Τα προβλήματα στον πρωτογενή μας τομέα είχαν εμφανισθεί πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία – ο οποίος αποτελεί την εύκολη δικαιολογία, όπως επίσης η πανδημία προηγουμένως. Προβλήματα με την αύξηση των τιμών των λιπασμάτων και των ζωοτροφών, με τις τιμές της ενέργειας, με την ερήμωση της υπαίθρου, με την ελλιπή χρηματοδότηση των αγροτών από τις τράπεζες, ειδικά μετά το κλείσιμο της ΑΤΕ κοκ. – ενώ ο πρωτογενής τομέας της κάθε χώρας χρειάζεται απαραίτητα κεντρική κατεύθυνση και πολιτικές πραγματικής φροντίδας των αγροτών. Υπόδειγμα εδώ είναι το Ισραήλ – στο οποίο έχουμε αναφερθεί πάρα πολλές φορές, με λεπτομερείς αναλύσεις.
.από Βασίλης Βιλιάρδος
Κοινοβουλευτική ΕργασίαΣε σχέση με την προηγούμενη επιτροπή, προσκομίσθηκε η μελέτη του Γεωπονικού Πανεπιστημίου – την οποία είχαμε αναφέρει και εμείς.
Πρόκειται για μία αξιόλογη μελέτη, με κάποιες διαφορετικές επισημάνσεις σε σχέση με της ΕΥ, αλλά με το ίδιο μειονέκτημα – λείπει και από αυτήν ο παράγοντας κόστος.
Χωρίς κόστος, δεν οδηγείται η χώρα μας πουθενά. Ειδικά υπό τις σημερινές συνθήκες, όπου δεν υπάρχουν χρήματα, ενώ χρειαζόμαστε άμεσες λύσεις – επειδή το ενδεχόμενο της τροφικής ανεπάρκειας, σε συνδυασμό με την ενεργειακή ακρίβεια που ελπίζουμε να μην εξελιχθεί σε ανεπάρκεια, είναι πλέον ορατό και απειλητικό διεθνώς (ανάλυση).
Τα προβλήματα βέβαια είχαν εμφανισθεί πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία – ο οποίος αποτελεί την εύκολη δικαιολογία, όπως επίσης η πανδημία προηγουμένως.
Προβλήματα με την αύξηση των τιμών των λιπασμάτων και των ζωοτροφών, με τις τιμές της ενέργειας, με την ερήμωση της υπαίθρου, με την ελλιπή χρηματοδότηση των αγροτών από τις τράπεζες, ειδικά μετά το κλείσιμο της ΑΤΕ κοκ. – ενώ ο πρωτογενής τομέας της κάθε χώρας χρειάζεται απαραίτητα κεντρική κατεύθυνση και πολιτικές πραγματικής φροντίδας των αγροτών.
Υπόδειγμα εδώ είναι το Ισραήλ – στο οποίο έχουμε αναφερθεί πάρα πολλές φορές, με λεπτομερείς αναλύσεις.
Οφείλουμε πάντως να θορυβηθούμε από τις εξελίξεις στην Ολλανδία, τις οποίες προφανώς γνωρίζουμε όλοι – αφού, καλώς ή κακώς, εισάγουμε από τη χώρα και επηρεάζει τις τιμές τουλάχιστον στην Ευρώπη.
(1) Η αναφορά σε διακριτά προφίλ αγροτών, στη σελ. 4: «προσαρμοστικών» (adaptive), «εταιρικών» (corporate), «εντατικών» (intensive) και «κληρονομικών» (heritage). Είναι σημαντικό να γίνει μια τέτοια ανάλυση, όπως επίσης των αναγκών των αγροτών – αφού δεν μπορεί κανείς να προωθήσει τις ίδιες λύσεις σε όλους.
(2) Η αναφορά στο εξής, στη σελ. 4: «Οι γεωργοί κυτταροκαλλιέργειας και οι γεωργοί ελεγχόμενου περιβάλλοντος ενδέχεται να έχουν έντονη επίδραση στο μελλοντικό τοπίο της γεωργίας, έτσι ώστε ενδεχομένως να διαταράξουν την λειτουργία των υφιστάμενων επιχειρηματικών μοντέλων». Εδώ θα θέλαμε να υπάρχει μία μεγαλύτερη ανάλυση.
Αναφέρεται επίσης η γεωργία δέσμευσης άνθρακα (Carbon Farming), στη σελ. 13, ως εξής : «με τα συστήματα γεωργίας δέσμευσης άνθρακα, εφαρμόζονται αγροτικές πρακτικές που απομακρύνουν το CO2 από την ατμόσφαιρα, δίνοντας επιπλέον έσοδα στον παραγωγό – είτε μέσω ενισχύσεων από την ΚΑΠ, είτε μέσω ιδιωτικών συμφωνιών, όπως για παράδειγμα με τις αεροπορικές εταιρείες».
Ενδεχομένως κάτι τέτοιο θα προσελκύσει άλλου είδους επαγγελματίες στην γεωργία – οι οποίοι θα παράγουν ως υπηρεσία και όχι ως προϊόν. Είναι σωστό, αρκεί βέβαια να μην είναι εις βάρος της καλλιέργειας τροφίμων – όπως με τα βιοκαύσιμα.
(3) Η εξής αναφορά στη σελ. 4: «Η υγιεινή διατροφή θα αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία, παράλληλα με περιβαλλοντικές και ηθικές εκτιμήσεις, αλλά οι τιμές των τροφίμων θα εξακολουθούν να αποτελούν σημαντικό παράγοντα που καθορίζει τις διατροφικές επιλογές. Οι μικρές αλυσίδες εφοδιασμού ενδέχεται να γίνουν συχνότερες».
Πρόκειται για το γνωστό θέμα με τη διαταραχή των αλυσίδων διανομής διεθνώς. Εδώ προστίθεται ως ευκαιρία, στη σελ. 23, η διασύνδεση της αλυσίδας αξίας της αγροδιατροφής με άλλες αλυσίδες – με τον τουρισμό, τη φαρμακευτική βιομηχανία, τα καλλυντικά και τη χημική βιομηχανία.
Εν προκειμένω, είτε μέσω της προσφοράς πρώτων υλών είτε μέσω της απορρόφησης των προϊόντων τους – στο πλαίσιο της κυκλικής οικονομίας.
Είναι κάτι που αναφέρουμε στο πρόγραμμα μας, ειδικά όσον αφορά τη σύνδεση με τον τουρισμό – ενώ είναι εξαιρετικά σημαντικό, αφού η χώρα μας έχει ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο που επιδεινώνεται, όταν αυξάνεται ο τουρισμός.
(4) Υπάρχουν οι εξής αναφορές που έχουμε και εμείς στο πρόγραμμα μας: στην ευφυή γεωργία στη σελ. 10, στη γεωργία ακριβείας στη σελ. 11, εξαιρετικά σημαντική λόγω και των περιορισμών στην χρήση πόρων από την πράσινη ατζέντα της ΕΕ – καθώς επίσης στα έξυπνα θερμοκήπια (smart greenhouses) στη σελ. 11.
Όλα αυτά όμως απαιτούν επενδύσεις – ενώ το σωστό θα ήταν να παράγουμε αυτή την τεχνολογία και όχι να την εισάγουμε, όπως κάναμε στο παρελθόν με τα τρακτέρ κλπ.
(5) Είναι ενδιαφέρουσες οι αναφορές σε εφαρμογές για Ιχνηλασιμότητα (traceability) στη σελ. 11, κάτι πολύ σημαντικό για ΠΟΠ – καθώς επίσης σε συστήματα για την έγκαιρη πρόβλεψη ασθενειών (early disease warning Systems) στη κτηνοτροφία, στη σελ. 12.
(6) Είναι επίσης σημαντική η αναφορά της ορθής επιλογής φυτικού πολλαπλασιαστικού υλικού, δηλ. σπόρων και φυτωρίων, στη σελ. 16, στη χρήση της βιοτεχνολογίας, όπως και στον μικροπολλαπλασιασμό (micropropagation)» – στη σελ. 18
Οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, σε Πανεπιστήμιο Ισραήλ εξελίχθηκε η τεχνολογία TraitUP – η οποία εμποδίζει την εισαγωγή γενετικών υλικών στους σπόρους, χωρίς να τροποποιεί το DNA τους.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα βρήκαμε την αναφορά σε αγροφωτοβολταϊκά (agrivoltaics), με εγκαταστάσεις πάνω από τη γη, σε ικριώματα – όπως παρατηρείται στη Γερμανία, ενώ το είχαμε επισημάνει σε διάφορες ομιλίες μας.
Στην πρόταση τώρα για Γεωργικούς Συμβούλους, στη σελ. 20, θα θέλαμε να ρωτήσουμε πόσο θα κοστίσει και με ποια χρηματοδότηση.
Υπάρχει πάντως έλλειψη κτηνιάτρων για κτηνοτροφικές μονάδες – όπου θα πρέπει να δρομολογηθεί κάτι σαν αγροτικό, αφού είναι πιο εύκολο και κερδοφόρο να ασχολούνται οι κτηνίατροι με κατοικίδια.
Όσον αφορά τώρα το χαμηλό επίπεδο αγροτικής επαγγελματικής εκπαίδευσης, αποτελεί μία διαχρονική διαπίστωση – αν και φαίνεται ότι είναι καλή η παραγωγικότητά των αγροτών μας, με βάση τα δεδομένα.
Όπως αναφέρεται στη σελίδα 20, «μόλις το 6,2% των αρχηγών γεωργικών εκμεταλλεύσεων έχει λάβει βασική εκπαίδευση σε σύγκριση – με τον μέσο όρο 22,7% της ΕΕ-27».
Εν τούτοις, για αυτούς τους κληρονομικούς και μη εκπαιδευμένους αγρότες που ενδεχομένως δραστηριοποιούνται από ανάγκη και από όχι επιλογή, μάλλον φταίει η Πολιτεία – η οποία δεν προωθεί και δεν αυξάνει την κερδοφορία τους.
Επίσης, επειδή δεν τους δίνει κίνητρα – όπως θα ήταν η φθηνή στέγαση στην επαρχία, ενδεχομένως με δημόσια ακίνητα κλπ.
Για το ικανοποιητικό επίπεδο της μεταποίησης στα τρόφιμα, στη σελ. 27, αναφέρεται το εξής: «Η εγχώρια παραγωγή καλύπτει σε πολύ μεγάλο βαθμό τα προϊόντα που χρησιμοποιούνται στη γεωργία και τη μεταποίηση. Εισάγονται μόνο το 11% των προϊόντων της γεωργίας και το 17% των μεταποιημένων προϊόντων, που χρησιμοποιούνται σε περαιτέρω παραγωγική διαδικασία».
Το πρόβλημα εδώ είναι ότι στο βαμβάκι, για παράδειγμα, το οποίο είναι μια μεγάλη καλλιέργεια, είναι ανύπαρκτη η μεταποίηση και η αλυσίδα παραγωγής, με το κλείσιμο της κλωστοϋφαντουργίας – με αποτέλεσμα να επιδοτείται και να εξάγεται στη Τουρκία.
Έχει καταστραφεί επίσης η καλλιέργεια τεύτλων και η παραγωγής, ζάχαρης, ζωοτροφών, ακόμη και βιοκαυσίμων από αυτά! Απλά επιδοτούνται να σαπίζουν!
Μεγάλο ενδιαφέρον έχει η εξής αναφορά στην ερημοποίηση, στη σελ. 7: «Το ένα τρίτο των ελληνικών εδαφών υπόκειται σε υψηλό δυνητικό κίνδυνο ερημοποίησης, που σημαίνει πως τα εδάφη αυτά είναι ακατάλληλα για παραγωγή τροφίμων ή για παραγωγή ανταγωνιστικών προϊόντων ποιότητας».
Εν προκειμένω, δεν είναι μοιραίο επακόλουθο της κλιματικής αλλαγής – αλλά καθαρά θέμα πολιτικής.
Στο Ισραήλ έχει καταπολεμηθεί, ενώ στην Κίνα προωθείται η δεντροφύτευση με τη μέθοδο «Καλλίδενδρον» του Έλληνα καθηγητή Καλλίστρατου – η οποία αναπτύχθηκε για αντίξοες εδαφολογικές συνθήκες, όπως και καμένες εκτάσεις αλλά αγνοήθηκε στην Ελλάδα. Η μέθοδος, εκτός από την Κίνα, χρησιμοποιήθηκε και στην Αφρική.
Σε σχέση τώρα με την προστασία της βιοποικιλότητας, αναφέρονται τα εξής στη σελ. 17: «Οι ορθές πρακτικές γεωργικής διαχείρισης μπορούν να έχουν ουσιαστικό θετικό αντίκτυπο στη διατήρηση της άγριας χλωρίδας και πανίδας της ΕΕ. Η παραδοσιακή γεωργία συμβάλλει στη διαφύλαξη ορισμένων φυσικών ή ημιφυσικών οικοτόπων».
Είναι κάτι που έχουμε πει ήδη για τη νομαδική κτηνοτροφία, έτσι ώστε να βελτιωθεί η πρόσβαση σε βοσκοτόπια και να μειωθεί η γραφειοκρατία – ενώ πρέπει να δοθούν φορολογικά κίνητρα, ειδικά σε ακριτικές περιοχές.
Τέλος, υπάρχει ανάγκη παραγωγής σπόρων – όπως επίσης των άλλων αγροεφοδίων που εισάγονται.
Εμείς έχουμε υποστηρίξει τη δημιουργία τραπεζών σπόρων, ενώ η Ελλάδα διαθέτει μία μόνο κρατική – το εργαστήριο της ΕΛΓΟ-Δήμητρα στη Θέρμη. Χρειάζονται επίσης σπόροι για παραγωγή – ενώ πρόκειται για ένα θέμα εθνικής ασφάλειας.
Η Τουρκία διαθέτει 32 τράπεζες σπόρων, παράγει 700.000 τόνους σπόρους και εξάγει 190 εκ. $. Αντίθετα, στην Ελλάδα το μεγαλύτερο ποσοστό εισάγεται.
Οι σπόροι-πολλαπλασιαστικό υλικό αποτελούν το 8% του κόστους – ενώ το 32% είναι η ενέργεια.
Ακόμη χειρότερα, λόγω της ανόδου των τιμών της ενέργειας, το μερίδιο της στο κόστος αυξάνεται – κάτι που βέβαια οφείλεται στα λάθη της κυβέρνησης με το ρεύμα, καθώς επίσης με τον ΦΠΑ και τον ΕΦΚ στα καύσιμα.
(2) Η αναφορά στο εξής, στη σελ. 4: «Οι γεωργοί κυτταροκαλλιέργειας και οι γεωργοί ελεγχόμενου περιβάλλοντος ενδέχεται να έχουν έντονη επίδραση στο μελλοντικό τοπίο της γεωργίας, έτσι ώστε ενδεχομένως να διαταράξουν την λειτουργία των υφιστάμενων επιχειρηματικών μοντέλων». Εδώ θα θέλαμε να υπάρχει μία μεγαλύτερη ανάλυση.
Αναφέρεται επίσης η γεωργία δέσμευσης άνθρακα (Carbon Farming), στη σελ. 13, ως εξής : «με τα συστήματα γεωργίας δέσμευσης άνθρακα, εφαρμόζονται αγροτικές πρακτικές που απομακρύνουν το CO2 από την ατμόσφαιρα, δίνοντας επιπλέον έσοδα στον παραγωγό – είτε μέσω ενισχύσεων από την ΚΑΠ, είτε μέσω ιδιωτικών συμφωνιών, όπως για παράδειγμα με τις αεροπορικές εταιρείες».
Ενδεχομένως κάτι τέτοιο θα προσελκύσει άλλου είδους επαγγελματίες στην γεωργία – οι οποίοι θα παράγουν ως υπηρεσία και όχι ως προϊόν. Είναι σωστό, αρκεί βέβαια να μην είναι εις βάρος της καλλιέργειας τροφίμων – όπως με τα βιοκαύσιμα.
(3) Η εξής αναφορά στη σελ. 4: «Η υγιεινή διατροφή θα αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία, παράλληλα με περιβαλλοντικές και ηθικές εκτιμήσεις, αλλά οι τιμές των τροφίμων θα εξακολουθούν να αποτελούν σημαντικό παράγοντα που καθορίζει τις διατροφικές επιλογές. Οι μικρές αλυσίδες εφοδιασμού ενδέχεται να γίνουν συχνότερες».
Πρόκειται για το γνωστό θέμα με τη διαταραχή των αλυσίδων διανομής διεθνώς. Εδώ προστίθεται ως ευκαιρία, στη σελ. 23, η διασύνδεση της αλυσίδας αξίας της αγροδιατροφής με άλλες αλυσίδες – με τον τουρισμό, τη φαρμακευτική βιομηχανία, τα καλλυντικά και τη χημική βιομηχανία.
Εν προκειμένω, είτε μέσω της προσφοράς πρώτων υλών είτε μέσω της απορρόφησης των προϊόντων τους – στο πλαίσιο της κυκλικής οικονομίας.
Είναι κάτι που αναφέρουμε στο πρόγραμμα μας, ειδικά όσον αφορά τη σύνδεση με τον τουρισμό – ενώ είναι εξαιρετικά σημαντικό, αφού η χώρα μας έχει ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο που επιδεινώνεται, όταν αυξάνεται ο τουρισμός.
(4) Υπάρχουν οι εξής αναφορές που έχουμε και εμείς στο πρόγραμμα μας: στην ευφυή γεωργία στη σελ. 10, στη γεωργία ακριβείας στη σελ. 11, εξαιρετικά σημαντική λόγω και των περιορισμών στην χρήση πόρων από την πράσινη ατζέντα της ΕΕ – καθώς επίσης στα έξυπνα θερμοκήπια (smart greenhouses) στη σελ. 11.
Όλα αυτά όμως απαιτούν επενδύσεις – ενώ το σωστό θα ήταν να παράγουμε αυτή την τεχνολογία και όχι να την εισάγουμε, όπως κάναμε στο παρελθόν με τα τρακτέρ κλπ.
(5) Είναι ενδιαφέρουσες οι αναφορές σε εφαρμογές για Ιχνηλασιμότητα (traceability) στη σελ. 11, κάτι πολύ σημαντικό για ΠΟΠ – καθώς επίσης σε συστήματα για την έγκαιρη πρόβλεψη ασθενειών (early disease warning Systems) στη κτηνοτροφία, στη σελ. 12.
(6) Είναι επίσης σημαντική η αναφορά της ορθής επιλογής φυτικού πολλαπλασιαστικού υλικού, δηλ. σπόρων και φυτωρίων, στη σελ. 16, στη χρήση της βιοτεχνολογίας, όπως και στον μικροπολλαπλασιασμό (micropropagation)» – στη σελ. 18
Οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, σε Πανεπιστήμιο Ισραήλ εξελίχθηκε η τεχνολογία TraitUP – η οποία εμποδίζει την εισαγωγή γενετικών υλικών στους σπόρους, χωρίς να τροποποιεί το DNA τους.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα βρήκαμε την αναφορά σε αγροφωτοβολταϊκά (agrivoltaics), με εγκαταστάσεις πάνω από τη γη, σε ικριώματα – όπως παρατηρείται στη Γερμανία, ενώ το είχαμε επισημάνει σε διάφορες ομιλίες μας.
Στην πρόταση τώρα για Γεωργικούς Συμβούλους, στη σελ. 20, θα θέλαμε να ρωτήσουμε πόσο θα κοστίσει και με ποια χρηματοδότηση.
Υπάρχει πάντως έλλειψη κτηνιάτρων για κτηνοτροφικές μονάδες – όπου θα πρέπει να δρομολογηθεί κάτι σαν αγροτικό, αφού είναι πιο εύκολο και κερδοφόρο να ασχολούνται οι κτηνίατροι με κατοικίδια.
Όσον αφορά τώρα το χαμηλό επίπεδο αγροτικής επαγγελματικής εκπαίδευσης, αποτελεί μία διαχρονική διαπίστωση – αν και φαίνεται ότι είναι καλή η παραγωγικότητά των αγροτών μας, με βάση τα δεδομένα.
Όπως αναφέρεται στη σελίδα 20, «μόλις το 6,2% των αρχηγών γεωργικών εκμεταλλεύσεων έχει λάβει βασική εκπαίδευση σε σύγκριση – με τον μέσο όρο 22,7% της ΕΕ-27».
Εν τούτοις, για αυτούς τους κληρονομικούς και μη εκπαιδευμένους αγρότες που ενδεχομένως δραστηριοποιούνται από ανάγκη και από όχι επιλογή, μάλλον φταίει η Πολιτεία – η οποία δεν προωθεί και δεν αυξάνει την κερδοφορία τους.
Επίσης, επειδή δεν τους δίνει κίνητρα – όπως θα ήταν η φθηνή στέγαση στην επαρχία, ενδεχομένως με δημόσια ακίνητα κλπ.
Για το ικανοποιητικό επίπεδο της μεταποίησης στα τρόφιμα, στη σελ. 27, αναφέρεται το εξής: «Η εγχώρια παραγωγή καλύπτει σε πολύ μεγάλο βαθμό τα προϊόντα που χρησιμοποιούνται στη γεωργία και τη μεταποίηση. Εισάγονται μόνο το 11% των προϊόντων της γεωργίας και το 17% των μεταποιημένων προϊόντων, που χρησιμοποιούνται σε περαιτέρω παραγωγική διαδικασία».
Το πρόβλημα εδώ είναι ότι στο βαμβάκι, για παράδειγμα, το οποίο είναι μια μεγάλη καλλιέργεια, είναι ανύπαρκτη η μεταποίηση και η αλυσίδα παραγωγής, με το κλείσιμο της κλωστοϋφαντουργίας – με αποτέλεσμα να επιδοτείται και να εξάγεται στη Τουρκία.
Έχει καταστραφεί επίσης η καλλιέργεια τεύτλων και η παραγωγής, ζάχαρης, ζωοτροφών, ακόμη και βιοκαυσίμων από αυτά! Απλά επιδοτούνται να σαπίζουν!
Μεγάλο ενδιαφέρον έχει η εξής αναφορά στην ερημοποίηση, στη σελ. 7: «Το ένα τρίτο των ελληνικών εδαφών υπόκειται σε υψηλό δυνητικό κίνδυνο ερημοποίησης, που σημαίνει πως τα εδάφη αυτά είναι ακατάλληλα για παραγωγή τροφίμων ή για παραγωγή ανταγωνιστικών προϊόντων ποιότητας».
Εν προκειμένω, δεν είναι μοιραίο επακόλουθο της κλιματικής αλλαγής – αλλά καθαρά θέμα πολιτικής.
Στο Ισραήλ έχει καταπολεμηθεί, ενώ στην Κίνα προωθείται η δεντροφύτευση με τη μέθοδο «Καλλίδενδρον» του Έλληνα καθηγητή Καλλίστρατου – η οποία αναπτύχθηκε για αντίξοες εδαφολογικές συνθήκες, όπως και καμένες εκτάσεις αλλά αγνοήθηκε στην Ελλάδα. Η μέθοδος, εκτός από την Κίνα, χρησιμοποιήθηκε και στην Αφρική.
Σε σχέση τώρα με την προστασία της βιοποικιλότητας, αναφέρονται τα εξής στη σελ. 17: «Οι ορθές πρακτικές γεωργικής διαχείρισης μπορούν να έχουν ουσιαστικό θετικό αντίκτυπο στη διατήρηση της άγριας χλωρίδας και πανίδας της ΕΕ. Η παραδοσιακή γεωργία συμβάλλει στη διαφύλαξη ορισμένων φυσικών ή ημιφυσικών οικοτόπων».
Είναι κάτι που έχουμε πει ήδη για τη νομαδική κτηνοτροφία, έτσι ώστε να βελτιωθεί η πρόσβαση σε βοσκοτόπια και να μειωθεί η γραφειοκρατία – ενώ πρέπει να δοθούν φορολογικά κίνητρα, ειδικά σε ακριτικές περιοχές.
Τέλος, υπάρχει ανάγκη παραγωγής σπόρων – όπως επίσης των άλλων αγροεφοδίων που εισάγονται.
Εμείς έχουμε υποστηρίξει τη δημιουργία τραπεζών σπόρων, ενώ η Ελλάδα διαθέτει μία μόνο κρατική – το εργαστήριο της ΕΛΓΟ-Δήμητρα στη Θέρμη. Χρειάζονται επίσης σπόροι για παραγωγή – ενώ πρόκειται για ένα θέμα εθνικής ασφάλειας.
Η Τουρκία διαθέτει 32 τράπεζες σπόρων, παράγει 700.000 τόνους σπόρους και εξάγει 190 εκ. $. Αντίθετα, στην Ελλάδα το μεγαλύτερο ποσοστό εισάγεται.
Οι σπόροι-πολλαπλασιαστικό υλικό αποτελούν το 8% του κόστους – ενώ το 32% είναι η ενέργεια.
Ακόμη χειρότερα, λόγω της ανόδου των τιμών της ενέργειας, το μερίδιο της στο κόστος αυξάνεται – κάτι που βέβαια οφείλεται στα λάθη της κυβέρνησης με το ρεύμα, καθώς επίσης με τον ΦΠΑ και τον ΕΦΚ στα καύσιμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου