική κοινωνία και την εξωτερική πολιτική από το 1992. Παρ’ όλα αυτά, έχει παραμείνει ταμπού. Συγχρόνως παρατηρούνται γραφικά φαινόμενα, όπως η εξαφάνιση του ονόματος της χώρας στις αθλητικές συναντήσεις. Είναι, δηλαδή, σαν να εθελοτυφλούμε, να μην αντιλαμβανόμαστε τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο».
Ο κ. Βόγλης, μέλος της οργάνωσης πανεπιστημιακών ΣΥΡΙΖΑ, υπήρξε υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων με το ψηφοδέλτιο του κόμματος υπό τον Γαβριήλ Σακελλαρίδη στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές. Η πρώην αναπληρώτρια υπουργός Παιδείας Σία Αναγνωστοπούλου τον τοποθέτησε κατά τη διάρκεια της θητείας της αντιπρόεδρο του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών, ενώ στις αρχές του χρόνου τού ανατέθηκαν από το Ιδρυμα Εκπαιδευτικής Πολιτικής καθήκοντα προέδρου της επιτροπής ειδικών επιστημόνων για την εκπόνηση μελέτης για την αναμόρφωση του Προγράμματος Σπουδών της Ιστορίας. Σύμφωνα με τη μελέτη που υποβλήθηκε προ ημερών, η διδασκαλία της Ιστορίας θα έχει πλέον ως κύριο στόχο να καλλιεργήσει «μια πλουραλιστική και ανεκτική εθνική ταυτότητα, η οποία θα είναι απαλλαγμένη από μισαλλοδοξία και ξενοφοβία». Η νέα αντίληψη δεν θα εστιάζει πλέον στην πολιτική, στρατιωτική και διπλωματική δράση των μεγάλων προσωπικοτήτων, αλλά στην κοινωνική, οικονομική, πολιτισμική ιστορία, την ιστορία τέχνης και την ιστορία περιβάλλοντος. Στο νέο πλαίσιο, με επανειλημμένες δημόσιες παρεμβάσεις του ο κ. Βόγλης έχει υπερθεματίσει για το πόσο σημαντικό είναι να διδαχτεί ο Εμφύλιος στα σχολεία, αφού, όπως έχει σημειώσει, «δεν είναι δυνατόν να υπάρχει μία μικρή αναφορά μισής περίπου σελίδας στο βιβλίο Ιστορίας της Γ’ Λυκείου γι’ αυτά τα δραματικά γεγονότα».
Ο πρόεδρος της επιτροπής για την αναμόρφωση του μαθήματος της Ιστορίας εστιάζει στο βιβλίο του στη δράση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) και στις συνθήκες που οδήγησαν στην «επανάσταση». «Το εαμικό κίνημα, ριζοσπαστικοποιώντας την ελληνική κοινωνία, είχε δημιουργήσει δυναμική κοινωνικής επανάστασης στην Κατοχή. Αυτή η δυναμική μετασχηματίστηκε σε ολομέτωπη στρατιωτική και πολιτική σύγκρουση κατά τον Εμφύλιο».
Σε αυτές τις συνθήκες «οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις, αντί να προχωρήσουν στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα ικανοποιούσαν τα αιτήματα εκδημοκρατισμού και κοινωνικής δικαιοσύνης που είχε αναδείξει η κοινωνία στα χρόνια της Κατοχής, έθεσαν στόχο τη διάλυση των οργανωτικών δομών και τη συρρίκνωση των κοινωνικών ερεισμάτων του ΕΑΜ ώστε να ανακοπεί η δυναμική της επανάστασης». Επαναστατική είναι και η παρουσίαση των Δεκεμβριανών, που αποτελούν γεγονός-ορόσημο του Εμφυλίου. «Τα Δεκεμβριανά ως επαναστατική στιγμή θα στοιχειώσουν το φαντασιακό του αστικού κόσμου. Η Ελλάδα ήταν μία χώρα χωρίς παρελθόν κοινωνικών επαναστάσεων και ο κίνδυνος του κομμουνισμού είχε διογκωθεί τεχνητά στην προπολεμική περίοδο.
Τα Δεκεμβριανά θα φέρουν αντιμέτωπο τον αστικό κόσμο με την απειλή της επανάστασης». Ο συγγραφέας, αναφερόμενος στη Δεξιά της περιόδου εκείνης, γράφει ότι μέχρι τις εκλογές του 1946 «ο αντικομμουνισμός και η βία έγιναν καταστατικά στοιχεία τού υπό συγκρότηση κρατικού μηχανισμού αλλά και της δεξιάς παράταξης, η οποία αναδιπλώθηκε στην πιο συντηρητική και αντιδραστική εκδοχή της με την επικράτηση των βασιλόφρονων δυνάμεων. Ακόμη, η βία ήταν αναπόσπαστο κομμάτι ενός πλέγματος πολιτικών (όπως οι διώξεις, η εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τους μη εθνικόφρονες, οι οικονομικές διακρίσεις στη διανομή της βοήθειας), που είχαν στόχο να τρομοκρατηθεί η κοινωνική βάση της εαμικής Αριστεράς και να διαλυθούν οι οργανωτικές δομές του ΚΚΕ στην ύπαιθρο. Απέναντι στην εκστρατεία βίας και τρομοκρατίας, η ηγεσία του κόμματος παρέμεινε για αρκετούς μήνες προσηλωμένη στην πολιτική νομιμότητα, αποφασίζοντας να μην απαντήσει ένοπλα και άρα να μην προσδώσει δυναμική στην εμφύλια σύγκρουση».
Οσον αφορά στη μετέπειτα στάση της Αριστεράς σε σχέση με τα γεγονότα του Εμφυλίου, ο κ. Βόγλης σημειώνει ότι «η Αριστερά αποσιώπησε την επαναστατική διάσταση του εμφυλίου πολέμου. Η ήττα και οι οδυνηρές συνέπειές της για χιλιάδες ανθρώπους την οδήγησαν στην απώθηση της ιδέας της επανάστασης. Μετά τον Εμφύλιο προσανατολίστηκε σταθερά στην πολιτική νομιμότητα και τον κοινοβουλευτισμό και θέλησε να “ξεχάσει” το επαναστατικό παρελθόν, το οποίο λειτουργούσε απονομιμοποιητικά για την ενσωμάτωσή της στο πολιτικό σύστημα στο παρόν και δεν συνιστούσε προοπτική για το μέλλον. Υποβάθμισε την επαναστατική διάσταση της εαμικής Αντίστασης προκειμένου να τονίσει τον αγώνα για την εθνική απελευθέρωση, ενώ για τον Εμφύλιο επέλεξε να αναδείξει τη μνήμη των θυμάτων της κρατικής βίας και των διώξεων, παρά τον αγώνα των μαχητών του ΔΣΕ. Μέχρι σχετικά πρόσφατα ο μνημονικός τόπος του Εμφυλίου για την Αριστερά δεν ήταν ο Γράμμος, αλλά η Μακρόνησος».
Θα διδασκόμαστε λιγότερη Ελλάδα, ήρωες, μάχες...
Κάθε εβδομάδα το υπουργείο Παιδείας προαναγγέλλει αλλαγές και σε ένα άλλο μάθημα, με προφανέστατο στόχο τη διαμόρφωση μιας διαφορετικής εθνικής ταυτότητας στους μαθητές. Η αρχή έγινε με τα Θρησκευτικά και ακολούθησε με την Ιστορία. Και όπως όλα δείχνουν, οι αλλαγές θα συνεχιστούν με το μάθημα της Λογοτεχνίας, με τους συνεργάτες του αρμόδιου υπουργού Κωνσταντίνου Γαβρόγλου να θέλουν να αλλάξουν όλη τη διδακτέα ύλη που επί δεκαετίες διαμορφώνει τον εθνικό χαρακτήρα των μαθητών.
Παρά τις αλυσιδωτές αντιδράσεις που εξακολουθούν να προκαλούν οι αλλαγές στο μάθημα της Ιστορίας, αυτές προγραμματίζονται κανονικά να εφαρμοστούν από τη νέα χρονιά. Οι αλλαγές θα ξεκινήσουν από τη Γ’ Δημοτικού και θα αγγίξουν και την ύλη της Α’ Λυκείου, όπου οι μαθητές πλέον θα διδάσκονται γεγονότα της σύγχρονης πολιτικής Ιστορίας, όπως είναι ο πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας και οι επιχειρήσεις για την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν. Μεταξύ των προτάσεων του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) είναι η διδασκαλία του Ψυχρού Πολέμου και η πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων, παραμερίζοντας κεφάλαια της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, αλλά και της Μυθολογίας.
Προτείνεται επίσης ο περιορισμός της αναλυτικής παρουσίασης της Επανάστασης του 1821, παρότι θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν κεφάλαια από τον 15ο αιώνα έως και τη σύγχρονη εποχή. Στην ενότητα, όμως, για την Ελληνική Επανάσταση η διδασκαλία στρέφεται σε βασικά κοινωνικά χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας, όπως ο εκσυγχρονισμός και η εκβιομηχάνιση και λιγότερο στους πρωταγωνιστές της Απελευθέρωσης.Με πρόσχημα την αποφυγή επαναλήψεων των ιστορικών κύκλων, το ΙΕΠ προτείνει τη μετατόπιση του διδακτικού ενδιαφέροντος από τα στρατιωτικά γεγονότα στα κοινωνικά, όπως θέματα που αφορούν τους πρόσφυγες και τη διάσπαση των γειτονικών κρατών.
■ Για την Α’ Λυκείου: Σήμερα διδάσκεται η περίοδος του αρχαίου κόσμου, που καλύπτει τη χρονική περίοδο από τους προϊστορικούς πολιτισμούς της Ανατολής έως την εποχή του Ιουστινιανού. Τώρα προτείνεται η συνολικότερη αναμόρφωση της διδακτέας ύλης που θα καλύπτει πλέον την περίοδο από το 1880 ως σήμερα.
■ Για τη Γ’ Δημοτικού: Σήμερα διδάσκονται βασικά στοιχεία από την ελληνική µυθολογία (η δηµιουργία του κόσµου, η Τιτανοµαχία, οι θεοί και οι θεές του Ολύµπου, ο Προµηθέας, η Πανδώρα, ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα, οι Αθλοι του Ηρακλή, ο Θησέας, η Αργοναυτική εκστρατεία και ο Τρωικός πόλεµος). Προτείνεται πλέον η διδασκαλία των αρχαιοελληνικών µύθων µε αναφορές και συνδέσεις µε µύθους άλλων λαών και η ερµηνευτική τους αποδέσµευση από τις πολιτικές, στρατιωτικές, ιδεολογικές και πολιτισµικές διαδικασίες των προϊστορικών κοινωνιών.
■ Για τη Δ’ Δημοτικού: Σήμερα διδάσκεται η Αρχαία Ελληνική Ιστορία από τη Γεωµετρική Εποχή ως την άνοδο της Ρώµης (η Αθηναϊκή Δηµοκρατία, η Αθήνα και η Σπάρτη, οι Περσικοί πόλεµοι, ο Πελοποννησιακός πόλεµος, ο Χρυσός Αιώνας του Περικλή, τα έργα στην Ακρόπολη, η άνοδος της Μακεδονίας, ο Μέγας Αλέξανδρος και η κατάκτηση της Ανατολής). Το ΙΕΠ προτείνει τη διδασκαλία της οικογενειακής, της προφορικής και της τοπικής Ιστορίας, όπως επίσης και των στοιχείων της θεµατικής Ιστορίας.
■ Για την Ε’ Δημοτικού: Σήμερα οι μαθητές διδάσκονται την άνοδο της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας και τις σχέσεις των Ρωμαίων µε τους Ελληνες, τη µετάβαση από τη Ρωµαϊκή στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, την Κωνσταντινούπολη και την ιστορία του βυζαντινού κράτους και την Αλωση. Η καινούρια πρόταση είναι να διδαχθούν την ιστορική εξέλιξη από την Προϊστορία έως την οθωµανική κατάκτηση. Λόγω του µεγάλου χρονικού εύρους της περιόδου, όμως, το μάθημα θα εστιάζει στις σηµαντικές κοινωνικές και πολιτισµικές αλλαγές που συντελούνται στο πέρασµα των αιώνων και λιγότερο στην εξέταση συγκεκριµένων προσώπων ή γεγονότων.
■ Για τη ΣΤ’ Δημοτικού: Η σημερινή διδακτέα ύλη περιλαμβάνει τις εξελίξεις στην Ευρώπη κατά τους νεότερους χρόνους (Αναγέννηση, Ανακαλύψεις, Διαφωτισµός, οι Δάσκαλοι του Γένους, Επανάσταση του 1821). Πλέον προτείνεται η ιστορική εξέλιξη από τον 15ο αιώνα έως τη σύγχρονη εποχή, με έµφαση στις σηµαντικές τεχνολογικές, κοινωνικές και πολιτισµικές αλλαγές και λιγότερο στην εξέταση συγκεκριµένων προσώπων ή γεγονότων, µε την εξαίρεση της ίδρυσης του ελληνικού κράτους και των δύο Παγκοσµίων Πολέµων.
Ο αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Πολυμέρης Βόγλης, ο οποίος ανέλαβε για λογαριασμό του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής να υποβάλει μελέτη στον υπουργό Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου
αναφορικά με τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στη διδασκαλία της Ιστορίας, κατατάσσει τα Δεκεμβριανά στις «επαναστατικές στιγμές» των Ελλήνων. Στα όσα ενδιαφέροντα υποστηρίζει ο συγκεκριμένος πανεπιστημιακός συγκαταλέγεται και η άποψη που έχει εκφράσει δημοσίως περί «δυσανεξίας της ελληνικής κοινωνίας» να αναγνωρίσει τα Σκόπια με το όνομα «Μακεδονία», με τον ίδιο να προαναγγέλλει ότι στα νέα βιβλία Ιστορίας δεν θα πρέπει να παραλειφθεί, εκτός των άλλων, και «η βία του Ελληνικού Στρατού κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία»!
Πρόσφατα το «ΘΕΜΑ» (9/4/2017) παρουσίασε την περίπτωση του νέου συμβούλου του κ. Γαβρόγλου, με καθήκοντα την επιμόρφωση δασκάλων και καθηγητών, αναπληρωτή καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Χάρη Αθανασιάδη, ο οποίος, μεταξύ άλλων, υποστηρίζει ότι «η Ρεπούση θα έπρεπε να γράψει στο βιβλίο της Ιστορίας και για τις σφαγές καθώς υποχωρούσε ο ελληνικός στρατός, που δεν άφηνε τίποτα όρθιο πίσω του στη Σμύρνη».
Την ίδια άποψη, όμως, έχει και ο πρόεδρος της επιτροπής αναμόρφωσης του Προγράμματος Σπουδών του μαθήματος της Ιστορίας, Πολυμέρης Βόγλης, ο οποίος σε συνέντευξή του στην «Εφημερίδα των Συντακτών» στις 18 Απριλίου, αναφερόμενος στις οδηγίες που θα δώσει σχετικά με τη διδασκαλία των εθνικών τραγωδιών, είπε: «Η διδασκαλία της Ιστορίας οφείλει να δείξει με ποιον τρόπο δημιουργήθηκε ιστορικά η εθνική ταυτότητα, αλλά και γιατί κάποιοι αναγορεύονταν σε “εχθρούς”, σε “άλλους”. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει από την άλλη πλευρά την αποσιώπηση σφαγών ή διωγμών, όπως των σφαγών των Ελλήνων στη διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής, ούτε όμως και τη βία του ελληνικού στρατού κατά τη διάρκεια της μικρασιατικής εκστρατείας». Είχε προηγηθεί τη Μεγάλη Παρασκευή(14/4/2017) η κοινή παρουσία των κυρίων Αθανασιάδη και Βόγλη μαζί με την καθηγήτρια Ιστορίας Μαρία Ρεπούση στις σελίδες της «Αυγής» όπου ανέπτυσσαν τις απόψεις τους για το πώς θα πρέπει να διδάσκεται από εδώ και στο εξής η Ιστορία.
Για τα Σκόπια
Εναν χρόνο νωρίτερα, ο κ. Βόγλης, ο οποίος θεωρεί ότι ο ιστορικός «πρέπει να έχει δημόσια παρουσία και λόγο», είχε πάρει θέση πάλι μέσω συνέντευξής του σε ένα ακόμα σημαντικό ζήτημα, αυτό της ονομασίας των Σκοπίων. Μιλώντας στην ιστοσελίδα popaganda.gr και τοποθετούμενος σχετικά με «τα αντιδραστικά, εθνικιστικά αντανακλαστικά μας που αναζωπυρώθηκαν» όταν ο υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής Γιάννης Μουζάλας αποκάλεσε το γειτονικό κρατίδιο «Μακεδονία» σε συνέντευξη Τύπου, απάντησε: «Αναδύθηκε εκ νέου το αδιέξοδο της εξωτερικής ελληνικής πολιτικής τις τελευταίες δεκαετίες. Μία χώρα η οποία έχει αναγνωριστεί από πάρα πολλές άλλες -117 αν δεν απατώμαι- με το ακατονόμαστο όνομα η Ελλάδα επιμένει να την ονομάζει διαφορετικά, τηρώντας το γράμμα και όχι την ουσία». Εξηγώντας «τη δυσανεξία της ελληνικής κοινωνίας» για το θέμα αυτό, αναφέρθηκε στα αντανακλαστικά «που έχουν καλλιεργηθεί συστηματικά επί χρόνια και έχουν μετατρέψει μια σειρά από ζητήματα σε ταμπού. Εχουμε δει τις αρνητικές συνέπειες σε αυτό το πρόβλημα που ταλανίζει την ελληνική κοινωνία και την εξωτερική πολιτική από το 1992. Παρ’ όλα αυτά, έχει παραμείνει ταμπού. Συγχρόνως παρατηρούνται γραφικά φαινόμενα, όπως η εξαφάνιση του ονόματος της χώρας στις αθλητικές συναντήσεις. Είναι, δηλαδή, σαν να εθελοτυφλούμε, να μην αντιλαμβανόμαστε τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο».Ο κ. Βόγλης, μέλος της οργάνωσης πανεπιστημιακών ΣΥΡΙΖΑ, υπήρξε υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων με το ψηφοδέλτιο του κόμματος υπό τον Γαβριήλ Σακελλαρίδη στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές. Η πρώην αναπληρώτρια υπουργός Παιδείας Σία Αναγνωστοπούλου τον τοποθέτησε κατά τη διάρκεια της θητείας της αντιπρόεδρο του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών, ενώ στις αρχές του χρόνου τού ανατέθηκαν από το Ιδρυμα Εκπαιδευτικής Πολιτικής καθήκοντα προέδρου της επιτροπής ειδικών επιστημόνων για την εκπόνηση μελέτης για την αναμόρφωση του Προγράμματος Σπουδών της Ιστορίας. Σύμφωνα με τη μελέτη που υποβλήθηκε προ ημερών, η διδασκαλία της Ιστορίας θα έχει πλέον ως κύριο στόχο να καλλιεργήσει «μια πλουραλιστική και ανεκτική εθνική ταυτότητα, η οποία θα είναι απαλλαγμένη από μισαλλοδοξία και ξενοφοβία». Η νέα αντίληψη δεν θα εστιάζει πλέον στην πολιτική, στρατιωτική και διπλωματική δράση των μεγάλων προσωπικοτήτων, αλλά στην κοινωνική, οικονομική, πολιτισμική ιστορία, την ιστορία τέχνης και την ιστορία περιβάλλοντος. Στο νέο πλαίσιο, με επανειλημμένες δημόσιες παρεμβάσεις του ο κ. Βόγλης έχει υπερθεματίσει για το πόσο σημαντικό είναι να διδαχτεί ο Εμφύλιος στα σχολεία, αφού, όπως έχει σημειώσει, «δεν είναι δυνατόν να υπάρχει μία μικρή αναφορά μισής περίπου σελίδας στο βιβλίο Ιστορίας της Γ’ Λυκείου γι’ αυτά τα δραματικά γεγονότα».
«Αδύνατη επανάσταση» τα Δεκεμβριανά
Αλλωστε, το κύριο επιστημονικό πεδίο του αφορά στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, την οποία προσεγγίζει ως «επανάσταση» στο βιβλίο του με τίτλο «Η αδύνατη επανάσταση - Η κοινωνική δυναμική του εμφυλίου πολέμου». Ευχαριστώντας αρχικά τον νυν υπουργό Περιβάλλοντος Γιώργο Σταθάκη για τη συνεισφορά του ως πανεπιστημιακού στην έρευνα του συγγραφέα αναφορικά με την οικονομική διάσταση του Εμφυλίου, ο κ. Βόγλης ολοκληρώνει το έργο του με τις ακόλουθες δύο προτάσεις, οι οποίες ορίζουν την ενδιαφέρουσα οπτική του για τα σκοτεινά γεγονότα που άφησαν πίσω τους περισσότερους από 40.000 νεκρούς και αβάσταχτο πόνο διχάζοντας την ελληνική κοινωνία για δεκαετίες: «Ο ελληνικός εμφύλιος ήταν μία επανάσταση, η μοναδική στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, έστω και αν, έτσι όπως εξελίχθηκε, δεν θα μπορούσε να αποβεί νικηφόρα. Υπό αυτή την έννοια, ήταν μία αδύνατη επανάσταση».Ο πρόεδρος της επιτροπής για την αναμόρφωση του μαθήματος της Ιστορίας εστιάζει στο βιβλίο του στη δράση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) και στις συνθήκες που οδήγησαν στην «επανάσταση». «Το εαμικό κίνημα, ριζοσπαστικοποιώντας την ελληνική κοινωνία, είχε δημιουργήσει δυναμική κοινωνικής επανάστασης στην Κατοχή. Αυτή η δυναμική μετασχηματίστηκε σε ολομέτωπη στρατιωτική και πολιτική σύγκρουση κατά τον Εμφύλιο».
Σε αυτές τις συνθήκες «οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις, αντί να προχωρήσουν στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα ικανοποιούσαν τα αιτήματα εκδημοκρατισμού και κοινωνικής δικαιοσύνης που είχε αναδείξει η κοινωνία στα χρόνια της Κατοχής, έθεσαν στόχο τη διάλυση των οργανωτικών δομών και τη συρρίκνωση των κοινωνικών ερεισμάτων του ΕΑΜ ώστε να ανακοπεί η δυναμική της επανάστασης». Επαναστατική είναι και η παρουσίαση των Δεκεμβριανών, που αποτελούν γεγονός-ορόσημο του Εμφυλίου. «Τα Δεκεμβριανά ως επαναστατική στιγμή θα στοιχειώσουν το φαντασιακό του αστικού κόσμου. Η Ελλάδα ήταν μία χώρα χωρίς παρελθόν κοινωνικών επαναστάσεων και ο κίνδυνος του κομμουνισμού είχε διογκωθεί τεχνητά στην προπολεμική περίοδο.
Τα Δεκεμβριανά θα φέρουν αντιμέτωπο τον αστικό κόσμο με την απειλή της επανάστασης». Ο συγγραφέας, αναφερόμενος στη Δεξιά της περιόδου εκείνης, γράφει ότι μέχρι τις εκλογές του 1946 «ο αντικομμουνισμός και η βία έγιναν καταστατικά στοιχεία τού υπό συγκρότηση κρατικού μηχανισμού αλλά και της δεξιάς παράταξης, η οποία αναδιπλώθηκε στην πιο συντηρητική και αντιδραστική εκδοχή της με την επικράτηση των βασιλόφρονων δυνάμεων. Ακόμη, η βία ήταν αναπόσπαστο κομμάτι ενός πλέγματος πολιτικών (όπως οι διώξεις, η εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τους μη εθνικόφρονες, οι οικονομικές διακρίσεις στη διανομή της βοήθειας), που είχαν στόχο να τρομοκρατηθεί η κοινωνική βάση της εαμικής Αριστεράς και να διαλυθούν οι οργανωτικές δομές του ΚΚΕ στην ύπαιθρο. Απέναντι στην εκστρατεία βίας και τρομοκρατίας, η ηγεσία του κόμματος παρέμεινε για αρκετούς μήνες προσηλωμένη στην πολιτική νομιμότητα, αποφασίζοντας να μην απαντήσει ένοπλα και άρα να μην προσδώσει δυναμική στην εμφύλια σύγκρουση».
Οσον αφορά στη μετέπειτα στάση της Αριστεράς σε σχέση με τα γεγονότα του Εμφυλίου, ο κ. Βόγλης σημειώνει ότι «η Αριστερά αποσιώπησε την επαναστατική διάσταση του εμφυλίου πολέμου. Η ήττα και οι οδυνηρές συνέπειές της για χιλιάδες ανθρώπους την οδήγησαν στην απώθηση της ιδέας της επανάστασης. Μετά τον Εμφύλιο προσανατολίστηκε σταθερά στην πολιτική νομιμότητα και τον κοινοβουλευτισμό και θέλησε να “ξεχάσει” το επαναστατικό παρελθόν, το οποίο λειτουργούσε απονομιμοποιητικά για την ενσωμάτωσή της στο πολιτικό σύστημα στο παρόν και δεν συνιστούσε προοπτική για το μέλλον. Υποβάθμισε την επαναστατική διάσταση της εαμικής Αντίστασης προκειμένου να τονίσει τον αγώνα για την εθνική απελευθέρωση, ενώ για τον Εμφύλιο επέλεξε να αναδείξει τη μνήμη των θυμάτων της κρατικής βίας και των διώξεων, παρά τον αγώνα των μαχητών του ΔΣΕ. Μέχρι σχετικά πρόσφατα ο μνημονικός τόπος του Εμφυλίου για την Αριστερά δεν ήταν ο Γράμμος, αλλά η Μακρόνησος».
Θα διδασκόμαστε λιγότερη Ελλάδα, ήρωες, μάχες...
Με πρόσχημα την αποφυγή επαναλήψεων, το ΙΕΠ προτείνει τη μετατόπιση του διδακτικού ενδιαφέροντος
Κάθε εβδομάδα το υπουργείο Παιδείας προαναγγέλλει αλλαγές και σε ένα άλλο μάθημα, με προφανέστατο στόχο τη διαμόρφωση μιας διαφορετικής εθνικής ταυτότητας στους μαθητές. Η αρχή έγινε με τα Θρησκευτικά και ακολούθησε με την Ιστορία. Και όπως όλα δείχνουν, οι αλλαγές θα συνεχιστούν με το μάθημα της Λογοτεχνίας, με τους συνεργάτες του αρμόδιου υπουργού Κωνσταντίνου Γαβρόγλου να θέλουν να αλλάξουν όλη τη διδακτέα ύλη που επί δεκαετίες διαμορφώνει τον εθνικό χαρακτήρα των μαθητών.Παρά τις αλυσιδωτές αντιδράσεις που εξακολουθούν να προκαλούν οι αλλαγές στο μάθημα της Ιστορίας, αυτές προγραμματίζονται κανονικά να εφαρμοστούν από τη νέα χρονιά. Οι αλλαγές θα ξεκινήσουν από τη Γ’ Δημοτικού και θα αγγίξουν και την ύλη της Α’ Λυκείου, όπου οι μαθητές πλέον θα διδάσκονται γεγονότα της σύγχρονης πολιτικής Ιστορίας, όπως είναι ο πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας και οι επιχειρήσεις για την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν. Μεταξύ των προτάσεων του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) είναι η διδασκαλία του Ψυχρού Πολέμου και η πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων, παραμερίζοντας κεφάλαια της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, αλλά και της Μυθολογίας.
Προτείνεται επίσης ο περιορισμός της αναλυτικής παρουσίασης της Επανάστασης του 1821, παρότι θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν κεφάλαια από τον 15ο αιώνα έως και τη σύγχρονη εποχή. Στην ενότητα, όμως, για την Ελληνική Επανάσταση η διδασκαλία στρέφεται σε βασικά κοινωνικά χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας, όπως ο εκσυγχρονισμός και η εκβιομηχάνιση και λιγότερο στους πρωταγωνιστές της Απελευθέρωσης.Με πρόσχημα την αποφυγή επαναλήψεων των ιστορικών κύκλων, το ΙΕΠ προτείνει τη μετατόπιση του διδακτικού ενδιαφέροντος από τα στρατιωτικά γεγονότα στα κοινωνικά, όπως θέματα που αφορούν τους πρόσφυγες και τη διάσπαση των γειτονικών κρατών.
Ποιες θα είναι οι αλλαγές
Οι κυριότερες από τις αλλαγές που προτείνονται στο μάθημα της Ιστορίας είναι:■ Για την Α’ Λυκείου: Σήμερα διδάσκεται η περίοδος του αρχαίου κόσμου, που καλύπτει τη χρονική περίοδο από τους προϊστορικούς πολιτισμούς της Ανατολής έως την εποχή του Ιουστινιανού. Τώρα προτείνεται η συνολικότερη αναμόρφωση της διδακτέας ύλης που θα καλύπτει πλέον την περίοδο από το 1880 ως σήμερα.
■ Για τη Γ’ Δημοτικού: Σήμερα διδάσκονται βασικά στοιχεία από την ελληνική µυθολογία (η δηµιουργία του κόσµου, η Τιτανοµαχία, οι θεοί και οι θεές του Ολύµπου, ο Προµηθέας, η Πανδώρα, ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα, οι Αθλοι του Ηρακλή, ο Θησέας, η Αργοναυτική εκστρατεία και ο Τρωικός πόλεµος). Προτείνεται πλέον η διδασκαλία των αρχαιοελληνικών µύθων µε αναφορές και συνδέσεις µε µύθους άλλων λαών και η ερµηνευτική τους αποδέσµευση από τις πολιτικές, στρατιωτικές, ιδεολογικές και πολιτισµικές διαδικασίες των προϊστορικών κοινωνιών.
■ Για τη Δ’ Δημοτικού: Σήμερα διδάσκεται η Αρχαία Ελληνική Ιστορία από τη Γεωµετρική Εποχή ως την άνοδο της Ρώµης (η Αθηναϊκή Δηµοκρατία, η Αθήνα και η Σπάρτη, οι Περσικοί πόλεµοι, ο Πελοποννησιακός πόλεµος, ο Χρυσός Αιώνας του Περικλή, τα έργα στην Ακρόπολη, η άνοδος της Μακεδονίας, ο Μέγας Αλέξανδρος και η κατάκτηση της Ανατολής). Το ΙΕΠ προτείνει τη διδασκαλία της οικογενειακής, της προφορικής και της τοπικής Ιστορίας, όπως επίσης και των στοιχείων της θεµατικής Ιστορίας.
■ Για την Ε’ Δημοτικού: Σήμερα οι μαθητές διδάσκονται την άνοδο της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας και τις σχέσεις των Ρωμαίων µε τους Ελληνες, τη µετάβαση από τη Ρωµαϊκή στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, την Κωνσταντινούπολη και την ιστορία του βυζαντινού κράτους και την Αλωση. Η καινούρια πρόταση είναι να διδαχθούν την ιστορική εξέλιξη από την Προϊστορία έως την οθωµανική κατάκτηση. Λόγω του µεγάλου χρονικού εύρους της περιόδου, όμως, το μάθημα θα εστιάζει στις σηµαντικές κοινωνικές και πολιτισµικές αλλαγές που συντελούνται στο πέρασµα των αιώνων και λιγότερο στην εξέταση συγκεκριµένων προσώπων ή γεγονότων.
■ Για τη ΣΤ’ Δημοτικού: Η σημερινή διδακτέα ύλη περιλαμβάνει τις εξελίξεις στην Ευρώπη κατά τους νεότερους χρόνους (Αναγέννηση, Ανακαλύψεις, Διαφωτισµός, οι Δάσκαλοι του Γένους, Επανάσταση του 1821). Πλέον προτείνεται η ιστορική εξέλιξη από τον 15ο αιώνα έως τη σύγχρονη εποχή, με έµφαση στις σηµαντικές τεχνολογικές, κοινωνικές και πολιτισµικές αλλαγές και λιγότερο στην εξέταση συγκεκριµένων προσώπων ή γεγονότων, µε την εξαίρεση της ίδρυσης του ελληνικού κράτους και των δύο Παγκοσµίων Πολέµων.
Ακολουθεί η κριτική του κ. Βόγλη στο βιβλίο Εμφύλια Πάθη:
Για το βιβλίο των Στ. Καλύβα-Ν. Μαραντζίδη
του Πολυμέρη Βόγλη
O Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος, που για δεκαετίες αποτελούσε θέμα-ταμπού, βρίσκεται, εδώ και αρκετά χρόνια στο επίκεντρο της επιστημονικής αλλά και της ευρύτερης δημόσιας συζήτησης. Καμπή σε αυτήν τη στροφή στη μελέτη του Εμφυλίου αποτέλεσε το 1999, όταν διοργανώθηκαν μια σειρά συνέδρια με αφορμή τα πενήντα χρόνια από τη λήξη του Εμφυλίου. Αυτή η στροφή συνδυάστηκε με μια ιστοριογραφική διαμάχη που διεξήχθη και στη δημόσια σφαίρα με αποτέλεσμα την ανανέωση του γενικότερου ενδιαφέροντος για την επίμαχη δεκαετία. Όλα αυτά τα χρόνια εκδόθηκαν μια σειρά νέες μελέτες, έγινε ένα πλήθος συνεδρίων, ανοίχθηκαν νέα πεδία έρευνας και συζήτησης και πολλοί νέοι ερευνητές στράφηκαν στη μελέτη του Εμφυλίου. Όλα αυτά είναι αναμφίβολα καταρχήν θετικά, καθώς, εξαιτίας τους, σήμερα, τόσο ο Εμφύλιος όσο και γενικότερα η δεκαετία του 1940 αποτελούν μια από τις περισσότερο μελετημένες περιόδους της ελληνικής ιστορίας. Ένα ερώτημα, ωστόσο, που τίθεται είναι κατά πόσον ανανεώθηκε η οπτική μέσα από την οποία μελετάται η νέα περίοδος ή –για να το θέσω διαφορετικά– εάν τέθηκαν νέα και διαφορετικά ερωτήματα.
Θα σταθώ, στο άρθρο αυτό, σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε τους τελευταίους μήνες, και όχι μόνο έχει σημειώσει μεγάλη εκδοτική επιτυχία, αλλά και συμπυκνώνει μια οπτική που βρέθηκε στο επίκεντρο της διαμάχης: τα Εμφύλια Πάθη. 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο των Στάθη Καλύβα και Νίκου Μαραντζίδη (εκδ. Μεταίχμιο).
Καταρχάς, για τους ιστορικούς και για όσους γενικότερα ασχολούνται με τη δεκαετία του 1940, το βιβλίο δεν έρχεται να προσθέσει νέες γνώσεις και στοιχεία. Πολλά από αυτά τα οποία παρουσιάζονται σε αυτό, μπορεί κανείς να τα διαβάσει στο βιβλίο του Ν. Μαραντζίδη Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, 1946-1949 (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2010), στο συλλογικό πόνημα Εμείς οι Έλληνες. Πολεμική Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας (εκδ. Σκάι, 2008), καθώς και σε επιφυλλίδες που κατά καιρούς οι δύο πολιτικοί επιστήμονες έχουν δημοσιεύσει. Αυτό δεν αποτελεί, βέβαια, πρόβλημα. Οι ίδιοι οι συγγραφείς διευκρινίζουν ότι το βιβλίο δεν αποτελεί μια ακαδημαϊκή μονογραφία, αλλά απευθύνεται στο ευρύτερο κοινό. Το πρόβλημα είναι ότι το βιβλίο των Σ. Καλύβα και Ν. Μαραντζίδη δείχνει πως, παρά τον πλούτο της έρευνας των τελευταίων ετών, αναπαράγει παλαιά ερωτήματα και προσεγγίσεις.
Μια νέα οπτική;
Το ερώτημα που διατρέχει βιβλίο των Σ. Καλύβα και Ν. Μαραντζίδη, αλλά δεν τίθεται, είναι: Ποιος και γιατί προκάλεσε τον Εμφύλιο. Η απάντηση, ωστόσο, υπάρχει: η Αριστερά, η οποία ήθελε να πάρει την εξουσία με τη βία. Γι’ αυτό το λόγο το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ αποτυπώνονται στο βιβλίο με τα πιο μελανά χρώματα και ο ρόλος τους στις πολιτικές εξελίξεις παρουσιάζεται καταστροφικός. Ήθελαν, σε πρώτη φάση, να κυριαρχήσουν στην κατεχόμενη Ελλάδα με την πειθώ και συχνότερα με τη βία, ώστε στη συνέχεια να καταλάβουν την εξουσία με νόμιμο τρόπο ή, εάν αυτό δεν ήταν δυνατόν, με τη βία. Η μαζικότητα της συμμετοχής στο ΕΑΜ οφείλεται στο ότι επέβαλε το «μονοπώλιο της ισχύος του» και «πολλοί έγιναν μέλη του είτε προσδοκώντας οφέλη ή από φόβο» (σ. 162) Τα «οφέλη» δεν διευκρινίζεται ποια θα ήταν: Μήπως οι χιλιάδες άνδρες και γυναίκες προσχώρησαν στο ΕΑΜ επειδή ήθελαν περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη και να ξεφύγουν από την ενδημική φτώχεια που μάστιζε την πλειονότητα του πληθυσμού στην ύπαιθρο και τις πόλεις εκείνη την εποχή; Αλλά, κατά τους συγγραφείς, το βασικό όπλο κυριαρχίας του ΕΑΜ ήταν η βία και ο φόβος γι’ αυτό και μας προειδοποιούν ότι «όποιος υπερασπίζεται το εαμικό κράτος, ακόμα κι αν έχει καλές προθέσεις (sic), στην ουσία υπερασπίζεται τον ολοκληρωτισμό εν τη γενέσει του» (σ. 274).
Η βία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ κατά των Ελλήνων αντιπάλων του πρωταγωνιστεί στις σελίδες του βιβλίου. Κανένας, νομίζω, δεν αμφισβητεί ότι υπήρξαν πολλές και αιματηρές εμφύλιες συγκρούσεις στη διάρκεια της Κατοχής. Διαβάζοντας όμως τα Εμφύλια Πάθη ο αναγνώστης αποκομίζει την εντύπωση ότι δεν επρόκειτο περί εμφυλίων συγκρούσεων, που διαδραματίζονταν στο πλαίσιο της Κατοχής, αλλά περί ενός μονόπλευρου εμφυλίου πολέμου του ΕΛΑΣ κατά των αντιπάλων του. Έτσι διαβάζει μια αναλυτική καταγραφή, που υπερβαίνει τις τρεις σελίδες (σ. 200-203) για τις επιθέσεις του ΕΛΑΣ κατά των αντιπάλων του στη Μακεδονία, αλλά τίποτα για τις επιθέσεις που δέχτηκε ο ΕΛΑΣ. Όσο εντυπωσιακό και εάν φαίνεται, οι συγγραφείς αποσιωπούν τη δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας, της Ειδικής Ασφάλειας, του Εθνικού Αγροτικού Συνδέσμου Αντικομμουνιστικής Δράσεως ή των ομάδων του Σούμπερτ, του Δάγκουλα, του Κυλινδρέα, του Βήχου, του Πούλου κ.ά. Δεν θα διαβάσει για τη συμμετοχή τους όχι μόνο σε κοινές επιχειρήσεις όλων αυτών με τους Ναζί κατά του ΕΛΑΣ αλλά ούτε για τη συμμετοχή τους στα γερμανικά αντίποινα κατά αμάχων (Πύργοι, Μεσόβουνο, Βλάστη, Γιαννιτσά, Χορτιάτης, κ.ά.) και στα διαβόητα μπλόκα που αιματοκύλισαν την Αθήνα το καλοκαίρι του 1944. Η αναφορά τους είναι απαραίτητη, όχι βέβαια για λόγους «ισορροπίας» αλλά για να γίνει αντιληπτή τόσο η αλληλεξάρτηση της βίας των Γερμανών και των Ελλήνων συνεργατών, και κατά συνέπεια η σχέση εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και εμφύλιας σύγκρουσης όσο και η κλιμάκωση της εμφύλιας βίας μετά την απελευθέρωση της χώρας.
Καλά, θα διερωτηθεί ο αναγνώστης, μόνο κατά των Ελλήνων πολεμούσε το ΕΑΜ; Και η Αντίσταση, ο αγώνας κατά των κατακτητών; Η Αντίσταση απασχολεί τους συγγραφείς μόνο σε μία από τις 23 ερωτήσεις που απαρτίζουν το βιβλίο. Άλλωστε, κατά τους συγγραφείς, η συνεισφορά της Αντίστασης ήταν αξιόλογη μόνο σε συμβολικό επίπεδο, ενώ ο ένοπλος αγώνας για την απελευθέρωση της χώρας αποτιμάται αρνητικά αφού «πολλές ζημιές στις υποδομές προκλήθηκαν από την ίδια την Αντίσταση […] ενίσχυσε τη συνεργασία με τους κατακτητές […] υπονόμευσε την πολιτική και οικονομική ανόρθωση της χώρας και δηλητηρίασε την πολιτική ζωή για δεκαετίες» (σ. 130-131). Χρειάζεται, άραγε, εδώ, να υπενθυμίσουμε ότι πολλά σαμποτάζ έγιναν μετά από εντολή των Βρετανών συμμάχων; Ή τις πυρπολήσεις και τη λεηλασία χωριών, τα αντίποινα από τους Ναζί αλλά και τις εκτεταμένες καταστροφές σε λιμάνια, γέφυρες, σιδηροδρομικές γραμμές, κλπ. που τα γερμανικά στρατεύματα προκάλεσαν κατά την αποχώρησή τους; Ή, το πιο σημαντικό, η Αντίσταση με την κινητοποίηση χιλιάδων απλών ανθρώπων στις πόλεις και την ύπαιθρο, με την καλλιέργεια του πατριωτισμού, της αλληλεγγύης και του οράματος της κοινωνικής δικαιοσύνης, υπερασπίστηκε την ελληνική κοινωνία απέναντι στη βία της κατοχικής εξουσίας. Αλλά αυτά για τους συγγραφείς δεν είναι αξιομνημόνευτα, καθώς δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο της εμφύλιας βίας. Εκ των υστέρων, λοιπόν, φαίνεται ότι η Αντίσταση μάλλον έβλαψε παρά ωφέλησε τη χώρα· με άλλα λόγια, θα ήταν προτιμότερο η ελληνική κοινωνία να μην είχε πάρει τα όπλα ενάντια στους κατακτητές και να είχε υποκύψει στην κατοχική εξουσία.
Οι «καλοί»
Για την άλλη πλευρά, τους πάσης φύσεως αντιπάλους του ΕΜΑ-ΕΛΑΣ, οι συγγραφείς επιφυλάσσουν μια σαφέστατα ευνοϊκότερη αντιμετώπιση καθώς έσωσαν την Ελλάδα από τον ολοκληρωτισμό. Μέσα από ευφάνταστες διατυπώσεις και ευφημισμούς επιδιώκεται να αμβλυνθεί η αρνητική επίδραση που άσκησαν στις εξελίξεις της δεκαετίας του 1940 και τον εμφύλιο πόλεμο. Αυτό περιλαμβάνει και έναν από τους πιο αρνητικούς πρωταγωνιστές της δεκαετίας, το Στέμμα. Πληροφορούμαστε ότι ο Γεώργιος «δεν ήταν αμέτοχος» στην επιβολή της μεταξικής δικτατορίας, ενώ αργότερα «συνέχισε εξόριστος τον αγώνα εναντίον του Άξονα» και έκανε «κινήσεις εθνικής ενότητας», οι οποίες δυστυχώς προσέκρουσαν στη δυσπιστία προς το πρόσωπό του (σ. 77). Οι Βρετανοί πιστώνονται δύο πράγματα. Πρώτον, τον ένοπλο εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Οι συγγραφείς, αβάσιμα ισχυρίζονται, ότι χωρίς βρετανική βοήθεια «είναι αμφίβολο αν ο ένοπλος αντιστασιακός αγώνας θα είχε πάρει τις διαστάσεις που πήρε» (σ. 131), ενώ είναι γνωστό από πολλές μελέτες ότι η στρατιωτική βοήθεια προς τους αντάρτες ήταν περιορισμένη και ότι, τουλάχιστον για τον ΕΛΑΣ, πολύ πιο σημαντική για την ανάπτυξή του ήταν η παράδοση του ιταλικού οπλισμού. Δεύτερον, τη διάσωση του καθεστώτος. Η στρατιωτική επέμβαση των Βρετανών στα Δεκεμβριανά βαφτίζεται «ενεργή εμπλοκή των Βρετανών στο ελληνικό έδαφος» (σ. 364) και ο κυρίαρχος ρόλος τους στην ελληνική πολιτική ζωή μετονομάζεται σε «έντονη δραστηριότητα για το σχηματισμό κεντρο-αριστερής κυβέρνησης». Με ανάλογο τρόπο η αμερικανική επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας και η επιβολή καθεστώτος περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας ονομάζεται «συστηματική πίεση» και «στενή επιτήρηση» (σ. 380, 383). Γενικότερα, οι συγγραφείς πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ μεταπολεμικά δεν ήθελαν να γίνουν παγκόσμια ηγεμονική δύναμη αλλά απλά να βοηθήσουν κράτη, όπως η Ελλάδα, «προκειμένου να μπορέσουν να αντισταθούν στον σοβιετικό επεκτατισμό» (σ. 382)
Οι συγγραφείς δικαιολογούν και τις παραστρατιωτικές ομάδες που είχαν εξαπολύσει τη «λευκή τρομοκρατία» κατά της Αριστεράς ισχυριζόμενοι ότι «απόκτησαν ημιεπίσημη αναγνώριση προκειμένου να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικότερα οι οπλισμένοι κομμουνιστές στην ύπαιθρο» — ασχέτως εάν το 1945 δεν υπήρχαν ένοπλες αριστερές ομάδες. Ακόμα και η ευνοϊκή μεταχείριση των ταγματασφαλιτών μετά την Απελευθέρωση δικαιολογείται, γιατί το κράτος, διαβάζουμε, δεν είχε «ούτε την πολυτέλεια αλλά ούτε και την επιθυμία να σπαταλήσει ανθρώπινους πόρους που του ήταν απαραίτητοι» (σ. 183). Το ερώτημα, βέβαια, τι κράτος οικοδομήθηκε μεταπολεμικά με τους ένοπλους συνεργάτες των Γερμανών ώστε να του είναι «απαραίτητοι» δεν τίθεται. Για τους συγγραφείς, τα πάντα μπορούν να δικαιολογηθούν στη λογική της αντιμετώπισης της διαρκούς κομμουνιστικής απειλής, που αναγορεύεται, εν τέλει, σε βασικό άξονα της ιστορικής και πολιτικής τους προσέγγισης τους. Άλλωστε, το βασικό επιχείρημά τους είναι ότι το ΚΚΕ σε καμιά στιγμή μετά την Απελευθέρωση δεν εγκατέλειψε τον στόχο της βίαιης κατάληψης της εξουσίας: αναζητούσε απλώς μια δικαιολογία για να περάσει στην στρατιωτική σύγκρουση και όταν εξασφάλισε τη βοήθεια από τους «ξένους συντρόφους» (για να υιοθετήσω την ορολογία των συγγραφέων), «έγινε δυνατή η κήρυξη του Εμφυλίου από την πλευρά του ΚΚΕ» (σ. 439). Αυτό το ερμηνευτικό σχήμα είναι αρκετά παλαιό και πολύ φτωχό, ιδιαίτερα εάν λάβει κανείς υπόψη την άνθηση της ιστορικής έρευνας των τελευταίων ετών, για την κατανόηση ενός τόσο σύνθετου ιστορικού φαινομένου, όπως οι εμφύλιοι πόλεμοι γενικά και ο ελληνικός Εμφύλιος συγκριμένα.
Η συμβολή των «Εμφυλίων Παθών»
Εάν τα Εμφύλια Πάθη προσθέτουν στην ιστοριογραφία κάτι καινούργιο, αυτό είναι η διαιρετική τομή που εισάγουν ανάμεσα στους «αριστερούς ιστορικούς» και … τους «ιστορικούς». Τόσο στο κείμενο όσο και στα βιβλιογραφικά σημειώματα, που κλείνουν τα επιμέρους κεφάλαια, οι μελετητές της δεκαετίας του 1940 χωρίζονται ανάμεσα σε «ιστορικούς» (που προσδιορίζονται ως «οξυδερκείς», με «σημαντικό έργο», «βιβλία αναφοράς», «εξαιρετικές μελέτες» κλπ.) και σε «αριστερούς ιστορικούς» ή σε ιστορικούς με «αριστερή οπτική». Με βάση αυτή τη διαιρετική τομή οι «αριστεροί ιστορικοί» είναι κακοί ιστορικοί, οι οποίοι δεν κάνουν επιστημονική έρευνα, δεν τεκμηριώνουν την επιχειρηματολογία τους και είναι μεροληπτικοί. Ως γνωστόν, μόνον οι αριστερές πολιτικές ιδέες έχουν την ικανότητα να επηρεάζουν τη σκέψη και την κρίση των ιστορικών. Έτσι, εμμέσως αλλά σαφέστατα, οι ίδιοι οι συγγραφείς αναβιβάζουν εαυτόν –και όσους συμμερίζονται τις απόψεις τους—σε (ουδέτερους, κανονικούς, πραγματικούς κ.ο.κ.) επιστήμονες, σε αντίθεση με τους (αριστερούς) ψευδοεπιστήμονες.
Η διάκριση μεταξύ «ιστορικών» και «αριστερών ιστορικών» μπορεί να αναδίδει άρωμα περασμένων εποχών αλλά είναι δηλωτική της οπτικής μέσα από την οποία οι Στ. Καλύβας και Ν. Μαραντζίδης προσεγγίζουν τη επίμαχη δεκαετία αλλά και της συμβολής του βιβλίου τους στη δημόσια ιστορία. Αυτή η συμβολή δεν είναι αμελητέα: η δεξιά παράταξη έχει μια (όχι τόσο) νέα αφήγηση για τη δεκαετία του 1940.
Ο Πολυμέρης Βόγλης διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και καταφέρνει να συνδυάζει αμφότερες ιδιότητες: είναι και «αριστερός ιστορικός» (σ. 64) και «ιστορικός» (σ. 478)
Για τα «Εμφύλια Πάθη» του Στ. Καλύβα και του Μαραντζίδη στις «Αναγνώσεις» της Αυγήςέχει δημοσιευθεί, λίγο παλιότερα, η κριτική του Πέτρου-Ιωσήφ Στανγκανέλη «Η σύγχρονη ιστοριολογία του ακραίου κέντρου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου