Μια φορά ο Άγιος Πορφύριος βρισκόταν στο Ησυχαστήριο που έφτιαξε στο Μήλεσι και περπατούσε ανάμεσα στα δέντρα που είχε φυτέψει, κουβεντιάζοντας διαδοχικά με τους επισκέπτες του.
Ήρθαν τότε μ’ ένα μεγάλο αυτοκίνητο «Μερσεντές» δυο-τρεις καλοντυμένοι κύριοι και τον πλησίασαν· αλλά επειδή εκείνη την ώρα μιλούσε με κάποιο άλλο πρόσωπο, περίμεναν σιωπηλά να τελειώσει.
Τότε ο άγιος Γέροντας Πορφύριος άρχισε να διηγείται την εξής ιστορία:
«Ήταν μια φορά στο ψυχιατρείο, στο Δαφνί, ένας άρρωστος που είχε πάρει έναν κουβά με νερό και μια βούρτσα -απ’ αυτές που βάφουν- κι “έβαφε” κάποιο τοίχο με το νερό.
»Ένας επισκέπτης που τον κοίταζε, παραξενεύτηκε και τον ρώτησε τι κάνει.
»Ο ασθενής τού απάντησε:
»–Δεν βλέπεις;… Βάφω!…
»Ο “υγιής” χάζευε και τότε ο “ασθενής” πήρε το θάρρος και του ’πιασε την κουβέντα λέγοντάς του τα εξής:
»–Εμένα που με βλέπεις, με κλείσανε οι συγγενείς μου εδώ μέσα, για να μου φάνε τα λεφτά. Διότι εγώ είχα πολλά λεφτά, χιλιάδες λίρες! Αλλά εγώ, πιο έξυπνος απ’ αυτούς, τους την έφερα! Το βλέπεις εκείνο το δεντράκι, πάνω εκεί στην κορφή του λόφου; Ε! Εκεί κάτω στη ρίζα του έχω σκάψει και τις έχω κρύψει. Και περιμένω τώρα να βγω, να πάω να τις πάρω.
»Ο “υγιής” κοίταξε καλά με γουρλωμένα μάτια το λόφο και το δεντράκι και λιγώθηκε από τη λαχτάρα ν’ αποκτήσει τις λίρες, αλλά προσποιήθηκε ψυχραιμία και είπε, δήθεν αδιάφορα:
»–Τι μου λες! Αλήθεια λες;
»Τότε ο “ασθενής” τού απάντησε:
»–Βέβαια. Αλήθεια λέω. Γιατί να σου πω ψέματα;
»Σε λίγο ο “υγιής” έφυγε. Αλλά, φεύγοντας, παρακολουθούσε συνεχώς το λόφο και το δεντράκι, για να το εντοπίσει καλά και να μη το ξεχάσει. Και τη νύχτα πήρε τσαπί και φτυάρι και πήγε κι έσκαψε όλο τον τόπο γύρω του, για να βρει τις λίρες. Αλλά δεν τις βρήκε. Μη θέλοντας, όμως, να πιστέψει ότι όλη αυτή η ωραία ελπίδα ήταν κούφια, πήγε την άλλη μέρα ξανά στο Δαφνί, όπου βρήκε τον “ασθενή” να κάνει την ίδια πάλι δουλειά· να “βάφει” με νερό.
»Τον έπιασε κουβέντα, δήθεν αδιάφορα, και σε μια στιγμή τού λέει:
»–Σε ποιο δεντράκι, είπες χθες, ότι έχεις κρύψει τις λίρες;
»–Να, σ’ εκείνο εκεί! του απάντησε ο “ασθενής” και του υπέδειξε το ίδιο δεντράκι που του είχε δείξει και την προηγούμενη μέρα.
»Τότε ο “υγιής” τού λέει:
»–Μωρέ, μήπως κάνεις λάθος; Σ’ εκείνο δεν υπάρχει τίποτα. Όλη τη νύχτα έσκαβα και δεν βρήκα τίποτα.
»Και ο “ασθενής” τού απάντησε με νόημα βαθύ:
»–Πάρε τον κουβά και “βάφε”!…».
(Δηλαδή, είσαι πια όμοιός μου στην τρέλα και την παράνοια της αναζήτησης του τίποτα στη ζωή σου, γι’ αυτό και σου αξίζει τώρα να “βάφεις” όπως εγώ με νερό· δηλαδή να κοπιάζεις και να καταναλώνεις τον εαυτό σου άσκοπα, χωρίς κανένα νόημα και αποτέλεσμα).
Το πρόσωπο που συνομιλούσε εκείνη την ώρα με τον Άγιο Πορφύριο και που άκουσε έκπληκτο την παραπάνω ιστορία, ήταν μια κυρία, η οποία δεν κατάλαβε τι νόημα είχε προσωπικά γι’ αυτήν και, παραξενεμένη, τον ρώτησε γιατί της την είπε. Αλλά πριν προλάβει να της απαντήσει ο άγιος του Θεού Γέροντας, παρενέβησαν αμέσως οι καλοντυμένοι κύριοι που είχαν έρθει με τη «Μερσεντές» και άκουσαν την όλη διήγηση περιμένοντας δίπλα, και είπαν:
–Για μας την είπε… Καταλάβαμε…
Διότι, πράγματι, εκείνοι οι κύριοι έψαχναν για κάποιο κρυμμένο θησαυρό. Και επειδή είχαν ακούσει ότι ο Γέροντας Πορφύριος με τη διόρασή του «έβλεπε», είχαν έρθει να τους πει τα σχετικά που επιθυμούσαν ανωφελώς. Αλλά χωρίς καν να ρωτήσουν, πήραν από τον Άγιο την απάντηση και πείστηκαν ότι όντως «βλέπει» όχι μόνο αφανείς «θησαυρούς», αλλά ακόμη και τον κρυφό λογισμό τους. Στο τέλος έφυγαν, αφού πρώτα ευχαρίστησαν τον άγιο Γέροντα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου