Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2021

Ο Καντ, ο Φουκώ και η … TINA

Εισαγωγή στην Ανθρωπολογία του Καντ

Μισέλ Φουκώ
μετάφραση: Πάνος Αγγελόπουλος
επιμέλεια, επίμετρο: Γιώργος Σαγκριώτης
Νήσος, 2017 | 128 σελ.

Η ελληνική έκδοση της «μικρής» διατριβής του Φουκώ
Με μία ευχάριστη εκδοτική έκπληξη από το φιλοσοφικό πεδίο ολοκληρώθηκε το 2017, καθώς η σειρά αναγνώσεις των εκδόσεων Νήσος προσέφερε στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό την αποκαλούμενη και «συμπληρωματική» ή «μικρή» διατριβή του Μισέλ Φουκώ [Foucault] με τίτλο Εισαγωγή στην Ανθρωπολογία του Καντ [Introduction à l’Anthropologie de Kant] σε μετάφραση του Πάνου Αγγελόπουλου και με επίμετρο του Γιώργου Σαγκριώτη. Πρόκειται για μία ευχάριστη έκπληξη, διότι το μικρό αυτό πόνημα έρχεται, από τη μία πλευρά, να καλύψει ένα βιβλιογραφικό κενό, καθώς ούτε η Εισαγωγή του Φουκώ ούτε η Ανθρωπολογία από πραγματολογική άποψη [Anthropologie in pragmatischer Hinsicht][1] του Καντ [Kant] είναι τα πλέον διαβασμένα ή σχολιασμένα κείμενα των δύο στοχαστών, και από την άλλη, έρχεται να προκαλέσει στρέφοντας την προσοχή στη σημασία του συγκεκριμένου κειμένου, κοντολογίς στην επικαιρότητά του. Επικαιρότητα την οποία ο Φουκώ συνόψισε προκλητικά: «Είμαστε όλοι μας νέο-καντιανοί».[2]
Δεδομένου ότι στο εξώφυλλο συνυπάρχουν δύο κύρια ονόματα με βαρύνουσα σημασία για τις θεωρητικές συζητήσεις και διαμάχες περί νεωτερικότητας και Διαφωτισμού, δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητος ή αδιάφορος όποιος εξακολουθεί να αναρωτιέται πώς συνδέονται σε θεωρητικό –άρα, αναπόφευκτα και σε πρακτικό– επίπεδο η κριτική του Λόγου και η διερώτηση περί Ανθρώπου από τη χαραυγή της νεωτερικότητας έως το παρατεταμένο λυκόφως της: από τη μία πλευρά, εμφανίζεται ο «σεβάσμιος καθηγητής» Ιμμάνουελ Καντ, ο οποίος τηρώντας αυστηρά το ημερήσιο πρόγραμμα περιπάτου δεν βοήθησε απλώς τις νοικοκυρές του Καίνιγκσμπεργκ [Königsberg] να συγχρονίζουν τα ρολόγια τους,[3] αλλά διαδραμάτισε με τη σκέψη και το έργο του ανάλογο ρόλο για τη νεώτερη φιλοσοφία με εκείνον του Σωκράτη για την αρχαιοελληνική, ασκώντας κριτική στις αντιφάσεις και την αβεβαιότητα της παλαιάς Μεταφυσικής·[4] και, από την άλλη, ο «στρατευμένος καθηγητής» Μισέλ Φουκώ με το προκλητικά –πολύ πριν γίνει μόδα– ξυρισμένο κεφάλι, ο οποίος δεν αρκέστηκε απλώς να παίρνει τον λόγο από την έδρα «Κριτική των Συστημάτων της Σκέψης» στο πάνθεον της γαλλικής ακαδημαϊκής έρευνας, στο περιώνυμο Κολλέγιο της Γαλλίας [Collège de France],[5] αλλά διαδήλωνε δίπλα-δίπλα με συγγενείς ή αλληλέγγυους φυλακισμένων, μετανάστες, φοιτητές και εργάτες, για να πάρουν τον λόγο και να ασκήσουν κριτική στην κυρίαρχη σκέψη τα υποκείμενα που ετίθεντο στο περιθώριο της Τάξης του Λόγου.

Πριν γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, αξίζει να σημειώσουμε και να επαινέσουμε εξαρχής την εξαιρετικά ρέουσα και ακριβή μετάφραση του Πάνου Αγγελόπουλου, η οποία αποδίδει τόσο το ύφος όσο και το γράμμα της φουκωικής γραφής σε ένα κείμενο που συνδυάζει την ακαδημαϊκή αυστηρότητα με το ποιητικό ύφος. Αν, μάλιστα, λάβουμε υπόψη ότι η μετάφραση συνοδεύεται και από το κατατοπιστικότατο επίμετρο του Γιώργου Σαγκριώτη, το οποίο συνοψίζει εξαιρετικά και εκθέτει κριτικά τα φιλοσοφικά ερωτήματα και το θεωρητικό διακύβευμα της Εισαγωγής του Φουκώ, τότε αντιλαμβάνεται κανείς γιατί η συγκεκριμένη έκδοση συνιστά μία «ευχάριστη εκδοτική έκπληξη».
Η εκδοτική ιστορία της «μικρής» διατριβής του Φουκώ
Έκπληξη εκδοτική, γιατί στην Ελλάδα του 2018 ένα ερώτημα ανακύπτει, σχεδόν αβίαστα θαρρεί κανείς: γιατί να διαβάσει κανείς σήμερα μία εισαγωγή που γράφτηκε πριν από 55 και πλέον χρόνια για ένα φιλοσοφικό κείμενο που εκδόθηκε πριν από 220 χρόνια; Όπως, άλλωστε, παρατηρεί ο Σαγκριώτης, «η ‘Εισαγωγή’ του Φουκώ στην Ανθρωπολογία του Καντ είναι ένα κείμενο αρκετά ασύμμετρο προς την παράδοση των καντιανών σπουδών σε διεθνές επίπεδο αλλά και φαινομενικά τουλάχιστον ασύμβατο με την εξέλιξη της φουκωικής σκέψης, πολύ δε περισσότερο με τον κύριο όγκο των φουκωικής έμπνευσης εγχειρημάτων στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών».[6] Για να θέσουμε το ερώτημα με πιο «χυδαίους» όρους: αρκούν η «εμπορικότητα» του Φουκώ και η «εγκυρότητα» του Καντ, για να μπει κανείς στον κόπο να διαβάσει σήμερα το συγκεκριμένο κείμενο; Ακόμα πιο «χυδαία»: ποια είναι η χρησιμότητα της φιλοσοφίας εν μέσω μνημονίων και, μάλιστα, ποια είναι η επικαιρότητα ενός κειμένου που έμεινε για δεκαετίες όχι μόνο αμετάφραστο στα ελληνικά, αλλά και αδημοσίευτο στα γαλλικά;

Η εκδοτική ιστορία της Εισαγωγής μοιάζει να υπονομεύει a priori το ίδιο το εγχείρημα. Ας δούμε την ιστορία του φουκωικού κειμένου. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όποιος ήθελε να αποκτήσει διδακτορικό τίτλο στη Σορβόννη έπρεπε να καταθέσει δύο διατριβές: την κύρια και τη συμπληρωματική. Για την κύρια διατριβή του γάλλου στοχαστή δεν χρειάζεται να ειπωθούν πολλά. Ο τίτλος της και μόνο αρκεί για να κατανοήσουμε πώς και γιατί επισκίασε τη «μικρή»: Τρέλα και Παραλογισμός. Ιστορία της Τρέλας στην Κλασική Εποχή [Folie et déraison. Histoire de la folie à l’âge classique]· οι συνέπειές της σε επιστημολογικό, πολιτικό, ιστοριογραφικό και φιλοσοφικό επίπεδο πολυσυζητημένες και πολυεπίπεδες.[7] Ο Φουκώ, λοιπόν, στις 20 Μαΐου 1961 θα υποστηρίξει πρώτα τη μικρή διατριβή, η οποία αποτελείται από μία δική του μετάφραση στα γαλλικά του γερμανικού κειμένου της Ανθρωπολογίας του Καντ (1798), καθώς και από έναν εκτενή σχολιασμό (128 σελίδων) ως εισαγωγή.
Εντούτοις, όσο ζούσε ο Φουκώ δεν δημοσιεύτηκε πλήρως η Εισαγωγή του, παρά μόνο η μετάφραση της καντιανής Ανθρωπολογίας το 1964 μαζί με μία σύνοψη της Εισαγωγής, με τον τίτλο «Ιστορικό Σημείωμα» [Notice historique] και έκταση μόλις 4 σελίδων. Εκεί συνοψίζονται μόνο οι πρώτες 9 περίπου σελίδες της ελληνικής μετάφρασης και περιέχονται ιστορικού και φιλολογικού χαρακτήρα πληροφορίες για την Ανθρωπολογία του Καντ.[8]. Μία πρώτη μετάφρασή της στα αγγλικά κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο μόλις το 2004 από την Μποβ [Bove].)) Ωστόσο, μία υποσημείωση στο τέλος αυτού του σημειώματος («οι σχέσεις της κριτικής σκέψης και του ανθρωπολογικού στοχασμού θα μελετηθούν σε ένα μεταγενέστερο έργο»)[9] μας αποκαλύπτει τη βαρύνουσα σημασία που είχε εκείνη την περίοδο για τη σκέψη του Φουκώ το περιεχόμενο και το κεντρικό ερώτημα της Εισαγωγής. Η ασυμμετρία της φουκωικής Εισαγωγής προς την παράδοση των καντιανών σπουδών, την οποία σημειώνει ο Σαγκριώτης, έγκειται στο ότι ο Φουκώ δεν επικεντρώνεται –ούτε περιορίζεται– στα κυρίαρχα ερωτήματα της καντιανής έρευνας που εκκινούν από και ενίοτε περιορίζονται αποκλειστικά στην καντιανή άρθρωση και εξέταση των τριών ερωτημάτων («τι μπορώ να γνωρίζω;»· «τι οφείλω να πράττω;»· «τι επιτρέπεται να ελπίζω;») της κριτικής φιλοσοφίας (Κριτική του Καθαρού Λόγου, 1781· Κριτική του Πρακτικού Λόγου, 1788· Κριτική της Κριτικής Δύναμης, 1790).[10]

Ο Καντ και η Ανθρωπολογία
Αντίθετα, ο Φουκώ στέκεται σε ένα καντιανό έργο που μόνο τις τελευταίες δεκαετίες έχει κινήσει το ενδιαφέρον των ερευνητών, παρά το ότι τα ίδια τα γεγονότα θα απαιτούσαν μία εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση.[11] Διότι ο Καντ δίδασκε στο χειμερινό εξάμηνο το μάθημα της Ανθρωπολογίας επί 25 χρόνια, από το 1772 μέχρι το 1796 που συνταξιοδοτήθηκε, και η επιτυχία των συγκεκριμένων διαλέξεων ήταν τόση, ώστε την παρακολουθούσαν επ’ αμοιβή 40 φοιτητές ετησίως κατά μέσο όρο, καθώς και πολλοί συνάδελφοί του. Μάλιστα, το 1798 ο φιλόσοφος εξέδωσε με τη μορφή εγχειριδίου τμήμα της 25χρονης διδασκαλίας του για την Ανθρωπολογία, το μόνο εγχειρίδιο που εξέδωσε εν ζωή.[12]
Εύλογα, προκύπτει το ερώτημα του τι ακριβώς είλκυσε τόσο πολύ τον Φουκώ στo να μεταφράσει και να σχολιάσει εκτενώς αυτό το εγχειρίδιο, συνδέοντας ερευνητικά την κριτική φιλοσοφία με την ανθρωπολογική έρευνα του Καντ με τέτοιο τρόπο που να τοποθετεί αναπόφευκτα την προβληματική της «μικρής» διατριβής «αρκετά μπροστά από την εποχή της».[13] Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Φουκώ υπήρξε ο πρώτος που έλαβε σοβαρά υπόψη του την καντιανή Ανθρωπολογία. Ήδη από το 1929, ο Χάιντεγκερ [Heidegger] με το έργο του Ο Καντ και το Πρόβλημα της Μεταφυσικής (Kant und das Problem der Metaphysik) έθετε την Ανθρωπολογία στο επίκεντρο της ερμηνείας του Καντ γύρω από το ζήτημα της ανθρώπινης περατότητας.[14] Όπως συνόψισε ο Φουκώ σε μία συνέντευξή του στον Μπαντιού [Badiou], «από τον Καντ και εφεξής, το άπειρο δεν είναι πλέον δεδομένο, υπάρχει μόνο το πεπερασμένο, και με αυτήν ακριβώς την έννοια η καντιανή κριτική κόμισε τη δυνατότητα – ή τον κίνδυνο – μιας ανθρωπολογίας».[15]

Καντ και Φουκώ: μία σχέση δια βίου μάθησης;
Η χαϊντεγκεριανή ερμηνεία του Καντ δεν ήταν άγνωστη στον Φουκώ, καθώς μεταφράστηκε στα γαλλικά το 1953, δηλαδή, αρκετά πριν τη «μικρή» διατριβή. Πρόκειται για τη χρονιά που ο Φουκώ διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Λιλ [Lille] και σε σεμινάριο της Εκόλ Νορμάλ [École Normale] Νίτσε [Nietzsche], Φρόυντ [Freud] και την… Ανθρωπολογία του Καντ.[16] Σίγουρα, πρόκειται για μία τριάδα στοχαστών, η σύσταση της οποίας προκαλεί ερωτηματικά και σύγχυση. Μόνο, όμως, σε όσους αγνοούν τα βασικά. Όπως, για παράδειγμα, ότι ο όρος «αρχαιολογία» που έμελλε να γίνει κεντρικός στον Φουκώ σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 είναι δάνειο από τον Καντ.[17] Η Εισαγωγή είναι η στιγμή που ο οφειλέτης στρέφει το δάνειο εναντίον του δανειστή, για να ξεπληρώσει το χρέος του: «επομένως, αν η αρχαιολογία του κειμένου μπορούσε να καταστεί δυνατή, δεν θα μας επέτρεπε άραγε να δούμε τη γέννηση ενός homo criticus, του οποίου η δομή θα διέφερε ουσιαστικά από τον άνθρωπο που προηγείται της Ανθρωπολογίας;».[18]
Αυτό είναι το φουκωικό ερώτημα γύρω από το οποίο δομείται η Εισαγωγή και απευθύνεται στον Καντ και σε όλους εμάς που παραμένουμε, συνειδητά ή ασυνείδητα, νέο-καντιανοί. Αν η αρχαιολογία είναι, κατά Καντ, η ιστορία αυτού που καθιστά αναγκαία μία μορφή σκέψης, τότε τι ανάγκασε τον Καντ των τριών Κριτικών να στραφεί στην έρευνα της εμπειρικής υποκειμενικότητας της Ανθρωπολογίας, συγκροτώντας «μία χιαστί αναλογία [που] μας επιτρέπει να δούμε μέσα στην Ανθρωπολογία το αρνητικό της Κριτικής»;[19] Πώς ο Καντ αναγκάστηκε να παραλείψει τη λήψη μέτρων προστασίας που να επιτρέπουν στη νεώτερη σκέψη να μην κάνει το πέρασμα από την κριτική περίσκεψη απέναντι στην «υπερβατολογική αυταπάτη» στην άκριτη φλυαρία μέσα από μία «ανθρωπολογική αυταπάτη»;[20]
Κοντολογίς, ποια «δομική αναγκαιότητα» τον άφησε να βγει για τον συνηθισμένο του απογευματινό περίπατο, ενώ είχε μετεγγράψει και αναγάγει τα τρία ερωτήματα της Κριτικής («τι μπορώ να γνωρίζω;»· «τι οφείλω να πράττω;»· «τι επιτρέπεται να ελπίζω;») στο ερώτημα της Λογικής : «Τι είναι ο Άνθρωπος;»[21]
Αυταπάτες και Κριτική: προβλήματα με τον ύπνο…
Αν η λειτουργία του ερωτήματος Τι είναι ο άνθρωπος; ήταν μέσω μιας «ανθρωπολογικο-κριτικής επανάληψης» να προσδώσει συνοχή στην «απελευθερωμένη γλώσσα μιας υπερβατολογικής φιλοσοφίας»,[22] η φουκωική αρχαιολογία του καντιανού κειμένου, όπως αρθρώνεται στην Εισαγωγή, καταδεικνύει ότι τελικά αυτή η λειτουργία δεν οδήγησε στη γέννηση του homo criticus ως διαφοράς από τον τύπο ανθρώπου που προηγείται του Διαφωτισμού και του κριτικού του προτάγματος, καθώς ο λόγος της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας μονοπώλησε τη νεώτερη φιλοσοφία αφήνοντας άθικτη τη θέαση της υποκειμενικότητάς μας και άρα πρόδωσε την ίδια την κριτική λειτουργία.[23] Αντί να γεννηθεί ο άνθρωπος της κριτικής ως ένας νέος τύπος υποκειμενικότητας ριζικά διαφορετικής από εκείνον της προ-κριτικής θέασης, όπως προέτασσε ο ίδιος ο Καντ, επαναλαμβάνεται η καταβύθιση του ανθρώπου στον πλέον βαθύ ύπνο και της κριτικής στα πλέον ηχηρά χασμουρητά.[24]
Κατά Φουκώ, το ξύπνημα του Καντ από τον δογματικό ύπνο ήταν πρόσκαιρο: «Και να λοιπόν που σε αυτήν την Πτυχή η φιλοσοφία παραδόθηκε σε έναν νέο ύπνο· όχι σε αυτόν του Δογματισμού, αλλά της Ανθρωπολογίας».[25] Διότι τα ερωτήματα της Κριτικής αντικαταστάθηκαν από το ουσιοκρατικό ερώτημα της Ανθρωπολογίας, αντί να αναχθούν στο αφυπνιστικό ερώτημα του παρόντος ως το κατ’ εξοχήν ερώτημα της κριτικής· όχι της καντιανής, αλλά εκείνης που τη φέρνει στα όριά της δείχνοντας ότι τελικά ο Καντ παρέμενε μη-κριτικός και ανθρώπινος, πάρα πολύ ανθρώπινος, όταν δεν ρωτούσε Τι είναι Διαφωτισμός; αλλά Τι είναι ο άνθρωπος;· όταν, δηλαδή, αντί να στέκεται κριτικά απέναντι στο παρόν του υπάκουε τυφλά στους κανόνες της κυρίαρχης γραμματικής διαιωνίζοντας άκριτα μία «γραμματική αμφισημία».[26] Ο προσεκτικός αναγνώστης της ιστορίας της φιλοσοφίας θα αναγνωρίσει εδώ την κριτική του Νίτσε.[27]
Ο προσεκτικός αναγνώστης της ιστορίας του παρόντος θα αναγνωρίσει εδώ το κριτικό ερώτημα του σήμερα: πώς γίνεται ο εξ-ορθολογισμός να οδηγεί στην αποχαλίνωση της εξουσίας;[28] Πώς γίνεται, δηλαδή, η φιλοσοφική ανθρωπολογία να συνιστά συνθήκη δυνατότητας μιας πολιτικής ανθρωπομετρίας, η οποία μέσα από την πλήρη υπαγωγή του έμβιου όντος, του εργαζόμενου ατόμου, και του ομιλούντος υποκειμένου σε μία πλήρως μαθηματικοποιημένη και στατιστικοποιημένη αναλυτική της περατότητας με βάση το Άπειρο των αναγκών του Κεφαλαίου, περι-ορίζει την εργασία, τη ζωή και τη γλώσσα στον ασφυκτικό ορίζοντα του ΤΙΝΑ [Δεν Υπάρχει Εναλλακτική];[29] Πώς κατέστη οιονεί αναπόφευκτο να μπορεί να επιβιώσει μόνο ένας τύπος υποκειμενικότητας, ο homo economicus, με ορίζοντα και πρόσχημα την ασφάλεια και πώς κατέστη αναπόδραστη η εξόντωση του homo criticus δια του αντι-κειμενοποιητικού και εξ-ορθολογιστικού του περι-ορισμού σε ό,τι δεν διασαλεύει το ήδη υπάρχον μέσα από τον «απροσδιόριστο πόθο για ελευθερία»;[30] Πώς κατέστη δυνατή και εύλογη η de facto υπεράσπιση αυτού του νέου «εμπειρικο-υπερβατικού διπλού όντος», του οποίου «ο εαυτός είναι το ίδιο του το κεφάλαιο, όπου είναι παραγωγός για τον ίδιο τον εαυτό του, όπου είναι για τον εαυτό του η πηγή των εισοδημάτων [του]» και το οποίο συνίσταται στο ότι «δέχεται την πραγματικότητα»;[31] Μέσα από ποια πολιτική αμφισημία δρομολογείται η απόλυτη κυριαρχία ενός υποκειμένου που θέτει τον ίδιο του τον εαυτό ως αντικείμενο επιχειρηματικότητας μέσα στη σφαίρα παραγωγής και κατανάλωσης;
Ερωτήματα που σημειώνονται στο περιθώριο του κυρίαρχου λόγου, ο οποίος επιβάλλει την ασφυκτική σιωπή του «αδύνατου» ή του «παράλογου» σε όποια κριτική αρθρώνεται απέναντι στη μονοδιάστατη θετικιστική επιμονή του να μονολογεί με τεχνοκρατικούς και ρεαλιστικούς όρους. Ερωτήματα στα οποία ο ακόμα πιο προσεκτικός αναγνώστης τόσο της ιστορίας της φιλοσοφίας όσο και της ιστορίας του παρόντος δεν θα διστάσει να αναγνωρίσει ότι η συνθήκη δυνατότητας της εκφοράς τους είχε διατυπωθεί ως ριζοσπαστική κριτική του καπιταλιστικού λόγου γενικά και του Φώυερμπαχ [Feuerbach] ειδικά από την αριστερή πτέρυγα του εγελιανισμού δια χειρός Μαρξ [Marx], ακυρώνοντας το θεολογικό ερώτημα της Ανθρωπολογίας και μετατοπίζοντάς το στην κριτική του παρόντος: «η ανθρώπινη ουσία δεν είναι μία αφαίρεση εγκατεστημένη στο επιμέρους άτομο. Η πραγματικότητά της είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων».[32]


Υποσημειώσεις   [ - ]

1.Στα ελληνικά, βλ. Im. Kant, Ανθρωπολογία από πραγματολογική άποψη, εισ.-μτφρ.-σχόλια, Χ. Τασάκος, (Printa, 2011). Αντικείμενο της Ανθρωπολογίας είναι, σύμφωνα με τον Καντ, η διατυπωμένη με συστηματικό τρόπο διδασκαλία της γνώσης του ανθρώπου, η οποία «μπορεί να πραγματοποιηθεί από φυσιολογική ή πραγματολογική άποψη. Η φυσιολογική γνώση του ανθρώπου ερευνά πώς επενεργεί η φύση στον άνθρωπο· η πραγματολογική ερευνά πώς επενεργεί – ή μπορεί και πρέπει να επενεργήσει – ο άνθρωπος, ως ελεύθερα ενεργούν ον, στον εαυτό του» (σ. 13).
2.M. Foucault, ‘Une histoire restée muette’, στο Dits et Écrits, I, (Gallimard Quarto, 2001), p. 574.
3.Το Καίνιγκσμπεργκ την εποχή του Καντ ήταν μεγάλο οικονομικό, πολιτιστικό και διοικητικό κέντρο της Πρωσίας, μία πόλη-λιμάνι της Βαλτικής (το σημερινό Καλίνιγκραντ της Ρωσίας), την οποία ο Καντ δεν εγκατέλειψε ποτέ. Ο θρύλος λέει ότι μόνο μία φορά άλλαξε το πρόγραμμα του απογευματινού του περιπάτου: τη μέρα που διάβασε τον Αιμίλιο του Ρουσσώ [Rousseau]. Βλ. Ε. Κασσίρερ, Καντ. Η ζωή και το έργο του, μτφρ. Σ. Γερογιωργάκης, (Ίνδικτος, 2001).
4.Βλ. V. Delbos, Από τον Καντ στους Επιγόνους του, μτφρ. Β. Ντάφος, (Αμολγός, 2017), σσ. 11-14.
5.Το Collège de France ιδρύθηκε το 1530 από τον Βασιλιά Φραγκίσκο Α΄. Οι διαλέξεις του είναι ελεύθερες και ανοικτές για όλους, δεν απονέμονται πτυχία και οι καθηγητές είναι υποχρεωμένοι κάθε ακαδημαϊκό έτος να παρουσιάζουν τη νέα τους ερευνητική εργασία σε εβδομαδιαίες διαλέξεις διάρκειας μόλις τριών μηνών. Το σύνθημα του Κολλεγίου είναι το Docet Omnia [Διδάσκονται τα πάντα]. Βλ. Ντ. Εριμπόν, Μισέλ Φουκώ, μτφρ. Ν. Σταμπάκης, (Lector, 2009) & D. Macey, The Lives of Michel Foucault, (Vintage, 1993).
6.Γ. Σαγκριώτης, «Επίμετρο», στο Μ. Φουκώ, Εισαγωγή στην Ανθρωπολογία του Καντ, μτφρ. Π. Αγγελόπουλος, (Νήσος, 2017), σ. 120.
7.Για την πολύπλευρη θεωρητική, επιστημολογική και πολιτική σημασία της Ιστορίας της Τρέλας και τη σύνδεσή της με το κίνημα της αντιψυχιατρικής και τα κοινωνικά κινήματα στον χώρο της ψυχικής υγείας, η βιβλιογραφία είναι ευρύτατη. Ενδεικτικά, βλ. Β. Λέκκα, Ιστορία και Θεωρία της Ψυχιατρικής, (futura, 2012). Για τις συνέπειές της σε φιλοσοφικό επίπεδο και τη διαβόητη διαμάχη με τον Ντερριντά [Derrida], βλ. J. Derrida & M. Foucault, Τρέλα και φιλοσοφία, μτφρ. Κ. Παπαγιώργης, (Ολκός, 1998) & Γ. Κακολύρης, «Φουκώ και Ντεριντά: Η ανάγνωση ως αρχαιολογία ή/και ως αποδόμηση;», Ποίηση, τχ. 25, Άνοιξη – Καλοκαίρι 2005, σ. 48-62. Στα ελληνικά, η Ιστορία της Τρέλας έχει εκδοθεί και στην πλήρη και στη συντομευμένη εκδοχή της σε μετάφραση Πάρη Μπουρλάκη (Καλέντης, 2007) και Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου (Ηριδανός, χ.χ.) αντιστοίχως.
8.Η ελληνική έκδοση περιλαμβάνει μόνο την Εισαγωγή του Φουκώ και όχι τη μετάφραση του καντιανού κειμένου, η οποία επανεκδόθηκε στη Γαλλία μαζί με την Εισαγωγή το 2008 (Vrin). Το ίδιο ισχύει και για την αγγλόφωνη εκδοτική αγορά, όπου το 2008 θα εκδοθεί για πρώτη φορά η Εισαγωγή (Semiotext(e
9.M. Foucault, «Notice historique», στο Dits et Écrits, I, p. 321. Το μεταγενέστερο έργο όπου οι σχέσεις κριτικής και ανθρωπολογίας μελετώνται είναι το Οι Λέξεις και τα Πράγματα (1966). Βλ. Γ. Σαγκριώτης, «Επίμετρο», σσ. 123–5.
10.Βλ. Im. Kant, Κριτική του Καθαρού Λόγου, μτφρ. Μ. Δημητρακόπουλος, (Αθήνα, 19992), Α§805/Β§833.
11.Αρκεί να σημειώσουμε, για να δείξουμε το μειωμένο ενδιαφέρον μέχρι πρότινος για το εμπειρικό κομμάτι της καντιανής σκέψης, ότι το πλήρες κείμενο των διαλέξεων του Καντ με αντικείμενο την Ανθρωπολογία δημοσιεύτηκε μόλις το 1997. Βλ. Al. Cohen (επ.), Kant’s Lectures on Anthropology. A Critical Guide, (Cambridge University Press, 2014) & Γ. Σαγκριώτης, «Επίμετρο», σσ. 120-1.
12.A. W. Wood & R. B. Louden, «General Introduction», στο Im. Kant, Lectures on Anthropology, (Cambridge University Press, 2012), pp. 1–2.
13.C. McQuillan, review of M. Foucault, Introduction to Kant’s Anthropology. Semiotext(e), tr. by Roberto Nigro & Kate Briggs, Continental Philosophy Review, (2012), 45:579–585.
14.Βλ. B. Han, Foucault’s Critical Project, μτφρ. E. Pile, (Stanford University Press, 2002), pp. 56-57 & ‘Foucault and Heidegger on Kant and Finitude’, στο A. Milchman & A. Rosenberg (επ.), Foucault and Heidegger, Critical Encounters, University of Minnesota Press, 2003, pp. 127-162,  & R. Nigro, ‘Afterword’, p. 134.
15.M. Foucault, «Φιλοσοφία και Ψυχολογία», στο Ετεροτοπίες, μτφρ. Τ. Μπέτζελος, (Πλέθρον, 2012), σ. 49.
16.Βλ. D. Defert, ‘Chronologie’, στο M. Foucault, Dits et Écrits, I, (Gallimard Quarto, 2001), pp.22-3. Μάλιστα, τον επόμενο χρόνο, η προβληματική της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας και η επίδρασή της στη γερμανική φιλοσοφία τίθεται ακόμα περισσότερο στο φουκωικό επίκεντρο, καθώς στην Εκόλ Νορμάλ ο Φουκώ διδάσκει Στίρνερ [Stirner] και Φώυερμπαχ [Feuerbach].
17.Όπως δηκτικά γράφει ο Φουκώ σε απάντησή του σε μία βιβλιοκριτική του Στάινερ [Steiner] για τις Λέξεις και τα Πράγματα: «Το ίδιο και για τη λέξη ‘‘αρχαιολογία’’. Αυτή η λέξη πρέπει να τοποθετείται κάπου, σκέφτεται ο κ. Στάινερ. Ας την αποδώσουμε στον Φρόυντ. Ο κ. Στάινερ αγνοεί ότι ο Καντ χρησιμοποιούσε αυτή τη λέξη, για να δηλώσει την ιστορία αυτού που καθιστά αναγκαία μια ορισμένη μορφή σκέψης. Έχω άλλωστε μιλήσει γι’ αυτή τη χρήση σε ένα άλλο κείμενο. Ασφαλώς, δεν ισχυρίζομαι ότι ο κ. Στάινερ οφείλει να με διαβάζει. Ωστόσο, θα έπρεπε να ξεφυλλίζει τον Καντ. Όμως, γνωρίζω πολύ καλά ότι ο Καντ δεν είναι τόσο στη μόδα όπως ο Φρόυντ». Βλ. M. Foucault, ‘Les Monstruosités de la critique’, στο Dits et Écrits, I, σσ. 1089-90,  & Π. Μπουρλάκης, ‘Επίμετρο’, στο Μ. Φουκώ, Ιστορία της Τρέλας, σ. 730.
18.Μ. Φουκώ, Εισαγωγή, σ. 11.
19.Μ. Φουκώ, Εισαγωγή, σ. 53.
20.Μ. Φουκώ, Εισαγωγή, σ. 107–8. Αν η «υπερβατολογική αυταπάτη συνίσταται στην εφαρμογή των αρχών της νόησης έξω από τα όρια της εμπειρίας», η «ανθρωπολογική αυταπάτη» είναι η προσπάθεια «αναστοχαστικής αναγωγής» αυτής της υπέρβασης των ορίων της περατότητας. Το αποτέλεσμα είναι η ανάδυση του Ανθρώπου ως επιστημονικού αντικειμένου.
21.Το ερώτημα «Τι είναι ο Άνθρωπος;», κατά Φουκώ, δεν είναι απλώς η συνέχεια των τριών πρώτων ερωτημάτων των Κριτικών «παρά για να τα επαναφέρει και να τα συμπεριλάβει σε μία ενιαία αναφορά: γιατί όλα οφείλουν να αναφερθούν σε αυτό, όπως οφείλουν να συμπεριληφθούν στην ανθρωπολογία η μεταφυσική, η ηθική και η θρησκεία». Βλ. Μισέλ Φουκώ, Εισαγωγή, σσ. 61-3.
22.Μ. Φουκώ, Εισαγωγή, σ. 73.
23.Βλ. Im. Kant, «Τι είναι Διαφωτισμός;», στο Im. Kant, Δοκίμια, μτφρ. Ε. Παπανούτσου, (Δωδώνη, 1971), σ. 42: «Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητά του για την οποία ο ίδιος είναι υπεύθυνος».
24.Θυμίζουμε εδώ την ίδια την καντιανή ομολογία για την προσφορά του σκεπτικισμού του Χιουμ [Hume] στη σκέψη του: «Εξομολογούμαι: η υπόδειξη του Δαβίδ Χιουμ υπήρξε ακριβώς εκείνο που πρωτοδιέκοψε πριν από χρόνια τον δογματικό μου ύπνο». Βλ. Im. Kant, Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική Μεταφυσική, μτφρ. Γ. Τζαβάρας, (Δωδώνη, 2013), σ. 27
25.M. Foucault, Οι Λέξεις και τα Πράγματα, μτφρ. Κ. Παπαγιώργης, (Γνώση, 19932), σ. 468.
26.Μισέλ Φουκώ, Εισαγωγή, σσ. 102-3. Η Menschenkenntnis [γνώση του ανθρώπου] που συνιστά την Ανθρωπολογία είναι ουσιαστικά μία γραμματική αμφισημία, καθώς πρόκειται ταυτοχρόνως για γενική αντικειμενική («γνώση του ανθρώπου, σε μία κίνηση που τον καθιστά αντικείμενο, στο επίπεδο του φυσικού είναι του και στο περιεχόμενο των ζωικών καθορισμών του») και γενική υποκειμενική («γνώση της γνώσης του ανθρώπου, σε μια κίνηση που θέτει ερωτήματα στο υποκείμενο αναφορικά με τον ίδιο του τον εαυτό, τα όριά του και ό,τι επιτρέπει να τον γνωρίσουμε»). Ο όρος «γραμματική αμφισημία» προοικονομεί τον όρο «εμπειρικό-υπερβατικό διπλό ον» από τις Λέξεις και τα Πράγματα, για να περιγράψει την παράδοξη δομή όπου το γιγνώσκον υποκείμενο μπορεί να τίθεται ταυτόχρονα ως αντικείμενο της γνώσης που συνιστά επιστημολογικά τη νεωτερική συνθήκη δυνατότητας των επιστημών του ανθρώπου. Βλ. M. Foucault, Οι Λέξεις και τα Πράγματα, σ. 437.
27.Δεν είναι δύσκολο, άλλωστε, αφού ο Φουκώ καταδεικνύει όχι μόνο την πιστότητα του Νίτσε προς το καντιανό κριτικό πρόγραμμα, αλλά και τελειώνει την Εισαγωγή με μία λυρική επίκληση στον νιτσεϊκό Υπεράνθρωπο ως αφοπλιστική απάντηση στο ανθρωπολογικό ερώτημα. Βλ. Μισέλ Φουκώ, Εισαγωγή, σ.94 & 110. Όπως θα σημειώσει και ο Ντελέζ [Deleuze]: «Ότι δηλαδή ο Καντ δεν είχε ασκήσει αληθινή κριτική, διότι δεν μπόρεσε να θέσει το πρόβλημά της με όρους αξιών, αυτό είναι άλλωστε ένα από τα κυριότερα κίνητρα του έργου του Νίτσε». Βλ. G. Deleuze, Ο Νίτσε και η Φιλοσοφία, μτφρ. Γ. Σπανός, (Πλέθρον, 2003), σ. 11. Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί αν η «ενηλικίωση» του ανθρώπου, κατά Καντ, δεν είναι ήδη μία έκφραση του τέλους του Ανθρώπου. Βλ. Θ. Λάγιος, Stirner, Nietzsche, Foucault: Ο Θάνατος του Θεού και το Τέλος του Ανθρώπου, (futura, 2012).
28.M. Foucault, Τι είναι Κριτική; μτφρ. Θ. Λάγιος, (Πλέθρον, 2016), σ. 25.
29.Πρόκειται για το γνωστό αρκτικόλεξο There Is No Alternative που καθιέρωσε η Θάτσερ [Thatcher], για να περιγράψει την έλλειψη εναλλακτικής απέναντι στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς και το ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να συνεχιστεί ο οποιοσδήποτε διάλογος πάνω στο ζήτημα. Εμπνευστής του όρου υπήρξε ο φιλελεύθερος βιολόγος και κοινωνιολόγος Χέρμπερτ Σπένσερ [Spencer].
30.M. Foucault, Τι είναι Διαφωτισμός; μτφρ. Σ. Ροζάνης, (Έρασμος, 1988).
31.M. Foucault, Η Γέννηση της Βιοπολιτικής, Παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας (1978-1979), μτφρ. Β. Πατσογιάννης, (Πλέθρον, 2012), σ. 210 & 245.
32.Κ. Μαρξ, Θέσεις για τον Φώυερμπαχ, μτφρ. Γ. Μπλανάς, (Ερατώ, 2004). Στην 6η θέση στέκεται και ο Αλτουσέρ [Althusser], για να καταδείξει τον θεωρητικό αντιανθρωπισμό της κριτικής του Μαρξ ως προϋπόθεση της υλιστικής κριτικής. Βλ. L. Althusser, «Μαρξισμός και Ανθρωπισμός», στο Για τον Μαρξ, μτφρ. Τ. Μπέτζελος, (Εκτός Γραμμής, 2015),
σ. 320-325.

Ο Καντ, ο Φουκώ και η … TINA - Marginalia

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ΣΗΜΕΡΑ ΟΠΩΣ ΕΧΕΙ ΔΙΑΤΥΠΩΘΕΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΝΤ ΚΑΙ Η ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΣΑ ΣΚΕΨΕΙ ΣΤΗΝ ΔΥΣΗ ΑΠΟΤΙ ΦΕΝΕΤΑΙ ;

amethystos είπε...

O Χάιντεγκερ απέρριψε τήν επικρατούσα ερμηνεία τού Καντιανού καθαυτού πράγματος τού Φίχτε, εγώ σκέπτομαι, πού είχε ήδη κουραστεί καί φθαρεί καί από τήν μοντέρνα φυσική τής σχετικότητος καί τό ερμήνευσε σά τήν δημιουργική φαντασία στρεφόμενος πρός τήν διαίσθηση , τήν έμπνευση καί τήν ποίηση.

Ανώνυμος είπε...

ΔΗΛΑΔΉ ΣΤΟ ΤΕΛΕΙΩΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΌ.