Συνέχεια από
Τρίτη, 9 Μαΐου 2017
Μια νέα
ερμηνεία του πλατωνισμού
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2Ο : ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΜΜΕΣΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ
Β. ΟΙ
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ
ΙΙΙ. Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΣΕΞΤΟΥ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ
Όπως έχουμε ήδη παρατηρήσει, η αναφορά του
Σέξτου Εμπειρικού υπήρξε αντικείμενο ευρύτατης διαμάχης. Η άποψη κατά την οποία
ο Σέξτος συνοψίζει σε αυτό το κείμενο το περιεχόμενου των Λόγων περί του Αγαθού, στηρίζεται στα ακόλουθα επιχειρήματα: κατ’
αρχήν το κείμενο αυτό αναφέρεται στην αόριστη Δυάδα που είναι μια καθαρά
πλατωνική έννοια. Και επίσης, η μείωση των κατηγοριών που περιγράφεται στις
παραγράφους 263-267, συμπίπτει σε γενικές γραμμές με την μαρτυρία του
Ερμόδωρου, όπου το σύνολο του πραγματικού υπάγεται στο ζεύγος των αντιθέτων
Εν/Μέγα-και-Μικρόν. Επιπλέον, σε πολλά αποσπάσματα των Μεταφυσικών, ο Αριστοτέλης πιστώνει στο Πλάτωνα την «κατά την
διάσταση» μείωση, ενώ ο Αλέξανδρος, σε ένα από τα σχόλιά του, την περιλαμβάνει
στην πραγματεία του Αριστοτέλη Περί του
Αγαθού. Εξ άλλου, στο επίκεντρο της αναφοράς του Σέξτου, γίνεται λόγος για
την διπλή κίνηση της μείωσης σε αρχές και της μείωσης ως προς τις αρχές, η
οποία αντιπροσωπεύει το άγραφο δόγμα. Επιπλέον η σύσταση αυτού του αποσπάσματος
συμπίπτει με την δομή των προφορικών
Διαλέξεων, καθώς και με την κατανομή της αριστοτελικής πραγματείας σε τρία
βιβλία. Και τέλος, είναι σχεδόν περιττό να επιχειρήσουμε μια προσέγγιση ανάμεσα
στο πρώτο μέρος του κείμενου και την πραγματεία Περί του Αγαθού, ενώ αντιθέτως μας επιτρέπεται να το συσχετίσουμε
με το απόσπασμα 48 a – c του Τίμαιου στο οποίο ο Πλάτων διατρέχει όλα τα ουσιώδη ζητήματα που
προσεγγίζει ο Σέξτος, όπως: η κριτική των παλαιών δογμάτων τα οποία δεν
προχώρησαν ικανοποιητικά τις έρευνές τους περί της προέλευσης των όντων· η αναλογία
ανάμεσα στην ανάλυση του πραγματικού και αυτή του λόγου στα αντίστοιχα στοιχεία
τους· oi έννοιες της αρχής και της σύστασης· και τέλος η
αντίληψη κατά την οποία οι αρχές τοποθετούνται υπεράνω της φυσικής διάστασης.
Παρ’ όλες όμως αυτές τις θετικές
ενδείξεις, μια επισταμένη ανάλυση του κειμένου θα καθιστούσε προβληματική την
απόδοσή του στον Πλάτωνα. Διότι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται ο Πλάτων
στην παράγραφο 258 είναι προβληματικός, και σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του
P. Wilpert, δεν γίνεται πουθενά λόγος περί των ιδανικών
Αριθμών. Είναι πιθανόν ο Σέξτος να συγκρίνει την θεωρία των Ιδεών με το
πυθαγόρειο δόγμα των αρχών. Δικαίως επομένως ο W. Burkert υποστηρίζει ότι:
Η πλατωνική θεωρία των Ιδεών αναφέρεται
(στο κείμενο αυτό) με στόχο την καταπολέμησή της.
Εξ άλλου, το εισαγωγικό μέρος του κειμένου προϋποθέτει μιαν εξέλιξη
των υλιστικών φιλοσοφιών που συνεχίστηκε μέχρι την ελληνιστική περίοδο. Ο
Σέξτος αναφέρεται ρητά στον Επίκουρο: ο W. Burkert απέδειξε ότι το όνομα
Επίκουρος συγκαταλέγονταν ήδη στις πηγές που ενέπνευσαν τον πυρρώνειο
φιλόσοφο.
Καταλήγοντας, η έκφραση που προσδιορίζει
τα ποιοτικά συσχετικά (πρός τι πώς έχοντα) παραπέμπει στην στωική θεωρία των
κατηγοριών.
Επομένως, η αναφορά του Σέξτου περιλαμβάνει
στοιχεία που παραπέμπουν σε κάποιο μεταγενέστερο του Πλάτωνα φιλόσοφο.
Μπορούμε τώρα να προσεγγίσουμε το ακόλουθο
ερώτημα: o συγγραφέας
κατέγραψε μιαν αναφορά του συνόλου του
πρωτότυπου κείμενου, ή περιορίστηκε στην επεξεργασία των αποσπασμάτων
που διέθετε; Στην δεύτερη περίπτωση έχουμε μιαν απόδειξη ότι ο Σέξτος
αναφέρεται εμμέσως στον Πλάτωνα.
Οι σύγχρονοι ιστορικοί εκφράζουν διαφορετικές
απόψεις επί του θέματος. Θα αναφερθούμε εν συντομία σ’ αυτές.
Η παλαιότερη χρονολογικά ανήκει στον A.
Schmekel, ο οποίος
παραμερίζοντας την θεωρία των αρχών, απέδωσε το δογματικό περιεχόμενο του
κειμένου στον Αντίοχο Ασκαλωνίτη και τον
Ποσειδώνιο.
Από την πλευρά του ο R.
Heinze διακρίνει στην αναφορά του Σέξτου το διάγραμμα
των κατηγοριών του Ερμόδωρου, και συμπεραίνει ότι «οι πυθαγόρειοι του Σέξτου
άντλησαν τις πληροφορίες τους από τον Ερμόδωρο, ή από ένα άλλο μέλος της
Ακαδημίας»
Σε μεταγενέστερη εποχή, ο P.
Wilpert εκτιμά ότι
ο Σέξτος είχε έμμεση γνώση της αριστοτελικής πραγματείας Περί του Αγαθού.
Ο H.J.
Krämer όμως αρνήθηκε να δεχτεί
αυτή την υπόθεση, υποστηρίζοντας ότι λίγο αργότερα ο Αφροδισιεύς συνέδεσε με
αυτή την πραγματεία τα ονόματα του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα. Ο H.J.
Krämer αποδέχθηκε την πρόταση
του W. Burkert, σύμφωνα με την οποία είναι πιθανόν τα μέλη
της μέσης Ακαδημίας να απέδωσαν στους πυθαγόρειους οτιδήποτε θεώρησαν
«δογματικό» στην πλατωνική φιλοσοφία.
Εν τούτοις, ο K. Gaiser, οποίος είχε κατά αρχήν
προσχωρήσει στην άποψη του W. Burkert, θεωρεί πλέον πιθανό ότι οι
άμεσοι μαθητές του Πλάτωνα είναι αυτοί που απέδωσαν στους πυθαγόρειους το
προφορικό δόγμα. Γι’ αυτό ο K. Gaiser προτείνει μια διαφορετική λύση: ο Πλάτων και ο Σέξτος είναι δύο
διαφορετικοί φορείς· ο πρώτος είναι μέλος της Παλαιάς Ακαδημίας και ο δεύτερος ένας
νέο-πυθαγόρειος του 1ου αιώνα (π. Χ ή μ. Χ.)
Η τοποθέτηση του K. Gaiser στηρίζεται στα ακόλουθα
επιχειρήματα: κατ’ αρχήν, εκτός από την πυθαγόρεια θεωρία των αρχών, η αναφορά
του Σέξτου σκιαγραφεί τα δόγματα και άλλων φιλοσόφων, όπως για παράδειγμά των
ατομικών. Άρα αυτό το δοξογραφικό σχήμα δεν μπορεί να θεωρηθεί ένας ευρύς
απολογισμός της φιλοσοφίας των πυθαγορείων. Επομένως θα πρέπει να δεχτούμε ότι
το κείμενο λαμβάνει υπόψη την δοξογραφία που χρονολογείται από την ελληνιστική
περίοδο. Οι επιμέρους παρατηρήσεις έχουν έναν εμφανώς δευτερεύοντας χαρακτήρα.
Έτσι, για παράδειγμα η παράγραφος για τον Πλάτωνα των Διαλόγων ελάχιστα συνεισφέρει στην κεντρική ιδέα του κειμένου.
Είναι εξάλλου προφανές ότι όλες οι προσθήκες έγιναν στο πνεύμα της
αναπροσαρμογής της αναφοράς στους πυθαγόρειους. Ο συγγραφέας του δεν είναι ούτε
ένας πλατωνικός, ούτε ένας σκεπτικιστής, αφού τοποθετείται εμφανώς υπέρ του
πυθαγόρειου δόγματος. Αντίθετα, θα μπορούσε όντως να χαρακτηριστεί ως
νέο-πυθαγόρειος.
Η παραδοχή αυτή οδήγησε τον K.
Gaiser στην άποψη ότι το δοξογραφικό πλαίσιο και ο εκσυγχρονισμός της ορολογίας είχαν
τον ίδιο στόχο, δηλαδή την προσαρμογή της πυθαγόρειας θεωρίας στους
Αριθμούς-αρχές. Το περιεχόμενο της παραγράφου 260 εκφράζει αυτό το πνεύμα: εδώ
περιλαμβάνεται ένα σχόλιο για την προτεραιότητα των αριθμών, το οποίο δεν
στηρίζεται στην μείωση κατά την διάσταση, αλλά στην πυθαγόρεια μέθοδο της
εικονικότητας των αριθμών (ψήφοι).
Εμπνευστής αυτής της ερμηνείας είναι πιθανότατα ένας νέο-πυθαγόρειος. Εάν όμως
απαλείψουμε όλα τα ξένα προς την αρχική αναφορά στοιχεία, παραμένει μόνο η
υπόθεση σύμφωνα με την οποία οι αριθμοί αποτελούν τις αρχές των όντων. Η
υπόθεση αυτή ήταν κοινώς αποδεκτή στην Παλαιά Ακαδημία και αποτελούσε το
θεμέλιο της άγραφης Διδασκαλίας. Στο
επίπεδο της δομής και της σύλληψής του, ο πυρήνας της αναφοράς του Σέξτου
συμπίπτει με την αριστοτελική πραγματεία. Δεν μπορεί όμως να υπήρξε και η πηγή
έμπνευσης του Σέξτου, διότι ο Αριστοτέλης διαχώρισε απολύτως το πλατωνικό από
το πυθαγόρειο δόγμα. Αντίθετα, τα υπόλοιπα μέλη της Ακαδημίας συσχέτισαν συχνά
αυτές τις φιλοσοφίες μέχρι σημείου σύγχυσης. Έτσι, κατά τον K.
Gaiser,
πρωταρχική πηγή του Σέξτου θα μπορούσε να είναι ο Ξενοκράτης.
Θα πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι η
αναφορά αυτή αμφισβητεί ως προς τα γενικά χαρακτηριστικά τους τις θεωρίες του
Σπευσίππου και του Ξενοκράτη, ενώ συμφωνεί με την καθαυτό πλατωνική διδασκαλία.
Για παράδειγμα, κατά την θεωρία του Σπευσίππου, η μείωση των Μεγεθών ως προς
του Αριθμούς, δεν πραγματοποιείται με τον τρόπο που αναφέρει ο Σέξτος: κατά τον
Σπεύσιππο το ρόλο της αρχής στον χώρο του σύμπαντος παίζει η τελεία (στιγμή)
και όχι αριθμός. Από την πλευρά του ο Ξενοκράτης δεν αποδέχθηκε την υπόθεση
κατά την οποία το είδος υπάγεται στο γένος. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι
ότι η αναφορά του Σέξτου δεν αναφέρεται σε οποιοδήποτε μέλος της Ακαδημίας,
αλλά στον ίδιο τον Πλάτωνα. Ασφαλώς δεν μπορούμε να εκλάβουμε την αναφορά του
Σέξτου ως μια κατά γράμμα παράθεση της άγραφης
Διδασκαλίας, διότι ενέχει ένα έντονο στοιχείο απλοποίησης: για παράδειγμα ο
Σέξτος μας μεταφέρει μια μονιστική εκδοχή της πλατωνικής θεωρίας των αρχών,
παρότι αυτή υπήρξε κατ’ αρχήν δυαλιστική. Ορίζει επίσης την στιγμή ως αρχή της
γραμμής, παρότι, όπως γνωρίζουμε ο Πλάτων αντιμάχεται την έννοια της
γεωμετρικής στιγμής και της αντιπαραθέτει την έννοια των «άτμητων γραμμών». Ο Σέξτος δεν πραγματεύεται ούτε την διάκριση
ανάμεσα στους ιδανικούς Αριθμούς (και τα Μεγέθη) και τους μαθηματικούς αριθμούς
(και μεγέθη). Επιπλέον, εκτός από την παράγραφο 258, δεν γίνεται στο κείμενο
καμιά αναφορά στις Ιδέες. Τέλος, η σχέση ανάμεσα στο Ίσο, ως ενδιάμεσο όρο (268)
και το Ίσο της θετικής ακολουθίας των εναντίων (270), είναι προβληματική.
Παρ’ όλες όμως αυτές τις ασάφειες, και τις ελληνιστικές επιρροές,
πιστεύουμε ότι η αναφορά του Σέξτου δικαιούται τον χαρακτηρισμό της συνοπτικής
απόδοσης των Λόγων περί του Αγαθού,
διότι οι βασικές σκέψεις που την διέπουν (οι δύο τρόποι μείωσης του πραγματικού
στις αρχές, και η συναγωγή του πραγματικού από τις αρχές), πηγάζουν από αυτό το
έργο. Θα πρέπει τέλος να αναγνωρίσουμε ότι η τοποθέτηση του K.
Gaiser ως προς
την ταυτότητα των δύο ενδιάμεσων φορέων, ανάμεσα στον Πλάτωνα και το Σέξτο,
είναι άκρως γοητευτική: αιτιολογεί όλες τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει το
κείμενο.
Στο σημείο αυτό ολοκληρώνεται η ανάλυσή
μας σχετικά με την αυθεντικότητα των μαρτυριών της προφορικής πλατωνικής
διδασκαλίας. Ολοκληρώνοντας αυτή την εξονυχιστική έρευνα, είμαστε πλέον σε θέση
να διαψεύσουμε την υπόθεση κατά την οποία οτιδήποτε στην μαρτυρία του
Αριστοτέλη δεν έχει ανταπόκριση στο γραπτό έργο, (όπως το δόγμα των ιδανικών
αριθμών και η μείωσή τους στους αριθμούς, ή η θεωρία των μαθηματικών
ενδιαμέσων), απορρέει από τον συνδυασμό της εσφαλμένης ερμηνείας των δεδομένων
των Διαλόγων, των συμπερασμάτων που
προέκυψαν από αυτές τις εσφαλμένες μαρτυρίες, και ερμηνευτικών κατασκευών
πολεμικής φύσεως. Διότι ακόμη και στην περίπτωση που ο Αριστοτέλης απέδωσε εκ
λάθους στον Πλάτωνα την θεωρία των αρχών, δεν θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε το
ίδιο για τον Σπεύσιππο και τον Ξενοκράτη, όπως θα το ήθελε ο H.
Cherniss: διότι τότε θα είμαστε αναγκασμένοι να
ομολογήσουμε ότι τα μέλη της Ακαδημίας υπήρξαν θύματα ομαδικής παράνοιας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι άμεσοι
μαθητές του Πλάτωνα δεν απέδωσαν πάντοτε πιστά την σκέψη του. Αλλά οι
αντιφάσεις που ανέδειξε η έρευνά μας δεν συνεπάγονται κατά κανένα τρόπο την
ριζική απόρριψη της έμμεσης διδασκαλίας στο σύνολό της. Σύμφωνα με αυτή την
αρχή θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι ο συγγραφέας της Πολιτείας και του Συμποσίου
δεν είναι ο ίδιος. Θυμίζουμε επίσης ότι σεβόμενοι την επιλογή της οπτικής
καθενός από τους συγγραφείς, κατορθώσαμε να αξιολογήσουμε ιστορικά, σε αρκετά
μεγάλο βαθμό, τις τοποθετήσεις τους, και τούτο χάρη στη σύγκλιση των απόψεών τους επί σημαντικών θεμάτων,
(όπως η θεωρία των αρχών, η ανάλυση του πραγματικού στα στοιχεία του και η
επανασύνθεσή του στη βάση αυτών των στοιχείων, το δόγμα των ιδανικών Αριθμών,
κ.ο.κ.).
Με βάση εξ άλλου τους ισχυρισμούς του
ίδιου του Πλάτωνα, τόσο στον Φαίδρο,
όσο και στην 7η Επιστολή,
δεν δικαιούμαστε σε καμία περίπτωση να βεβαιώσουμε ότι οι μαθητές δεν είχαν
πρόσβαση στην αλήθεια των νοημάτων της διδασκαλίας του. Όταν ο Σιμπλίκιος χαρακτηρίζει
«αινιγματικούς» τους Λόγους περί του
Αγαθού, ο σχολιαστής αυτός επαναλαμβάνει τους χαρακτηρισμούς του Πορφύριου
και όχι αυτούς των μαθητών: θα ήταν παράξενο να έχουν χρησιμοποιήσει όλοι τούς
ίδιους χαρακτηρισμούς χωρίς καμιά προσυνεννόηση. Η απουσία,
για παράδειγμα, του χαρακτηρισμού αυτού στην αναφορά του Αλέξανδρου, που είναι
παράλληλη με του Πορφύριου, αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Επιπλέον, οι όροι
«αἴνιγμα», «αἰνιγματοδῶς» και «αἰνίττεσθαι»
είναι τρέχοντες στην ερμηνευτική της ελληνιστικής περιόδου. Ο Πορφύριος, για
παράδειγμα, χρησιμοποιεί την ίδια ορολογία με τον δάσκαλό του Πλωτίνο, του
οποίου μιμείται την εξηγητική διάλεκτο. Στην αρχή κάθε πραγματείας, ο Πλωτίνος επιδιώκει
να διαφωτίσει μια απορία: η απορία που ερευνά συνήθως αφορά σε ένα πλατωνικό
πρόβλημα. Σε αρκετές περιπτώσεις λοιπόν ο Πλωτίνος δηλώνει ότι ο Πλάτων εκφράζεται
δι’ αινιγμάτων.
Δεν μπορούμε επίσης να συνάγουμε από αυτή
την (εσφαλμένη) υπόθεση, ότι η γραπτή διδασκαλία υπερέχει της προφορικής, διότι
εάν οι μαθητές του δεν είχαν κατανόησε την προφορική διδασκαλία του Πλάτωνα ,
δεν θα ήταν σε θέση να συλλάβουν τα νοήματα ούτε του γραπτού έργου του. Και αν
οι άμεσοι μαθητές του Πλάτωνα είχαν παρερμηνεύσει του Διαλόγους, ποιος θα ήταν αυτό που θα μπορούσε να καυχηθεί σήμερα
ότι έχει εισχωρήσει στο βάθος των νοημάτων τους;
Η πραγματικότητα της ύπαρξης των άγραφων δογμάτων έχει πλέον πιστοποιηθεί
σε βαθμό που να είναι αδύνατον να αναφερόμαστε σ’ αυτήν σαν να επρόκειτο για
μύθευμα. Στον ίδιο ακριβώς βαθμό, και η σύμπτωση μαρτυριών προερχομένων από
διαφορετικές παραδόσεις, εξασφαλίζει απολύτως την εγκυρότητά τους, διότι οι
φορείς τους δεν θα ήταν δυνατόν να έχουν παραπλανηθεί ομοιοτρόπως ως προς το
περιεχόμενο της προφορικής διδασκαλίας. Έτσι αντί να υιοθετήσουμε την άποψη
κατά την οποία «αυτή η υποτιθέμενη θεωρία, της οποίας η ομοιότητα με αυτήν του
Ξενοκράτη είναι ύποπτη, ερμηνεύεται κατ’ ουσίαν δια της πολεμικής τακτικής του
Αριστοτέλη», επιλέγουμε να συμπορευθούμε με την κριτική που διατύπωσαν πολλοί
από τους μελετητές της υπόθεσης του H. Cherniss, και λέει ότι:
Ο H. Cherniss δεν
συμπαθεί τον Αριστοτέλη· το πράγμα είναι εμφανές, πολύ εμφανές. (…)
Αντιθέτως, ο H. Cherniss υπερασπίζεται τον Πλάτωνα με έναν ζήλο, που συχνά
του αποκρύπτει κάποια ελαττώματα του ήρωά του…
.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου