Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

Ο Ψ Ε Ι Σ Τ Ο Υ Θ Η Λ Υ Κ Ο Υ (10)


Συνέχεια από Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

ANIMA και ANIMUS

Ανάμεσα σε όλα τα πνεύματα που μπορεί να υπάρχουν, τα πνεύματα των γονέων είναι τα πιο σημαντικά· εξ ου και η παγκόσμια διάδοση της προγονικής λατρείας. Στην αρχική της μορφή αυτή χρησιμεύει για να εξευμενίση τα πνεύματα «των νεκρών που επανέρχονται», αλλά σε ένα ανώτερο επίπεδο πολιτισμού έγινε ένας ουσιαστικός ηθικός και εκπαιδευτικός θεσμός, όπως στην Κίνα. Για το παιδί οι γονείς είναι οι πιο κοντινοί και με την ισχυρότερη επίδραση συγγενείς. Αλλά καθώς το παιδί μεγαλώνει, αυτή η επίδραση απομακρύνεται· επομένως οι εικόνες των γονέων αποκλείονται όλο και περισσότερο από την συνείδηση, και εξ αιτίας της περιοριστικής επιρροής που μερικές φορές συνεχίζουν να ασκούν, αποκτούν εύκολα μια αρνητική όψη. Με αυτόν τον τρόπο οι εικόνες των γονέων παραμένουν σαν ξένα στοιχεία κάπου «έξω» από την ψυχή. Στην θέση των γονέων, η γυναίκα τώρα παίρνει τον ρόλο της πιο άμεσης περιβαλλοντικής επίδρασης στην ζωή του ενήλικου άνδρα. Γίνεται η σύντροφός του, του ανήκει στον βαθμό που μοιράζεται την ζωή του, και είναι λίγο-πολύ της ίδιας ηλικίας. Δεν είναι ανώτερης τάξης, είτε για λόγους ηλικίας, είτε αυθεντίας ή σωματικής δύναμης. Είναι επομένως ένας παράγοντας με ισχυρή επίδραση, και, όπως οι γονείς, προκαλεί την δημιουργία μιας εικόνας σχετικά αυτόνομου χαρακτήρα – όχι μια εικόνα που πρόκειται να απομακρυνθή όπως αυτή των γονέων, αλλά μια εικόνα που θα παραμείνει δεμένη με την συνείδηση. Η γυναίκα, με την ψυχολογία της την πολύ ανόμοια από του άνδρα, είναι και ήταν πάντοτε μια πηγή γνώσης για πράγματα, για τα οποία ο άνδρας δεν έχει μάτια. Μπορεί να είναι η έμπνευσή του· η διαισθητική της ικανότητα, συχνά ανώτερη από του άνδρα, μπορεί να του δώση έγκαιρες προειδοποιήσεις, και το συναίσθημά της, που πάντα κατευθύνεται προς το προσωπικό στοιχείο, μπορεί να του δείξη δρόμους που το δικό του λιγότερο προσωπικά τονισμένο συναίσθημα δεν θα είχε ποτέ ανακαλύψει. Αυτό που λέει ο Τάκιτος για τις γυναίκες της Γερμανία είναι ορθότατο από αυτήν την άποψη. (Σημ: Germania, έκδοση Loeb, παράγραφος 18,19. Σε αυτό το χωρίο αναφέρεται ότι οι μάντεις στους Γερμανούς ήταν κυρίως γυναίκες).
Εδώ, χωρίς αμφιβολία, βρίσκεται μια από τις κύριες πηγές προέλευσης της θηλυκής ιδιότητας της ψυχής. Αλλά αυτό δεν φαίνεται να είναι η μόνη πηγή. Κανένας άνδρας δεν είναι τόσο απόλυτα αρσενικός ώστε να μην έχει τίποτε θηλυκό μέσα του. Η πραγματικότητα, μάλλον, είναι ότι πολύ αρσενικοί άνδρες έχουν – προσεκτικά φυλαγμένη και κρυμμένη – μια πολύ απαλή συναισθηματική ζωή, που συχνά λανθασμένα περιγράφεται σαν «θηλυκή». Ένας άνδρας το θεωρεί σαν αρετή να απωθή τα θηλυκά του χαρακτηριστικά όσο είναι δυνατόν, ακριβώς όπως μια γυναίκα, τουλάχιστον μέχρι τελευταία, το θεωρούσε αταίριαστο να είναι
«ανδροπρεπής». Η απώθηση των θηλυκών χαρακτηριστικών και τάσεων προκαλεί φυσικά συσσώρευση αυτών των απαιτήσεων του αντίθετου φύλου στο ασυνείδητο. Εξ ίσου φυσικά, η εικόνα της γυναίκας (ή η εικόνα της ψυχής) γίνεται ένα δοχείο γι’ αυτές τις απαιτήσεις, και γι’ αυτόν τον λόγο ένας άνδρας, στην ερωτική του εκλογή, νοιώθει έντονα τον πειρασμό να κερδίση την γυναίκα που ανταποκρίνεται καλύτερα στην δική του ασυνείδητη θηλυκότητα – μια γυναίκα, με άλλα λόγια, που μπορεί χωρίς δισταγμό να δεχθή την προβολή της ψυχής του. Αν και μια τέτοια εκλογή συχνά θεωρείται και γίνεται δεκτή σαν εντελώς ιδανική, μπορεί να αποδειχθή τελικά ότι ο άνδρας προφανώς παντρεύτηκε την χειρότερη αδυναμία του. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήση μερικούς εξαιρετικά σημαντικούς συσχετισμούς.
Μου φαίνεται, επομένως, ότι εκτός από την επίδραση της γυναίκας, υπάρχει επίσης και η θηλυκότητα του άνδρα, που εξηγεί την θηλυκή φύση του ψυχικού συμπλέγματος. Δεν υπάρχει εδώ ζήτημα για κάποια γλωσσολογική «σύμπτωση», όπως αυτή που κάνει τον ήλιο θηλυκό στα γερμανικά και αρσενικό στις άλλες γλώσσες. Έχουμε, σχετικά με αυτό, την μαρτυρία της τέχνης από άλλες εποχές, και εκτός αυτού το περίφημο ερώτημα: habet mulier animam ? (Έχει η γυναίκα ψυχή;) Οι περισσότεροι άνδρες, ίσως, που έχουν έστω και κάποια μικρή ψυχολογική διαίσθηση, θα γνωρίζουν τί εννοεί ο Rider Haggard λέγοντας: «αυτή που πρέπει να υπακούεται», και θα αναγνωρίζουν επίσης την χορδή που χτυπάει μέσα τους όταν διαβάζουν την περιγραφή της Αντινέας του Benoit. (Βλέπε: Rider HaggardShe”. P. Benoit  LAtlantide”). Επί πλέον γνωρίζουν αμέσως το είδος της γυναίκας που εύκολα ενσαρκώνει αυτόν τον μυστηριώδη παράγοντα, για τον οποίο έχουν μια τόσο ζωντανή εσωτερική αίσθηση.
Η ευρεία απήχηση που έχουν γνωρίσει αυτά τα βιβλία δείχνει ότι θα πρέπει να υπάρχει κάποιος υπερατομικός χαρακτήρας σε αυτήν την εικόνα της anima (Βλέπε: Jung «Ψυχολογικοί τύποι», 48: «Ψυχή». Επίσης «Σχετικά με τα αρχέτυπα, με ειδική αναφορά στην ιδέα της anima», και «Οι ψυχολογικές όψεις της Κόρης – Σημείωση των εκδοτών), κάτι που δεν οφείλει μια παροδική ύπαρξη απλώς και μόνο στην μοναδική του ατομικότητα, αλλά είναι κάτι πολύ περισσότερο τυπικό, με ρίζες που πηγαίνουν βαθύτερα από τις προφανείς επιφανειακές συνδέσεις που ανέφερα. Και ο Rider Haggard και ο Benoit δίνουν ρητή έκφραση σε αυτήν την υπόθεση με την  ι σ τ ο ρ ι κ ή όψη των μορφών της anima που περιγράφουν.
Όπως ξέρουμε δεν υπάρχει ανθρώπινη εμπειρία, ούτε οποιαδήποτε εμπειρία θα ήταν δυνατή, χωρίς την μεσολάβηση μιας υποκειμενικής ικανότητας. Ποια είναι αυτή η ικανότητα; Τελικά συνίσταται σε μια έμφυτη ψυχική δομή που επιτρέπει στον άνθρωπο να έχη εμπειρίες αυτού του είδους. Έτσι η όλη φύση του άνδρα προϋποθέτει την γυναίκα και φυσικά και πνευματικά. Το σύστημα του είναι ρυθμισμένο για την γυναίκα  από την αρχή, όπως είναι προετοιμασμένο για έναν απόλυτα καθορισμένο κόσμο όπου υπάρχει νερό, φως, αέρας, αλάτι, υδατάνθρακες κλπ. Η μορφή του κόσμου μέσα στον οποίο γεννιέται είναι ήδη εμφυτη μέσα του σαν μια δυνάμει εικόνα. Έτσι οι γονείς, η σύζυγος, τα παιδιά, η γέννηση και ο θάνατος είναι έμφυτα σε αυτόν σαν δυνάμει εικόνες, σαν ψυχικές ικανότητες. Αυτές οι  a   p r i o r i   κατηγορίες έχουν από την φύση τους συλλογικό χαρακτήρα· είναι εικόνες των γονέων, της συζύγου και των παιδιών γενικά, και δεν είναι ατομικοί προκαθορισμοί. Πρέπει επομένως να θεωρήσουμε αυτές τις εικόνες σαν στερούμενες σταθερό περιεχόμενο, επομένως σαν ασυνείδητες. Αποκτούν σταθερότητα, επιρροή και πραγματική συνειδητότητα μόνο με την επαφή με τα εμπειρικά γεγονότα, που αγγίζουν την ασυνείδητη ικανότητα και την ζωντανεύουν. Είναι με μια έννοια το καταστάλαγμα όλων των προγονικών εμπειριών μας, αλλά δεν είναι οι ίδιες οι εμπειρίες. Τουλάχιστον έτσι μας φαίνεται, στο τωρινό περιορισμένο επίπεδο της γνώσης μας. (Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν έχω ακόμη βρη ασφαλή μαρτυρία για την κληροδότηση μνημονικών εικόνων, αλλά δεν  θεωρώ σαν αποδεδειγμένα αδύνατο το ότι εκτός από αυτές τις συλλογικές εικόνες – καταστάλαγμα, που δεν περιέχουν τίποτε συγκεκριμένα ατομικό, μπορεί να υπάρχουν επίσης κληρονομημένες μνήμες που είναι ατομικά καθορισμένες).
Μια κληρονομημένη συλλογική εικόνα της γυναίκας υπάρχει στο ασυνείδητο του άνδρα, με την βοήθεια της οποίας αυτός κατανοεί την φύση της γυναίκας. Αυτή η κληρονομημένη εικόνα είναι η τρίτη σημαντική πηγή στην οποία οφείλεται η θηλυκότητα της ψυχής.
Όπως θα έχη αντιληφθή ο αναγνώστης, δεν μας απασχολεί εδώ μια φιλοσοφική, πολύ λιγότερο μια θρησκευτική έννοια της ψυχής, αλλά η ψυχολογική αναγνώριση της ύπαρξης ενός ημισυνειδητού ψυχικού συμπλέγματος, που έχει μερική αυτονομία στην λειτουργία του. Προφανώς, αυτή η αναγνώριση έχει τόσο μεγάλη ή μικρή σχέση με φιλοσοφικές ή θρησκευτικές ιδέες για την ψυχή, όσο μεγάλη ή μικρή σχέση έχει η ψυχολογία με την φιλοσοφία ή την θρησκεία. Δεν θέλω να ξεκινήσω εδώ μια «μάχη αρμοδιοτήτων», ούτε ζητάω να δείξω στον φιλόσοφο ή τον θεολόγο τι ακριβώς εννοεί με τον όρο «ψυχή».. Θα πρέπει, όμως, να συγκρατήσω και τους δύο από το να ορίσουν τι θα  έ π ρ ε π ε  να εννοή ο ψυχολόγος με τον όρο «ψυχή». Η ιδιότητα της προσωπικής αθανασίας που τόσο αγαπάη να αποδίδη στην ψυχή η θρησκεία δεν είναι, για την επιστήμη, τίποτε περισσότερο από μια ψυχολογική ένδειξη που ήδη περιλαμβάνεται στην ιδέα της αυτονομίας. Η ιδιότητας της προσωπικής αθανασίας δεν είναι καθόλου ένα σταθερό χαρακτηριστικό της ψυχής όπως την βλέπει ο πρωτόγονος, ούτε καν αθανασία καθεαυτήν. Εάν παραμερίσουμε αυτήν την αντίληψη σαν εντελώς απρόσιτη στην επιστήμη, το άμεσο νόημα της αθανασίας είναι απλώς μια ψυχική δραστηριότητα που υπερβαίνει τα όρια της συνείδησης. «Πέρα από τον τάφο» η «από την άλλη μεριά του θανάτου» σημαίνει, ψυχολογικά, «πέρα από την συνείδηση». Θετικά δεν υπάρχει τίποτε άλλο που θα μπορούσε αυτό να σημαίνει, επειδή οι δηλώσεις σχετικά με την αθανασία μπορούν να γίνουν μόνο από τους ζωντανούς, που, σαν τέτοιοι δε είναι ακριβώς σε θέση να δογματίσουν για συνθήκες που ισχύουν «πέρα από τον τάφο».
Η αυτονομία του ψυχικού συμπλέγματος με φυσικό τρόπο δίνει στήριγμα στην ιδέα μιας αόρατης, προσωπικής οντότητας που προφανώς ζη σε έναν κόσμο πολύ διαφορετικό από τον δικό μας. Κατά συνέπεια από την στιγμή που η δραστηριότητα της ψυχής γίνεται αισθητή σαν αυτή μιας αυτόνομης οντότητας που δεν συνδέεται με την θνητή μας ουσία, δεν απέχει παρά ένα βήμα από το να φαντασθούμε ότι αυτή η οντότητα θα πρέπει να ζη μια εντελώς ανεξάρτητη ύπαρξη, ίσως σε ένα κόσμο αόρατων όντων. Εντούτοις αυτό δεν είναι αμέσως φανερό γιατί το  α ό ρ α τ ο  αυτής της ανεξάρτητης οντότητας θα πρέπει ταυτόχρονα να υπονοή την  α θ α ν α σ ί α  της. Η ιδιότητα της αθανασίας θα μπορούσε εύκολα να αποδοθή σε ένα άλλο γεγονός που έχω ήδη υπαινιχθή, δηλαδή την χαρακτηριστικά ιστορική όψη της ψυχής. Ο Rider Haggard έχει δώσει μια από τις καλύτερες περιγραφές αυτού του γεγονότος στο «She». Όταν οι Βουδιστές λένε ότι η προοδευτική τελειότητα μέσω του διαλογισμού ξυπνάει μνήμες προηγουμένων ενσαρκώσεων, αναφέρονται χωρίς αμφιβολία στην ίδια ψυχολογική πραγματικότητα, με την μόνη διαφορά ότι αποδίδουν τον ιστορικό παράγοντα όχι στην ψυχή αλλά στο Ταυτό (atman). Είναι απόλυτα σύμφωνο με την εντελώς εξωστρεφή στάση του Δυτικού πνεύματος μέχρι σήμερα, το ότι η αθανασία θα πρέπει να αποδοθή, και από συναισθηματική και από παραδοσιακή άποψη, σε μια ψυχή που διακρίνουμε λίγο-πολύ από το εγώ μας, και που επίσης διαφέρει από το (Σ.τ.Μ.: αρσενικό) εγώ εξ αιτίας των θηλυκών ιδιοτήτων της. Θα ήταν απόλυτα λογικό εάν, με το βάθαιμα αυτής της παραμελημένης, εσωστρεφούς πλευράς του πνευματικού μας πολιτισμού, επρόκειτο να γίνη μέσα μας μια μεταμόρφωση που θα μας έφερνε πιο κοντά στο ανατολικό πνευματικό πλαίσιο, και όπου η ιδιότητα της αθανασίας θα μεταφερόταν από την αμφιλεγόμενη μορφή της ψυχής (anima) στο Ταυτό. Γιατί είναι ουσιαστικά η υπερεκτίμηση του υλικού εξωτερικού αντικειμένου που κρυσταλλώνει εσωτερικά μια πνευματική και αθάνατη μορφή (προφανώς για τον σκοπό της αντιστάθμισης και της αυτορρύθμισης). Βασικά, ο ιστορικός παράγοντας δεν συνδέεται μόνο με το αρχέτυπο του θηλυκού, αλλά με όλα απολύτως τα αρχέτυπα, δηλαδή με κάθε κληρονομημένη μονάδα, πνευματική καθώς και υλική. Η ζωή μας είναι στην πραγματικότητα η ίδια όπως ήταν πάντοτε. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι μεταβατική με την έννοια που αποδίδουμε στην λέξη· γιατί οι ίδιες φυσικές και ψυχολογικές διεργασίες που χαρακτήριζαν τον άνθρωπο για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια υπάρχουν ακόμη, δίνοντας στα μύχια της ψυχής μας αυτήν την βαθειά ενόραση της αιώνιας συνέχειας της ζωής. Αλλά το Ταυτό σαν ένας περιεκτικό όρος που αγκαλιάζει ολόκληρο τον ζωντανό μας οργανισμό, όχι μόνο περιέχει το καταστάλαγμα και την ολότητα ολόκληρης της περασμένης ζωής μας, αλλά είναι επίσης ένα σημείο αναχώρησης, το γόνιμο έδαφος από όπου θα ξεπηδήση κάθε μελλοντική ζωή. Αυτό το προαίσθημα του μέλλοντος έχει εντυπωθή στα μύχια αισθήματά μας τόσο καθαρά όσο και η ιστορική όψη της ψυχής. Η ιδέα της αθανασίας προέρχεται λογικά από αυτό το ψυχολογικό έδαφος.
Κατά την ανατολική άποψη η έννοια της anima, όπως την αναπτύξαμε εδώ, λείπει, και έτσι, λογικά, λείπει και η έννοια της persona. Αυτό δεν είναι βέβαια τυχαίο, γιατί, όπως ήδη έχω δείξει, υπάρχει μια αντισταθμιστική σχέση ανάμεσα στην persona και την anima.
Η persona είναι ένα πολύπλοκο σύστημα σχέσεων ανάμεσα στην ατομική συνείδηση και την κοινωνία, που πολύ ταιριαστά γίνεται ένα είδος μάσκας, σχεδιασμένης από την μια μεριά για να κάνη μια συγκεκριμένη εντύπωση στους άλλους, και, από την άλλη, για να κρύψη την αληθινή φύση του ατόμου. Το ότι αυτή η δεύτερη λειτουργία είναι περιττή θα μπορούσε να υποστηριχθή μόνο από κάποιον που είναι τόσο ταυτισμένος με την persona του, ώστε έχει χάσει πια την γνώση του εαυτού του· και το ότι η πρώτη λειτουργία είναι μη αναγκαία θα μπορούσε να ισχύση μόνο για κάποιον, που έχει τέλεια ασυνειδησία της αληθινής φύσης των συνανθρώπων του. Η κοινωνία περιμένει, και πραγματικά πρέπει να περιμένη, κάθε άτομο να παίξη τον ρόλο που έχει καθορισθή γι’ αυτό όσο πιο τέλεια γίνεται, έτσι ώστε ένας άνθρωπος που είναι ιερέας δεν θα πρέπει μόνο να εκτελή τα επίσημα καθήκοντά του αντικειμενικά, αλλά θα πρέπει σε κάθε στιγμή και σε κάθε περίσταση να παίξη τον ρόλο του ιερέα με άψογο τρόπο. Η κοινωνία το απαιτεί αυτό σαν ένα είδος σιγουριάς· ο κάθε ένας πρέπει να στέκεται στο πόστο του, εδώ ο παπουτσής, εκεί ο ποιητής. Κανένας δεν είναι ανεκτό να είναι και τα δύο. Ούτε και θα ήταν σωστό να είναι και τα δύο, γιατί αυτό θα ήταν «παράξενο». Ένας τέτοιος άνθρωπος θα ήταν «διαφορετικός» από τους άλλους ανθρώπους, δεν θα ήταν αρκετά αξιόπιστος. Στην ακαδημαϊκή σφαίρα θα ήταν ένας ερασιτέχνης, στην πολιτική μια «απρόβλεπτη» ποσότητα, στην θρησκεία ένας ελεύθερος νους – με άλλα λόγια, πάντα θα ήταν ύποπτος για αναξιοπιστία και ανεπάρκεια, επειδή η κοινωνία είναι πεισμένη ότι μόνο ένας παπουτσής που δεν είναι ποιητής μπορεί να φτιάξη γερά παπούτσια. Το να παρουσιάση κανείς ένα ενιαίο πρόσωπο στον κόσμο είναι ζήτημα πρακτικής σπουδαιότητας: ο μέσος άνθρωπος – το μόνο είδος που η κοινωνία γνωρίζει – πρέπει να δουλέψη για ένα πράγμα προκειμένου να πετύχη κάτι αξιόλογο, δύο θα ήταν πάρα πολλά. Η κοινωνία μας ακολουθεί απαρέγκλιτα αυτό το ιδανικό. Επομένως δεν είναι εκπληκτικό το ότι οποιοσδήποτε θέλει να προχωρήση θα πρέπει να λάβη αυτές τις προσδοκίες υπ’ όψει του. Προφανώς κανένας δεν θα μπορούσε να χάση εντελώς την ατομικότητά του μέσα σε αυτές τις προσδοκίες· γι’ αυτό και η κατασκευή μιας τεχνητής προσωπικότητας γίνεται μια αναπόφευκτη ανάγκη. (Σ.τ.Μ.: Βλέπε την ωραία διατύπωση γι’ αυτό στο ποίημα του Κ. Π. Καβάφη «Αιμιλιανός Μονάη, Αλεξανδρεύς, 628-665 μ.Χ.»:

Με λόγια, με φυσιογνωμία, και με τρόπους
μια εξαίρετη θα κάμω πανοπλία·
και θ’ αντικρύζω έτσι τους κακούς ανθρώπους
χωρίς να έχω φόβον ή αδυναμία.
Θα θέλουν να με βλάψουν. Αλλά δεν θα ξέρει
κανείς απ’ όσους θα με πλησιάζουν
πού κείνται η πληγές μου, τα τρωτά μου μέρη,
κάτω από τα ψεύδη που θα με σκεπάζουν.—

Οι απαιτήσεις της καθώς πρέπει συμπεριφοράς και των καλών τρόπων είναι ένας πρόσθετος λόγος για να φορέση κανείς μια κατάλληλη μάσκα. Αυτό που συμβαίνει πίσω από την μάσκα ονομάζεται τότε «ιδιωτική ζωή». Αυτή η οδυνηρά οικεία διαίρεση της συνείδησης σε δύο μορφές, συχνά παράλογα διαφορετικές, είναι μια δραστική ψυχολογική λειτουργία, που αναγκαστικά έχει επιπτώσεις στο ασυνείδητο.
Το κτίσιμο μιας συλλογικά αποδεκτής persona σημαίνει έναν τρομακτικό συμβιβασμό με τον εξωτερικό κόσμο, μια πραγματική αυτοθυσία που οδηγεί το εγώ σε άμεση ταύτιση με την persona, έτσι ώστε υπάρχουν πραγματικά μόνο οι άνθρωποι που πιστεύουν πως είναι αυτό που υποκρίνονται πως είναι. Η «απουσία της ψυχής», όμως, σε μια τέτοια κατάσταση είναι μόνο επιφανειακή, γιατί σε καμμιά περίπτωση το ασυνείδητο δεν θα ανεχθή αυτήν την μετατόπιση του κέντρου βάρους. Όταν εξετάζουμε με κριτικό μάτι αυτές τις περιπτώσεις, βρίσκουμε πως η υπεροχή της μάσκας αντισταθμίζεται από την «ιδιωτική ζωή» που ξετυλίγεται πίσω της. Ο ευσεβής Drummond κάποτε θρηνούσε γιατί «η άσχημη διάθεση είναι το ελάττωμα των ενάρετων». Οποιοσδήποτε χτίζει μια πολύ καλή persona για τον εαυτό του, με φυσικό τρόπο πρέπει να την πληρώση με το να είναι ευερέθιστος. Ο Bismarck ξεσπούσε σε υστερικά κλάμματα, ο Wagner χανόταν σε μια αλληλογραφία για τις ζώνες μεταξωτών νυχτικών, ο Nietzsche έγραφε γράμματα στον «αγαπητό του “Lama”», ο Goethe έκανε συζητήσεις με τον Ekermann, και ούτω καθεξής. Αλλά υπάρχουν και λιγώτερο εμφανή πράγματα από τις μεγάλες πτώσεις των ηρώων. Γνώρισα κάποτε μια πολύ αξιοσέβαστη προσωπικότητα – πραγματικά, θα μπορούσε κανείς άνετα να τον ονομάση άγιο. Περπατούσα γύρω του για τρείς ολόκληρες μέρες, και δεν βρήκα ούτε ένα θνητό ελάττωμα σ’ αυτόν. Το αίσθημα της κατωτερότητας που έζησα γινόταν δυσάρεστο, και άρχισα να σκέπτωμαι σοβαρά πώς θα μπορούσα να καλυτερέψω τον εαυτό μου. Έπειτα, την τέταρτη μέρα, η γυναίκα του ήρθε να με συμβουλευτή… Λοιπόν, δεν μου συνέβη τίποτε παρόμοιο από τότε. Αλλά έμαθα το εξής: ότι κάθε άνδρας που γίνεται ένα με την persona του μπορεί με άνεση να αφήση όλες τις διαταραχές του να εκδηλωθούν μέσω της γυναίκας του χωρίς αυτή να το συνειδητοποιεί, αν και πληρώνει για την αυτοθυσία της με μια άσχημη νεύρωση.
Αυτές οι ταυτίσεις με έναν κοινωνικό ρόλο είναι μια πολύ γόνιμη πηγή νευρώσεων. Ένας άνθρωπος δεν μπορεί να απαλλαγή από τον εαυτό του για χάρη μιας τεχνητής προσωπικότητας ατιμώρητα. Ακόμη και η προσπάθεια να κάνη κάτι τέτοιο φέρνει, σε όλες τις συνηθισμένες περιπτώσεις, ασυνείδητες αντιδράσεις με την μορφή κακής διάθεσης, συναισθηματισμού, βίας, έμμονων ιδεών, οπισθοδρόμησης, ιδιοτροπίας κ.λ.π Ο κοινωνικά «ισχυρός άνδρας» συχνά δεν είναι στην ιδιωτική του ζωή παρά ένα παιδί, όσον αφορά τα συναισθήματά του· η πειθαρχία του στην δημόσια ζωή (που την απαιτεί πολύ έντονα από τους άλλους) διαλύεται σε κομμάτια στην ιδιωτική του ζωή. Η «ευτυχία του στην δουλειά του» γίνεται μια αξιοθρήνητη παρουσία στο σπίτι· η «άμεμπτη» δημόσια ηθική του φαίνεται πραγματικά παράξενη αν κοιτάξουμε πίσω από την μάσκα – δεν θα αναφέρουμε πράξεις, αλλά μόνο φαντασίες, μια και οι γυναίκες τέτοιων ανδρών θα είχαν πολλά να πουν σχετικά. Όσο για την αλτρουιστική αυτοθυσία του, τα παιδιά του έχουν κατασταλαγμένες γνώμες γι’ αυτήν.

Συνεχίζεται

Aμέθυστος

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ!

ΑΡΧΑΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ είπε...

Αριστουργηματικό.