πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου
Εκπαιδευτικού (χημικού)
Ο Άγιος Χαράλαμπος ήταν ιερέας στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας και έζησε επί αυτοκρατορίας του Σεπτίμου Σεβήρου (193 – 211 μ.Χ.). Όταν το έτος 198 μ.Χ. ο Σεβήρος εξαπέλυσε διωγμό κατά των Χριστιανών, ο έπαρχος της Μαγνησίας Λουκιανός, συνέλαβε τον Άγιο και του ζήτησε να αρνηθεί την πίστη του. Όμως ο Άγιος ομολόγησε στον έπαρχο την προσήλωσή του στον Χριστό και δήλωσε με παρρησία ότι σε οποιοδήποτε βασανιστήριο και να υποβληθεί δεν πρόκειται να αρνηθεί την πίστη της Εκκλησίας. Τότε ο Λουκιανός διέταξε να αρχίσουν τα φρικώδη βασανιστήρια στον γέροντα ιερέα. Έδωσε εντολή να διαπομπεύσουν τον Άγιο και να τον σύρουν διά μέσου της πόλεως με χαλινάρι. Τέλος, διέταξε τον αποκεφαλισμό του Αγίου.
Ο λαογράφος Γεώργιος Μέγας σημειώνει: ‘’Ο άγιος είναι κυρίως γνωστός ως διώκτης της πανώλους. Αι συνήθεις εικόνες του τον παριστούν πατώντα επί θηλυκού δαίμονος, εκ του στόματος του οποίου εξέρχεται πυρ. Είναι φυσικόν επομένως να τηρήται μετ’ αυστηρότητος η εορτή του (ιδία παλαιότερον) διά τον φόβον της επαράτου νόσου. Οι τοπικοί πάνδημοι εορτασμοί μετά λιτανείας των λειψάνων του συνεχίζονται πολλαχού της Ελλάδος (Θεσσαλία, Ηλεία, Κεφαλληνία κ.α.)’’.
Η έναρξη της εορτής του Αγίου Χαραλάμπους στην Άρτα.
Στις ενθυμίσεις του ηγουμένου της Κάτω Παναγιάς Κωνσταντίου Πλάτωνος, που βρίσκονται στο βιβλίο «Πηδάλιο» της Μονής με έτος γραφής το 1896 αναγράφονται τα εξής:
«Εν έτει Σωτηρίω 1768 ήρχισαν εν τη καθ΄ημάς εκκλησία Άρτης του εορτάζειν την μνήμην του πανενδόξου Ιερομάρτυρος και θαυματουργού Χαραλάμπους. Η αιτία ήν αύτη ως το ήκουσα εκ γηραιών και αξιοπίστων χριστιανών. Το αυτό έτος και την αυτή ημέραν έπεσε τοσαύτη βροχή μετά χαλάζης και βαθυτάτου σκότους, ώστε ενόμισαν ότι αύτη ημέρα ήθελεν αφανισθή ο κόσμος και η χάλαζα διήρκησεν ως την 5η Ιανουαρίου, διαστήματος περίπου μιας εβδομάδος, ήτις επροξένησεν μεγίστην φθοράν εις πολλά δένδρα, καρπούς και ζώα. Και εις μνήμην ταύτης της δεινής συμφοράς και άλλων θαυμάτων, τους επικαλουμένους του αγίου αυτού ονόματος εορτάζεται μέχρι το νυν 1869,Φεβρ.10».
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα ιστορικά στοιχεία Μητροπολίτης Άρτας ήταν τότε ο Παϊσιος.
Ο Άγιος Χαράλαμπος σώζει την Πρέβεζα και την Άρτα από την χολέρα το 1848.
Ο Άγιος Χαράλαμπος είναι πολιούχος των πόλεων Πρεβέζης, Πύργου Ηλείας, Κέας και Φιλιατρών. Στον άγιο αποδίδεται σωτήρια παρέμβαση το 1854, όταν λοιμός θέριζε τον τοπικό πληθυσμό της Πρέβεζας. Τότε η κάρα του αγίου μεταφέρθηκε από τη Μονή Αγίου Στεφάνου Μετεώρων στην Πρέβεζα, όπου τέθηκε σε προσκύνημα και θαυματουργικά απέτρεψε τη συνέχιση του θανατικού. Ο Παναγιώτης Αραβαντινός σημειώνει: «Κατὰ τό φθινόπωρον τοῦ 1848 ἐνέσκηψεν είς Ἀμφιλοχίαν τὸ μόλυσμα τῆς χολέρας, ἥτις οὐκ ὀλίγην θραῦσιν ἐνεποίησεν ἐν διαστήματι δύο μηνῶν ἐν τῇ πόλει τῆς Ἄρτης καὶ κατὰ τὰς περιοχὰς τοῦ Κάμπου καὶ τῆς Βρύσεως». Η θαυματουργική παρέμβαση του Αγίου Χαραλάμπους εξαφάνισε και στην Άρτα και στις γύρω περιοχές τη θανατηφόρο ασθένεια της χολέρας.
Τα λείψανα του Αγίου Χαραλάμπους στην Άρτα
Τα λείψανα του αγίου έχουν θεραπευτική δύναμη: «ἐξαιρέτως δὲ φυλάττει ἀμολύντους ἀπὸ τὴν λοιμικὴν νόσον, ἤγουν ἀπὸ τὴν πανοῦκλαν, ἐκείνους ὁποῦ μὲ πόθον καὶ πίστιν ἀδίστακτον φέρουν ταύτην τὴν Ἁγίαν Κάραν». Είναι ο κατεξοχήν προστάτης από τον συγκεκριμένο λοιμό: «Πανώλους έλατῆρα, ρῦσαι ἐκ βλάβης, λοιμοῦ τοῦ πανωλέθρου, Χαράλαμπες γενναῖε, λοιμοῦ σέ ἀναδείξας, ρύστην ὀξύτατον, λύτρωσαι οὖν πάσης, ανάγκης τοῦ πανώλους». Ο ίδιος ο Άγιος αναφέρεται ότι αιτήθηκε από τον Θεό: «Εἰς ὅποιον τόπον εὑρεθῇ κομμάτι ἀπὸ τὸ λείψανόν μου καὶ εἰς ὁποίαν χώραν μὲ θέλουν ἑορτάζῃ, νὰ μὴ γίνῃ ποσῶς πεῖνα, οὔτε πανούκλα νὰ θανατώνῃ τοὺς ἀνθρώπους ἄωρα».
Ο Μητροπολίτης Σεραφείμ Ξενόπουλος στο δοκίμιό του αναφέρει ότι στην Άρτα υπάρχουν λείψανα του Αγίου Χαραλάμπους στην Ιερά Μονή Ροβελίστης, στην ενορία του Αγίου Γεωργίου καθώς και σε περίχωρα της Άρτας όπως στην ενορία των Κωστακιών (Ι.Μ.Νικοπόλεως ) καθώς και στο Μετόχι της Μονής Ιβήρων –Παναγία Πορταϊτισσα. Όμως λείψανο του Αγίου Χαραλάμπους υπάρχει και στην ιερά Μονή Κάτω Παναγιάς. Η έρευνά μας για τον τρόπο που απόκτησε η μονή το συγκεκριμένο λείψανο μας οδήγησε σε μια άγνωστη στους Αρτινούς εκκλησιαστική προσωπικότητα, τον Μητροπολίτη Τρίκκης και Σταγών Χερουβείμ Άννινο. Ο συγκεκριμένος μακαριστός Μητροπολίτης γεννήθηκε στο Ληξούρι Κεφαλληνίας το 1890. Στις 29 Νοεμβρίου 1908 εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου Αγίου Όρους. Διάκονος χειροτονήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1909 από τον Μητροπολίτη π. Καρπάθου και Κάσου Νείλο. Στην συνέχεια ήλθε στην Άρτα, γράφτηκε στο μοναχολόγιο της ανδρικής αδελφότητας της Κάτω Παναγιάς.(αρ.55/19-3-1911 έγγραφο Ι.Μ.Κάτω Παναγιάς). Φοίτησε στην ιερατική σχολή της Άρτας και χειροτονήθηκε πρεσβύτερος(1934) από τον τότε Μητροπολίτη Άρτας Σπυρίδωνα. Στην συνέχεια εκλέχτηκε Μητροπολίτης Παροναξίας (1935) και αργότερα (1945) μετατέθηκε στην Μητρόπολη Τρίκκης και Σταγών. Αυτός πιθανότατα μετέφερε και τεμάχιο του λειψάνου στην Μονή της Κάτω Παναγιάς, όπως και στην ιδιαίτερη πατρίδα του το Ληξούρι. Απεβίωσε στα Τρίκαλα στις 8 Μαρτίου 1952.
Άγνωστο θαύμα του Αγίου Χαραλάμπους στην Άρτα
Πριν τρία περίπου χρόνια (8-5-2018) στον τοπικό τύπο ο Αρτινός κ.Ηλίας Καραθάνος(Η.Κ) (συνταξιούχος τραπεζικός υπάλληλος και πτυχιούχος ιστορίας και Ψυχολογίας) δημοσίευσε ένα άγνωστο θαύμα του Αγίου Χαραλάμπους σε μια Αρτινή οικογένεια, που ζούσε σε κάποιο χωριό της Άρτας. Αναδημοσιεύουμε στην συνέχεια ένα απόσπασμα του σχετικού άρθρου μετά την άδεια που μας παραχώρησε ο κ.Η.Κ τον οποίο ευχαριστούμε ιδιαίτερα.
«Προστάτη στον γάμο μου (10-2-1980) όρισα τον Άγιο Χαράλαμπο, τον οποίο ευλαβούμαι και το εν λόγω Μυστήριο τελέστηκε την ημέρα της γιορτής του, κατά Κυριακή. Απ’ αυτό το τελευταίο γεγονός ορμώμενος, στην καθημερινή μου προσευχή τον επικαλούμαι, ως πρεσβευτή του ελέους του Κυρίου για όλα τα μέλη της υπό ευρεία έννοια οικογένειάς μου.
Πολλά μπουρίνια ξεσπούν στη ζωή, ξαφνικά κι αναπάντεχα και δέρνουν αλύπητα την ψυχή και το σώμα μου, από 32 ετών -31 συναπτά χρόνια μέχρι σήμερα – με βαριά αναπηρία παραπληγίας, βεβαιωμένου λοιπόν πάνω στην ύπαρξή μου, που μοιάζει με κλονισμένα δένδρα, που ανήμπορα προσπαθούν να σταθούν ολόρθα στη λύσσα ανώτερων φυσικών δυνάμεων.
……………………………………………………………………….
Επιθυμία μου την οποία διοχετεύω στον Άγιο Χαράλαμπο, για να την διαβιβάσει με τη σειρά του στον Κύριο, μεσιτεύοντας κιόλας σ’ Αυτόν, παρόλες τις σφοδρές αντιξοότητές μου, να αναδεικνύομαι ψηλόκορμος, θαλερός, χάρμα οφθαλμών, σαν τα δέντρα που αντιστέκονται στις καταιγίδες με βαθιά ριζώματα και σθεναρά κλωνάρια.
Πολλές θύελλες χτυπούν και την Αναστασία από παιδούλα ακόμη. Χωρίς τη σκιά του πατέρα και το μητρικό χάδι μεγάλωσε από τα εννέα της χρόνια, παρά μόνον με τον αδερφό της, τον Γιώργη. Και το μωρό τους αδερφάκι, την Όλγα που η ίδια την ανάστησε.
Με τη φτώχια να σφίγγει πάντα ανελέητα την καρδούλα τους να συγυρίζει αυτή από τα νηπιακά της χρόνια, το πατρικό τους σπιτάκι, να οργώνει ο αδερφός το χωραφάκι τους, με τον ψαρό, το άλογο του πατέρα που χρησιμοποιούνταν ως μέσο επικοινωνίας και μεταφορικό της συγκομιδής και καυσόξυλων της οικογένειας.
Με τέτοια έσοδα, καταφέρνουν να φυτοβιούν και να τα βγάζουν πέρα με δυσκολία, δηλαδή να κουτσοπερνούν. Αποκούμπι τους έχουν και την κυρά-Μαρία, την καλή γειτόνισσα – συνετή, εύστροφη κι έμπιστη γυναίκα – που παραστέκεται με ενδιαφέρον κι επιμέλεια στα τρία ορφανά, όσο μπορεί με φιλέματα κι όσο βέβαια της επέτρεπαν τα πενιχρά οικονομικά, αλλά απλόχερα έδινε και συμβουλές αγάπης και παρηγοριάς που στοίχιζαν μόνον ηθικά.
Όμως, τα τελευταία χρόνια, ο πόλεμος – σκιάχτρο θανάτου – απειλεί ακόμη κι αυτή τη ζωή τους. Ο Γιώργης είναι ήδη στο αλβανικό μέτωπο και τον ψαρό τον επιτάξανε για να κουβαλάει κανόνια και πολεμοφόδια και τρόφιμα στα απόκρημνα βουνά της Πίνδου.
Και στα μετόπισθεν πια, στο σπιτικό απέμεινε μόνον η μικρή Αναστασία κι η μικρότερη Όλγα. Και το χειρότερο: Έχουν περάσει αρκετοί μήνες που είναι καθηλωμένη στο κρεβάτι, σχεδόν εντελώς κατάκοιτη. Ανάπηρη, με πόνους ανυπόφορους και φρικτούς στα πόδια και πιο πολύ επικεντρωμένους στα γόνατα. Όλα αυτά είναι τόσο οξυμένα που την ακινητοποιούν.
Αφότου της πήραν το άλογο για επίταξη, αναγκάστηκε να σκάβει με το τσαπί, αν και πρόκειται για άμαθη κοπελίτσα, με αποτέλεσμα να βγάλουν ρόζους τα χέρια της και να πληγιάσουν και να φλεγμαίνουν οι αρθρώσεις. Δεν μπορεί πλέον να σηκωθεί από το κρεβάτι, ούτε με βοήθεια και πολύ περισσότερο αδυνατεί να κρατήσει ένα ποτήρι νερό, λόγω του βάρους του των 150 γραμμαρίων και το τρεμούλιασμα στα χέρια της.
Και κλαίει για το χάλι της και διαρκώς προσεύχεται νοερά κι επίμονα η Αναστασία, από το κρεβάτι του πόνου, πάντα ασχολούνταν το μυαλό της με τον Χριστό και τους Αγίους, χωρίς καθόλου να βαρυγκωμάει και να παραπονείται, ούτε για τον Θεό, ούτε για κανένα, καθώς η αγάπη για το πλάσμα Του είναι ασύγκριτη κι άφθαστη κι οι βουλές Του ανεξιχνίαστες.
Όμως πονάει αβάστακτα, τόσο στο σακατεμένο σώμα της, όσο και για τη μικρούλα Όλγα, που τη βλέπει σ’ αυτήν την ανήμπορη κατάσταση και να μαραζώνει. Ας είναι καλά η κυρά Μαρία, τα νοιάζεται τα κακόμοιρα παιδιά σαν να είναι μάνα. Κυριολεκτικά ισχύει αυτή η μεταφορά της κυρίας Μαρίας, γιατί αναπληρώνει το μακρύ χέρι του Θεού, καθώς η ανεξάντλητη αγάπη της ήταν Θεόσταλτη.
Η τροχιά του χρόνου σημάδεψε και την ημέρα 10 Φεβρουαρίου, άλλη μια μέρα με δάκρυα στα γαλανά μάτια τη ς Αναστασίας που χαράζουν αυλάκια στο πρόσωπό της. Ξημέρωσε πάλι με ανυπόφορους πόνους κυρίως στα πόδια, η παραμικρή απόπειρα κίνησης ήταν κι ένας σφάχτης, όμως η μόνη γλυκιά απόδραση και καταφυγή από τις δοκιμασίες που χειμάζεται κάποιος είναι η επίμονη προσευχή στην ησυχία του κρεβατιού του πόνου.
…Λοιπόν, στο ίδιο μοτίβο κύλισε η μέρα μέχρι το μεσημέρι, δηλαδή με συγκίνηση, στενοχώρια, απαισιόδοξες σκέψεις και ένθερμη και διακαή προσευχή. Τότε ακούστηκε θόρυβος από βήματα στο διάδρομο κι η Αναστασία υπέθεσε ότι είναι η κυρά-Μαρία που την περιποιούνταν έξω απ’ την κάμαρά της κι η Αναστασία δεν θέλει να δείχνει κλαμένη και σκουπίζει τα μάτια της, περιμένοντας να δει να μπαίνει η καλή γειτόνισσα.
Μπροστά της όμως βλέπει έναν ψηλό και στητό ιερωμένο με μαύρο ράσο κι ολόλευκη μακριά γενειάδα. Την κοιτάζει με ιλαρό, στοργικό βλέμμα και της μεταδίδει τη γαλήνη της ψυχής του. Της απευθύνει λόγια συμπόνιας και κατανόησης, λέγοντας: Τι έχεις κόρη μου, γιατί κλαις; Και έχει η φωνή του τόση απαλοσύνη κι αγάπη, που η Αναστασία αυθόρμητα αποκρίνεται: Και τι δεν έχω, παππούλη: Ορφάνια, φτώχια, μοναξιά, αφόρητους πόνους… πολλαπλούς πόνους… αδυναμία! Δεν τολμώ να αγγίξω τα γόνατα από τους οξείς πόνους και το πρήξιμο. Τα πόδια μου διαρρέονται από ξαφνικό ρίγος και δεν με βαστούν όρθια. Και παραμένω κλινήρης κι ανήμπορη να σηκωθώ από το κρεβάτι.
Κι ο ιερωμένος συνέχισε: Τάξε, κόρη μου στον Άγιο Χαράλαμπο, που είναι προστάτης μας, συνοδεύοντας έτσι την παράκλησή σου και θα δεις ότι σίγουρα θα σε βοηθήσει απ’ τη στενοχώρια σου που προκαλούν οι απαισιόδοξες κι αρνητικές σκέψεις. Προσπάθησε να μην κατακλύζουν το νου σου δυσάρεστες σκέψεις.
Και σηκώνει το σεβάσμιο χέρι του κι ευλογεί την Αναστασία. Και κατόπιν, όπως διακριτικά εμφανίστηκε στο κατώφλι της, έτσι κι απομακρύνεται αφήνοντας άφθονη χαρά στην ανήμπορη κόρη. Ήταν τόση που έμεινε ανεξήγητη κι άφησε άφωνη κι έκπληκτη την νεαρή.
Με σπάνιο θαυμασμό, η ορφανή νέα και στεντόρεια φωνή, μαντεύει σωστά κι αποκαλύπτει: Ο άγιος Χαράλαμπος! Αυτός ήταν! καθώς ένιωσε την παρουσία του αγίου. Κι αμέσως μετά την εν λόγω συνομιλία, επήλθαν τα θεραπευτικά αποτελέσματα.
Δοκίμασε να κρεμάσει τα πόδια της από το κρεβάτι και πραγματικά μπόρεσε! Και στη συνέχεια δοκίμασε να πατήσει κάτω, βάζοντας δύναμη στα πόδια της. Και να, τα κατάφερε και το εγχείρημα στέφθηκε από επιτυχία, χωρίς ούτε τον παραμικρό πόνο κι εύκολα στάθηκε όρθια, χωρίς δυσκολία. Δεν πονούσε καθόλου η Αναστασία, μετά την αποτελεσματική επέμβαση. Δεν μπορεί όμως να πιστέψει και να κατανοήσει, γιατί η Θεία Χάρη μέσω του Αγίου Χαραλάμπους, διάλεξε την αμαρτωλότητα κι αναξιότητά της; Πραγματικά είναι ανεξιχνίαστη κι άδηλη η οδός του Κυρίου! Κάνει το Σταυρό της και προχωράει διστακτικά προς την εξώθυρα, περίχαρα χωρίς να αισθάνεται απολύτως καμιά ενόχληση. Αλλά υποβάλλει τα πόδια της σε κάθε κακουχία για να δοκιμάσει κάθε ενδεχόμενο και να εξακριβώσει και να απορρίψει κάθε σκοτεινή περίπτωση, με το να είναι αποστομωτική στις απαντήσεις σε καθέναν αντιλέγοντα κακόπιστο.
Πάλι διακριτικά κι ανεπαίσθητα από τα περίεργα μάτια, δοκιμάζει να τρέξει και το καταφέρνει άνετα. Και για να εκτονώσει την άφατη χαρά της, κλαίγοντας αγκαλιάζει την αδερφούλα της, την Όλγα, που ήταν αυτόπτης μάρτυρας του περιστατικού, λέγοντας με περίσσια τρυφερότητα: Όλγα μου, ο Άγιος Χαράλαμπος με έκανε καλά! Δες τα πόδια μου. Δεν πονάνε. Μπορώ πολύ ευχερώς να περπατώ και τρέχω ακόμη!. Συγχρόνως κάνοντας μια επίδειξη των επιδόσεών της, εκθειάζοντας το θείο έργο και τη μεσιτεία του Αγίου Χαραλάμπους, αντιπαραβάλλοντας την αμαρτωλότητα, αναγιότητα κι ολιγοπιστία της. Παρόλα αυτά επικράτησε το Θείο Θέλημα με την απερίσπαστη αγάπη.
….Η Αναστασία, συχνά έλεγε, μετά το θαύμα του αγίου Χαραλάμπους: «Όσους κόμπους κόκαλα κι αν έχω, τόσα είχα πρώτα και καρφιά-πόνους, τώρα έχουν αποκατασταθεί και τα πρωτογενή και τα δευτερογενή συμπτώματα της ακινησίας, όπως η αχρωματοψία, η πτώση βλεφάρων, η ωχρά κηλίδα, ο ερεθισμός στα μάτια, η επιπεφυκίτιδα, πόνους στη μέση, μειωμένες αισθήσεις κ.λ.π. Ανελλιπώς, κάθε μέρα, πάντα μνημονεύει τον Άγιο Χαράλαμπο στην προσευχή της και στο τέλος της ευχαριστίας αναφέρει το Απολυτίκιό του: «Ως στύλος ακλόνητος της Εκκλησίας Χριστού, και λύχνος αείφωτος της οικουμένης σοφέ, εδείχθης Χαράλαμπες έλαμψας εν τω κόσμω διά του μαρτυρίου, έλυσας των ειδώλων την σκοτόμαιναν, μάκαρ, διό εν παρρησία Χριστώ, πρέσβευε σωθήναι ημάς».
πηγη.ΗΧΩ ΑΡΤΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου