Συνέχεια από: Παρασκευή 22 Ιουλίου 2016
Πλατωνισμός στόν Χριστιανισμό.
του Werner Beierwaltes.
III.
1. Ο Πρόκλος σκέφτεται το πρώτο, το θεμέλιο, την πηγή του Είναι στην ολότητά του σαν καθαρή ενότητα: αυτό είναι το ίδιο το Ένα το οποίο ανοίγει, φανερώνει όσον αφορά την ουσία του, κάθε πολλαπλότητα η οποία ξεδιπλώνει ελεύθερα ξεκινώντας απο αυτό. Γι'αυτό περιγράφεται ή περιορίζεται στην μορφή, κατά προσέγγισιν μέσω αρνήσεων τής πολλαπλότητος, σαν το μηδέν όλου αυτού που αυτό θεμελιώνει και διατηρεί, κάθε φορά, στο ιδιαίτερο του Είναι (πάντων γάρ όν αίτιον ουδέν έστι των πάντων). Οι αρνήσεις δείχνουν ακριβώς αυτό που αυτό δέν είναι και σημειώνουν την ριζική του ετερότητα και την απόλυτη διαφορά του, πρός το δικό του υπέρ-Είναι και μ'αυτό πρός την υπερβατικότητά του αναφορικά με κάθε ξεχωριστό όν και με το Είναι στην ολότητά του. Το μηδέν του Ενός δέν πρέπει να κατανοείται σαν ένα αφηρημένο κενό ή σαν μία αόριστη αφαίρεση, αλλά σαν την πληρότητα η οποία δέν διαθέτει τις διαφορές αυτού που δέν είναι ακόμη ένα αυτόνομο όν, ταυτόσημο με τον εαυτό του και διαφορετικό απο τα άλλα. Σύμφωνα δέ με το σημείο αναφοράς τού Πρόκλου, τον Πλατωνικό Παρμενίδη, το Ένα, καθότι κορυφαία πραγματικότης, δέν εκφράζεται μέσω κατηγοριών οι οποίες μπορούν επίσης να προσαρμοσθούν στο πλαίσιο της πολλαπλότητος, διότι αυτό, στο μέτρο που πρέπει να είναι καθαρή ενότης, δέν μπορεί με κανένα τρόπο να είναι πολλαπλότης. Αυτό δέν είναι, με την σημασία μίας διαλεκτικής αντιλήψεως σαν εκείνη της πρώτης υποθέσεως του Παρμενίδη, ούτε στάση ούτε κίνηση, ούτε ταυτότης, ούτε ετερότης, ούτε ομοιότης ή ισότης, ούτε μορφή ή όριο, ούτε κάτι τι ώστε να τίθεται η διαφορά περιορίζοντας, ή κάτι που είναι ήδη περιορισμένο. Δέν ονομάζεται ούτε με το πλέον καθολικό των κατηγορημάτων, το "Είναι", καθότι σαν Είναι θα περιείχε στον εαυτό του όλα τα άλλα κατηγορούμενα και τις κατηγορίες και μ'αυτό κάθε μορφή τής διαφοράς. Αυτή η απουσία των διαφορών στο καθαρό Ένα συνεπάγεται την απουσία σχέσεων με τον εαυτό του: σ'αυτό δέν είναι νοητή οποιαδήποτε αυτοισότης ή αυτοταυτότης, καμμία αυτο-αναφορά, αλλά γι'αυτό ούτε μία σκέψη, η οποία αναφέρεται σε κάτι ή μία σκέψη του εαυτού, όπως συμβαίνει αντιθέτως με τον πρώτο (Θεό) όταν το σκεφθούμε με την αριστοτελική μορφή. Στην αρχή του Πρόκλου υπάρχει μία καθαρή αμεσότης η οποία χρησιμεύει σαν προϋπόθεση σε μία καθολική αυτομεσολάβηση όπου αυτή καθιστά μέτοχο τον εαυτό της στον εαυτό της.
Θετικές διαβεβαιώσεις στο
Ένα-συπεριλαμβανόμενης ακόμη και αυτής: το "Ένα"-οι οποίες το
καθιστούν θεμέλιο, αιτία, καταγωγή, πηγή, αυτόθεος ή αγαθό συμπεριλαμβάνονται,
ξεκινώντας απο τις αντίστοιχες αρνήσεις, σαν, κάθε φορά, ονομασίες πρόσκαιρες
και ανακριβείς-όχι βεβαίως επειδή το Ένα, το οποίο είναι αξεπέραστη
πραγματικότης, δέν είναι "αγαθό". Αλλά κάθε δήλωση η οποία αποδίδει
κάτι τι σε κάποιο πράγμα, δέν συλλαμβάνει την "ουσία" του Ενός,
γι'αυτό η γλώσσα, σαν φαινόμενο τής διαφοράς η οποία μιλώντας για ένα
υποκείμενο, είναι πάντοτε δεμένη σε κάποιο πράγμα και έτσι, στην σχέση, ανοίγει
και διατηρεί ανοιχτή την διαφορά, δέν είναι κατάλληλη γι'αυτό το οποίο είναι
πρίν απο την διαφορά και την σχέση. Η πεποίθηση ότι κάθε βεβαίωση η οποία
αποδίδει κάτι σε κάτι άλλο δέν είναι ικανή να συλλάβει το Ένα, έτσι όπως αυτό
είναι καθαυτό και ότι οι περιοριστικές αρνήσεις οδηγούν στην κορύφωση του Ενός
ακριβώς στο μηδέν του Όλου, αλλά εκφράζουν την "ουσία" του μ'έναν
τρόπο άλλο τόσο ελάχιστα καθαρό, οδηγεί σ'ένα παράδοξο το οποίο, υπολογίζοντας
το πράγμα το οποίο στοχεύει εδώ η σκέψη, είναι αναγκαίο το Ένα να είναι
"κάτι" και ταυτόχρονα να μήν
είναι "κάτι". Εάν το Ένα ήταν (με την σημασία με την οποία είναι ένα
όν το οποίο συλλαμβάνεται με τον τρόπο των κατηγοριών), θα έπαυε αμέσως νά είναι το ίδιο το Ένα σαν καθαρή απλότης. Λόγω του γεγονότος ότι είναι
"ουσιώδες" θα ετοποθετείτο ήδη σ'αυτό η πρώτη διαφορά.
Η γλώσσα η οποία παρ'όλα
αυτά-τουλάχιστον μέσω παραδόξων-προσπαθεί να πεί αυτό που είναι καθαυτό
ακατανόητο και επομένως και άρρητο, αφαιρεί τον εαυτό της : στην κορυφή τής
ανοδικής κινήσεως τής αρνητικής διαλεκτικής κατ'απέναντι στο Ένα υπάρχει η άρνηση της αρνήσεως". Η προσπάθεια που επραγματοποιήθη μέσω τής γλώσσας
μίας σκέψης του ακατανόητου και μίας περιγραφής του αρρήτου του τελειούται στην
σιωπή. Η σιωπή λοιπόν σημαίνει επίσης ότι το ίδιο το Ένα, πορεί να έλθει στην
εμπειρία μόνον μέσω μίας "ενώσεως" διαισθητικής σε μία διάσταση όπου
τόσο η λέξη, και επομένως και η διαλογική σκέψη, όσο επίσης και το βλέπειν το
οποίο είναι δεμένο πάντοτε σε κάτι, είναι απολύτως σε παύση. Αυτή η ενοποίηση
πραγματοποιείται σαν μία έκσταση του ανθρώπου τέτοια ώστε να προετοιμάζεται απο
την διαλεκτική, και να οδηγεί μέσω της έννοιας πέραν αυτής και να λύνει την
εσωτερική σχέση σκέψης και γλώσσας.
Αλλά ακριβώς γι'αυτό αυτή η ενέργεια,
λόγω του ότι η επιτυχία της προετοιμάζεται και καθίσταται δυνατή κάθε φορά, απο
μία υπέρτατη άσκηση τής σκέψης, κατανοημένης σαν πραγματοποίηση μίας όλο και
πιό εσωτερικής ενοποιήσεως, είναι ριζικά διαφορετική, απο έναν αλόγιστο
παραλογισμό συγκεχυμένο ή ονειρευόμενο ο οποίος αρνείται συστηματικά την
εννοιολόγηση.
Η πιό αφηρημένη και ταυτοχρόνως
ακριβής βεβαίωση στο άρρητο Ένα, αφορά την δική του απόλυτη διαφορά σε σχέση με
το πλαίσιο του ρητού, και επομένως και απο εκείνο του υπάρχοντος :
υπερβατικό-είναι, το μηδέν του όλου, πέραν του Είναι, σκέψη και γλώσσα. Ακριβώς
σ'αυτή την αδιάκοπη φανέρωση της ετερότητος, ο "μηδενισμός" ή το
επέκεινα του Ενός-το οποίο σκεπτόμαστε σαν ταυτόσημο με τον Θεό-ο Διονύσιος συμφωνεί
με τον Πρόκλο. Μία μαρτυρία μ'αυτή την έννοια, η οποία βρίσκεται μέσα στις
μελέτες τής σκέψης τους και της γλώσσας τους, δίνεται απο το θέμα που είναι
ακόμη ανοιχτό, της αποδόσεως ενός ύμνου ανώνυμου που ονομάζεται "Ώ πάντων
επέκεινα". Υπολογίζοντας δέ τον κοινό εννοιολογικό τους ορίζοντα μπορεί να
αποδοθεί και στους δύο και στον Πρόκλο και στον Διονύσιο. Προσωπικώς πιστεύω
στην πατρότητα του Πρόκλου:
Ώ πάντων επέκεινα τί γάρ θέμις άλλο σε
μέλπειν; Πώς σε τον εν πάντεσσιν υπείροχον υμνοπολεύσω; Πώς λόγος υμνήσει σε;
Σύ γάρ λόγω ουδενί ρητός Μούνος εών άφραστος, επεί τέκες όσσα λαλείται. Πώς
νόος αθρήσει σε; Σύ γάρ νοώ ουδενί ληπτός ; Μούνος εών άγνωστος, επεί τέκες
όσσα νοείται. Πάντα σε και λαλέοντα και ου λαλέοντα λιγαίνει, πάντα σε και
νοέοντα και ού νοέοντα γεραίνει. Ξυνοί γάρ τε πόθοι, ξυναί δ'ωδίνες απάντων.
Αμφί σε σοί δέ τα πάντα προσεύχεται εις σε δέ πάντα. Σύνθεμα σον νοέοντα λαλεί
σιγώμενον ύμνον. Εκ σέο πάντα πέφηνε, σύ δ'ουδενός είνεκα μούνος. Σα ενί πάντα
μένει, σοί δ'αθρόα πάντα θοάζει. Και πάντων τέλος έσσι, και είς και πάντα
υπάρχεις, ούχ εν εών, ού πάντα. Πανώνυμε, πώς σε καλέσσω. Τον μόνον ακλήιστον;
υπερφανέας δέ καλύπτρας. Τις νόος ουρανίδης εισδύσεται, ίλαος είης, Ώ
πάντων επέκεινα, τί γάρ θέμις άλλο σε μέλπειν;.
Συνεχίζεται.
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου