Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Ο Ψ Ε Ι Σ Τ Ο Υ Θ Η Λ Υ Κ Ο Υ (11)

Συνέχεια απόΔευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

ANIMA και ANIMUS       (συνέχεια)

Στον βαθμό που ο κόσμος καλεί το άτομο να ταυτισθή με την μάσκα, το άτομο παραδίδεται σε επιδράσεις από το εσωτερικό του. « Ότι βρίσκεται ψηλά στηρίζεται χαμηλά», λέει ο Lao-tzu. Μια αντίθετη δύναμη ανεβαίνει από μέσα· είναι ακριβώς σαν το ασυνείδητο να καταπίεζε το εγώ με την ίδια δύναμη που τράβηξε το εγώ μέσα στην persona. Η απουσία αντίστασης εξωτερικά απέναντι στην έλξη της persona σημαίνει μια παρόμοια αδυναμία εσωτερικά απέναντι στην επίδραση του ασυνειδήτου. Εξωτερικά παίζεται ένας ισχυρός και δυναμικό ρόλος, ενώ εσωτερικά αναπτύσσεται μια εκθηλυμένη αδυναμία μπροστά σε κάθε επίδραση που προέρχεται από το ασυνείδητο. Περίεργες διαθέσεις, παραξενιές, δειλία, ακόμη και μια ανάπηρη σεξουαλικότητα (που καταλήγει στην ανικανότητα) σταδιακά επικρατούν.

Η persona, η ιδεώδης εικόνα του άνδρα όπως θα έπρεπε να είναι, αντισταθμίζεται εσωτερικά από θηλυκή αδυναμία, και όσο το άτομο εξωτερικά παίζει τον ισχυρό άνδρα, τόσο γίνεται εσωτερικά γυναίκα, δηλαδή η anima, γιατί είναι η anima που αντιδρά στην persona. Αλλά επειδή ο εσωτερικό κόσμος είναι σκοτεινός και αόρατος στην εξωστρεφή συνείδηση, και επειδή ένας άνδρας είναι τόσο λιγώτερο ικανός να αντιληφθή την αδυναμία του όσο περισσότερο είναι ταυτισμένος με την persona, το αντίστοιχο της persona, η anima παραμένει εντελώς στο σκοτάδι και αμέσως προβάλλεται, έτσι που ο ήρωάς μας βρίσκεται κάτω από την φτέρνα της γυναίκας του. Εάν αυτό καταλήξη σε μια σημαντική αύξηση της δύναμής της, εκείνη δεν θα το αντιμετωπίση καθόλου καλά. Γίνεται κατώτερη, δίνοντας έτσι στον άνδρα της την καλοδεχούμενη απόδειξη ότι δεν είναι αυτός, ο ήρωας, που είναι κατώτερος στην ιδιωτική ζωή αλλά η γυναίκα του. Σε αντάλλαγμα η γυναίκα μπορεί να τρέφη την ψευδαίσθηση, τόσο ελκυστική σε πολλές, ότι τουλάχιστον έχει παντρευτή έναν ήρωα, χωρίς να κοιτάξη την δική της αναξιότητα. Αυτό το μικρό παιχνίδι της ψευδαίσθησης συχνά θεωρείται πως είναι ολόκληρο το νόημα της ζωής.

Όπως ακριβώς, για τον σκοπό της εξατομίκευσης ή αυτό-συνειδητοποίησης, είναι ουσιαστικό ένας άνδρας να κάνη διάκριση ανάμεσα σε αυτό που είναι και στο πώς εμφανίζεται στον εαυτό του και στους άλλους, έτσι επίσης είναι αναγκαίο για τον ίδιο σκοπό να συνειδητοποιήση το αόρατο σύστημα των σχέσεών του με το ασυνείδητο, και ιδιαίτερα την anima, ώστε να μπορή να διακρίνη τον εαυτό του από αυτήν. Δεν μπορεί κανείς φυσικά να διακρίνη τον εαυτό του από κάτι ασυνείδητο. Στο ζήτημα της persona είναι αρκετά εύκολο να εξηγήσης σε έναν άνδρα ότι αυτός και η θέση του είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Αλλά είναι πολύ δύσκολο ένας άνδρας να διακρίνη τον εαυτό του από την anima του, και μάλιστα επειδή είναι αόρατη. Πραγματικά θα πρέπει στην αρχή να παλαίψη με την προκατάληψη πως ο,τιδήποτε προέρχεται από το εσωτερικό του ξεπηδάει από τα πιο αληθινά βάθη της ύπαρξής του. Ο «ισχυρός άνδρας» ίσως θα παραδεχθή ότι στην ιδιωτική ζωή πάσχει εξαιρετικά από έλλειψη πειθαρχίας, αλλά, πώς, όπως λέει, ακριβώς με την «αδυναμία» του φανερώνει την σταθερότητά του. Τώρα, υπάρχει σ’ αυτήν την τάση ένα πολιτιστικό κληροδότημα που δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε· γιατί όταν ένας άνδρας αναγνωρίζει πως η ιδανική του persona είναι υπεύθυνη για την κάθε άλλο παρά ιδανική του  anima, τα ιδανικά του συντρίβονται, ο κόσμος γίνεται αμφίβολος, ο ίδιος γίνεται αναξιόπιστος ακόμη και στο εαυτό του. Αμφιβάλλει για την καλωσύνη και το χειρότερο, αμφιβάλλει και για τις καλές του προθέσεις. Όταν κανείς σκεφθή πόσο η ιδέα για τις καλές μας προθέσεις είναι δεμένη με τεράστιες ιστορικές αξίες, θα καταλάβη εύκολα ότι είναι πιο ευχάριστο και πιο σύμφωνο με την σημερινή μας άποψη για τον κόσμο να εκφράσουμε την λύπη μας για μια προσωπική αδυναμία από το να κομματιάσουμε ιδανικά.

Αλλά, δεδομένου ότι οι ασυνείδητοι παράγοντες δρουν καθοριστικά, όχι λιγώτερο από τους παράγοντες που ρυθμίζουν την ζωή της κοινωνίας και είναι εξ ίσου συλλογικοί, θα ήταν λογικό να μάθω να ξεχωρίζω αυτό που  ε γ ώ  θέλω από αυτό που το ασυνείδητο μου επιβάλλει, όπως ακριβώς και το να δω τί απαιτεί η κοινωνική μου θέση από εμένα και τι θέλω εγώ ο ίδιος. Κατ’ αρχήν το μόνο πράγμα που είναι αρκετά σαφές είναι το ασυμβίβαστο των απαιτήσεων που έρχονται από τα έξω και αυτών που έρχονται από τα μέσα, με το εγώ να στέκεται ανάμεσά τους, σαν ανάμεσα σε σφυρί και αμόνι. Αλλά πάνω και απέναντι από αυτό το εγώ, σαν ένα μπαλλάκι που ρίχνεται ανάμεσα στις εξωτερικές και τις εσωτερικές απαιτήσεις, βρίσκεται ένας δύσκολα οριζόμενος ρυθμιστής που δεν θα ήθελα με κανένα τρόπο να του δώσω το απατηλό όνομα «συνείδηση», αν και, στην καλύτερη έννοιά της, η λέξη ταιριάζει πραγματικά πολύ καλά σε αυτόν τον ρυθμιστή. Το τι έχουμε κάνει με αυτήν την «συνείδηση» ο Spitteler  το έχει περιγράψει με αξεπέραστο χιούμορ («Ψυχολογικοί τύποι» του Jung, σ.σ.282 κ.ε.). Επομένως θα πρέπει πάση θυσία να αποφύγουμε αυτόν τον συγκεκριμένο όρο. Θα ήταν πολύ καλύτερο να συνειδητοποιήσουμε ότι η τραγική αλληλεπίδραση ανάμεσα στο μέσα και στο έξω (που περιγράφεται στον Ιώβ και στον Faust σαν η πρόκληση προς τον Θεό) παριστάνει, στο βάθος, τις δυναμικές της διαδικασίας της ζωής, την πολωτική ένταση που είναι αναγκαία για την αυτορρύθμιση. Οσοδήποτε διαφορετικές, και αν είναι στη βάση τους αυτές οι αντίπαλες δυνάμεις, η κύρια σημασία και ο σκοπός τους είναι η ζωή του ατόμου: πάντα ταλαντεύονται γύρω από το κέντρο ισορροπίας. Ακριβώς επειδή είναι αξεχώριστα δεμένες μέσω της αντίθεσης, ενώνονται επίσης με μια μεσολαβητική έννοια, που, εκούσια ή ακούσια, γεννιέται από το ίδιο το άτομο, και επομένως μαντεύεται από αυτό. Το άτομο έχει ένα ισχυρό αίσθημα για το τι θα έπρεπε και τι θα μπορούσε να είναι. Το να απομακρυνθή από αυτήν την ενόραση σημαίνει σφάλμα, απόκλιση, αρρώστεια.

Πιθανόν δεν είναι τυχαίο το ότι οι σύγχρονες έννοιές μας «προσωπικός» και «προσωπικότητα» (Σ.τ.Μ.: «personal» και «personality») προέρχονται από την λέξη persona. Μπορώ να βεβαιώσω ότι το εγώ μου είναι προσωπικό ή μια προσωπικότητα, και ακριβώς με την ίδια έννοια μπορώ να πω ότι η persona μου είναι μια προσωπικότητα, με την οποία λιγώτερο ή περισσότερο ταυτίζομαι. Το γεγονός ότι τότε έχω δύο προσωπικότητες δεν είναι τόσο αξιοσημείωτο, αφού κάθε αυτόνομο ή σχετικά αυτόνομο σύμπλεγμα έχει την ιδιομορφία να εμφανίζεται σαν μια προσωπικότητα, δηλαδή να προσωποποιείται. Αυτό μπορεί να παρατηρηθή πολύ εύκολα στις ονομαζόμενες πνευματιστικές εκδηλώσεις της αυτόματης γραφής, και άλλες παρόμοιες. Οι προτάσεις που εμφανίζονται είναι πάντα προσωπικές δηλώσεις, και εκφέρονται στο πρώτο ενικό πρόσωπο, σαν πίσω από κάθε φράση να βρίσκεται μια πραγματική προσωπικότητα,. Μια απλοϊκή διάνοια θα σκεφθή αμέσως τα πνεύματα. Το ίδιο πράγμα μπορεί να παρατηρθή στις παρακρούσεις του παράφρονα, αν και αυτές, πιο καθαρά από τις πρώτες, μπορούν επίσης να αναγνωρισθούν σαν απλές σκέψεις ή κομμάτια σκέψεων, που η σύνδεσή τους με την συνειδητή προσωπικότητα είναι αμέσως προφανής σε όλους.

Η τάση του σχετικά αυτόνομου συμπλέγματος για άμεση προσωποποίηση επίσης εξηγεί γιατί η persona ασκεί μια τέτοια «προσωπική» επίδραση, ώστε το εγώ εξαπατάται πολύ εύκολα ως προς το ποια είναι η «αληθινή» προσωπικότητα.

Τώρα, όλα όσα ισχύουν για την persona και για όλα τα αυτόνομα συμπλέγματα γενικά, ισχύουν και για την anima. Και αυτή είναι μια προσωπικότητα, και αυτός είναι ο λόγος που τόσο εύκολα προβάλλεται πάνω σε μια γυναίκα. Όσο η anima είναι ασυνείδητη πάντοτε προβάλλεται, γιατί κάθε τι το ασυνείδητο προβάλλεται. Ο πρώτος φορέας της εικόνας της ψυχής είναι πάντα η μητέρα· αργότερα ενσαρκώνεται από εκείνες τις γυναίκες που συγκινούν τα αισθήματα του άνδρα, είτε με θετική είτε με αρνητική έννοια. Επειδή η μητέρα είναι ο πρώτος φορέας εικόνα της ψυχής, ο χωρισμός από αυτήν είναι ένα λεπτό και σπουδαίο ζήτημα μεγίστης παιδευτικής σημασίας. Γι’ αυτό στους πρωτόγονους βρίσκουμε έναν μεγάλο αριθμό από τελετές σχεδιασμένες να οργανώσουν αυτόν τον χωρισμό. Το απλό γεγονός της ενηλικίωσης και του εξωτερικού αποχωρισμού δεν είναι αρκετό· εντυπωσιακές μυήσεις στο «σπίτι των ανδρών» και ιεροτελεστίες αναγέννησης χρειάζονται ακόμη για να κάνουν τον χωρισμό από την μητέρα (και επομένως από την παιδική ηλικία) πραγματικά αποτελεσματικό.

Ακριβώς όπως ο πατέρας δρα σαν προστασία απέναντι στους κινδύνους του εξωτερικού κόσμου, και έτσι χρησιμεύει στον γιο του σαν ένα πρότυπο persona, έτσι η μητέρα τον προστατεύει από τους κινδύνους που απειλούν από το σκοτάδι της ψυχής. Στις τελετές της εφηβείας, επομένως, ο μυούμενος παίρνει οδηγίες γι’ αυτά τα πράγματα της «άλλης πλευράς», έτσι ώστε να έρχεται σε θέση που να μην χρειάζεται την προστασία της μητέρας του.

Ο σύγχρονος πολιτισμένος άνθρωπος έχει αναγκασθή να ξεπεράσει αυτό το πρωτόγονο αλλά οπωσδήποτε αξιοθαύμαστο σύστημα εκπαίδευσης. Το αποτέλεσμα είναι ότι η anima, με την μορφή της εικόνας της μητέρας, μεταφέρεται στην σύζυγο· και ο άνδρας μόλις παντρεύεται γίνεται παιδαριώδης, συναισθηματικός, εξαρτημένος και υποταγμένος, ή αντίθετα επιθετικός, τυραννικός, υπερευαίσθητος, σκεπτόμενος πάντα το γόητρο της ανδρικής υπεροχής του. Η δεύτερη περίπτωση είναι φυσικά απλώς αντιστροφή της πρώτης. Η προστασία απέναντι στο ασυνείδητο, που σημαίνει η μητέρα του γι’ αυτόν, δεν αντικαθίσταται από τίποτε στην εκπαίδευση του σημερινού άνδρα· ασυνείδητα, λοιπόν, το ιδανικό του γάμου του είναι έτσι διαμορφωμένο ώστε η γυναίκα του να αναλάβη τον μαγικό ρόλο της μητέρας. Κάτω από τον μανδύα του ιδανικού αποκλειστικού γάμου, ο άνδρας αναζητάει στην πραγματικότητα την προστασία της μητέρας του, και έτσι δίνει λαβή στα ένστικτα κατοχής της γυναίκας του. Ο φόβος του για την σκοτεινή απροσμέτρητη δύναμη του συνειδητού δίνει στην γυναίκα του μια παράνομη εξουσία πάνω του, και δημιουργεί μια τόσο επικίνδυνα στενή ένωση ώστε ο γάμος βρίσκεται διαρκώς στα πρόθυρα της έκρηξης από εσωτερική ένταση – ή αλλοιώς, από διαμαρτυρία, ο άνδρας φθάνει στο άλλο άκρο, με τα ίδια αποτελέσματα.

Έχω την γνώμη ότι είναι απόλυτα ουσιώδες για έναν ορισμένο τύπο σύγχρονου άνδρα να αναγνωρίση την διάκρισή του όχι μόνο από την persona αλλά και από την anima. Ως επί το πλείστον η συνείδησή μας, με πραγματικά δυτικό τρόπο, κοιτάζει προς τα έξω, και ως προς τον εσωτερικό κόσμο παραμένει στο σκοτάδι. Αλλά αυτή η δυσκολία μπορεί να ξεπεραστή αρκετά εύκολα, εάν απλώς κάνουμε την προσπάθεια να εφαρμώσουμε την ίδια συγκέντρωση και κριτική στο ψυχικό υλικό που εκδηλώνεται, όχι εξωτερικά, αλλά στην ιδιωτική μας ζωή. Τόσο είμαστε συνηθισμένοι να κρατάμε μια σιωπή γεμάτη ντροπή σχετικά με την άλλη πλευρά – τρέμουμε ακόμη μπροστά στις γυναίκες μας, μήπως προδώσουν τα μυστικά μας! – και, εάν αποκαλυφθή η αλήθεια να κάνουμε θλιβερές ομολογίες «αδυναμίας», ώστε θα φαινόταν πως υπάρχει ένας μόνο τρόπος εκπαίδευσης, δηλαδή να συντρίψουμε ή να απωθήσουμε τις αδυναμίες όσο είναι δυνατόν, ή τουλάχιστον να τις κρύψουμε από το δημόσιο μάτι. Αλλά αυτό δεν βγάζει πουθενά.

Ίσως μπορέσω καλύτερα να εξηγήσω τι θα πρέπει να γίνη εάν χρησιμοποιήσω την persona σαν παράδειγμα. Εδώ όλα είναι απλά και καθαρά, ενώ με την anima όλα είναι σκοτεινά, τουλάχιστον για τα δυτικά μάτια. Όταν η anima συνεχώς ματαιώνει τις καλές προθέσεις του συνειδητού νου, δημιουργώντας μια ιδιαίτερη ζωή που βρίσκεται σε λυπηρή αντίθεση με την εκθαμβωτική persona, συμβαίνει ακριβώς το ίδιο όπως όταν ένα απλοϊκό άτομο, που δεν έχει το φάντασμα μιας persona, αντιμετωπίζει τις πιο οδυνηρές δυσκολίες στο πέρασμά του μέσα από τον κόσμο. Υπάρχουν πραγματικά άνθρωποι που τους λείπει μια ανεπτυγμένη persona – «Καναδοί που δεν ξέρουν την πλαστή ευγένεια των Ευρωπαίων» – πέφτοντας από την μια κοινωνική γκάφα στην άλλη, εντελώς αβλαβείς και αθώοι, βαρετοί συναισθηματικοί τύποι ή συγκινητικά παιδιά, ή, εάν είναι γυναίκες, φαντάσματα – Κασσάνδρες φοβερές για την έλλειψη τακτ, που πάντα παρεξηγούνται, ποτέ δεν ξέρουν τι κάνουν, συνεχώς παίρνουν σαν δεδομένη την συγχώρηση, τυφλές στον κόσμο, αθεράπευτα ονειροπαρμένες. Από αυτούς τους τύπους μπορούμε να δούμε πώς εργάζεται μια παραμελημένη persona, και τι πρέπει να κάνει κανείς για να θεραπεύση το κακό. Τέτοιοι άνθρωποι μπορούν να αποφύγουν απογοητεύσεις και μια απειρία από βάσανα, σκηνές και κοινωνικές καταστροφές, μόνο μαθαίνοντας να βλέπουν πώς συμπεριφέρονται οι άνθρωποι στον κόσμο. Πρέπει να μάθουν να καταλαβαίνουν τι απαιτεί η κοινωνία από αυτούς· πρέπει να γνωρίσουν πως ό,τι κάνουν έχει κάποιο νόημα για τους άλλους, και ούτω καθεξής. Φυσικά όλα αυτά είναι παιχνιδάκια για έναν που έχει μια κατάλληλα ανεπτυγμένη persona. Αλλά εάν αντιστρέψουμε την εικόνα, και βάλουμε τον άνδρα που κατέχει μια λαμπρή persona απέναντι στην anima, και, χάριν σύγκρισης, βάλουμε δίπλα του τον άνδρα που δεν έχει persona, τότε θα δούμε ότι ο δεύτερος είναι τόσο καλά πληροφορημένος για την anima και τις υποθέσεις της όσο ο πρώτος για τον κόσμο. Η χρήση που κάνει ο κάθε ένας τους όσον αφορά τις γνώσεις του μπορεί πολύ εύκολα να γίνη κατάχρηση μάλιστα είναι παραπάνω από πιθανό ότι έτσι θα γίνη.

Ο άνδρας με την persona είναι τυφλός στην ύπαρξη εσωτερικής πραγματικότητας, ακριβώς όπως ο άλλος είναι τυφλός στην πραγματικότητα του κόσμου, που γι’ αυτόν έχει απλώς την αξία ενός διασκεδαστικού ή φανταστικού παιχνιδιού. Αλλά το δεδομένο των εσωτερικών πραγματικοτήτων και της χωρίς όρους αναγνώρισής τους είναι προφανώς το «εκ των ων ουκ άνευ» για μια σοβαρή αντιμετώπιση του προβλήματος της anima. Εάν ο εξωτερικός κόσμος είναι, για μένα, απλώς ένα φάντασμα, πώς θα έκανα τον κόπο να ιδρύσω ένα πολύπλοκο σύστημα σχέσης και προσαρμογής σε αυτόν; Όμοια η στάση που τα βλέπει όλα σαν «απλές φαντασίες» δεν θα με πείσει ποτέ να θεωρήσω τις εκδηλώσεις της anima μου σαν κάτι παραπάνω από ηλίθιες αδυναμίες. Εάν, όμως, ακολουθήσω την γραμμή ότι ο κόσμος βρίσκεται έξω  ό π ω ς  κ α ι  μέσα  μου, ότι στην πραγματικότητα μετέχουν και οι δύο κόσμοι, θα πρέπει λογικά να δεχθώ τις μεταπτώσεις και διαταραχές που μου έρχονται από το εσωτερικό σαν συμπτώματα λανθασμένης προσαρμογής σ’ αυτόν τον εσωτερικό κόσμο. Όπως τα τραύματα που πλήττουν τον αθώο από τα έξω δεν μπορούν να θεραπευθούν με την ηθική απώθησή τους, έτσι δεν θα τον βοηθήσουν να απαριθμήση υπομονετικά τις «αδυναμίες» του. Εδώ υπάρχουν αιτίες, προθέσεις, συνέπειες, που μπορούν να αντιμετωπισθούν μόνο με την θέληση και την κατανόηση. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τον «άμεμπτο» έντιμο άνδρα και δημόσιο ευεργέτη, που τα ξεσπάσματα θυμού και η εκρηκτική οργή του τρομοκρατούν την γυναίκα του και τα παιδιά του. Τί ρόλο παίζει η anima εδώ;

Μπορούμε να το δούμε αυτό αμέσως αν αφήσουμε απλώς τα πράγματα να ακολουθήσουν την φυσική τους πορεία. Η γυναίκα και τα παιδιά του θα αποξενωθούν από αυτόν· ένα κενό θα δημιουργηθή γύρω του. Στην αρχή θα παραπονεθή για την σκληρότητα της οικογένειάς του, και θα συμπεριφερθή, αν είναι δυνατόν, πιο άθλια από πριν. Αυτό θα κάνη την αποξένωση πλήρη. Εάν τα καλά πνεύματα δεν τον έχουν παρατήσει εντελώς, θα προσέξη μετά από λίγο την απομόνωσή του, και μέσα στην μοναξιά του θα αρχίση να καταλαβαίνη πως αυτός προκάλεσε την αποξένωση. Ίσως, κατάπληκτος με τον εαυτό του, θα ρωτήση: «Τί είδους διάβολος μπήκε μέσα μου;» -χωρίς φυσικά να αντιλαμβάνεται την σημασία αυτής της μεταφοράς. Μετά ακλουθούν τύψεις, συμφιλίωση, λήθη, απώθηση, και, σχεδόν αμέσως, μια νέα έκρηξη. Φανερά, η anima προσπαθεί να επιβάλη έναν χωρισμό. Αυτή η τάση δεν είναι προς όφελος κανενός. Η anima μπαίνει ανάμεσά τους σαν μια ζηλιάρα γυναίκα που προσπαθεί να αποξενώση τον άνδρα από την οικογένειά του. Ένα επίσημο πόστο ή οποιαδήποτε άλλη πλεονεκτική κοινωνική θέση μπορούν να κάνουν το ίδιο πράγμα, αλλά εδώ μπορούμε να καταλάβουμε την δύναμη της έλξης. Από πού έχει η anima την δύναμη να ασκη μια τέτοια μαγεία; Αναλογικά με την persona, θα πρέπει να υπάρχουν αξίες ή κάποιοι άλλοι σπουδαίοι παράγοντες με μεγάλη επιρροή που βρίσκονται στο βάθος, σαν ελκυστικές υποσχέσεις. Σε τέτοια ζητήματα θα πρέπει να φυλαχθούμε από τις εκλογικεύσεις. Η πρώτη μας σκέψη είναι ότι ο έντιμος άνδρας ψάχνει μια άλλη γυναίκα. Αυτό θα μπορούσε να ισχύη – θα μπορούσε μάλιστα να έχη προετοιμασθή από την anima σαν το πιο αποτελεσματικό μέσο για τον επιδιωκόμενο σκοπό. Μια τέτοια υλοποίηση δεν θα έπρεπε να παρερμηνευθή σαν σκοπός καθ’ εαυτήν, επειδή ο άψογος κύριος που παντρεύτηκε καθώς πρέπει σύμφωνα με τον νόμο, μπορεί εξ ίσου καθώς πρέπει και νόμιμα να πάρη διαζύγιο, πράγμα που δεν αλλάζει την βασική του στάση ούτε κατά μια κεραία. Η παλιά εικόνα απλώς δέχθηκε ένα νέο πλαίσιο.

Στην πραγματικότητα αυτή η διευθέτηση είναι μια πολύ κοινή μέθοδος επιβολής του χωρισμού – και της παρεμπόδισης της εύρεσης μιας τελικής λύσης. Επομένως, είναι πιο λογικό να αρνηθούμε την υπόθεση ότι μια τέτοια φανερή πιθανότητα είναι ο τελικός σκοπός το χωρισμού. Θ ήταν καλύτερο να ερευνήσουμε τι βρίσκεται πίσω από τις τάσεις της anima. Το πρώτο βήμα που πρέπει να κάνουμε είναι αυτό που θα ονόμαζα αντικειμενοποίηση την anima, δηλαδή η αυστηρή άρνηση να θεωρήση κανείς την τάση για χωρισμό σαν δική του αδυναμία. Μόνο όταν αυτό έχει επιτευχθή μπορεί κανείς να αντιμετωπίση την anima με το ερώτημα «Γιατί θέλεις αυτόν τον χωρισμό;». Το να θέσουμε τον ερώτημα με αυτόν τον προσωπικό τρόπο έχει το μεγάλο πλεονέκτημα ότι αναγνωρίζουμε την anima σαν προσωπικότητα, και κάνουμε δυνατή μια σχέση μαζί της. Όσο πιο προσωπικά την παίρνουμε, τόσο το καλύτερο.

Σε όποιον είναι συνηθισμένος να προχωρεί καθαρά διανοητικά και λογικά, αυτό θα φαινόταν εντελώς γελοίο. Πραγματικά, θα ήταν το άκρον άωτον του παραλογισμού ένας άνδρας να προσπαθήση να έχη μια συζήτηση με την persona του, την οποία αναγνωρίζει απλώς σαν ένα ψυχολογικό μέσο σχέσης. Αλλά αυτό είναι παράλογο μόνο για τον άνδρα που  έ χ ε ι  μια persona. Eάν δεν έχει, δεν διαφέρει στο σημείο αυτό από τον πρωτόγονο, που, όπως γνωρίζουμε βρίσκεται μόνο με το ένα πόδι σε αυτό που ονομάζουμε εμείς πραγματικότητα. Με το άλλο πόδι βρίσκεται σε έναν κόσμο πνευμάτων, που είναι πολύ πραγματικός γι’ αυτόν. Ο άνθρωπος στο παράδειγμά μας, συμπεριφέρεται στον κόσμο, σαν ένας σύγχρονος Ευρωπαίος· αλλά μέσα στον κόσμο των πνευμάτων είναι σαν το παιδί ενός τρωγλοδύτη. Πρέπει, επομένως, να αποδεχθή να ζη σε ένα είδος προϊστορικού νηπιαγωγείου, μέχρις ότου αποκτήση την σωστή ιδέα για τις δυνάμεις και τους παράγοντες που κυβερνούν αυτόν τον άλλο κόσμο. Γι’ αυτό είναι απόλυτα δικαιολογημένος να μεταχειρίζεται την anima σαν μια αυτόνομη προσωπικότητα, και να της απευθύνει προσωπικά ερωτήματα.

Το εννοώ αυτό σαν μια πρακτική τεχνική. Ξέρουμε ότι στην πράξη ο καθένας έχει όχι μόνο την ιδιοτροπία, αλλά επίσης την ικανότητα να κάνη συζήτηση με τον εαυτό του. Όποτε βρισκόμαστε σε δύσκολη θέση ρωτάμε τον εαυτό μας (ποιόν άλλον;) «Τί θα κάνω;», είτε φωναχτά είτε μέσα από τα δόντια μας, και εμείς (ποιος άλλος;) δίνουμε την απάντηση. Επειδή σκοπός μας είναι να μάθουμε ό,τι μπορούμε για τα θεμέλια της ύπαρξής μας, αυτό το μικρό ζήτημα του να ζούμε σε μια μεταφορά δεν θα πρέπει να μας ενοχλή. Θα πρέπει να δεχθούμε σαν ένα σύμβολο της πρωτόγονης καθυστέρησής μας (ή μιας φυσικότητας που, ευτυχώς, ακόμη έχει μείνει σ’ εμάς) το ότι μπορούμε, όπως οι Νέγροι, να κουβεντιάσουμε προσωπικά με το «φίδι» μας. Επειδή η ψυχή δεν είναι μια ενότητα αλλά μια πολλαπλότητα αντιφατικών συμπλεγμάτων, ο διαχωρισμός που χρειάζεται για τις συνδιαλέξεις μας με την anima, δεν είναι τόσο εξαιρετικά δύσκολος. Η τέχνη γι’ αυτό συνίσταται μόνο στο να αφήνουμε την αόρατη σύντροφό μας να γίνη ακουστή, στον να βάζουμε τον μηχανισμό της έκφρασης προς στιγμήν στην διάθεσή της, χωρίς να κυριευώμαστε από την δυσαρέσκεια που είναι φυσικό να νοιώθη κανείς παίζοντας ένα τέτοιο φαινομενικά γελοίο παιχνίδι με τον εαυτό του, ή από αμφιβολίες για την αυθεντικότητα της φωνής του συνομιλητή μας. Αυτό το τελευταίο σημείο είναι τεχνικά πολύ σημαντικό: έχουμε τόσο πολύ την συνήθεια να ταυτιζώμαστε με τις σκέψεις που μας έρχονται, ώστε πάντα υποθέτουμε πως εμείς τις έχουμε κάνει. Κατά αρκετά περίεργο τρόπο, είναι ακριβώς οι πιο απίθανες σκέψεις για τις οποίες αισθανόμαστε την μεγαλύτερη υποκειμενική υπευθυνότητα. Εάν είχαμε περισσότερο συνειδητοποιήση τους σταθερούς παγκόσμιους νόμους που διέπουν ακόμη και την πιο άγρια και αχαλίνωτη φαντασία, θα ήμαστε ίσως περισσότερο σε θέση να δούμε αυτές τις σκέψεις πάνω απ’ όλα σαν αντικειμενικά συμβάντα, ακριβώς όπως βλέπουμε τα όνειρα, που κανείς δεν υιοθετεί ότι είναι εσκεμμένες ή ηθελημένες επινοήσεις. Οπωσδήποτε απαιτεί την μεγαλύτερη αντικειμενικότητα και έλλειψη προκατάληψης το να δώσουμε στην «άλλη πλευρά» την δυνατότητα για αισθητή ψυχική δραστηριότητα. Σαν συνέπεια της καταπιεστικής στάσης του συνειδητού, η άλλη πλευρά οδηγείται σε έμμεσες και εντελώς παθολογικές εκδηλώσεις, κυρίως συγκινησιακού χαρακτήρα, και μόνο σε στιγμές συντριπτικού συναισθηματισμού μπορούν κομμάτια του ασυνειδήτου να έρθουν στην επιφάνεια με την μορφή σκέψεων ή εικόνων. Το αναπόφευκτο σύμπτωμα που ακολουθεί είναι ότι το εγώ προς στιγμήν ταυτίζεται με αυτές τις εκδηλώσεις, για να τις απορρίψη στην ίδια ανάσα. Και, πραγματικά, τα πράγματα που λέει κανείς όταν βρίσκεται σε συγκινησιακό ξέσπασμα μερικές φορές φαίνονται πολύ παράξενα και τολμηρά. Αλλά ξεχνιώνται εύκολα, ή απορρίπτονται εντελώς. Αυτός ο μηχανισμός της υποτίμησης και της απόρριψης πρέπει φυσικά να ληφθή υπ’ όψη εάν θέλει κανείς να υιοθετήση μια αντικειμενική στάση. Η συνήθεια του να βιάζεται κανείς να διορθώση και να επικρίνη είναι ήδη αρκετά ισχυρή στην παράδοσή μας. (Σ. τ. Μ.: εννοείται προφανώς - της Δύσης), και γενικά ενισχύεται από τον φόβο – έναν φόβο που παραμένει ανομολόγητος και στον εαυτό μας και στους άλλους, έναν φόβο για υπόγειες αλήθειες, για επικίνδυνη γνώση, για δυσάρεστε επαληθεύσεις, με ένα λόγο, φόβο για όλα εκείνα τα πράγματα που κάνουν τόσο πολλούς από εμάς να τρέμουν να μείνουν μόνοι όπως ο διάβολος το λιβάνι. Λέμε ότι είναι εγωιστικό ή «αρρωστημένο» να ασχολήται κανείς με τον εαυτό του· η παρέα του εαυτού μας είναι η χειρότερη δυνατή, «σε κάνει να μελαγχολής» - αυτές είναι οι λαμπρές διαβεβαιώσεις που δίνονται σχετικά με την ανθρώπινη φύση μας. Προφανώς είναι πολύ βαθειά ριζωμένες στο δυτικό μας μυαλό. Όποιος σκέφτεται με αυτόν τον τρόπο είναι φανερό ότι δεν έχει ποτέ ρωτήσει τον εαυτό του τι πιθανή ευχαρίστηση θα εύρισκαν οι άλλοι άνθρωποι στην συντροφιά ενός τέτοιου αξιοθρήνητου και δειλού πλάσματος. Ξεκινώντας από το γεγονός ότι σε μια κατάσταση συγκινησιακής κατοχής παραδίδεται κανείς ακούσια στις αλήθειες της άλλης πλευράς, δεν θα ήταν πολύ καλύτερο να εκμεταλλευθούμε την συγκίνηση ώστε να δώσουμε στην άλλη πλευρά την ευκαιρία να μιλήση; Θα μπορούσε επομένως να ειπωθή εξ ίσου δικαιολογημένα ότι θα πρέπει κανείς να καλλιεργήση την τέχνη της συζήτησης με τον εαυτό του μέσα στο πλαίσιο που παρέχεται από μια συγκίνηση, σαν να μιλούσε η ίδια η συγκίνηση, χωρίς αναφορά στην λογοκρατική μας κριτική. Όσο μιλάει η συγκίνηση, η κριτική πρέπει να αποφεύγεται. Αλλά αφού έχει παρουσιάσει τον εαυτό της, θα πρέπει να αρχίσουμε να κρίνουμε τόσο συνειδητά, όσο αν ήταν συζητητής μας ένα πραγματικό πρόσωπο στενά δεμένο με εμάς. Και δεν θα πρέπει το πράγμα να σταματήση εκεί, αλλά δήλωση και απάντηση θα πρέπει να ακολουθούν η μια την άλλη ώσπου να φθάσουμε σε ένα ικανοποιητικό τέλος της συζήτησης. Το εάν το αποτέλεσμα είναι ικανοποιητικό ή όχι, θα μπορέση να το κρίνη μόνο το υποκειμενικό αίσθημα. Οποιαδήποτε παραπλανητική συμπεριφορά είναι φυσικά εντελώς άχρηστη. Η απόλυτη τιμιότητα απέναντι στον εαυτό μας και η έλλειψη βεβιασμένης πρόβλεψης ως προς τι θα μπορούσε λογικά να πη η άλλη πλευρά είναι οι απαραίτητοι όροι αυτής της τεχνικής εκπαίδευσης της anima.

(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: