Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΑΓΓΕΛΙΚΟΥΔΗΣ - Β ΜΕΡΟΣ (ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ 26)


Συνέχεια από Δευτέρα, 7 Απριλίου 2014

O Doctor Angelicus συναντά τον Κάλλιστο Αγγελικούδη

Ο Κάλλιστος Αγγελικούδης αναλύει και σχολιάζει 
  το κατά των Ελλήνων βιβλίο του Θωμά Ακινάτη
Περί θείας απλότητος και διαφοράς ουσίας και
 ενέργειας 
 442. Θέλοντας να φανερώση αυτός ο ωφελιμώτατος, πώς φτάνει απ’ το ψέμμα στην αλήθεια, κι απ’ την αλήθεια πάλι στο ψέμμα χωρίς να κοκκινίζη, καλλωπιζόμενος μάλιστα με το ψέμμα, λέει˙ «θέλει ο Θεός με μιά και την ίδια ενέργεια και τον εαυτό του και τα άλλα». Μετά, σαν να τα ξέχασε εκείνα, λέει˙ «δεν είναι αναγκαίο, αν θέλη να υπάρχη ο Θεός η αγαθότητά του, να θέλη να προέρχονται και τα άλλα απ’ αυτόν τον ίδιον. Γιατί έχει αποδειχθή (δέδεικται) πως θέλει μεν αναγκαστικά τη δική του αγαθότητα ο Θεός, δεν θέλει όμως αναγκαστικά και τα άλλα». Και το να θέλης αναγκαστικά και μη αναγκαστικά εισάγει μεγάλη διαφορά της θελήσεως. Ψεύδεται άρα λέγοντας ο Θωμάς, ότι θέλει με μια και την ίδια ενέργεια και τον εαυτό του και τα άλλα ο Θεός.

443. Ακόμα˙ « έπρεπε (έδει) να επιστρέφουν πλησιάζοντας την ολική τελειότητα του παντός κάποια κτίσματα προς τον Θεό όχι μόνο σύμφωνα με την ομοιότητα της φύσης, αλλά και σύμφωνα με την ενέργεια». Κι αυτά είναι λόγια κάποιου που μαρτυρεί σαφώς ότι είναι διαφορετικό η θεία φύση και διαφορετικό η ενέργειά της. Ψεύδεται άρα και άσχημα (κακώς) ο Θωμάς, όταν λέη, πως «η ενέργεια του Θεού είναι η ουσία του». 

444. Κι ακόμα˙ «αυτό που δέχεται η νοερή ουσία, είναι αναγκαίο να το δέχεται σύμφωνα με τον δικό της τρόπο, δηλαδή νοητά˙ κι αυτό που δέχεται μ’ αυτόν τον τρόπο η νοερή ουσία, την τελειοποιεί, γιατί το νοητό είναι η τελείωση αυτού που νοεί». Δεν είναι (όμως…) τελείωση αυτού που νοεί (του νοούντος) μόνο τα νοητά˙ γιατί αυτό το έχουν κι οι Έλληνες κι αυτός που προβάλλει αυτή μόνον την τελείωση, είναι ολοφάνερος ελληνόφρων˙αυτοί δε που είναι θεόφρονες με την ιερή πίστη και το βάπτισμα ονομάζουν κυρίως τελείωση του νου, που δεν μπορεί να την έχη ένας άπιστος ή δύσπιστος, την επιφοίτηση του αγίου και ζωοποιού και φωτιστικού Πνεύματος του Θεού στην ψυχή.Και ομολογεί κι ο Θωμάς, κλεμμένος απ’ τη λήθη, και χωρίς να το θέλη την αλήθεια λέγοντας, πως «γίνεται (συμβαίνει…) η θεία αποκάλυψη με το από μέσα (ένδοθεν) και νοητό φως, που μετεωρίζει τη διάνοια προς το να δεχθή αυτά, στα οποία δεν μπορεί να φθάση με το φυσικό φως ο νους». Βλέπεις, πώς δεν μπορεί ο νους, αλλ’ είναι ασθενής και ατελής, έστω κι αν δη όλα τα νοητά με το φυσικό του φως πριν απ’ το θείο και υπερκόσμιο νοητό φως, που μετεωρίζει τη διάνοια; Δεν λέει αλήθεια άρα ούτε και σ’ αυτό ο Θωμάς, αλλά το προβάλλει προσπαθώντας να ενισχύση την ελληνική δόξα (γνώμη, ιδέα…).
[Εδώ ριζώνει η πλάνη τής λατινικής θεολογίας ότι μόνον από τήν αποκάλυψη μπορούμε νά γνωρίσουμε τόν προαιώνιο θεό ή από τήν τριαδική δομή τής ψυχής όπως ισχυρίζεται ο Αυγουστίνος]. 

445. Παραφρονεί πάλι παρεκκλίνοντας και λέει ο Θωμάς˙ «συνάγεται πως μέτρο της ανθρώπινης γνώσης είναι το γνωστό». Κι ενώ το λέη αυτό, λέει αλλού˙ «δεν φθείρεται ο νους με το νοητό που τον ξεπερνά, αλλά τελειώνεται περισσότερο». Δεν είναι άραγες αντίθετο αυτό σε κείνο; Γιατί αν είναι τα γνωστά (αυτά που γνωρίζουμε…) μέτρο της ανθρώπινης γνώσης, πώς ξεπερνούν τον νου τα νοητά; Και δεν είναι, όπως φαίνεται, οπωσδήποτε γνωστά στον νου τα νοητά. Δεν θέλει να έχη όμως, ως αναποφάσιστος, ούτε και τον μέγα Παύλο διδάσκαλο, που λέει πως «εκ μέρους γινώσκομεν» (Α΄ Κορινθ. ιδ΄9 ) και πως «άρτι γινώσκω εκ μέρους» (Α΄Κορινθ. ιδ΄10)˙ και πως «όταν έλθη το τέλειον, το εκ μέρους καταργηθήσεται». Αν συναγόταν λοιπόν πως είναι μέτρο της ανθρώπινης γνώσης τα γνωστά, πώς ξεπερνούν τον νου τα νοητά; Γι’ αυτό και γνωρίζονται εκ μέρους, καθώς απομένει το περισσότερο. Και πώς δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι την ίδια γνώση στα νοητά, αλλά άλλοι μεν περιορισμένη, και άλλοι ανώτερη; Είναι μεγάλο το ψέμμα κι αυτής της πρότασης, που την καθιστά ψεύτικη με τη δεύτερή του πρόταση κι ο ίδιος ο Θωμάς..

446. «Το νοητό είναι η ιδιαίτερη τελειότητα του νου˙ γι’ αυτό και είναι ένα ο ενεργεία νους και το ενεργεία νοητό». Καταντά πάλι σε αδιέξοδα (ανοδίες - τόποι χωρίς οδό…) ο δυστυχής!Γιατί αυτός που λέει πως ξεπερνούν τα νοητά τον νου, λέει τώρα πως είναι ένα ο ενεργεία νους και το ενεργεία νοητό. Κι όταν έχη τον Θεό, νοώντας τον κατά φύσιν, ως πράγμα νοητό ο νους, γιατί αυτό ονομάζουν ενεργεία νου ο Αριστοτέλης κι ο Θωμάς, είναι ένα απλώς ο νους κι ο Θεός. Κι επειδή νοεί μέσα στον εαυτό του κι όχι έξω τον Θεό ο νους, θα τον έχη μέσα στον εαυτό του και θα είναι ένα ο Θεός κι ο νους.
[Αυτό είναι τό υποκείμενο].


447. Είναι δε πολλοί οι Έλληνες κι οι βάρβαροι που έχουν ανατρέξει με τη γνώση και αρμονία των όντων στην έννοια του Θεού κι έχουν αποκτήσει έτσι τον Θεό ως πράγμα νοητό˙ και θα είναι λοιπόν ένα ο νους τους κι ο Θεός και θα υπάρχη στον νου τους ο Θεός, που τί θα ήταν πιό άτοπο ή πιο ασεβές απ’ αυτό; Όσα νοητά κι αν νοή ο ενεργεία νους, τα έχει ενεργεία νοητά, και νοεί πολλά και διάφορα. Αν είναι λοιπόν το ενεργεία νοητό ένα απλώς με τον ενεργεία νου, θα συντεθή από πολλά και διάφορα, που δεν θα μπορούν ούτε να αριθμηθούν, ο νους˙ γιατί δεν θα έχη ως νοητά μόνο τα θεία ο νους, αλλά κι αυτά που συναντώνται με διαφορετικό τρόπο στα όντα, όπως τις ισότητες, τις ανισότητες, τις ομοιότητες, τις ανομοιότητες, τις μικρότητες, τους όρους όλων, τις βαρύτητες, τις ελαφρότητες, τις θέσεις, τις αφαιρέσεις, τα κάλλη, τα αίσχη (ασχήμιες, δυσμορφίες…), όλα τα άλλα που θεωρούνται στα (περί τα) όντα, που είναι πάμπολλα, και που αν θα είναι ένα μαζί τους ο νους που τα νοεί, θα παρουσιασθή σαν ένα τερατώδες πράγμα. Είναι ψέμμα άρα το να λες, ότι είναι απλώς ένα ο ενεργεία νους και το ενεργεία νοητό. Είναι λόγος της ελληνικής πλάνης και της ολοφάνερης αφροσύνης.

448. Γιατί αν είναι μέσα στον άνθρωπο ο νους, και έξω τα νοητά που νοεί, και σηκώνεται (εγείρεται) στον εαυτό του θεωρώντας τις ιδέες τους, δεν ενώνεται (έν γινόμενον) κατά κανέναν τρόπο το νοητό με τον νου. Επειδή μπορούμε να πούμε, ότι νοεί ενεργητικά (ενεργεία νοητόν ποιείται) την αγαθότητα του Θεού ο ενεργητικός (ενεργεία) νους, γιατί τη νοεί με ενάργεια κι ότι είναι άπειρη, κι ότι νοεί τη δύναμη του Θεού και τη σοφία κι ότι είναι κι αυτές άπειρες. Θα είναι ενωμένες (έν εισίν) λοιπόν η άπειρη αγαθότητα του Θεού και η δύναμη και η σοφία με τον ενεργητικό (ενεργεία) νου; Και ποιος θα τολμήση, αν έχη μόνον υγιή τον νου του, να το εννοήση αυτό, κι όχι βέβαια και να το πη και να το γράψη; Είναι μωρία (ευήθεια) και κακοδοξία των Ελλήνων και του Θωμά. 

449. Φαίνεται πως, μη έχοντας κανέναν φιλόνεικο, στους τόπους που κατοικούσε, προς τον οποίον να μπορούσε να αντιλέγη ο Θωμάς, αντιλέγει τώρα ολοφάνερα στον ίδιον του τον εαυτό και καταφάσκει μόνος, χωρίς να τον βιάζη κανένας, στις ίδιες του τις αποφάσεις. Γι’ αυτό και τα λέει αυτά˙ ότι «είναι αδύνατο να είναι μάταιη η φυσική επιθυμία˙ γιατί δεν φτιάχνει (ποιεί) τίποτα μάταιο η φύση, αλλά κάθε τι που νοεί επιθυμεί απ’ τη φύση του να υπάρχη πάντα, όχι μόνο για να διαιωνίζη σ’ αυτό το ίδιο το είναι κατ’ είδος, αλλά και ατομικά. Επιθυμούν λοιπόν όλες οι νοερές ουσίες με φυσική επιθυμία να υπάρχουν πάντα, και γι’ αυτό είναι ήδη αδύνατο να πάψουν (λήξαι) να υπάρχουν». Βλέπετε το αγροίκο του συλλογισμού και το ψέμμα; γιατί δεν είναι επειδή επιθυμούν να υπάρχουν πάντοτε, αδύνατο ήδη να πάψουν να υπάρχουν, αλλ’ επειδή δημιουργήθηκαν άφθαρτες.

450. Κι επειδή θέλει κι ο ίδιος να αθετήση αυτά που λέει τώρα, λέει παρακάτω σ’ αυτό το κεφάλαιο˙ «υπάρχει φυσική επιθυμία του είναι στα πράγματα˙ του οποίου σημείο είναι, ότι κι αυτά που έχουν στερηθή τη γνώση αντιστέκονται σε κείνα που φθείρουν σύμφωνα με τη δύναμη των δικών τους (οικείων) φυσικών αρχών, ενώ κι αυτά που έχουν γνώση αντιστέκονται επίσης με τον τρόπο της γνώσης τους»Δεν έχω δη κανέναν μέχρι και σήμερα να γράφη με τέτοιαν αναισθησία. Και η υπερβολική μωρία είναι, ότι επιχειρεί και να θεολογή με πολλά ψέμματα, μεγάλη ανοησία και τόλμη και αναίδεια. Γιατί αυτός που λέει ως πρόταση αληθινή, ότι κάθε τι που νοεί επιθυμεί απ’ τη φύση του να υπάρχη πάντα κι ότι όλες οι νοερές ουσίες επιθυμούν με φυσική επιθυμία να υπάρχουν πάντα, μεταθέτει, σαν να μεταμελήθηκε, την επιθυμία αυτή και σε όλα όσα ζουν, και σ’ αυτά που έχουν στερηθή τη γνώση και σε κείνα που την έχουν.

451. Αλλ’ αυτός που τα λέει αυτά, έπρεπε να πεισθή απ’ τα ίδια του τα λόγια και να συλλογισθή την αλήθεια. Γιατί αν υπάρχη φυσική επιθυμία του είναι και σ’ αυτά που έχουν στερηθή τη γνώση και και σε όσα την έχουν, ώστε να λέμε πως αντιστέκονται με όλη τους την προθυμία σ’ αυτά που φθείρουν –αν και εκείνα (που δεν έχουν γνώση…) φθείρονται και φτάνουν στο μη είναι, πώς είναι αδύνατο να πάψουν να υπάρχουν οι νοερές ουσίες, επειδή επιθυμούν με φυσική επιθυμία να υπάρχουν πάντοτε; Κι αν είναι αδύνατο να πάψουν κάποτε, επειδή επιθυμούν με φυσική επιθυμία να υπάρχουν πάντοτε, κι επιθυμούν με φυσική επιθυμία και αυτά που έχουν στερηθή τη γνώση και όσα έχουν γνώση να υπάρχουν πάντοτε, είναι αδύνατο να πάψουν ποτέ αυτά, και θα είναι άρα άφθαρτα όλα όσα ζουν, και τα λογικά και τα άλογα˙ απ’ το οποίο τί θα μπορούσε να είναι πιο άτοπο; Είναι αληθινή μεν η πρόταση, αλλά μακριά απ’ την αλήθεια ο συλλογισμός, όπως απέδειξε, απ’ όσα έχει πη, πιο κάτω στο ίδιο κεφάλαιο κι ο Θωμάς.
Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: