Παρασκευή 18 Απριλίου 2025

Περί της ουσίας της ανθρώπινης ελευθερίας ζ (9)

 Συνέχεια από 13. Μαρτίου 2025

Περί της ουσίας της ανθρώπινης ελευθερίας ζ

Του Friedrich Schelling

Μετάφραση Χρήστου Μαρσέλλου, Εκδόσεις Ίνδικτος, 1997

Αὐτὸς ὁ τρόπος ἐξήγησης ἐν γένει προκύπτει ἀπὸ τὴν χωρὶς ζωὴ ἔννοια τοῦ θετικοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία στὸ θετικὸ μπορεῖ νὰ ἀντιτεθῆ μόνο ἡ στέρηση. ᾿Αλλά ὑπάρχει μιὰ ἐνδιάμεση ἔννοια, ποὺ συνιστᾶ ἕνα πραγματικὸ ἀντίθετό του, καὶ ποὺ ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴν ἁπλῆ ἀρνητικότητα. Ἡ ἐνδιάμεση αὐτὴ ἔννοια πηγάζει ἀπὸ τὴ σχέση τοῦ ὅλου πρὸς τὸ μερικό, τῆς ἑνότητας πρὸς τὴν πολλαπλότητα, ἢ ὅπως ἀλλιῶς θέλει κανεὶς νὰ τὸ πῆ. Τὸ θετικὸ εἶναι πάντοτε τὸ ὅλον ἢ ἡ ἑνότητα· τὸ ἀντιτιθέμενο σ᾽ αὐτὸ εἶναι ἡ ἀποδιάρθρωση [Zertrennung] τοῦ ὅλου, ἡ δυσαρμονία [Disharmonie], ἡ ἀταξία [Ataxie] τῶν δυνάμεων. Στὸ ἀποδιαρθρωμένο ὅλον ὑπάρχουν τὰ ἴδια στοιχεῖα ποὺ ὑπῆρχαν καὶ στὸ ἑνιαῖο ὅλον· τὸ ὑλικὸ εἶναι καὶ στὰ δύο τὸ ἴδιο (ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ τὸ κακὸ δὲν εἶναι πιὸ περιορισμένο ἢ χειρότερο ἀπὸ τὸ καλό), ἡ μορφὴ ὅμως εἶναι πολὺ διαφορετική, ἀλλὰ ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ μορφὴ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν οὐσία ἢ τὸ θετικό. Γι᾿ αὐτὸ κατ᾿ ἀνάγκην τὸ κακὸ εἶναι, ὅσο καὶ τὸ καλό, ὄν, τοῦ ὁποίου ἡ οὐσία ὅμως ἀντιτίθεται στὸ καλό, ἀντιστρέφοντας τὸ μέτρο του [Temperatur] σὲ ἀμετρία [Distemperatur]. Ἡ δογματική φιλοσοφία δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβη αὐτὴ τὴν οὐσία διότι δὲν διαθέτει καμμιὰ ἔννοια τῆς προσωπικότητας [Persönlichkeit], ἤγουν τῆς ἑαυτότητας ποὺ ἔχει φτάσει νὰ εἶναι πνευματικότητα, παρὰ (371) μόνο τὶς ἀφηρημένες ἔννοιες τοῦ περατοῦ καὶ τοῦ ἀπείρου. Αν λοιπὸν ἀντέτεινε κανεὶς ὅτι ἡ δυσαρμονία εἶναι μιὰ στέ-ρηση, συγκεκριμένα ἡ ἀπώλεια τῆς ἑνότητας, πάντως ἡ στέρηση, καίτοι στὴ γενική της ἔννοια θὰ περιείχοντο αὐτὲς τῆς ἄρσεως ἢ τῆς διασπάσεως τῆς ἑνότητας, θὰ ἦταν ἐντούτοις ὡς ἔννοια καθ' ἑαυτὴν ἀνεπαρκής. Διότι δὲν εἶναι ἡ διάκριση τῶν δυνάμεων καθ' ἑαυτὴν δυσαρμονία, ἀλλὰ ἡ διάστροφη ἑνότητά τους, ποὺ μόνο σὲ σχέση μὲ τὴν ἀληθινὴ μπορεῖ νὰ ὀνομαστῆ διάκριση. "Αν ἡ ἑνότητα καταργηθῆ τελείως, καταργεῖται καὶ ἡ διαμάχη. Ἡ ἀρρώστια τερματίζεται μὲ τὸν θάνατο κι ὁ κάθε τό-νος μόνος του δὲν συνιστᾶ δυσαρμονία. ᾿Αλλὰ ἀκριβῶς γιὰ νὰ ἐξηγήσουμε αὐτὴ τὴν διάστροφη ἑνότητα χρεια ζόμαστε κάτι θετικό, τὸ ὁποῖο ὅμως μένει ἀνεξήγητο ὅσο δὲν ἀναγνωρίζουμε ὅτι ἡ ἐλευθερία ριζώνει στὸ ἀνεξάρτητο θεμέλιο τῆς φύσεως.

Γιὰ τὴν πλατωνικὴ ἄποψη, ὅσο μποροῦμε νὰ τὴν κρίνουμε, εἶναι προτιμότερο νὰ γίνη λόγος παρακάτω, ὅταν θὰ ἀσχολούμαστε μὲ τὸ ἐρώτημα τῆς πραγματικότητας τοῦ κακοῦ. Οἱ ἀντιλήψεις πάλι τῆς πολὺ ἐπιπόλαιης στὸ θέμα αὐτὸ ἐποχῆς μας, ποὺ ὁδηγεῖ τὸν φιλανθρωπισμὸ ὡς τὸ σημεῖο νὰ ἀρνῆται τὴν ὕπαρξη τοῦ κακοῦ, δὲν ἔχουν οὔτε τὴν παραμικρή σχέση μὲ ἰδέες σὰν τὶς ἐδῶ. Σύμφωνα μὲ αὐτὲς τὶς ἀντιλήψεις ἡ μοναδικὴ αἰτία [Grund] τοῦ κακοῦ εἶναι ἡ αἰσθητι κότητα [Sinnlichkeit] ἢ ἡ ζωϊκότητα [Animalität], ἢ ἡ γήινη ἀρχή, ἀφοῦ στὸν οὐρανὸ δὲν ἀντιθέτουν, ὅπως θὰ ἔπρεπε, τὴν κόλαση, ἀλλὰ τὴ γῆ. Ἡ ἀντίληψη αὐτὴ ἔρχεται ὡς φυσικὴ συνέπεια τοῦ δόγματος ὅτι ἡ ἐλευθερία ἔγκειται στὴν ἁπλῆ κυριαρχία τῆς νοήμονος [intelligenten] ἀρχῆς ἐπάνω στὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς ὁρμὲς [Neigungen] τῶν αἰσθήσεων καὶ ὅτι τὸ καλὸ ὀφείλεται στὸν καθαρό λόγο ποὺ εὐνοήτως δὲν ἀφήνει καμμιὰ ἐλευθερία γιὰ τὸ κακό (ἐφόσον ἐδῶ κυριαρχοῦν οἱ αἰσθη-τικὲς ὁρμές)· γιὰ νὰ ἀκριβολογήσουμε, ἐδῶ τὸ κακὸ καταργεῖται πλήρως. Διότι ἡ ἀδυναμία ἢ τὸ ἀτελέσφορο τῆς νοητικῆς [verständigen] ἀρχῆς μπορεῖ κάλλιστα νὰ εἶναι ἡ αἰτία [Grund] τῆς ἐλαττωματικότη-τας ἀγαθῶν καὶ ἐνάρετων πράξεων, ὄχι ὅμως καὶ ἡ αἰτία θετικὰ κακῶν καὶ φαύλων [tugendwidriger]. ᾿Αλλὰ ἂν δεχτοῦμε ὅτι ἡ αἰσθητικότητα, ἢ ἡ παθητική στάση ἀπέναντι σὲ ἐξωτερικὲς ἐντυπώσεις (372) θὰ προκα-λοῦσε κατὰ κάποιου εἴδους ἀναγκαιότητα κακές πράξεις, μέσα σ' αὐτὲς ὁ ἄνθρωπος θὰ ἦταν μόνο παθητικός, τὸ κακὸ ἑπομένως, ὅσον ἀφορᾶ τὸν ἴδιο, ὑποκειμενικὰ δηλαδή, δὲν θὰ ἐσήμαινε τίποτε, καὶ καθὼς ὅ,τι εἶναι ἀπὸ τὴν φύση καθορισμένο δὲν μπορεῖ οὔτε ἀντικειμε νικὰ νὰ εἶναι κακό, δὲν θὰ ἐσήμαινε τὸ κακὸ τίποτε ἀπολύτως. Ὅτι ὅμως λέγεται δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι καὶ σωστό, πὼς ἡ ἔλλογη [vernünftige] ἀρχὴ εἶναι ἀνεν εργὸς μέσα στὸ κακό. Διότι τότε γιατί δὲν ἀσκεῖ τὴν δύναμή της; Αν θέλει καὶ εἶναι ἀνενεργός, τότε ἡ αἰτία τοῦ κακοῦ ἔγκειται σὲ αὐτὸ τὸ θέλημα [Willen] καὶ ὄχι στὴν αἰσθητικότητα. Εἰδάλλως, ἂν δὲν μπορεῖ μὲ κανένα τρόπο νὰ ὑπερνικήση τὴν ἀντίρροπη δύναμη τῆς τελευταίας, ὑπάρχει ἐδῶ ἀδυναμία καὶ ἐλάττωμα, ὁπωσδήποτε ὅμως ὄχι κάτι κακό. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴ διευκρίνηση ὑπάρχει λοιπὸν μόνο μιὰ βούληση (ἂν ἐξάλλου μπορεῖ νὰ ὀνομαστῆ ἔτσι) καὶ ὄχι μιὰ διπλῆ, καὶ θὰ μποροῦσε κανεὶς ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη νὰ ὀνο μάση τοὺς ὀπαδοὺς τῆς θεωρίας αὐτῆς, ἀφότου εἰσήχθησαν ἐπιτυχῶς στὴ φιλοσοφικὴ κριτικὴ ὀνόματα ὅπως ἀρειανοί, κλπ., μὲ ἕνα ἐπίσης ἀπὸ τὴν ἐκκλη-σιαστικὴ ἱστορία ἀντλημένο, ἀλλὰ μὲ παραλλαγμένο νόημα, ὄνομα: μονοθελῆτες. Καθώς ὅμως ἐδῶ δὲν εἶναι ἡ νοήμων ἀρχή, ἢ ἡ ἀρχὴ τοῦ φωτός, καθ' ἑαυτήν, ἀλλὰ ἡ δεμένη μὲ ἑαυτότητα, αὐτὴ δηλαδὴ ποὺ ἔχει ἀρθῆ ὡς τὸ πνεῦμα, ἡ ὁποία δρᾶ μέσα στὸ καλό, τὸ κακὸ δὲν προκύπτει ἀπὸ μόνη τὴν ἀρχὴ τῆς περατότητας, παρὰ ἀπὸ τὴν φερμένη σὲ συνάφεια μὲ τὸ κέντρο σκοτεινὴ ἢ αὐτιστικὴ [selbstische] ἀρχή· καὶ ὅπως μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐνθουσιάζεται [Εnthusiasmus] ἀπὸ τὸ καλό, ἔτσι μπορεῖ καὶ νὰ ἐμπνέεται [Begeisterung] ἀπὸ τὸ κακό. Στὸ ζῶο, ὅπως καὶ σὲ κάθε ἄλλο φυσικὸ ὄν, ἐνυπάρχει δρῶσα καὶ αὐτὴ ἡ σκοτεινὴ ἀρχή· ἀλλὰ σὲ αὐτὸ δὲν ἔχει γεννηθῆ στὸ φῶς, ὅπως στὸν ἄνθρωπο, δὲν εἶναι πνεῦμα καὶ νόηση, παρὰ τυφλὸ πάθος [Sucht] καὶ ἐπιθυμία [Begierde]. Ἐν ὀλίγοις δὲν εἶναι δυνατὸς ἐδῶ κανένας ἐκπεσμός, καμμιὰ διάκριση τῶν ἀρχῶν, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει καμμιὰ ἀπόλυτη, δηλ. προσωπική, ἑνότητα. Τὸ χωρὶς συνείδηση καὶ τὸ ἐνσυνείδητο εἶναι ἑνωμένα στὸ ζωϊκὸ ἔνστικτο κατὰ συγκεκριμένο καὶ καθορισμένο τρόπο, ποὺ ἀκριβῶς γι' αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ παραλλάσση. Διότι γι' αὐτὸ ἀκριβῶς, ἐπειδὴ εἶναι σχετικές μόνο ἐκφράσεις τῆς ἑνότητας, ὑπόκεινται σ' αὐτήν, καὶ ἡ δύναμη ποὺ δρὰ στὸν βυθὸ διατηρεῖ τὴν ἑνότητα τῶν ἀρχῶν σὲ μιὰ σταθερή σχέση. Τὸ ζῶο ποτὲ δὲν μπορεῖ (373) νὰ βγῆ ἀπὸ τὴν ἑνότητα, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ κατὰ βούλησιν νὰ διαρρήξη τὸν αἰώνιο δεσμὸ τῶν δυνάμεων. Γι' αὐτὸ δικαίως λέει ὁ Μπάαν-τερ ὅτι θὰ ἦταν εὐκταῖο ἡ διαστροφὴ στὸν ἄνθρωπο νὰ ἔφτανε μόνο ὡς τὴν ἀποκτήνωση· δυστυχῶς ὅμως ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ σταθῆ μόνο ὑψηλότερα ἢ χαμη λότερα ἀπὸ τὸ ζῶο. 20 Προσπαθήσαμε νὰ συναγάγουμε τὴν ἔννοια καὶ τὴν δυνατότητα τοῦ κακοῦ ἀπὸ τὶς πρῶτες ἀρχές, καὶ νὰ φανερώσουμε τὸ γενικὸ θεμέλιο αὐτῆς τῆς θεωρίας, ποὺ εἶναι ἡ διάκριση ἀνάμεσα στὸ ὑπάρχον καὶ σ᾽ αὐτὸ ποὺ εἶναι θεμέλιο τῆς ὑπάρξεως. 21 Ἡ δυνατότητα ὅμως δὲν περιέχει ἀκόμα τὴν πραγματικότητα, καὶ ἀκριβῶς αὐτὴ εἶναι τὸ κύριο ἀντικεί-μενο τοῦ ἐρωτήματος. Πράγματι αὐτὸ ποὺ χρειάζεται ἐξήγηση δὲν εἶναι μόνο τὸ πῶς τὸ κακὸ εἶναι δυνατὸ γιὰ κάποιους ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἡ καθολική του δραστικότητα [Wirksamkeit], τὸ πῶς μπόρεσε νὰ προκύψη ἀπὸ τὴν δημιουργία ὡς ἀπαραγνώριστη γενικὴ ἀρχὴ εὑρισκόμενη παντοῦ σὲ διαπάλη μὲ τὸ καλό. ᾿Ἀφοῦ ἀναμφισβήτητα, τουλάχιστον ὡς γενικὴ ἀντίθεση, εἶναι πραγματικό, ἐξαρχῆς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχη ἀμφιβολία ὅτι ἦταν ἀπαραίτητο γιὰ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ θεοῦ· μάλιστα αὐτὸ προκύπτει καὶ ἀπὸ ὅσα εἶπαμε πρωτύτερα. Διότι ἂν ὁ θεὸς ὡς πνεῦμα εἶναι ἡ ἀδιάσπαστη ἑνότητα τῶν δύο ἀρχῶν, καὶ ἡ ἴδια αὐτὴ ἑνότητα εἶναι πραγματικὴ μόνο στὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, τότε ἂν καὶ σὲ αὐτὸ ἡ ἑνότητα ἦταν τὸ ἴδιο ἀκατάλυτη, ὅπως στὸν θεό, ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ διέφερε ἀπὸ τὸν θεό· θὰ χανό ταν μέσα στὸν θεὸ καὶ δὲν θὰ ὑπῆρχε οὔτε ἀποκάλυψη, οὔτε καμμία δυνατότητα νὰ ἐνεργοποιηθῆ ἡ ἀγάπη. Διότι κάθε ὂν μπορεῖ νὰ γίνη φανερὸ μόνο στὸ ἀντίθετό του, ἡ ἀγάπη μόνο στὸ μίσος, ἡ ἑνότητα στὴ διαμάχη. Ἂν λοιπὸν δὲν ὑπῆρχε κανεὶς διαχωρισμὸς τῶν ἀρχῶν, ἡ ἑνότητα δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀποδείξη τὴν παντοδυναμία της· ἂν δὲν ὑπῆρχε δυσαρμονία δὲν θὰ μποροῦσε ἡ ἀγάπη νὰ πραγματωθῆ. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀνεβασμένος σὲ μιὰ κορυφή, ὅπου ἔχει μέσα του τὴν πηγὴ τῆς αὐτοκινησίας του πρὸς τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ ἐξίσου: ὁ δεσμὸς τῶν ἀρχῶν μέσα του δὲν εἶναι ἀναγκαστικός, ἀλλὰ ἐλεύθερος. Στέκεται στὸ σταυροδρόμι· ὅ,τι διαλέξη, αὐτὸ θὰ εἶναι ἡ πράξη του, δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ μὴν διαλέξη, γιατὶ ὁ θεὸς πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ἀποκαλυφθῆ καὶ διότι τίποτε στὴν δημιουργία δὲν πρέπει νὰ παραμείνη ἀμφίσημο. Εντούτοις μοιάζει νὰ μὴν μπορεῖ νὰ ξεφύγη οὔτε ἀπὸ τὴν ἀδυναμία ἐπιλογῆς, ἀκριβῶς ἐπειδὴ τούτη εἶναι αὐτὴ ποὺ εἶναι. Πρέπει λοιπὸν νὰ ὑπάρχη ἕνα γενικό θεμέλιο τῆς πρόκλησης, τοῦ πειρασμοῦ τοῦ κακοῦ, ἔστω καὶ μόνο γιὰ νὰ δώση μέσα του ζωὴ στὶς δύο ἀρχές, νὰ τὸν κάνη νὰ τὶς συνειδητοποιήση. Καὶ βέβαια μοιάζει σὰν ἡ πρόκληση κατὰ τοῦ θεοῦ νὰ μπορῆ νὰ προέλθη μόνο ἀπὸ ἕνα κακὸ θεμελιακὸ ὄν [Grundwesen], καὶ ἡ παραδοχὴ ἑνὸς τέτοιου μοιάζει νὰ εἶναι ἀναποδράστως καὶ ἀπολύτως σωστὰ ἡ ἑρμηνεία ἐκείνη σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ πλα τωνικὴ ὕλη εἶναι ἕνα πρωταρχικὰ ἀντίπαλο τοῦ θεοῦ, καὶ γι' αὐτὸ κακό, ὄν. Ὅσο θὰ μένη, ὅπως μέχρι τώρα, αὐτὸ τὸ τμῆμα τῆς πλατωνικῆς θεωρίας σκοτεινό, 22 κάθε συγκεκριμένη κρίση γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ εἶναι ἀπολύτως ἀδύνατη. Ὑπὸ ποίαν ἔννοια πάντως μπορεῖ νὰ εἰπωθῆ γιὰ τὴν ἄλογη ἀρχὴ ὅτι ἀντιμάχεται τὸν Νοῦ [Verstand] ἢ τὴν ἑνότητα καὶ τὴν τάξη χωρὶς γι᾿ αὐτὸ νὰ ἐκληφθῆ ὡς κακὸ θεμελιακὸ ὄν, εἶναι ἀπὸ τὶς προηγούμενες παρατηρήσεις φανερό. Ἔτσι μπορεῖ ἐπίσης νὰ ἐξηγηθῆ κάλλιστα ἡ πλατωνικὴ ρήση ὅτι τὸ κακὸ προέρχεται ἐκ τῆς ἀρχαίας ἡμῶν φύσεως· διότι κάθε κακὸ ρέπει πρὸς τὸ χάος, πίσω δηλαδὴ πρὸς ἐκείνη τὴν κατάσταση, ὅπου τὸ ἀρχικὸ κέντρο δὲν εἶχε ἀκόμη ὑποταγῆ στὸ φῶς, καὶ εἶναι ἡ ταραχὴ [Aufwallen] τῶν κέντρων τῆς ἄλογης [verstandlose] ἀκόμη ἐπιθυμίας. ᾿Αλλὰ ἀποδείξαμε μιὰ γιὰ πάντα ὅτι τὸ κακὸ ὡς τέτοιο μποροῦσε νὰ ἀναβλύση μόνο μέσα στὴν δημιουργία, ἐφόσον μόνο μέσα σ' αὐτὴν τὸ φῶς καὶ τὸ σκότος, οἱ (375) δύο ἀρχές, μποροῦν νὰ ὑπάρξουν ἑνωμένες μὲ τρόπο ποὺ νὰ ἐπιτρέπη τὸν χωρισμό τους. Τὸ ἀρχικό θεμελιακὸ ὂν δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ εἶναι καθ' ἑαυτὸ κακό, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει σ' αὐτὸ καμμιὰ διττότητα τῶν ἀρχῶν. ᾿Αλλὰ δὲν μποροῦμε ἐπίσης νὰ δεχτοῦμε οὔτε ἕνα κάποιο δημιουργημένο πνεῦμα πού, πεπτωκὸς τὸ ἴδιο, παρέσυρε τὸν ἄνθρωπο στὴν πτώση· διότι τὸ ἐρώτημα εἶναι ἀκριβῶς πῶς πρωτοανέβλυσε τὸ κακὸ μέσα στὴν δημιουργία. Καὶ οὔτε αὐτὴ ἡ παραδοχὴ μᾶς δίνει γιὰ τὴν ἐξήγηση τοῦ κακοῦ τίποτε πέρα ἀπὸ τὶς δύο ἀρχὲς μέσα στὸν θεό. Ὁ θεὸς ὡς πνεῦμα (ὁ αἰώνιος δεσμὸς τῶν δύο ἀρχῶν), εἶναι ἡ καθαρὴ ἀγάπη, στὴν ἀγάπη ὅμως δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ὑπάρξη μιὰ θέληση [Wille] τοῦ κακοῦ· οὔτε ἐπίσης στὴν ἰδεατὴ ἀρχή. ᾿Αλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ θεὸς γιὰ νὰ ὑπάρξη χρειάζεται ἕνα θεμέλιο, μόνο ποὺ αὐτὸ τὸ θεμέλιο δὲν βρίσκεται ἔξω, ἀλλὰ μέσα του· ἔχει μέσα του ὁ θεὸς μιὰ φύση, ἡ ὁποία, καίτοι τοῦ ἀνήκει, εἶναι ὅμως διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτόν. Ἡ βούληση τῆς ἀγάπης καὶ ἡ βούληση τοῦ θεμελίου εἶναι δυὸ διαφορετικές βουλήσεις ποὺ ἡ καθεμιά τους ὑπάρ χει γιὰ λογαριασμό της· ἀλλὰ ἡ βούληση τῆς ἀγάπης δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιταχθῆ στὴ βούληση τοῦ θεμελίου, οὔτε νὰ τὴν ἄρη [aufheben], γιατὶ τότε θὰ ἔπρεπε νὰ ἀντιταχθῆ στὸν ἑαυτό της. Γιατὶ γιὰ νὰ μπορέση να ὑπάρξη ἡ ἀγάπη, τὸ θεμέλιο πρέπει νὰ δράση, καὶ πρέ-πει νὰ δράση ἀνεξάρτητα ἀπὸ αὐτὴν γιὰ νὰ ὑπάρξη ἡ ἀγάπη πραγματικά. Ἂν ἤθελε ἡ ἀγάπη νὰ καταστρέψη τὴ βούληση τοῦ βυθοῦ, θὰ πολεμοῦσε τὸν ἴδιο της τὸν ἑαυτό, καὶ δὲν θὰ ἦταν πλέον ἡ ἀγάπη. Νὰ ἀφήση τὸ θεμέλιο νὰ δράση εἶναι ἡ μοναδικὴ νοητὴ ἔννοια ἀνοχῆς [Zulassung], ἡ ὁποία ὅμως, ἀναφερόμενη, ὅπως γίνεται συνήθως, στὸν ἄνθρωπο, εἶναι ἀπολύτως ἀπαράδεκτη. Ομοίως βέβαια ἡ βούληση τοῦ θεμελίου δὲν μπορεῖ νὰ καταστρέψη τὴν ἀγάπη, καὶ οὔτε τὸ κα τορθώνει, ἂν καὶ ἔτσι μοιάζει κάποτε· ἀλλὰ πρέπει ἀποστρεφόμενη τὴν ἀγάπη νὰ εἶναι μιὰ ἰδιαίτερη καὶ ξεχωριστή δύναμη γιὰ νὰ μπορέση νὰ φανῆ ἡ ἀγάπη στὴν παντοδυναμία της, ἔστω διαπερνώντας την ὅπως τὸ φῶς τὸ σκοτάδι. Τὸ θεμέλιο δὲν εἶναι παρὰ μιὰ θέληση [Willen] ἀποκαλύψεως, ἀλλὰ ἀκριβῶς γιὰ νὰ συμβῆ αὐτὴ πρέπει νὰ ἐπικαλεστῆ τὸ θεμέλιο τὴν ἰδιαιτερότητα καὶ τὴν ἀντίθεση. Ἡ βούληση τῆς ἀγάπης καὶ ἐκείνη τοῦ θεμελίου ἑπομένως ἔτσι ἑνώνονται, μὲ τὸ νὰ εἶναι χωρισμένες καὶ ἡ καθεμιὰ νὰ δρᾶ ἐξαρχῆς γιὰ τὸν ἑαυτό της. Γι' αὐτὸ ἡ βούληση τοῦ θεμελίου ἐρεθίζει μαζὶ ἤδη στὴν πρώτη δημιουργία καὶ τὸ ἴδιον θέλημα [Eigenwille] τοῦ δημιουργήματος, ὥστε ὅταν τὸ πνεῦμα προβάλλη [aufgeht] ὡς βούληση (376) τῆς ἀγάπης νὰ βρίσκη μιὰν ἀντίσταση, ὅπου νὰ μπορῆ νὰ πραγματωθῆ.

Περί της ουσίας της ανθρώπινης ελευθερίας ζ-β

Γιά όποιον διαβάζει γρήγορα.


Αυτή η μορφή εξήγησης προέρχεται γενικά από την άψυχη έννοια του θετικού, σύμφωνα με την οποία μπορεί να σταθεί απέναντί του μόνο η στέρηση. Υπάρχει όμως και μια ενδιάμεση έννοια, που αποτελεί πραγματική αντίθεση προς αυτήν, και η οποία διαφέρει πολύ από την έννοια του απλώς αρνητικού. Αυτή προκύπτει από τη σχέση του όλου προς το επιμέρους, της ενότητας προς την πολλαπλότητα, ή όπως αλλιώς θέλει κανείς να το εκφράσει. Το θετικό είναι πάντα το όλον ή η ενότητα· το αντίθετό του είναι ο διαμελισμός του όλου, η δυσαρμονία, η αταξία των δυνάμεων. Στο διασπασμένο όλον υπάρχουν τα ίδια στοιχεία που υπήρχαν και στο ενιαίο όλον· η ύλη και στα δύο είναι η ίδια (από αυτήν την άποψη το κακό δεν είναι περισσότερο περιορισμένο ή χειρότερο από το καλό), αλλά η μορφή και στα δύο είναι τελείως διαφορετική, και αυτή η μορφή προέρχεται ακριβώς από την ουσία ή το θετικό. Γι' αυτό είναι απαραίτητο τόσο στο καλό όσο και στο κακό να υπάρχει μια ουσία· αλλά στο κακό μια αντίθετη προς το καλό, η οποία μεταστρέφει τη θερμοκρασία που εμπεριέχεται σε αυτό σε δυσθερμία. Αυτή η ουσία δεν μπορεί να αναγνωριστεί από τη δογματική φιλοσοφία, διότι δεν διαθέτει έννοια της προσωπικότητας, δηλαδή του εαυτού που έχει ανυψωθεί σε πνευματικότητα, αλλά μόνο τις αφηρημένες έννοιες του πεπερασμένου και του απείρου. Αν κάποιος ήθελε να αντιτάξει ότι η δυσαρμονία είναι όντως στέρηση, δηλαδή αφαίρεση της ενότητας, τότε, ακόμη κι αν ο γενικός όρος της στέρησης εμπεριείχε την έννοια της κατάργησης ή διάσπασης της ενότητας, η έννοια αυτή θα ήταν από μόνη της ανεπαρκής. Διότι δεν είναι ο διαχωρισμός των δυνάμεων καθαυτό δυσαρμονία, αλλά η ψευδής ενότητά τους, η οποία μόνο σε σχέση με την αληθινή μπορεί να ονομαστεί διάσπαση. Εάν η ενότητα καταργηθεί εντελώς, τότε καταργείται και η σύγκρουση. Η ασθένεια τελειώνει με τον θάνατο, και κανένας μεμονωμένος ήχος από μόνος του δεν αποτελεί δυσαρμονία. Όμως ακριβώς για να εξηγηθεί αυτή η ψευδής ενότητα, απαιτείται κάτι θετικό, το οποίο, συνεπώς, πρέπει αναγκαστικά να υποτεθεί στο κακό, αλλά θα παραμείνει ανεξήγητο όσο δεν αναγνωρίζεται μια ρίζα της ελευθερίας στην ανεξάρτητη βάση της φύσης.

Για την πλατωνική άποψη, όσο μπορούμε να την κρίνουμε, θα ήταν καλύτερο να γίνει λόγος στο πλαίσιο της ερώτησης περί της πραγματικότητας του κακού. Οι αντιλήψεις της εποχής μας, η οποία αντιμετωπίζει αυτό το ζήτημα με πολύ περισσότερη ευκολία και φτάνει στον φιλανθρωπισμό ως την άρνηση του κακού, δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τέτοιες ιδέες. Σύμφωνα με αυτές, η μοναδική αιτία του κακού έγκειται στη σωματικότητα, ή στην ζωώδη φύση, ή στην επίγεια αρχή, αντιπαραθέτοντας όχι την κόλαση όπως θα έπρεπε, αλλά τη γη στον ουρανό. Αυτή η αντίληψη είναι φυσικό επακόλουθο της διδασκαλίας, σύμφωνα με την οποία η ελευθερία συνίσταται στην απλή κυριαρχία της νοητικής αρχής επί των αισθησιακών επιθυμιών και ροπών, και το καλό προέρχεται από την καθαρή λογική, απ' όπου συνάγεται εύλογα ότι για το κακό δεν υπάρχει ελευθερία (καθώς εδώ κυριαρχούν οι αισθησιακές ορμές)· πιο σωστά όμως το κακό καταργείται πλήρως. Διότι η αδυναμία ή η μη δραστικότητα της λογικής αρχής μπορεί πράγματι να είναι αιτία έλλειψης καλών και ενάρετων πράξεων, αλλά όχι αιτία θετικά κακών και ανήθικων. Αν όμως η σωματικότητα ή η παθητική συμπεριφορά απέναντι σε εξωτερικά ερεθίσματα οδηγούσε με κάποιον τρόπο αναγκαστικά σε κακές πράξεις, τότε ο άνθρωπος θα ήταν σε αυτές απλώς παθητικός, δηλαδή το κακό δεν θα είχε καμία σημασία για αυτόν, επομένως υποκειμενικά, και αφού ό,τι προέρχεται από μια αναγκαιότητα της φύσης δεν μπορεί να είναι αντικειμενικά κακό, δεν θα είχε γενικά καμία σημασία. Ότι λέγεται πως η λογική αρχή είναι ανενεργή στο κακό, δεν αποτελεί επίσης από μόνο του αιτία. Διότι γιατί δεν ασκεί τη δύναμή της; Αν θέλει να είναι ανενεργή, τότε η αιτία του κακού έγκειται σε αυτήν τη βούληση, και όχι στη σωματικότητα. Αν δεν μπορεί να υπερνικήσει τη δύναμη της σωματικότητας, τότε εδώ έχουμε μόνο αδυναμία και έλλειψη, αλλά όχι κακό. Άρα, σύμφωνα με αυτή την εξήγηση, υπάρχει μόνο μία βούληση (αν μπορεί να ονομαστεί έτσι), όχι δύο, και από αυτή την άποψη, θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει τους υποστηρικτές της, κατά τον ίδιο τρόπο που έχουν εισαχθεί ονόματα όπως Αρειανιστές στη φιλοσοφική κριτική, με ένα επίσης εκκλησιαστικό όνομα, αλλά με διαφορετική έννοια, δηλαδή Μονοθελητές. Όπως όμως δεν είναι το νοητικό ή φωτεινό αρχέτυπο καθαυτό, αλλά αυτό που είναι συνδεδεμένο με την προσωπικότητα, δηλαδή αναχθέν σε πνεύμα, που ενεργεί στο καλό, έτσι και το κακό δεν προέρχεται από την αρχή της περατότητας καθαυτής, αλλά από το σκοτεινό ή εγωιστικό αρχέτυπο που έχει φτάσει σε εσωτερική σχέση με το κέντρο· και όπως υπάρχει ένας ενθουσιασμός για το καλό, έτσι υπάρχει και ένας ενθουσιασμός του κακού. Στο ζώο, όπως και σε κάθε άλλο φυσικό ον, δρα επίσης αυτή η σκοτεινή αρχή· αλλά δεν έχει γεννηθεί ακόμη στο φως, όπως στον άνθρωπο· δεν είναι πνεύμα και λογική, αλλά τυφλή ορμή και επιθυμία· εν ολίγοις, εδώ δεν είναι δυνατή καμία πτώση, κανένας διαχωρισμός των αρχών, εκεί όπου δεν υπάρχει ακόμη απόλυτη ή προσωπική ενότητα. Το ασυνείδητο και το συνειδητό είναι ενωμένα στο ζωικό ένστικτο με έναν συγκεκριμένο και καθορισμένο τρόπο, ο οποίος ακριβώς για αυτόν τον λόγο είναι αναλλοίωτος. Διότι επειδή είναι μόνο σχετικές εκφράσεις της ενότητας, υπόκεινται σε αυτήν, και η δραστηριοποιούσα δύναμη στη βάση διατηρεί την αναλογική ενότητα των αρχών πάντα στην ίδια σχέση. Ποτέ το ζώο δεν μπορεί να βγει από την ενότητα, ενώ ο άνθρωπος μπορεί να διαρρήξει αυθαίρετα τον αιώνιο δεσμό των δυνάμεων. Γι’ αυτό και ο Φρ. Μπάντερ λέει σωστά, ότι θα ήταν ευκταίο η διαφθορά στον άνθρωπο να φτάνει μόνο μέχρι την υποβίβασή του στο επίπεδο του ζώου· δυστυχώς όμως, ο άνθρωπος μπορεί να σταθεί μόνο κάτω ή πάνω από το ζώο.

Προσπαθήσαμε να αντλήσουμε την έννοια και τη δυνατότητα του κακού από τα πρώτα θεμέλια και να αποκαλύψουμε τη γενική βάση αυτής της διδασκαλίας, που έγκειται στη διάκριση μεταξύ του υπάρχοντος και αυτού που αποτελεί τη βάση της ύπαρξης. Όμως, η δυνατότητα δεν περιέχει ακόμη την πραγματικότητα, και ακριβώς αυτή αποτελεί το σημαντικότερο αντικείμενο της ερώτησης. Και δεν είναι να εξηγηθεί απλώς πώς το κακό γίνεται πραγματικό στον κάθε μεμονωμένο άνθρωπο, αλλά η καθολική του δραστικότητα — πώς δηλαδή μπόρεσε να αναδυθεί από τη δημιουργία ως ένα αδιαμφισβήτητα καθολικό, σε διαρκή σύγκρουση με το καλό, αρχέγονο στοιχείο.

Αφού είναι αναμφίβολα πραγματικό, τουλάχιστον ως γενικό αντίθετο, δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία εκ των προτέρων ότι ήταν αναγκαίο για την αποκάλυψη του Θεού· αυτό εξάλλου προκύπτει και από όσα ειπώθηκαν νωρίτερα. Διότι, αν ο Θεός ως Πνεύμα είναι η αδιάσπαστη ενότητα των δύο αρχών, και αυτή η ενότητα υπάρχει αληθινά μόνο στο πνεύμα του ανθρώπου, τότε, αν αυτή η ενότητα στον άνθρωπο ήταν εξίσου αδιάλυτη όπως και στον Θεό, ο άνθρωπος δεν θα διέφερε καθόλου από τον Θεό· θα διαλυόταν μέσα Του και δεν θα υπήρχε αποκάλυψη ούτε και η κινητικότητα της αγάπης. Διότι κάθε ον μπορεί να φανερωθεί μόνο μέσα στο αντίθετό του: η αγάπη μόνο μέσα στο μίσος, η ενότητα μέσα στη διαμάχη. Αν δεν υπήρχε διαχωρισμός των αρχών, η ενότητα δεν θα μπορούσε να δείξει την παντοδυναμία της· αν δεν υπήρχε διχόνοια, η αγάπη δεν θα μπορούσε να γίνει πραγματική.

Ο άνθρωπος είναι τοποθετημένος σε εκείνη την κορυφή όπου έχει εντός του εξίσου την πηγή της αυτοκίνησης προς το καλό και προς το κακό· ο δεσμός των αρχών μέσα του δεν είναι αναγκαίος, αλλά ελεύθερος. Βρίσκεται στο σημείο επιλογής· ό,τι κι αν επιλέξει, θα είναι δική του πράξη, αλλά δεν μπορεί να παραμείνει στην αβεβαιότητα, επειδή ο Θεός πρέπει αναγκαστικά να αποκαλυφθεί, και επειδή εν γένει τίποτα στη δημιουργία δεν μπορεί να παραμείνει διφορούμενο. Ωστόσο, φαίνεται πως δεν μπορεί και να βγει από την αβεβαιότητά του — ακριβώς επειδή βρίσκεται σε αυτήν. Γι’ αυτό πρέπει να υπάρχει ένας γενικός λόγος για τη σαγήνευση προς το κακό, έστω και μόνο για να γίνουν τα δύο στοιχεία ζωντανά μέσα του, δηλαδή να συνειδητοποιήσει την παρουσία τους.

Τώρα, φαίνεται πως αυτή η σαγήνευση προς το κακό μπορεί να προέλθει μόνο από μια κακή πρωταρχική ουσία· και η υπόθεση μιας τέτοιας ουσίας είναι αναπόφευκτη. Γι’ αυτό είναι και σωστή εκείνη η ερμηνεία της πλατωνικής «ύλης», κατά την οποία πρόκειται για μια ουσία που αντιτάσσεται αρχικά στον Θεό και γι’ αυτό είναι κακή καθαυτή.

Όσο αυτό το μέρος της πλατωνικής διδασκαλίας παραμένει στο μέχρι τώρα σκοτάδι, είναι αδύνατον να διατυπωθεί μια καθοριστική κρίση για το εν λόγω σημείο. Ωστόσο, με ποια έννοια μπορεί να ειπωθεί ότι η παράλογη αρχή αντιστέκεται στον νου ή στην ενότητα και την τάξη, χωρίς ωστόσο να θεωρείται ως κακή πρωταρχική ουσία, έχει ήδη καταστεί σαφές από τις προηγούμενες σκέψεις. Έτσι, μπορεί κανείς να εξηγήσει και τη φράση του Πλάτωνα ότι το κακό προέρχεται από την αρχαία φύση· διότι κάθε κακό αποβλέπει στο χάος, δηλαδή στην κατάσταση εκείνη όπου το αρχικό κέντρο δεν είχε ακόμη υποταχθεί στο φως, και είναι μια αναταραχή του σκοτεινού κέντρου της ασυνείδητης επιθυμίας.

Ωστόσο, έχουμε αποδείξει μία και καλή ότι το κακό, ως τέτοιο, μπορεί να αναδυθεί μόνο στο δημιούργημα· διότι μόνο σε αυτό μπορούν να ενωθούν το φως και το σκοτάδι, ή οι δύο αρχές, με τρόπο διαχωρίσιμο. Η αρχική θεμελιώδης ουσία δεν μπορεί να είναι κακή από μόνη της, γιατί μέσα της δεν υπάρχει δυαδικότητα των αρχών.

Δεν μπορούμε, όμως, να υποθέσουμε ούτε κάποιο δημιουργημένο πνεύμα που, έχοντας ήδη εκπέσει, να σαγηνεύει τον άνθρωπο προς την πτώση· διότι ακριβώς το πώς προέκυψε πρώτα το κακό σε ένα δημιούργημα είναι εδώ το ερώτημα.

Μας δίνονται, λοιπόν, για την εξήγηση του κακού μόνο οι δύο αρχές μέσα στον Θεό. Ο Θεός ως Πνεύμα (το αιώνιο δεσμό και των δύο) είναι η καθαρότερη αγάπη· και μέσα στην αγάπη δεν μπορεί να υπάρχει θέληση προς το κακό· το ίδιο ισχύει και για την ιδεατή αρχή.

Αλλά ο Θεός, για να υπάρχει, χρειάζεται μια βάση· μόνο που αυτή δεν είναι έξω από Αυτόν, αλλά μέσα Του. Έχει εντός Του μια φύση, που, αν και Του ανήκει, είναι εντούτοις διαφορετική από Αυτόν.

Η θέληση της αγάπης και η θέληση της βάσης είναι δύο διαφορετικές θελήσεις, καθεμία εκ των οποίων υφίσταται από μόνη της· αλλά η θέληση της αγάπης δεν μπορεί να αντισταθεί στη θέληση της βάσης ούτε να την καταργήσει, διότι τότε θα αντιστρατευόταν στον εαυτό της. Διότι η βάση πρέπει να δρα, ώστε να μπορεί να υπάρχει η αγάπη· και πρέπει να δρα ανεξάρτητα από αυτήν, ώστε η αγάπη να υφίσταται πραγματικά.

Αν η αγάπη ήθελε να καταστρέψει τη θέληση της βάσης, θα πολεμούσε τον ίδιο της τον εαυτό, θα ήταν διχασμένη, και δεν θα ήταν πλέον αγάπη. Αυτό το «να αφήνει να δράσει» τη βάση είναι η μόνη νοητή έννοια της "παραχώρησης" (Zulassung), η οποία, στην κοινή της χρήση για τον άνθρωπο, είναι εντελώς ακατάλληλη.

Έτσι, ασφαλώς και η θέληση της βάσης δεν μπορεί να καταστρέψει την αγάπη· ούτε και το επιδιώκει, αν και συχνά αυτό φαίνεται να συμβαίνει· διότι πρέπει, αποστρεφόμενη την αγάπη, να είναι μια ιδιαίτερη και ξεχωριστή θέληση, ώστε όταν η αγάπη παρ’ όλα αυτά διαπεράσει αυτήν, όπως το φως μέσα από το σκοτάδι, να φανερωθεί η παντοδυναμία της.

Η βάση είναι απλώς μια θέληση για αποκάλυψη· αλλά, ώστε αυτή να υπάρξει, πρέπει να προκαλέσει την ιδιαιτερότητα και την αντίθεση. Η θέληση της αγάπης και αυτή της βάσης γίνονται ακριβώς μέσω της διάκρισής τους ένα, καθώς πριν από κάθε αρχή ενεργούν χωριστά. Γι’ αυτό η θέληση της βάσης από την πρώτη κιόλας δημιουργία διεγείρει τον ίδιο-θέλημα της δημιουργίας, ώστε, όταν ανατείλει το πνεύμα ως θέληση της αγάπης, να βρει μπροστά του κάτι που αντιστέκεται, μέσα από το οποίο να μπορεί να πραγματωθεί.


ΦΟΒΕΡΟ ΠΥΚΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. ΔΥΣΚΟΛΟ ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΔΥΝΑΜΟ ΣΗΜΕΙΟ ΤΟΥ; Ο ΑΔΥΝΑΜΟΣ ΚΡΙΚΟΣ; ΟΙ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΔΕΝ ΤΟ ΒΡΗΚΑΝ. Ο ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ ΔΕΝ ΤΟ ΒΡΗΚΕ.ΚΑΤΑΖΗΤΕΙΤΑΙ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: