Μαρία Μαγγιώρου (διδάκτωρ πολιτικής επιστήμης.)
1. Το δεδομένο της καθημερινότητας και το Γίγνεσθαι της Ζωής
1.1. Πώς βλέπει ο άνθρωπος τα ανθρώπινα;
Έτσι ξαφνικά, χρειάστηκε να μπει ένα τέρμα στην Αγία Καθημερινότητα. Σαν να σταμάτησε ο ρους της ιστορίας. Σαν να μπήκαμε σε ένα τούνελ και χάθηκε η ορατότητα του περιβάλλοντος χώρου. Σε ένα τούνελ που τραβάει μακριά, ενώ έξω γίνεται χαλασμός, και έτσι δεν ξέρουμε τι λογής θα είναι το καινούργιο κοινωνικό περιβάλλον.
Τι είναι όμως το κοινωνικό περιβάλλον; Ένα ντεκόρ για ατομικές περφόρμανς; Ένα τεχνολογικό πάρκο για πλαστική ευτυχία; Μήπως είναι ένας μηχανισμός επιβίωσης για τις αγέλες των ανθρώπων-λύκων; Ή μήπως ένα σωφρονιστήριο αμαρτωλών ψυχών; Θα μπορούσε να είναι και μια κοινωνία ευδαιμονίας, ανθρώπων που δεν βλέπουν μόνο το δεδομένο.
Ποιος ευθύνεται τότε για το αν μια κοινωνία είναι καλή ή κακή; Φταίει μια κοινωνική τάξη ή μήπως ολόκληρη η κοινωνία; Τι είναι όμως η κοινωνία, ποιος τη διαμορφώνει; Η «κυρίαρχη» απάντηση έχει να κάνει με την «ιστορία» επειδή κανείς στη Δύση δεν παραδέχεται ότι υπάρχει κάτι άλλο από «ατομικά συμβόλαια». Έτσι, άλλοι νομίζουν ότι τις κοινωνίες τις δημιουργεί το «πνεύμα» της «ιστορίας», ενώ άλλοι οι «νόμοι» της, δηλαδή άλλοι βλέπουν μια «υπερδομή» από «ιδέες», ενώ άλλοι μια «υποδομή» οικονομικών «δυνάμεων».
Η ελληνική όμως πολιτισμική παράδοση εξασφαλίζει έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο του να βλέπεις την κοινωνία και το πώς διαμορφώνεται. Για τους Έλληνες είναι αδιανόητο να τη δημιουργεί η ιστορία ή η φύση. Οι Έλληνες καταλαβαίνουν ότι η κοινωνία αυτό-δημιουργείται. Αντιδρούν στο νέο ιδεολόγημα που επιβάλλει να θεωρούμε ότι γλώσσες-σκέψεις των ανθρώπων είναι βιολογικό φαινόμενο. Γνωρίζουν ότι ο άνθρωπος δεν αντιλαμβάνεται τον κόσμο με τα μάτια αλλά με τα νοήματα, ότι αναδιαρθρώνει αυτά που βλέπει («αναθρών ά όπωπε», κατά τον Σωκράτη).
Οι διαφορές μεταξύ γλωσσών συνιστούν διαφορές τρόπου σκέψης και τρόπου ψυχικής ύπαρξης γιατί είναι διαφορές μεταξύ νοηματικών κόσμων. Δεν μπορεί κανείς να δει πράγματα που δεν είναι χειροπιαστά αν δεν έχει εφοδιαστεί από την κοινωνία του με το νόημα που τα κάνει να υπάρχουν και τα κάνει κατανοητά με έναν συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα δεν υπάρχει η Πατρίδα για τα άτομα μιας πολιτισμικής παράδοσης που δεν δίνει Σημασία στους «πάτριους Θεσμούς», με τους οποίους «το ανθρώπινο έμβιο Γίνεται Αληθινός Άνθρωπος». Εκεί, η λέξη patria έχει το νόημα ενός τόπου καταγωγής, μιας homeland. Για τους Έλληνες όμως, όχι μόνον υπάρχει αλλά είναι κάτι πολύ αγαπητό. Στο ‘τι είναι η Πατρίδα μας;’, όλοι αναγνωρίζουν ότι είναι ‘πάνω από όλα η Λευτεριά’.
Για τους Δυτικούς, δεν υπάρχει Αυτό-δημιουργία επειδή, τόσο στη λατινική γλώσσα-σκέψη όσο και στη γερμανική/germani γλώσσα των Βορείων, δεν υπάρχουν Νοήματα για την Ύπαρξη. Τα δυτικά νοήματα αφορούν μόνο το επίπεδο της καθημερινής, της απλώς έμβιας ζωής. Οι γλώσσες όλων των πολιτισμών, πλην του ελληνικού, αφορούν αποκλειστικά το επίπεδο του φθαρτού Είναι. Η ποιοτική διαφορά της ελληνικής γλώσσας έγκειται στο ότι περιλαμβάνει Νοήματα που καθιστούν αντιληπτό το επίπεδο της Δημιουργίας, της άφθαρτης Ενέργειας του Γίγνεσθαι.
Το ότι υπάρχει μία «ανθρωπότητα», ένας μόνον ανθρωπολογικός τύπος, είναι μια πίστη ενός μόνον πολιτισμού, ο οποίος όμως είναι πολιτισμικά κυρίαρχος, οπότε επιβάλλει στους πάντες τη δική του πίστη. Ο κυρίαρχος πολιτισμός επιβάλλει θεσμούς και ιδεολογήματα της δικής του σκέψης, των δικών του νοημάτων. Έτσι, τείνει να διαμορφώνει παρόμοιους τρόπους ψυχικής ύπαρξης και σε άλλους λαούς.
Η Δύση δεν είναι ένας ενιαίος πολιτισμός δεδομένου ότι οι τρεις πολιτισμικές παραδόσεις που περιλαμβάνει, η ελληνική, η λατινική και η βαρβαρική (των Βόρειων γερμανικών φύλων) αποτελούν ασύμβατους μεταξύ τους κόσμους νοήματος. Όταν ήταν κυρίαρχη η λατινική παράδοση, οι Ρωμαίοι παραποίησαν τα ελληνικά νοήματα και υποχρέωσαν τους πάντες να σκέπτονται όπως οι ίδιοι, με νοήματα πραγματισμού-ωφελιμισμού. Επίσης, υποτίμησαν τους Έλληνες σαν ανάξιους κληρονόμους της «κλασικής» εποχής έτσι ώστε να οικειοποιηθούν τους προγόνους τους.
Τα ίδια ακριβώς έκαναν και οι Βόρειοι όταν κυριάρχησε η δική τους παράδοση. Έβγαλαν από τη μέση τα ελληνικά νοήματα, αρχαία και βυζαντινά, με παρερμηνείες και εμφανίστηκαν αυτοί κληρονόμοι της «κλασικής» αρχαιότητας. Συνέχισαν με την αποδόμηση των λατινικών νοημάτων αποκαλώντας τους Μέσους Χρόνους της λατινικής κυριαρχίας «μεσαιωνικό Σκότος». Αποδείχτηκε όμως ότι τα Φώτα των Βορείων υπήρξαν Σκότος για την ανθρώπινη ψυχή επειδή στα νοήματά τους δεν υπάρχει τίποτα που να καθιστά ορατό το μέρος της ψυχής που κάνει τον άνθρωπο ανθρώπινο, που τον κάνει αληθινό Πρόσωπο, αληθινά ευτυχισμένο.
Το νοηματικό κενό των Βορείων σχετικά με την Κοινωνία, το Εμείς, την Καθολικότητα της Ύπαρξης καλύπτεται με το «πνεύμα». Το κενό αναφορικά με τη Δημιουργία, καλύπτεται με την «ιστορία» που είναι συνυφασμένη με την «πρόοδο», έτσι ώστε να σημαίνει μια ευθύγραμμη αέναη εξέλιξη της «ορθολογικότητας» με «παιδική ηλικία» την αρχαία Ελλάδα και στάδιο «ωριμότητας» τον Διαφωτισμό.
1.2 Γένος «ένθυμο», γένος «άθυμο» και γένος «ένθυμο και διανοητικό»
Λόγω του σημαντικού νοήματος της «ορθολογικότητας» στη Δύση και του νοήματος της «συλλογικότητας» στην Ανατολή, ο δυτικός ανθρωπολογικός τύπος χαρακτηρίζεται από τη «λογική» και ο ανατολικός από το «συναίσθημα». Ο τύπος όμως του Έλληνα δεν χαρακτηρίζεται από τον συνδυασμό αυτών των δύο γιατί δεν είναι ούτε ατομικιστής, «οικονομικός-λογικός» άνθρωπος, ούτε δουλοπρεπής και θρησκόληπτος, αλλά «ένθυμος και διανοητικός»: Με Πάθη και Λόγο που τα μετατρέπει σε Αρετές.1.2 Γένος «ένθυμο», γένος «άθυμο» και γένος «ένθυμο και διανοητικό»
Ο Αριστοτέλης διακρίνει τους τρεις βασικούς τρόπους διαμόρφωσης των κύριων ανθρωπολογικών τύπων ως εξής: Ο ένας είναι ο «απολίτευτος» με σχετικές ατομικές ελευθερίες σε σύγκριση με τον δεύτερο που είναι «αυταρχικός» και ο τρίτος είναι ο «Πολιτικός», που κάνει τους ανθρώπους «ευάγωγους στην Αρετή».
Τόσο οι Βόρειοι λαοί όσο και οι παλαιοί κάτοικοι της Ευρώπης, λέει, αφήνουν ανενεργό το μέρος της ψυχής που έχει τον Λόγο, δηλαδή τον αποκαλούμενο Νου με τις ψυχικές ενέργειες της Σοφίας και της Φρόνησης. Αντιθέτως, έχουν πλήρως ενεργοποιημένο το ενδιάμεσο μέρος της ψυχής, το Θυμικό, και έτσι έχουν ανεπτυγμένη τη θέληση. Η οποία βεβαίως χωρίς τον Νου γίνεται θέληση για δύναμη. Ο ψυχικός τρόπος ύπαρξης στην Ανατολή είναι ο αντίστροφος γιατί εκεί δεν αναπτύσσεται καθόλου η θέληση. Το μέρος του Λόγου, αντί να ενεργοποιείται σύμφωνα με τον τρόπο των Αρετών, λειτουργεί με ηθικολογίες, αεροβασίες και τον φόβο του θεού.
Πίσω από όλα αυτά βρίσκεται η στάση των τριών αυτών παραδόσεων απέναντι στο ζήτημα της Ύπαρξης, του Όντος. Σε Ανατολή και Δύση το ζήτημα αυτό είναι αδιάφορο λόγω εμμονής στο επίπεδο της εμπειρικής αντίληψης, με αποτέλεσμα και οι γλώσσες τους να περιορίζονται σε νοήματα του δεδομένου. Επειδή όμως η ψυχή έχει δύο δρόμους για να συλλάβει την «πραγματικότητα», τη διαίρεση και την ολοποίηση, οι πολιτισμοί διαλέγουν ανάλογα με το τι ταιριάζει στην ψυχοσύνθεση του καθενός. Η επιλογή αυτή συνιστά το θεμέλιο του πολιτισμού που καθιστά τον ένα ατομοκεντρικό και τον άλλον ομαδοκεντρικό.
Τα δύο αυτά είδη πολιτισμών, ακριβώς επειδή αδιαφορούν για το ζήτημα της υπαρκτικής Αλήθειας, δεν αναγνωρίζουν την ύπαρξη πέραν της απλώς έμβιας ζωής. Νομίζοντας ότι υπάρχει μόνο το Είναι, το βλέπουν σαν μια Ουσία, την οποία ο ένας πολιτισμός αποδίδει στα χωριστά όντα και ο άλλος στην ενότητα. Ο ένας δεν θεωρεί Ουσία την Καθολική Ύπαρξη και ο άλλος δεν θεωρεί Ουσία τα Άτομα.
Ο ελληνικός πολιτισμός δεν είναι σύνθεση δύο κακών. Είναι ο μόνος που είναι αποκολλημένος από το δεδομένο και την ψευδαίσθηση της υπαρκτικής Ουσίας. Είναι ένας πολιτισμός με εμμονή στο ζήτημα του «διατί» του Όντος, στον Σκοπό του Ευ Είναι, που είναι η Αληθινή Ζωή. Διαθέτει συνεπώς υπαρκτικά-οντολογικά Νοήματα. Και τα Νοήματα αυτά ενεργοποιούν το μέρος της ψυχής που έχει τον Λόγο. Ο ανθρώπινος Λόγος είναι Καθαρή Ενέργεια, το «κατ’ εικόνα» του θεϊκού Λόγου, του Δημιουργού Λόγου, ο οποίος μένει εν υπνώσει στους πολιτισμούς που δεν διαθέτουν Οντολογία.
Ο ελληνικός πολιτισμός όμως, είναι θεμελιωμένος στο οντολογικό βλέμμα, οπότε βλέπει πράγματα που οι άλλοι δεν μπορούν να δουν. Η «λογική» της Δύσης είναι για ανθρώπους οντολογικά τυφλούς, όπως και το «συναίσθημα» της Ανατολής. Τα ελληνικά Νοήματα κάνουν τον άνθρωπο να βλέπει το όντως Όν ως Γίγνεσθαι και έτσι διαμορφώνουν έναν ανθρωπολογικό τύπο ικανό να μετέχει στο επίπεδο της Δημιουργίας, να βιώνει στην παρούσα ζωή την Κοινωνία της Αιώνιας Ζωής, να βιώνει την Μακαριότητα.
1. 3. Η παρούσα κρίση και το βίωμα ανυπαρξίας
Ακούσαμε πρόσφατα από ανθρώπους που γνωρίζουν ψυχολογία και οντολογία πως η κρίση της πανδημίας βγάζει στην επιφάνεια το κενό υπαρκτικού Νοήματος και ότι η απώλεια του δεδομένου κάνει τους Δυτικούς να βιώνουν απώλεια εαυτού. Ως προς το βίωμα ανυπαρξίας, ειπώθηκε συγκεκριμένα ότι αυτό που συμβαίνει είναι μια «τρύπα νοήματος».
Η σκέψη όμως δεν σταματά ποτέ και όλοι σκεπτόμαστε με τα νοήματα του κυρίαρχου πολιτισμού. Αυτό συνεπάγεται ότι υπάρχει μεγάλη δυσκολία στο να κάνουμε πολιτισμικές διακρίσεις αφού δεν ανήκει στα κυρίαρχα νοήματα η σημασία της διάκρισης μεταξύ υπαρκτικών επιπέδων, άρα και πολιτισμών. Πόσω μάλλον που έχει προστεθεί και σχετική ιδεολογική απαγόρευση. Θεωρείται λοιπόν δεδομένο ότι όλοι πολιτισμοί είναι κολλημένοι στη δεδομένη «πραγματικότητα», οπότε όλοι χρησιμοποιούν απλές λέξεις, νοήματα της καθημερινότητας. Σαν να μην υπάρχουν υπαρκτικά Νοήματα και σαν όλες οι γλώσσες να είναι ίδιες.
Ισχύει πως ο ανθρωπολογικός τύπος της Δύσης δεν είναι πια ο «νεωτερικός», ο τυπικός ατομικιστής με τη θέληση για δύναμη, αλλά ένας «άθυμος», ένας κομφορμιστής. Του στέρησαν τη θέληση τα νοήματα της Μετα-νεωτερικότητας, ενώ η τεχνολογία του στέρησε και την επιθυμία. Όλα αυτά πάνω στο υπόβαθρο του ατομικισμού έκαναν την ψυχή του δυτικού ανθρώπου ναρκισσιστική. Δεν ισχύει όμως ότι ο ανθρωπολογικός τύπος του ελληνικού πολιτισμού έχει τόσο αλλοιωθεί ώστε να είναι όλοι οι Έλληνες απαθείς ναρκισσιστές. Δεν ισχύει ότι βιώνουμε στην Ελλάδα απώλεια εαυτού, βίωμα ανυπαρξίας.
Ισχύει βέβαια ότι ο ψυχικός τρόπος των Ελλήνων αλλοιώνεται μαζί με τις καταστροφές που υφίσταται η ελληνική γλώσσα. Σίγουρα, όλο και πιο πολλοί Έλληνες ξεχνούν τα οντολογικά Νοήματα της Παράδοσής τους και προσκολλώνται στα κυρίαρχα. Δεν έχει χαθεί όμως ο αφυπνισμένος Λόγος σε μαζική κλίμακα. Δεν είναι συνεπώς σωστό που ειδικοί γενικεύουν ισχυριζόμενοι πως όλοι σήμερα βιώνουμε «ταπείνωση της επιθυμίας» μπροστά σε μια «πραγματικότητα» που την απαγορεύει.
Ο τρόπος ψυχικής ύπαρξης των Ελλήνων είναι η αυτόβουλη «ταπείνωση» του ψυχικού αυτοματισμού. Ο τρόπος των Αρετών είναι ακριβώς η διαρκής προσπάθεια για να υπολειτουργεί το μέρος της ψυχής που μοιράζεται ο άνθρωπος με το ζώα, έτσι ώστε να υπερλειτουργεί το μέρος που έχει τον Λόγο. Επειδή ο τρόπος των Αρετών είναι παίδευση σχετικά με τα όρια της Ελευθερίας και της Αγάπης, οι σύγχρονοι Έλληνες όπως οι αρχαίοι γνωρίζουν από «όρια», δεν ανήκουν στην περίπτωση των Δυτικών.
Οι ειδικοί λένε επίσης πώς κάποιοι άνθρωποι εκδηλώνουν αφοβία λόγω ψυχικής ανωριμότητας, λόγω μιας ψευδαίσθησης παντοδυναμίας. Στις ελληνικές Αρετές όμως, πρώτη και καλύτερη είναι η Ανδρεία, το να μη σε τρομάζει ο θάνατος επειδή αγαπάς την Αληθινή Ζωή. Η χαρακτηριστική ελληνική Γαλήνη ή Πραότητα είναι μια οντολογική ψυχραιμία λόγω της αναγνώρισης του Γίγνεσθαι της Ύπαρξης.
Σύγχρονοι Έλληνες φιλόσοφοι επισημαίνουν ότι τα νοήματα της Νεωτερικότητας δεν πρόλαβαν να επιδράσουν βαθιά στην ελληνική ψυχή. Η Μετα-νεωτερικότητα όμως, λόγω της τεχνολογίας και λόγω της μετατροπής της Εξουσίας σε εξουσία επί του σώματος, σε ΒιοΕξουσία, αλλοιώνει ταχέως τον τρόπο της ψυχικής ύπαρξης των Ελλήνων. Στην εικονική πλέον κοινωνία, η τεχνολογία έχει γίνει υποκατάστατο της πραγματικότητας, η επιθυμία έρχεται και μας βρίσκει, δεν την διεκδικούμε.
2. Ξεκαθαρίσματα με αρωγό την ελληνική Σκέψη
2.1 Οι άνθρωποι αλλάζουν μαζί με τα νοήματα
Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν ούτε με τις ατομικές ούτε με τις συλλογικές συμφορές. Δεν διαθέτουν δική τους σκέψη ώστε να κρίνουν ελεύθερα αυτό που τους συμβαίνει, η σκέψη ανήκει στην κοινωνία. Ούτε η θέληση μπορεί να γεννηθεί αν πρώτα δεν το επιτρέψουν οι θεσμοί. Αν όμως βρούμε τη θέληση να αλλάξουμε ζωή, μπορούμε να αλλάξουμε τα νοήματα, να τα αμφισβητήσουμε εκ βάθρων, να πάψουμε να τα δεχόμαστε ως αληθινά.
Είναι προφανές πως κάτι τέτοιο προϋποθέτει το να γνωρίζουμε και να πιστεύουμε στην Αλήθεια, που είναι μόνον ελληνική, πράγμα που εμποδίζεται από τους ίδιους τους Έλληνες. Άλλοι λένε πως ο ελληνικός πολιτισμός πέθανε μαζί με την υποτιθέμενη «πόλη-κράτος». Άλλοι, πως η αρχαιότητα ήταν «κουτσή και στραβή» και «είδε φως και περπάτησε» με τον χριστιανισμό. Άλλοι, πως η ελληνική αλήθεια ήταν η «ορθολογικότητα» που κληρονόμησε ο δυτικός πολιτισμός. Άλλοι, πως πρόκειται για «αναχωρητισμό» που κάνει τους Έλληνες «ανώριμους». Άλλοι, πως δεν υπάρχουν καν αληθινοί Έλληνες αφού το ελληνικό κράτος είναι μόνο 200 ετών.
Αλλά όλοι λίγο πολύ έχουμε παρωπίδες και, προπάντων, κανένας μόνος του δεν μπορεί να έχει Ορθή Γνώμη χωρίς τη Δόξα της Πόλης (όχι οποιασδήποτε κοινωνίας). Τα «ένδοξα» διαμορφώνονται με τον τρόπο-επίπεδο του ελληνικού Διαλόγου όπως το πάζλ όταν ενώνονται κομματάκια που έχουν «χεράκια» και υποδοχές. Για κάτι τέτοια, δεν φτάνει το Φιλότιμο επειδή προϋποτίθεται ο ανθρωπολογικός τύπος που διαθέτει Λόγο για να δώσει και Φρόνηση για να τον λάβει.
Η σημασία του να σωθεί η ελληνική Παράδοση έγκειται στο ότι είναι η μόνη που έχει τη συνταγή για το πώς να σωθούν οι σημερινοί άνθρωποι-ποντίκια από τη μαγική φλογέρα που κρατάνε μαζί η ΒιοΕξουσίας και η ΒιοΤεχνολογία. Δεδομένου ότι ο ελληνικός πολιτισμός δεν είναι μια «κουλτούρα» καθημερινής ζωής αλλά ο τρόπος ύπαρξης που κάνει τον άνθρωπο πραγματικά ελεύθερο, έχει σημασία να μην τον ταυτίζουμε με τις μεσογειακές κουλτούρες. Δεδομένου επίσης ότι δεν είναι ούτε ένα «πνεύμα», ότι δεν περιλαμβάνει «ανώτερα ιδανικά», αλλά ο πρακτικός τρόπος της αληθινής ανθρωπιάς, έχει σημασία να μην τον ταυτίζουμε με τις λεγόμενες «οικουμενικές αξίες».
Το κακό όμως με τους σημερινούς Έλληνες διανοούμενους είναι ότι ένας μεγάλος αριθμός έχει ενσωματώσει τα νοήματα της Νεωτερικότητας και ένας άλλος τα νοήματα της Μετανεωτρικότητας. Και οι μεν και οι δεν συναγωνίζονται στην καταστροφή της ελληνικής Παράδοσης σαν υποδεέστερης οι πρώτοι και σαν ξεπεσμένης οι δεύτεροι. Οι πρώτοι ντρέπονται για την υποτιθέμενη διαφορά των σημερινών Ελλήνων από τους αρχαίους και οι δεύτεροι νομίζουν ότι η συλλογική ταυτότητα είναι φασισμός και η αγάπη για την πατρίδα εθνικισμός.
Ακόμα όμως και οι υπερασπιστές της ελληνικής διαφορετικότητας πέφτουν στην παγίδα των δυτικών νοημάτων. Μπορεί να υποστηρίζουν συνειδητά ότι για να σώσουμε την Παράδοση δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε τα εργαλεία που την καταστρέφουν, ασυνείδητα όμως θεωρούν αδιαμφισβήτητες τις ερμηνείες της ελληνικής Σοφίας από τους Δυτικούς.
Άλλοι επιμένουν πως ο Κόσμος-Κάλλος δεν είναι το οντολογικό Νόημα του Γίγνεσθαι αλλά ένα εμπειρικό νόημα για τη φύση. Άλλοι επιμένουν στο ότι οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν στον προκαθορισμό, στην μοίρα. Ενώ ξέρουν πως ο δυτικός ατομικισμός, όπως εξ άλλου και ο λατινικός ομαδοκεντρισμός, διαστρεβλώνει την Οντολογία αφού δεν μπορεί να την διανοηθεί, δεν αναγνωρίζουν τη διαστρέβλωση που έχει υποστεί η αρχαία Σοφία. Δέχονται ότι ο Πλάτων είναι ιδεαλιστής και ο Αριστοτέλης εμπειριστής, πως οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι μιλούσαν για την εμπειρική φύση.
2.2. Η αλήθεια για τον ελληνικό πολιτισμό
Ο Πλάτων δεν λέει πουθενά πως υπάρχουν ιδέες-έννοιες όπως νόμιζαν οι νεοπλατωνικοί ερμηνεύοντάς τον με την κυρίαρχη λατινική σκέψη της εποχής τους. Τα Είδη είναι τα καθόλου (καθολικά) ή ενεργεία (με ενεργό Λόγο) όντα Μορφές για τα οποία μιλάει και ο Αριστοτέλης, καθώς και ο «υλιστής» Άγιος Μάξιμος. Όλοι οι Έλληνες σοφοί, προ Χριστού και μετά Χριστό, μιλάνε για τα καθολικά ή αληθινά ή τέλεια όντα, τα οποία έχουν ενεργό τον Λόγο τους, σε αντίθεση με τα χωριστά όντα που τον αφήνουν εν υπνώσει. Ωστόσο, οι μεν Λατίνοι νόμιζαν ότι πρόκειται για αφηρημένες έννοιες που έχουν υπαρκτική ουσία, οι δε Βόρειοι ότι πρόκειται για ιδέες-πνεύματα.
Ο Αριστοτέλης διαφοροποιείται από τον Πλάτωνα μόνο ως προς τα πρώτα έργα του πρώτου, όπου το επίπεδο ύπαρξης των Μορφών εμφανίζεται αποκομμένο από το επίπεδο των χωριστών όντων. Πράγμα που συνεπάγεται ότι Μορφές δεν είναι μικτές υπάρξεις από Ύλη και Ενέργεια. Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι η καθαρή Ενέργεια υπάρχει σε ένα τρίτο επίπεδο και όχι στο επίπεδο όπου ο Δημιουργός επικοινωνεί με τα έλΛογα δημιουργήματά του.
Ο Αριστοτέλης διευκρινίζει ότι ο ίδιος αναφέρεται πάντα στο δεύτερο φυσικό επίπεδο των Μορφών. Όταν δε γράφει για τον άνθρωπο ότι είναι από τη φύση του πολιτικό ζώο δεν εννοεί τη βιολογία του αλλά τη Φύση-Τέλος, τη Μορφή του ως Γίγνεσθαι. Ούτε με την έννοια «έλλογο» εννοεί τη λογική σκέψη, ούτε με την έννοια «πολιτικό» εννοεί το κοινωνικό ζώο όπως είναι το αγελαίο.
Αυτό που υποστηρίζει ο Αριστοτέλης είναι πως η ανθρώπινη Φύση-Μορφή, το «τι ήν είναι» του ανθρώπου, σημαίνει το Τέλος του, αυτό που θα γίνει όταν τελειοποιηθεί. Και τέλειος άνθρωπος είναι ο Πολίτης, δηλαδή ο ανθρωπολογικός τύπος που διαμορφώνεται από μια τέλεια κοινωνία, την Πολιτική Κοινωνία. Η Φύση του ανθρώπου είναι το να ολοκληρωθεί ως όν που διαθέτει, εν υπνώσει, Λόγο αφυπνίζοντάς τον. Αφυπνίζοντας την Ενέργεια του Λόγου με τον τρόπο των ψυχικών ενεργειών που οι Έλληνες αποκαλούν Αρετές και δεν έχουν καμία σχέση με την ηθική.
Ο τρόπος των Αρετών είναι ο ψυχικός τρόπος απόκτησης ψυχικής Ελευθερίας, ψυχικού Αυτεξούσιου προκειμένου να αποκτηθεί το ψυχικό άνοιγμα της Αγάπης. Με την αφύπνιση των μη λειτουργικών ψυχικών ενεργειών, το μεν λειτουργικό-ανελεύθερο μέρος της ψυχής υπολειτουργεί, το δε ελεύθερο λειτουργεί στο έπακρο. Ένα πρώτο βήμα είναι η έξοδος από το πρώτο φυσικό επίπεδο της Ανάγκης και του Τυχαίου και ένα δεύτερο είναι ο τρόπος ψυχικής ύπαρξης της Καλοκαγαθίας.
Με το ψυχικό άνοιγμα στην Ενέργεια του Λόγου, ο άνθρωπος γίνεται ικανός να κοινωνεί στο επίπεδο των ενεργεία όντων. Επικοινωνεί κατ’ ενέργεια, τόσο με τα άλλα όντα Μορφές όσο και με την Καθαρή Ενέργεια του Δημιουργού Λόγου. Ο Σκοπός της ελληνικής Κοινωνίας είναι η οντολογική τελείωση του ανθρώπου, όχι η «καλή ζωή» ως καλοπέραση στην καθημερινότητα. Έτσι η ελληνική αγάπη για την Ελευθερία είναι η Αυτεξούσια Θέληση Ομοίωσης με τον Δημιουργό Λόγο..
Όλοι ανεξαιρέτως οι Έλληνες σοφοί και οι πατέρες της ελληνικής Ορθοδοξίας, μιλάνε για το δεύτερο φυσικό επίπεδο ύπαρξης, τον Κόσμο-Κάλλος, το «Άκτιστο» επίπεδο της Ενέργειας του Γίγνεσθαι, όπου τα όντα υπάρχουν ενωμένα-αδιαίρετα, λόγω-μέσω της Ενέργειας-Λόγου. Η ελληνική Σοφία γνωρίζει την Αλήθεια για το επίπεδο-τρόπο ύπαρξης της Δημιουργίας και η ελληνική Φρόνηση καθιστά τον άνθρωπο ικανό να επιλέγει αυτόν τον τρόπο Ελευθερίας και Αγάπης.
Η ελληνική Ορθοδοξία είναι Οντολογία, όχι θρησκεία, δεν αφορά την καθημερινότητα και την ηθική συμπεριφορά, δεν έχει σχέση με τον φόβο της λειτουργικής ψυχής. Και αποτελώντας Οντολογία του Γίγνεσθαι, μιλάει για την μετατροπή του «κατ’ εικόνα» του θεού (δηλαδή εν υπνώσει) Λόγου σε «ομοίωση» (σε αφυπνισμένο).
2.3 Από τον ελεύθερο «πολιτικό» βίο στον δουλοπρεπή «ηδονικό»
Ο ελληνικός ορθός λόγος είναι το να θέλει από μόνος του ο άνθρωπος να τελειωθεί, ολοκληρωθεί ως Μορφή/Πρόσωπο. Η Φιλοσοφία καλλιεργεί την αγάπη για τη Γνώση της Αλήθειας και καθοδηγεί τη Φρόνηση προκειμένου η ο «λογισμός» με την έννοια της Βούλησης να είναι ορθός. Ο ελληνικός Λόγος είναι πάντα αληθής και οδηγεί τη θέληση έτσι ώστε να είναι ορθή.
Ο Φιλοσοφικός Βίος για τους πιο θεληματικούς και ο Πολιτικός Βίος για τους πιο συνηθισμένους, σημαίνει τον τρόπο ύπαρξης του Κατά τον Νουν Βίου, δηλαδή κατά την Ενέργεια των Αρετών του Νου (τη Σοφία και τη Φρόνηση). Είναι άλλο πράγμα η Πολιτική ως Νόημα-Σκοπός ζωής, μέσω του επιπέδου-τρόπου των Αρετών και άλλο πράγμαη πολιτική δραστηριότητα που ανήκει στο επίπεδο της καθημερινής «ασχολίας».
Το τρόπος ψυχικής ύπαρξης των ανθρώπων που ζουν σε πολιτισμούς περιορισμένους στην «ασχολία», είναι ο «ηδονικός» ή «απολαυστικός», δηλαδή ο ζωικός τρόπος να επιλέγεις αυτό που φαίνεται μόνον σε εσένα και μόνο για τώρα ευχάριστο. Αυτός ο τρόπος για τους Έλληνες είναι δουλοπρεπής αφού κατ’ αυτόν λειτουργεί μόνο ο ψυχικός αυτοματισμός και μένει ανενεργό το μέρος της ψυχής που διακρίνει τον άνθρωπο από τα ζώα. Ο Πολιτικός Βίος αντίθετα είναι ο ψυχικός τρόπος της Φιλοσοφίας και της Φιλοκαλίας, του να γνωρίζεις την Αλήθεια και του να χαίρεσαι και να λυπάσαι για τα σωστά πράγματα, τα Ωραία.
Η Αναγέννηση μας μαθαίνουν ότι είναι η αναβίωση του αρχαίου «πνεύματος». Επειδή όμως «πνεύμα» δεν υπάρχει και το ‘όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια’ ισχύει από την εποχή των Ρωμαίων, αυτό που αναγεννήθηκε ήταν ο βαρβαρικός κόσμος νοημάτων. Αναγεννήθηκαν τα νοήματα της «εκκοσμίκευσης» που αντικατέστησαν τη λατινική «μεταφυσική». Εκεί όμως που νικούσαν οι ρομαντικοί Γότθοι, σκάει μύτη το ρεαλιστικό Εμείς των Άγγλων. Ο αγγλικός πραγματισμός δεν άργησε να κυριαρχήσει και έτσι, με το τέλος των πολιτισμικών-θρησκευτικών πολέμων, έχουμε και το νόημα του «πολιτισμού» με τη σημασία της ανωτερότητας του αγγλικού ψυχικού τρόπου. Τότε γεννήθηκε και το νόημα «Άτομο».
Ο Διαφωτισμός καθιέρωσε τον τύπο του Νέου ανθρώπου, του Μοντέρνου, δηλαδή τον ανθρωπολογικό τύπο της παράδοσης των Βορείων σαν να πρόκειται για τον κολοφώνα της εξέλιξης του ανθρώπινου «πνεύματος». Ήδη από τον 17ο, τον «αιώνα των Άγγλων», είχε αρχίσει να προετοιμάζεται η νεωτερική «κοινωνική δομή» με τη βοήθεια μιας δανεικής από τα λατινικά νοήματα κοινωνικής φαντασιακής Παράστασης-Σημασίας: το κράτος.
Το κράτος είναι η ολιγαρχική ρωμαϊκή res publica που καθιερώθηκε σαν δημοκρατικό κοινοβουλευτικό κράτος, ενώ στην πραγματικότητα ήταν μια «σφαίρα» κοινωνικού ελέγχου που προστέθηκε σαν αναγκαίο κακό δίπλα στην αυτόνομη Ιδιωτική «σφαίρα». Το νόημα του Έθνους-Κράτους το πήρε λόγω της ανάγκης για τη «Δημόσια σφαίρα» να έχει σαν«αντικείμενο» τον Λαό. Η απορία δεν είναι το γιατί, σήμερα, οι κυρίαρχοι Βόρειοι τινάζουν από πάνω τους σαν τη χειρότερη αμαρτία το Κράτος αλλά το πώς άντεξαν επί τρεις αιώνες ένα τόσο ξένο και μισητό για την παράδοσή τους θεσμό; Την εξήγηση τη δίνει η υπερπροσπάθεια του αγγλικού εμπειρισμού με ηγετική φυσιογνωμία τον Τόμας Χομπς να πλασάρει αυτό το «τέρας» σαν φιλικό στον ατομικισμό.
Ο Μεταμοντέρνος νεοθετικισμός γκρέμισε τη σφαίρα της πολιτικής και τη σφαίρα της κοινωνίας αφού είχε πια τη βοήθεια των ΜΜΕ για τον κοινωνικό έλεγχο και δεν χρειαζόταν την ψευδοκυριαρχία του Λαού για νομιμοποίηση. Όσο υπήρχε η κρατική σφαίρα η διελκυστίνδα του τρόπου ψυχικής ύπαρξης ήταν ανάμεσα στη Δημόσια δεσποτεία της λατινικής και γοτθικής παράδοσης την Ιδιωτική δεσποτεία των αγγλοαμερικανών.
3. Για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους
3.1 σύγχυση γνωστικών, νοηματικών και ψυχικών επιπέδων
Ο Πλάτων είχε καταστήσει σαφές, με μια γραμμή που τέμνεται σε άνισα μέρη, ότι η Αληθής Γνώση που λαμβάνουμε με τον Νου καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της. Το λέει και το ρητό ‘κοντά στο Νου και η Γνώση’. Ένα μικρότερο μέρος της γραμμής καταλαμβάνει η αληθής Κρίση και το ελάχιστο που μένει η εμπειρική γνώση. Σήμερα, πιστεύουμε ότι όλη τη γραμμή την καταλαμβάνουν οι «απόψεις» μας, το έτσι νομίζω γιατί έτσι μου φαίνεται.
Λόγω της ιδεολογίας του σχετικισμού και λόγω της ψυχολογίας του ναρκισσισμού, δεν διακρίνουμε πιά ούτε μεταξύ μιας Γνώμης, με εμπεριστατωμένη επιχειρηματολογία, και της υποκειμενικής μας γνώμης. Επισήμως, θεωρούνται «αφηγήσεις», παραμύθια, όλα όσα λέει κανείς στον «δημόσιο διάλογο» που δεν είναι ούτε δημόσιος ούτε διάλογος. Ο καθένας έχει αναγνωρισμένο δικαίωμα να αγνοεί τα λογικά και αξιακά όρια και μένει στο απυρόβλητο ακόμα και όταν επιτίθεται σε τεκμηριωμένες αλήθειες σαν να είναι «απόψεις».
Έχει σημασία λοιπόν η διαπίστωση της χαμένης επικοινωνίας. Ο ένας μιλά στο ένα επίπεδο γνώσης, ο άλλος καταλαβαίνει με το δεύτερο και ο τρίτος πιστεύει ότι πρόκειται για το τρίτο.
Αν στη σύγχυση μεταξύ των γνωστικών επιπέδων προσθέσουμε και τη νοηματική σύγχυση λόγω των αντίπαλων πολιτισμικών παραδόσεων, θα διαπιστώσουμε ότι μπορεί ένας να μιλά για Φιλοσοφία, ο άλλος να καταλαβαίνει «κοσμοθεωρία» και ένα άλλος να τα ακούσει σαν «αφήγημα».
Σε όλα αυτά προστίθενται και οι μη διακριτές ετικέτες. Οι αυτοαποκαλούμενοι «προοδευτικοί» είναι και οι αριστεροί κρατιστές και οι κεντρώοι «εκσυγχρονιστές» και οι «νεοφιλελεύθεροι» αντικρατιστές. Και όλοι αυτοί αποκαλούν τους αντιπάλους τους «λαϊκιστές». Η σύγχυση δε αυτή επιτείνεται ακόμα περισσότερο επειδή ο λατινικός πραγματισμός συντάσσεται (όπως πάντα) με τον κυρίαρχο ρεαλισμό, ενώ ασπάζονται τον νεοθετικισμό όλο και περισσότεροι ιδεαλιστές.
Μόνο και μόνο επειδή χάθηκε το νοηματικό σκηνικό των τριών σφαιρών, βρέθηκαν οι πάντες να σκέφτονται με τους επιβεβλημένους όρους της μίας και μόνης σφαίρας. Δεν έχει συνεπώς μεγάλη διαφορά να είναι κανείς υπέρ μιας «παγκοσμιοποιημένης» κοινωνίας με «δίκτυα εξουσίας» ή μιας «παγκόσμιας διακυβέρνησης» σαν τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Το μυαλό και η ψυχή του νέου ανθρωπολογικού τύπου ταιριάζουν στην ιδεολογία του κοσμοπολιτισμού, η οποία υπήρξε πράγματι η ιδεολογία των Ρωμαίων την εποχή της αυτοκρατορίας τους.
Όχι πως έχει ασχοληθεί κανείς με την ιστορία και το περιεχόμενο του κοσμοπολιτισμού των στωικών, απλώς όλοι αισθάνονται «κοσμοπολίτες» επειδή ως ψυχικός τρόπος είναι ο αντίπαλος του Πολιτικού Βίου. Είναι μάλιστα τέτοιος ο φανατισμός και τόση η γνωστική σύγχυση που έφτασαν να ισχυρίζονται ορισμένοι πως ο Σωκράτης δήλωνε «κοσμοπολίτης». Δεν έχει νόημα να αντιτάξεις ότι με «Πολίτης του Κόσμου» εννοούσε το έλΛογο όν στο επίπεδο της Καθολικής Ύπαρξης, αφού θα θεωρηθεί γραφική η «άποψή» σου. Και αν επιχειρήσεις να ερμηνεύσεις το «Πολίτης του Κόσμου» με τη φράση του Ελύτη, ‘Για να πατάς στέρεα στη γη πρέπει το ένα πόδι σου να είναι έξω από τη γη’ θα πουν και αυτόν «γραφικό».
Το κοινωνικό φαινόμενο που εμφανίζεται σαν Τέλος των Ιδεολογιών έχει να κάνει με το απόλυτο κενό ενός Νοήματος για την Κοινωνία και την Πολιτική, ενώ επί Νεωτερικότητας την τρύπα την μπάλωναν τα δανεικά ρωμαϊκά νοήματα του Κράτους και του Πλήθους σαν ψευδαίσθηση Λαού. Σήμερα ξανάγινε μόδα το νόημα του Πλήθους, το αγαπημένο θέμα του Κικέρωνα και του Μακιαβέλλι, ενώ ο κοσμοπολιτισμός, όπως και να τον καταλαβαίνει κανείς, είναι σαν το βάζει όλο στη μία πλευρά της «βάρκας». Η πανδημία μας βρήκε έτοιμους να μπατάρουμε…
3.2 Αναψηλάφηση της Παράδοσής μας
Για την κατανόηση του ελληνικού πολιτισμού μας χρειάζεται ένας σύγχρονος φιλόσοφος που να μένει πιστός στο τρίπτυχο της Σοφίας: την Κοσμολογία-Οντολογία-Ψυχολογία, δηλαδή την τριαδικότητα του Γίγνεσθαι, τη δυαδικότητα της Φύσης και τη μοναδικότητα του Λόγου. Μας χρειάζεται επομένως ο Κορνήλιος Καστοριάδης.
Είναι σημαντικός επειδή τον μελετά ως τρόπο ψυχικής-ύπαρξης από τον οποίο και μόνο μπορεί να επιτευχθεί η έξοδος από τον ψυχικό εγκλεισμό στη φιλαυτία.
Το κακό όμως είναι ότι δεν γίνεται εύκολα αντιληπτός δεδομένου ότι, ενώ εκείνος αναφέρεται στο επίπεδο των οντολογικών Νοημάτων, εμείς νομίζουμε ότι χρησιμοποιεί τα συνήθη νοήματα, του δεδομένου. Αυτά που νομίζουν οι αναγνώστες του Καστοριάδη ότι γράφει στα κείμενά του μοιάζουν με αυτά που νομίζουν ότι διαβάζουν οι Δυτικοί μεταφραστές του Αριστοτέλη.
Οι περισσότεροι αναγνώστες του ψάχνουν για χρήσιμες οδηγίες πολιτικής καθημερινότητας θεωρώντας τον «πολιτικό φιλόσοφο» όπως θεωρούν τον Μαρξ. Ο ίδιος όμως πίστευε πως δεν υπάρχουν ούτε πολιτικές «λύσεις» ούτε «θεωρίες». Τον παρερμηνεύουν συνεπώς όσοι δεν καταλαβαίνουν ότι η Πολιτική είναι ένα οντολογικό-ψυχολογιό ζητούμενο, είναι ο τρόπος εξόδου από τη φιλαυτία του πρώτου ψυχικού επιπέδου μέσα και μέσω του τρόπου-επιπέδου της Πόλης ως τέλειας-κατ’ενέργειαν κοινωνίας. Τον παρερμηνεύουν όσοι δεν καταλαβαίνουν πως η ατομική Αυτονομία δεν γίνεται να αφορά το ψυχικό επίπεδο της υποκειμενικής σκέψης και συνείδησης, δεν μπορεί παρά να αφορά το ψυχικό επίπεδο του ασυνείδητου, του αποκαλούμενου ελεύθερου Νου ή ριζικού φαντασιακού.
Όπως ο Αριστοτέλης εξετάζει την Πολιτική ως οντολογική αλλοίωση με τα κείμενα Περί Ψυχής, Ηθικά και Πολιτικά, έτσι και ο Καστοριάδης ξεκινά με την εξέταση των ψυχικών επιπέδων σε συνάρτηση με τα υπαρξιακά επίπεδα. Από τα «φαντάσματα» του Αριστοτέλη εμπνεύστηκε ο Καστοριάδης το «φαντασιακό». Από την αριστοτελική εξέταση του τρόπου-επιπέδου ύπαρξης των Αρετών και της Πόλης εμπνεύστηκε ο Καστοριάδης τον τρόπο-επίπεδο ύπαρξης του «κοινωνικο-ιστορικού» όντος. Από το Νόημα-Σκοπό της Πόλης για Ευδαιμονία εμπνεύστηκε την κοινωνική και ατομική Αυτονομία, την Αυτοθέσμιση ως Πόλη-Μορφή και την ατομική αυτό-δημιουργία ως απελευθέρωση του «ριζικού φαντασιακού» από την ψυχική κλειστότητα της πρώτης ψυχικής στιβάδας.
Ο Αριστοτέλης βοήθησε τους Καππαδόκες Πατέρες να ορίσουν την υπόσταση της θεϊκής τριάδας με τα Νοήματα που ανέπτυξε για τις τρεις Αρχές του Όντος, την Ουσία, την Ενέργεια και το Πνεύμα. Ο Μάξιμος ο Ομολογητής χρησιμοποιεί λέξη προς λέξη τα αριστοτελικά Νοήματα περί Ποιητικού Νου και περί ενεργοποίησης του μέρους της ψυχής που έχει τον Λόγο για μας δώσει να καταλάβουμε ότι υπάρχουν οι Λόγοι των όντων που κοινωνούν με τον θεϊκό Λόγο. Ο Γρηγόριος Παλαμάς θεμελίωσε τον Ησυχασμό πάνω στον αριστοτελικό Φιλοσοφικό Βίο ή αλλιώς στο αθανατίζειν μέσω του αριστεύειν ως προς τον Κατά τον Νουν Βίο.
Ο Καστοριάδης δεν θα πρόσφερε μια τόσο σπουδαία συμβολή αν δεν διάβαζε τον Αριστοτέλη από το πρωτότυπο. Έτσι, δεν έγραψε πολιτικές συνταγές για αριστερούς αλλά αποκάλυψε το θεμέλιο της ελληνικής Σοφίας και της ελληνικής Ορθοδοξίας: τον αποφατισμό. Δηλαδή, την ικανότητα των Ελλήνων να αναγνωρίζουν, λόγω οντολογικών Νοημάτων ότι η Ουσία είναι άρρητη και άφατη. Με άλλα λόγια, ότι είναι ά-πειρη, χωρίς πέρας/όριο, συνεπώς χωρίς δυνατότητα εμπειρίας/αντίληψης. Αναγνώριση που συνεπάγεται την απελευθέρωση από την θρησκευτική πίστη (ειδωλολατρική ή φοβική). Την υπόσταση της Ενέργειας την είπαν Λόγο επειδή είναι ρητή και κοινωνεί σε αυτήν ο άνθρωπος.
Μπορεί ο Καστοριάδης να δήλωνε πως είναι Γάλλος στοχαστής και να ερμήνευε την ιστορία μετά το 400 π.Χ. σύμφωνα με τα δυτικά νοήματα, αλλά η συμβολή του στην Οντολογία συνίσταται στο ότι κατέστησε σύγχρονους τον Αριστοτέλη και τον Άγιο Μάξιμο. Ασφαλώς, σοκάρει τους περισσότερους η ύπαρξη του δεύτερου φυσικού επιπέδου των όντων με ενεργό Ενέργεια, καθώς και η ανυπαρξία ενός οικουμενικού ανθρωπολογικού τύπου. Είναι όμως γεγονός ότι, ανάμεσα στα τέσσερα Ευαγγέλια, μόνο του Ιωάννη, που είναι γραμμένο στα ελληνικά, είναι γραμμένο με οντολογικά Νοήματα. Έτσι, είναι το μόνο που αναφέρεται στον Λόγο ως τον Δημιουργό κόσμου, καθώς και στο επίπεδο του Λόγου ως Αληθινής-Αιώνιας Ζωής. Αντίθετα δεν αναφέρει τίποτα από τα θεαματικά σκηνικά που χρησιμοποιούν οι άλλοι για να πείσουν διαφορετικούς ανθρωπολογικούς τύπους.
Και λοιπόν;
Αφού βολευόμαστε, γιατί να μην αφήσουμε να μας διαφεντεύει το Τέρας της Ιδιωτικής Εξουσίας που μας καθιστά αθύρματα, δηλαδή παίγνια, μιας απρόσωπης διαδικασίας Βιοεξουσίας; Το Τέρας αυτό το περιγράφει ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς στο πρόσφατο βιβλίο του «για την Πολιτική που δεν είναι όμως πολιτικό κείμενο» και έχει για τίτλο ο Αόρατος Λεβιάθαν, ένα «σύστημα» που «βρίσκεται παντού και πουθενά».
Αυτό που ζούμε κατά τον Κ. Τσουκαλά είναι μια κατά Κάφκα «σωφρονιστική αποικία», όπου κανείς δεν γνωρίζει από καθήκοντα και βλαβερές πράξεις. Η Βιοεξουσία δεν έχει πηγή ούτε νομιμοποίηση, μόνο «εγχαράσσει στα σώματα» την υπακοή στους ανώνυμους χειριστές μιας «εφιαλτικής μηχανής».
Εμείς όμως αφήασμε να εγκατασταθεί αυτή η αδιαφανής παγκόσμια εξουσία και εμείς πάλι μπορούμε να την αποσύρουμε. Το ζήτημα είναι με ποιόν τρόπο σκέψης θα αμφισβητήσουμε τον τρόπο σκέψης που θεοποιήσαμε και φτάσαμε ως εδώ. Να συνειδητοποιήσουμε ότι στη θέση του Όντος βάλαμε τον «μονοδιάστατο συστημικό λόγο» του κυρίαρχου ατομικισμού.
Ακριβώς επειδή «αναγνωρίζεται ως υπάρχων», λέει ο Κ. Τσουκαλάς (σε πρόσφατη συνέντευξη στο Andro), «δεν φοβάται τίποτε και κανέναν, δεν ελέγχεται από κανέναν, δεν χρειάζεται καν να αυτοδικαιώνεται». Επειδή ο κυρίαρχος τρόπος σκέψης-ύπαρξης είναι θεοποιημένος ως ο Ών, ο Υπάρχων, μας απαγορεύει να αντιδράσουμε, επειδή εμείς τον αναγνωρίζουμε «ως μόνη νοητή πηγή ισχυρών κανόνων». Ο ατομοκεντρισμός αναδείχθηκε ως η μόνη «αυτονομιμοποιούμενη πηγή αξιών».
Εμείς επιτρέψαμε στις πολιτικές εξουσίες να υπάρχουν μόνο κατ’ όνομα. Εμείς πιστέψαμε ότι δεν υπάρχει συλλογικό Είναι και ότι κάθε άτομο είναι αποκλειστικά υπεύθυνο για τη μοίρα του. Δεχτήκαμε την εντολή να επιζούμε μόνοι. Μας βόλεψε η παραγνώριση της συλλογικότητας, η αδιαφορία για τις συνέπειες των πράξεων, βολευτήκαμε με τον μακιαβελισμό και τον οπορτουνισμό.
Στο χέρι μας είναι να αμφισβητήσουμε τα νοήματα του ατομοκεντρισμού πιστεύοντας ότι την ιστορία τη δημιουργούν οι άνθρωποι ως σύνολο, με τον Λόγο τους. Και θα μπορέσουμε να διεκδικήσουμε την επιστροφή της Κοινωνίας ως ζωντανού συνόλου και της Πολιτικής ως παρεμβάσεων για το ευ ζην, αν πιστέψουμε ότι υπάρχει αληθινή Ζωή έξω από τη «σφαίρα» της καθημερινής ατομικής ιδιωτικής ζωής.
Μετά Λόγου Γνώσεως, αν γλυτώσουμε και από την παγίδα των λατινικών κοσμοπολίτικων ιδεών περί αδελφότητας και αλληλεγγύης, θα μπορούσαμε να επανακτήσουμε τη Σοφία που θα μας βγάλει από τη «μονοδιάστατη δεοντολογία του παραγωγισμού».
Ο Κ. Τσουκαλάς ανήκει σε αυτούς που βεβαιώνουν ότι δεν θα μας γίνουν «μάθημα» οι εκατόμβες από τον κορωνοϊό γιατί μας λείπουν τα Νοήματα που θα μας γλύτωναν από τον ατομικισμό. Δεν μας μένει παρά «να τεθούν επί τάπητος όλα τα θεμελιώδη ζητήματα, τα οποία έχουμε ξεχάσει», τονίζει, ενθυμούμενοι το «ουκ εν τω πολλώ το ευ». Α-Λήθεια σημαίνει να Μνήμη του Ευ Είναι στο επίπεδο-τρόπο του Γίγνεσθαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου