ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
2. Κριτική τής τεχνικής εξαναγκασμού της φύσης
Αμφιβολίες ως προς την εγκυρότητα οποιασδήποτε τεχνικής που βιάζει τη φύση υπήρχαν ήδη από την Αρχαιότητα. Στα Απομνημονεύματά του ο Ξενοφών διηγείται ότι ο Σωκράτης αμφέβαλε κατά πόσον οι έρευνες τής φύσεως ήταν ανιδιοτελείς, και υποψιαζόταν ότι αυτοί που επεδίωκαν να γνωρίσουν τα θεία πράγματα πίστευαν πως, όταν θα ανακαλύψουν «την αναγκαιότητα τού κάθε πράγματος», θα είναι σε θέση να προκαλέσουν κατά βούληση ανέμους και βροχές, να δημιουργήσουν εποχές και οτιδήποτε σχετικό είχαν ανάγκη. Η στάση αυτή προοιώνιζε ήδη εκείνη την εποχή τις προμηθεϊκές φιλοδοξίες τής επιστήμης.
3. Ο πρωτογονισμός
Όλα αυτά αντιστοιχούν στην τάση που αποκλήθηκε πρωτογονισμός, εμπνευσμένη από τον «μύθο της χρυσής εποχής», μιας εποχής πρωτόγονης ιδανικής ζωής: τότε που η ανθρώπινη φυλή άγγιξε την τελειότητα, ενώ η τεχνική πρόοδος σήμανε την αρχή τής παρακμής της. Η χρυσή εποχή είναι η εποχή του Κρόνου, την οποία ο Ησίοδος επικαλείται στα Έργα και Ημέρες (στίχοι 109 κ. επ.). Οι άνθρωποι ήσαν ως θεοί, και ζούσαν υπό καθεστώς Δικαιοσύνης (Δίκης), απαλλαγμένοι από κάθε μέριμνα. Η γη ήταν τόσο γόνιμη, που μπορούσε να θρέψει τους ανθρώπους χωρίς να εργάζονται. Δεν υπήρχε ιδιωτική περιουσία. Κατά τον Εμπεδοκλή οι πρωτόγονοι άνθρωποι, που ζούσαν στο βασίλειο της Αφροδίτης, δεν γνώριζαν πόλεμο και ήταν χορτοφάγοι. Η αντίληψη περί τής χρυσής εποχής επανέρχεται στη Ρωμαϊκή εποχή. Στις Μεταμορφώσεις ο Οβίδιος πλέκει το εγκώμιο αυτής της ιδανικής εποχής. Χωρίς νόμους, χωρίς καταπίεση, κυριαρχούσε η αρετή και η καλή πίστη. Δεν υπήρχαν δικαστές, ούτε εμπόριο, ούτε πόλεμος, ούτε όπλα. Η γη πρόσφερε καρπούς και πλούσια συγκομιδή, χωρίς να χρειάζεται καλλιέργεια. Μετά όμως από ένα τόσο ευφρόσυνο ξεκίνημα, το ανθρώπινο γένος εξέπεσε. Το χρυσό γένος το διαδέχθηκε το αργυρό γένος, το γένος του χαλκού και το γένος του σιδήρου. Αυτό το τελευταίο, που αντιπροσωπεύει τον σημερινό άνθρωπο, ήταν τόσο άθλιο, ώστε η Δικαιοσύνη, η Αρετή και η Καλή Πίστη κατέφυγαν στα ύψη του Ολύμπου. Έτσι ξεκίνησε η εποχή του πολιτισμού: ναυπηγούνται καράβια, εξερευνώνται οι θάλασσες, τεμαχίζονται οι εδαφικές εκτάσεις. Σκάβονται ορυχεία για την υφαρπαγή όσων κρύβει η γη και για την κατασκευή όπλων. Η θεωρία τής παρακμής συνδέεται με μια γήρανση του κόσμου, την οποία ο επικούρειος Λουκρήτιος περιγράφει ως την «αποκαμωμένη και αρνούμενη να καρπίσει» γη, ενώ ο στωικός Σενέκας προβλέπει έναν τελικό κατακλυσμό, ο οποίος θα συνοδεύεται από μια νέα περίοδο δημιουργίας του κόσμου, κατά την οποία θα επαναληφθούν οι ίδιες εποχές στην ιστορία της ανθρωπότητας.
(συνεχίζεται)
Pierre Hadot
V
Η ΠΡΟΜΗΘΕΪΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ. ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΤΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ
12. Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΡΟΜΗΘΕΪΚΗΣ ΑΝΤΊΛΗΨΗΣ
1. Η μάταιη αναζήτηση
Μηχανικοί,
μάγοι και επιστήμονες, κατά την Αρχαιότητα, το Μεσαίωνα και τη Σύγχρονη Εποχή,
αποπειράθηκαν να αποσπάσουν από τη φύση αυτά που θεώρησαν μυστικά της. Υπήρξαν
όμως και έντονα ρεύματα σκέψης που προσπάθησαν να περιορίσουν τη θεωρούμενη ως
υπερβολική τόλμη, το προμηθεϊκό στοιχείο τής οποίας εξεβίαζε τη φύση με τη
χρήση τεχνητών μέσων.
Ήδη από την Αρχαιότητα, η προαίσθηση του κινδύνου που αντιπροσωπεύει η
τόλμη, η ύβρις αυτού που
αποτολμά να αναζητήσει τα θεία μυστικά, τόσο στην περίπτωση του Προμηθέα, ο
οποίος υποκλέπτοντας από τους θεούς το μυστικό της φωτιάς καταδικάστηκε σε
αιώνιο μαρτύριο, όσο και σ’ αυτήν του Ίκαρου, που πετώντας με τεχνητά μέσα σαν
πουλί προσπάθησε να φτάσει τον ήλιο, αλλά κατέπεσε στη θάλασσα, εμφανίζεται με
τη μορφή του μύθου. Και όπως αναφέραμε, αυτές οι δύο μορφές, στα συμβολικού
περιεχομένου βιβλία τού 16ου και 17ου αιώνα,
αντιπροσωπεύουν τους κινδύνους που ενέχει η περιέργεια ή η αξίωση κυριαρχίας
επί της φύσεως.
Θα αναφερθούμε πρώτα στη φιλοσοφική παράδοση που αντιτίθεται στη μάταιη
αναζήτηση, η οποία αποπροσανατολίζει την ψυχή από τη φροντίδα του ηθικού βίου.
Αυτή ήταν, όπως είδαμε, η τοποθέτηση τού Σωκράτη, που συνίσταται στην απόλυτη
άρνηση τής έρευνας της φύσεως. Κάποιοι άλλοι φιλόσοφοι, παρότι αναγνώριζαν τή σημασία τών φυσικών ερευνούν, ανησυχούσαν για το ενδεχόμενο, ο άνθρωπος να απορροφηθεί απ’ αυτές. Ο Σενέκας, που είχε
γράψει και ένα βιβλίο σχετικά με τα Φυσικά
ερωτήματα, πίστευε ότι αποτελεί αμετροέπεια η αναζήτηση μιας μη
απαραίτητης γνώσης. Ενδεχομένως να είχε υποστεί την επιρροή του Δημητρίου
του Κυνικού, του οποίου παραθέτει κάποια λεγόμενα σχετικά με το θέμα. Υπάρχουν
ορισμένα προβλήματα σχετικά με τη φύση, έλεγε ο Δημήτριος, τα οποία είναι και
αδύνατον και άσκοπο να τα λύσουμε: «Η αλήθεια είναι κρυμμένη στο βάθος τής
αβύσσου, σκεπασμένη από το σκοτάδι». Εν τούτοις
η φύση δεν είναι ζηλόφθονη, διότι οτιδήποτε μάς οδηγεί στην ευτυχία και την
ηθική πρόοδο το έχει καταστήσει ευδιάκριτο και ευπρόσιτο. Τούτο θα
πρέπει να μας είναι αρκετό.
Όσο για τους Επικούρειους, οι φυσικές
έρευνες έχουν ενδιαφέρον στον βαθμό που εξασφαλίζουν την ψυχική ειρήνη και μας
απαλλάσσουν από τις απειλές των θεών και του θανάτου:
«Εάν δεν είχαμε ανησυχίες σχετικά με τα
ουράνια φαινόμενα και τον θάνατο, πιστεύοντας ότι αυτός μάλιστα είναι κάτι
σημαντικό, επειδή ακριβώς αγνοούμε τα όρια της οδύνης και των ηδονών, δεν θα
είχαμε καθόλου ανάγκη τη μελέτη τής φύσεως» (Επίκουρος, Κύριαι Δόξαι).
Η
ιδέα ενός Θεού δημιουργού, όπως εμφανίζεται στον Τίμαιο, θα μπορούσε να οδηγήσει στον σεβασμό τού θείου μυστικού τής
κατασκευής τού σύμπαντος, και στην παραίτηση από υποθέσεις σχετικά με την
προέλευση των φυσικών φαινομένων.
Ο
Φίλων ο Αλεξανδρινός, Ιουδαίος και πλατωνικός, αναφέρεται στα «όρια τής γνώσης»
και συμβουλεύει τον άνθρωπο να γνωρίσει μάλλον τον εαυτό του, παρά να
φαντάζεται ότι γνωρίζει την προέλευση του κόσμου. Είναι ανεπίτρεπτη υπερηφάνεια
να προσπαθεί κανείς να διεισδύσει στο θείο μυστικό, όπως αυτοί οι δήθεν
επιστήμονες, που όχι μόνο στοχεύουν στη γνώση τού τί είναι το κάθε ον, αλλά
έχουν το θράσος να συμπεριλαμβάνουν και τις αιτίες, «σαν να παρευρίσκονταν στη
δημιουργία […] σαν να ήταν οι σύμβουλοι του δημιουργού». Καλύτερα να
προσπαθήσει κανείς να γνωρίσει τον εαυτό του. Μερικούς αιώνες αργότερα ο
Αυγουστίνος θα καταδικάσει την περιέργεια ως
«λαγνεία των οφθαλμών» και ως την
ανάγκη νέων, ακόμη και επώδυνων εμπειριών. Υποκύπτει στην περιέργεια όποιος
παρακολουθεί θεάματα, ή ασκεί μαγεία, αλλά επίσης και όποιος επιδιώκει να
γνωρίσει τα έργα τής φύσεως που βρίσκονται πέρα από τις δυνατότητές μας,
ζητώντας από τον Θεό να επιτελέσει θαύματα.
Αν, όπως είδαμε, για τους Εβραίους και
τους χριστιανούς ο λόγος τού Θεού προς τον Αδάμ, που αναφέρεται στη Γένεση, τού αναγνώρισε το δικαίωμα κυριαρχίας επί τής γης και ένα προνόμιο εξουσίας επί των
κατωτέρων δημιουργημάτων, και έτσι από τα τέλη του Μεσαίωνα, κατά την
Αναγέννηση και τη Σύγχρονη εποχή ο άνθρωπος οδηγήθηκε, κυρίως χάρη στην πρόοδο
τής επιστήμης δια τής πειραματικής μεθόδου, στο να επιδιώξει την ανακάλυψη τών
μυστικών τής φύσεως, γεγονός παραμένει ότι οι επιστήμονες τού 18ου αιώνα
αναγνώρισαν ότι σ’ αυτήν την επιδίωξη υπήρχαν όρια: η ανάγκη μιας παύσης, μετά
από τη μελέτη τών φαινομένων, μπροστά στο αδιαπέραστο μυστικό τής θείας
θελήσεως, που επέλεξε ανάμεσα σε άπειρες δυνατότητές τήν δημιουργία αυτού του
κόσμου.
2. Κριτική τής τεχνικής εξαναγκασμού της φύσης
Αμφιβολίες ως προς την εγκυρότητα οποιασδήποτε τεχνικής που βιάζει τη φύση υπήρχαν ήδη από την Αρχαιότητα. Στα Απομνημονεύματά του ο Ξενοφών διηγείται ότι ο Σωκράτης αμφέβαλε κατά πόσον οι έρευνες τής φύσεως ήταν ανιδιοτελείς, και υποψιαζόταν ότι αυτοί που επεδίωκαν να γνωρίσουν τα θεία πράγματα πίστευαν πως, όταν θα ανακαλύψουν «την αναγκαιότητα τού κάθε πράγματος», θα είναι σε θέση να προκαλέσουν κατά βούληση ανέμους και βροχές, να δημιουργήσουν εποχές και οτιδήποτε σχετικό είχαν ανάγκη. Η στάση αυτή προοιώνιζε ήδη εκείνη την εποχή τις προμηθεϊκές φιλοδοξίες τής επιστήμης.
Από την πλευρά του ο Κικέρων ανακαλεί τους ενδοιασμούς τών εμπειρικών
γιατρών, οι οποίοι φοβόντουσαν ότι,
αποκαλυπτόμενα δια της διατομής, «τα όργανα που θα έχαναν την επικάλυψή τους
κινδύνευαν να μεταλλαχθούν». Διαφορετική όψη έχουν τα εντόσθια ενός ζωντανού
σώματος από του νεκρού. Το σώμα αλλοιώνεται ήδη από τα συναισθήματα, πόσο
μάλλον από τον θάνατο. Ο Aulus Cornelius Celsus, Λατίνος εγκυκλοπαιδιστής και συγγραφέας του 1ου μ. Χ. αιώνα,
αναφέρεται επίσης στην άποψη των εμπειριστών τής ιατρικής επιστήμης. Κατά τη
γνώμη τους οι πειραματικές έρευνες με ανατομές καταδίκων, που οι ριζοσπαστικοί
ερευνητές τής ιατρικής Ηρόφιλος και Ερασίστρατος εφάρμοσαν στην ελληνιστική
εποχή, ήταν πράξη ακραίας σκληρότητας: « Μια τέχνη με προορισμό τη σωτηρία τών
ανθρώπων όχι μόνον επιβάλλει σε κάποιον τον θάνατο, αλλά τον πιο φρικτό
θάνατο»· πρόκειται για μια πράξη άχρηστης βαναυσότητας, «διότι αυτό που αναζητείται με αντίτιμο τόση βιαιότητα, δεν είναι δυνατόν
να γίνει γνωστό».
Οι μεθοδολογικές και ηθικές αυτές αμφιβολίες συνοδεύονται από κάποιους φόβους που θα μπορούσαμε να
αποκαλέσουμε οικολογικούς. Ότι δηλαδή οι μάγοι και οι πειραματιστές θέλησαν να
αποσπάσουν το πέπλο της Φύσης. Η Φύση, δεν έχει μήπως τούς λόγους της να
κρύβεται; Μήπως θέλει να μας προστατέψει από τους κινδύνους που
ελλοχεύουν όταν, αφού την κυριέψουμε και την ελέγξουμε, θα βρεθούμε αντιμέτωποι
με την απειλή τών δικών μας τεχνικών επιτευγμάτων;
Οι φόβοι αυτοί εκφράστηκαν κυρίως σχετικά με τις εξορύξεις μεταλλευμάτων
και τις υπόγειες σήραγγες. Στην προοπτική μιας παρακμής τής ανθρωπότητας μετά
από μια χρυσή εποχή, ο Οβίδιος απέδωσε
σ’ αυτές τις τεχνικές τον χαρακτήρα ενός απόλυτου πρωτογονισμού τής εποχής του
σιδήρου:
«Αρνούμενος να αρκεστεί στην πλούσια
συγκομιδή της γης και στην τροφή που του παρέχει, ο άνθρωπος εισέδυσε στα
έγκατά της· άρπαξε αυτά που κρύβει, […] τους θησαυρούς που διεγείρουν την οδύνη
μας. Αμέσως ο ολέθριος σίδηρος και ο χρυσός, πιο ολέθριος από τον σίδηρο,
αναδύθηκαν στο φως. Ακολούθησε ο πόλεμος».
Το ίδιο επαναλαμβάνει και ο Σενέκας. Αντί να ατενίζουνε την απεραντοσύνη
τού σύμπαντος, σκαλίζουμε τη γη για να αποσπάσουμε αυτό που κρύβει, δηλαδή ό,τι
είναι βλαβερό, ενάντια σε ό,τι ωφέλιμο
μας προσφέρει.
«Ο Θεός πατέρας μας έθεσε στη διάθεσή μας όλα όσα είναι ωφέλημα
για μας. Μας εφοδίασε αυτόβουλα, χωρίς να περιμένει τις δικές μας έρευνες. Και
έκρυψε στα βάθη όλα τα βλαβερά πράγματα. Η ευθύνη είναι απόλυτα δική μας. Εμείς
φέραμε στην επιφάνεια, ενάντια στη θέληση της Φύσης που τις έκρυβε, όλες τις
αιτίες των δεινών μας».
Σε αντίθεση με τον Ποσειδώνιο, στον οποίον ασκεί έντονη κριτική, ο
Σενέκας θεωρεί την τεχνική πρόοδο γενικώς – εξαιρώντας την πρόοδο τής γνώσης –
απολύτως επικίνδυνη για τον ηθικό βίο, διότι κίνητρό της έχει τη χλιδή και την
ηδονή.
Τις ίδιες αιχμές διατυπώνει κατά το δεύτερο μισό του 1ου μ.
Χ. αιώνα ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος στη Φυσική
Ιστορία. Ανησυχεί για τις ηθικές συνέπειες τής τεχνικής προόδου, διότι ο
άνθρωπος, αντί να αρκεσθεί στην ικανοποίηση τών βασικών αναγκών του, οδηγείται στη χλιδή και τελικά στην παρακμή τών ηθών.
Όταν αναζητείται χρυσός και ασήμι,
κίνητρο είναι η απληστία, και όταν εξορύσσεται σίδερο, το μίσος. Τέτοιου είδους
έρευνες είναι απαράδεκτες, αφού η γη προσφέρει στην επιφάνειά της όλα όσα είναι
απαραίτητα στη ζωή και την υγείας μας: «Πόσο πιο αθώα και ευτυχέστερη θα ήταν η
ζωή, πόσο πιο εξευγενισμένη, αν επιθυμούσαμε μόνον ό,τι βρίσκεται στην επιφάνεια
της γης, δηλαδή τελικά ό,τι βρίσκεται δίπλα μας». Εκτός από τις ηθικές
εκτιμήσεις του ο Πλίνιος ανησυχεί και για τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η
φύση από τις δραστηριότητες τών ανθρώπων. Ανησυχεί για παράδειγμα για τις
επιπτώσεις που θα έχουν στα βουνά τα ορυχεία που σκάβονται μέσα στη γη. Εδώ
επεμβαίνει εξ άλλου η αντίληψη περί της μητρότητας, που αντιπροσωπεύεται από τη
Γη. Για τον Πλίνιο οι σεισμοί είναι
εκδήλωση τού «αποτροπιασμού αυτής της
ιερής μητέρας», της οποίας παραβιάζουμε τα έγκατα για να ξεριζώσουμε
αντικείμενα που ικανοποιούν την απληστία μας. Ο άγνωστος συγγραφέας του
ποιήματος Η Έτνα θρηνεί για την κατάντια τών ανθρώπων, που αντί να
έχουν ως πρωταρχικό μέλημά τους την ανιδιοτελή επιστημονική έρευνα, προτιμούν
να βασανίζουν τη γη για να της αρπάξουν τους θησαυρούς της.
3. Ο πρωτογονισμός
Όλα αυτά αντιστοιχούν στην τάση που αποκλήθηκε πρωτογονισμός, εμπνευσμένη από τον «μύθο της χρυσής εποχής», μιας εποχής πρωτόγονης ιδανικής ζωής: τότε που η ανθρώπινη φυλή άγγιξε την τελειότητα, ενώ η τεχνική πρόοδος σήμανε την αρχή τής παρακμής της. Η χρυσή εποχή είναι η εποχή του Κρόνου, την οποία ο Ησίοδος επικαλείται στα Έργα και Ημέρες (στίχοι 109 κ. επ.). Οι άνθρωποι ήσαν ως θεοί, και ζούσαν υπό καθεστώς Δικαιοσύνης (Δίκης), απαλλαγμένοι από κάθε μέριμνα. Η γη ήταν τόσο γόνιμη, που μπορούσε να θρέψει τους ανθρώπους χωρίς να εργάζονται. Δεν υπήρχε ιδιωτική περιουσία. Κατά τον Εμπεδοκλή οι πρωτόγονοι άνθρωποι, που ζούσαν στο βασίλειο της Αφροδίτης, δεν γνώριζαν πόλεμο και ήταν χορτοφάγοι. Η αντίληψη περί τής χρυσής εποχής επανέρχεται στη Ρωμαϊκή εποχή. Στις Μεταμορφώσεις ο Οβίδιος πλέκει το εγκώμιο αυτής της ιδανικής εποχής. Χωρίς νόμους, χωρίς καταπίεση, κυριαρχούσε η αρετή και η καλή πίστη. Δεν υπήρχαν δικαστές, ούτε εμπόριο, ούτε πόλεμος, ούτε όπλα. Η γη πρόσφερε καρπούς και πλούσια συγκομιδή, χωρίς να χρειάζεται καλλιέργεια. Μετά όμως από ένα τόσο ευφρόσυνο ξεκίνημα, το ανθρώπινο γένος εξέπεσε. Το χρυσό γένος το διαδέχθηκε το αργυρό γένος, το γένος του χαλκού και το γένος του σιδήρου. Αυτό το τελευταίο, που αντιπροσωπεύει τον σημερινό άνθρωπο, ήταν τόσο άθλιο, ώστε η Δικαιοσύνη, η Αρετή και η Καλή Πίστη κατέφυγαν στα ύψη του Ολύμπου. Έτσι ξεκίνησε η εποχή του πολιτισμού: ναυπηγούνται καράβια, εξερευνώνται οι θάλασσες, τεμαχίζονται οι εδαφικές εκτάσεις. Σκάβονται ορυχεία για την υφαρπαγή όσων κρύβει η γη και για την κατασκευή όπλων. Η θεωρία τής παρακμής συνδέεται με μια γήρανση του κόσμου, την οποία ο επικούρειος Λουκρήτιος περιγράφει ως την «αποκαμωμένη και αρνούμενη να καρπίσει» γη, ενώ ο στωικός Σενέκας προβλέπει έναν τελικό κατακλυσμό, ο οποίος θα συνοδεύεται από μια νέα περίοδο δημιουργίας του κόσμου, κατά την οποία θα επαναληφθούν οι ίδιες εποχές στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Ακολουθώντας το παράδειγμα του
Ποσειδώνιου, ο Σενέκας αναφέρεται επίσης σε μια χρυσή εποχή όπου βασίλευαν οι
σοφοί, και οι άνθρωποι ζούσαν απλά, χωρίς τεχνικές και χωρίς πολυτέλειες.
Βαθμιαία όμως εισήλθε στην ανθρωπότητα η παρακμή. Η βασιλεία αντικαταστάθηκε
από την τυραννία. Οι Σοφοί, όπως για παράδειγμα οι Επτά Σοφοί, μεταξύ των
οποίων και ο Σόλων, αναγκάστηκαν να επιβάλουν τους νόμους. Ο εκφυλισμός των
ηθών στέρησε από τους ανθρώπους τη δυνατότητα της πρωτόγονης απλότητας. Σύμφωνα
με τον Ποσειδώνιο, οι σοφοί ήταν αυτοί που και πάλι προσπάθησαν να θεραπεύσουν
το κακό, εφευρίσκοντας διάφορες τεχνικές. Σ’ αυτήν την τελευταία εκτίμηση ο
Σενέκας δεν συμφωνεί πλέον με τον Ποσειδώνιο. Ο Δημόκριτος, που όπως λέγεται
ανακάλυψε τη θολωτή κατασκευή και το κλειδί του θόλου, δεν ήταν πλέον ένας
σοφός, αλλά ένας κοινός άνθρωπος. Διότι ο σοφός ασχολείται μόνο με τα ήθη
και την ανιδιοτελή γνώση της φύσεως. Ο
Ποσειδώνιος, λέει ο Σενέκας, θα πρέπει να αναγνωρίσει, ότι μπορεί οι σοφοί να
εφεύραν τις τεχνικές, αλλά την εφαρμογή τους την ανέθεσαν σε απλούς τεχνίτες.
Και καταλήγει με μιαν ειδυλλιακή περιγραφή της χρυσής εποχής. Η φύση, λέει,
προστάτευε τους ανθρώπους σαν μητέρα.
Δεν υπήρχε ιδιωτική περιουσία. Τα πάντα μοιράζονταν αδελφικά. Η γη ήταν πιο
γόνιμη. Οι άνθρωποι αναπαύονταν στο ύπαιθρο και έτσι μπορούσαν να παρατηρούν
τον νυχτερινό ουρανό και τις κινήσεις των άστρων. Αλλά αυτοί οι πρωτόγονοι
άνθρωποι δεν ήταν οπωσδήποτε σοφοί, διότι στην άγνοιά τους ακριβώς οφειλόταν
και η αθωότητά τους.
Αυτός ο πρωτογονισμός, η εξύμνηση του
απλού βίου, συναντάται επίσης σε όλες σχεδόν τις υπόλοιπες φιλοσοφικές σχολές.
Οι Κυνικοί και οι Επικούρειοι ιδιαίτερα, συμφωνούν στην απαλλαγή από κάθε τι το
περιττό, από την πολυτέλεια και τα πλούτη. Ο Διογένης ο Κυνικός πέταξε το
κύπελλό του όταν είδε ένα μικρό παιδί να πίνει νερό από τις χούφτες του και
δήλωνε ότι «η ζωή που παρέδωσαν οι θεοί στους ανθρώπους είναι απλή, αλλά η
απλότητα χάθηκε, διότι οι άνθρωποι προτίμησαν τα μελωμένα γλυκά, τα αρώματα και
γενικά αυτού τού είδους την επιτήδευση». Ο δε Επίκουρος αποδέχεται μόνο τις
απαραίτητες και φυσικές επιθυμίες, που σημαίνει ότι απορρίπτει τον εξεζητημένο
πολιτισμό.
Το
πιο αξιοσημείωτο έργο της αρχαιότητας για τον πρωτογονισμό ανήκει σε ένα
ερμητικό κείμενο, ακαθόριστης χρονολογίας (πιθανότατα μετά τον 4ον
μ. Χ. αιώνα), με τον τίτλο Κόρη Κόσμου (όρος που υποδεικνύει
την Ίσιδα ως «κόρη του οφθαλμού του κόσμου», ή την «παρθένο του κόσμου»). Ο
Μώμος, δηλαδή η προσωποποίηση τής κριτικής, μέμφεται τον Ερμή, διότι πρόσφερε
στις ψυχές που έπλασε ο Θεός ανθρώπινα σώματα, δημιουργώντας μ’ αυτόν τον τρόπο
αλαζονικά και ριψοκίνδυνα πλάσματα, που είναι ικανά με το θράσος τους να
υφαρπάξουν τα «εύμορφα μυστήρια της φύσεως». Που επιδιώκουν να εξερευνήσουν
οτιδήποτε το κρυφό:
«Οι
άνθρωποι θα ξεριζώσουν τα φυτά και θα ερευνήσουν τις ιδιότητες των χυμών τους.
Θα εξετάσουν τη φύση των πετρωμάτων, και θα διχοτομήσουν τα ζωντανά είδη, όχι
μόνον αυτά που στερούνται λογικής, αλλά, πώς να το ονομάσω, θα τεμαχίσουν τους
ομοίους τους στην προσπάθειά τους να ανακαλύψουν από τί είναι φτιαγμένοι».
Θα ναυπηγήσουν καράβια για να περιπλανηθούν στις θάλασσες, θα φτάσουν
μέχρι την άκρη της γης, θα ανέβουν ως τα άστρα. Για τον Μώμο ένας τρόπος
υπάρχει να περιοριστεί η αλαζονεία και η χωρίς όρια θρασύτητα των ανθρώπων. Να
γεμίσουν από ανησυχίες και μέριμνες. Θα φλέγονται από επιθυμία να
πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους, και όταν αυτά αποτυγχάνουν, θα τους
κατασπαράσσει η θλίψη και η μελαγχολία. Αυτή η περιγραφή μάς παραπέμπει στον
μύθο του Υγίνου στο Είναι και Χρόνος
του Χάιντεγκερ, που διηγείται ότι η Μέριμνα απαρτίζει τον πηλό από τον οποίον
είναι καμωμένος ο άνθρωπος. Υπάρχει εδώ καθαρός υπαινιγμός στο όνομα τού Προμηθέα, που στην Αρχαιότητα αναγνωρίζονταν γενικά ως δημιουργός του ανθρώπου.
«Προμηθέας» σημαίνει αυτόν που «προνοεί», αλλά και αυτόν που «μεριμνά».
Μπορούμε να πούμε ότι εδώ εμφανίζεται μια βαθειά ψυχολογική αλήθεια. Διότι η
επιθυμία και το επίτευγμα, και κυρίως το τεχνικό, «προμηθεϊκό» επίτευγμα, είναι
ακριβώς αυτό που γεννά τη μέριμνα.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου