Απόσπασμα από το βιβλίο του George Prestige: God in Patristic Thought. Το τέλος του XI κεφαλαίου "Ταυτότης ουσίας".
Για τους Έλληνες ο Θεός είναι μια μοναδική αντικειμενική ύπαρξη παρότι είναι ακόμη επίσης τρία αντικείμενα.Αυτή η πίστη διαφέρει από την πίστη των Λατίνων για τους οποίους ο Θεός είναι ένα μοναδικό αντικείμενο και τρία υποκείμενα (una substantia, tres personae). Ούτε η Λατινική γλώσσα ούτε ο κοινός νους των Λατίνων μπορούσαν να παρακολουθήσουν τις λεπτές πτυχές της Ελληνικής θεολογίας. Η Λατινική θεολογία ακολούθησε τον δικό της δρόμο και ο Αυγουστίνος προσπάθησε, χωρίς μεγάλη επιτυχία, να συνδέσει τα τρία υποκείμενα μέσω της αναλογίας υποκειμένου, αντικειμένου και σχέσεως (De Trinitate, βιβλίο 9) παρουσιάζοντάς την μέσω του παραδείγματος του Νοός, της γνώσεως που έχει για τον εαυτό του ο Νους και της αγάπης με την οποία ο Νους αγαπά τον εαυτό του και τη γνώση του!Προσπάθησε και μια πιο σίγουρη μέθοδο στο βιβλίο 10, με το ψυχολογικό παράδειγμα του συντονισμού ανάμεσα στη μνήμη, στη νόηση και στη θέληση μέσα στα πλαίσια της ενωμένης συνειδήσεως του ανθρώπου! Έχοντας δε σαν αφετηρία τη νοητική δομή του ανθρώπου, της κορυφαίας δημιουργίας του Θεού, απέδειξε την ύπαρξη μιας πιο αντικειμενικής πολλαπλότητος μέσα στον Δημιουργικό ΝΟΥ. Τοιουτοτρόπως η προσοχή επικεντρωνόταν στην ουσιώδη ενότητα της θείας Τριάδος και ετοιμαζόταν ο δρόμος για την ερμηνεία των τριών προσώπων σαν σχέσεις!Ανάμεσα στους Λατίνους, όσοι διέθεταν αληθινά βαθειά σκέψη κατανοούσαν πολύ καλά το γεγονός πως το Ελληνικό Δόγμα περί της Αγίας Τριάδος ήταν βασικώς διαφορετικό από το δικό τους. Αναγνώριζαν πως είναι παράδοξη η προσπάθεια, παρότι αναγκαία, της πεπερασμένης ανθρωπίνου νοήσεως να θέλει να εκφράσει την φύση του απείρου μυστηρίου του Θεού!Αυτό τους βοήθησε να κατανοήσουν πως οποιοδήποτε δόγμα περί Θεού δεν είναι παρά μια απλή ανθρώπινη αλληγορία, τόσο αληθινή όσο παρουσιάζει μια πιστή απεικόνιση της αποκαλύψεως που μας έδωσε ο Θεός, ώστε να μάθει ο άνθρωπος όλα όσα είχε ανάγκη για την σωτηρία του, όμως απολύτως ακατάλληλη να περιγράψει αυτό που είναι ο Θεός στην τέλεια πραγματικότητά του.Σ' αυτή τη βάση ήταν έτοιμοι να δεχθούν πως δύο διαφορετικοί ορισμοί της Ουσίας του Θεού, μπορεί να είναι το ίδιο πιστοί στην θεϊκή πραγματικότητα. Και οι δύο έτσι κι αλλιώς στηρίζονται στην αναλογία και οι αναλογίες δεν μπορούν να είναι αναλυτικές σε όλες τις λεπτομέρειες, πέρα από το σημείο εκείνο το οποίο έχουν πρόθεση να εκφράσουν.Έτσι ο Αυγουστίνος δεν έδειξε καθόλου προβληματισμένος, ούτε έκπληκτος όταν επιβεβαίωνε πως οι Έλληνες ερμήνευαν την Τριάδα διαφορετικά από τους Λατίνους: «Προσπαθώντας να περιγράψουμε πράγματα άρρητα (De Trinitate 7, 4) και προκειμένου να εκφράσουμε με κάποιο τρόπο αυτό που δεν θα μπορέσουμε ποτέ μας να εκφράσουμε ολοκληρωτικά, οι Έλληνες φίλοι μας μας μίλησαν για μία Φύση και τρεις Ουσίες, ενώ οι Λατίνοι για μία Φύση ή Ουσία και για τρία Πρόσωπα». Και η μία και η άλλη μέθοδος είναι νόμιμες, εφόσον οι εκφράσεις αυτές γίνονται κατανοητές “μέσα στο μυστήριο”, καθότι τον Θεό κατανοούμε πιο αυθεντικά απ' όσο μπορούμε να τον εκφράσουμε και υπάρχει πιο αυθεντικά απ' όσο μπορούμε να τον κατανοήσουμε, η υπερβατικότης της θεότητος ξεπερνά τις δυνατότητες της ανθρώπινης γλώσσης.Τέσσερις αιώνες αργότερα η διαφορά ανάμεσα στους Έλληνες και στους Λατίνους, ανακαλύπτεται ξανά από τους Ιρλανδούς σοφούς. Κατανόησαν εύκολα πως υπόσταση, παρότι “θεολογικά” ισάξια με τον Λατινικό όρο πρόσωπο, δεν σήμαινε στην πραγματικότητα υποκείμενο, αλλά αντικείμενο. Έτσι ο Giovanni Scoto, ο οποίος μετέφρασε στα Λατινικά τον Αρεοπαγίτη και τον Μάξιμο τον Ομολογητή σκέφτεται με τους Ελληνικούς όρους: «Προκειμένου η νόηση των πιστών να διαθέτει κάτι για να σκεφτεί και να εκφράσει γύρω από το άρρητο και άγνωστο μυστήριο της πίστεως, οι άγιοι θεολόγοι μας μετέφεραν την ομολογία πίστεως πως ο Αγαθός Θεός υπάρχει σαν τρία αντικείμενα (Substantiae), μιας μοναδικής φύσεως (essentia)».Ο Θωμάς Ακινάτης (Summa Theol. 1,29,3) κατάλαβε πολύ καλά το λάθος του Αυγουστίνου, ο οποίος ερμήνευσε την υπόσταση με την αφηρημένη έννοια Substantia και ομολόγησε πως οι δύο λέξεις σημαίνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Παρόλα αυτά, επειδή ο όρος Substantia μπορούσε να εκφράσει ταυτόχρονα και την αφηρημένη έννοια και τη συγκεκριμένη, κατήγγειλε τη χρησιμοποίηση του όρου αυτού για τη μετάφραση της υποστάσεως και προτίμησε την λέξη Subsistentia στην θέση του, τον οποίο όριζε σαν αυτό που υπάρχει καθ' εαυτό και όχι ως προς άλλο, «Per se existit, et non in alio». Αυτή ήταν ακριβώς η σημασία του όρου υπόστασις. Αλλά ούτε και ο Ακινάτης απέδειξε πως κατανόησε μέχρι τέλους την αληθινή σημασία της διαφοράς. Καθότι σκεφτόταν πως υπόστασις σήμαινε απλώς “μοναδικό άτομο” όπως και ο Λατινικός όρος Persona (και θα μπορούσε να συμπληρώσει αλλά δεν το έκανε) και ο Ελληνικός όρος Πρόσωπον. Η μόνη διάκριση που έκανε ο Ακινάτης ανάμεσα στο πρόσωπο και την υπόσταση ήταν το ότι νόμισε πως υπόσταση σήμαινε ένα μοναδικό αντικείμενο ανάμεσα σε οποιοδήποτε είδος αντικειμένων, ενώ περιόριζε την έννοια του προσώπου σε ένα μοναδικό αντικείμενο «in genere rationalium substantiarum» δηλαδή σ' ένα άτομο του ανθρωπίνου είδους.
Στην συνέχεια θα προσπαθήσουμε να δούμε συνοπτικά τον μόχθο των Ελλήνων πατέρων να εκφράσουν το ανέκφραστο, αλλά όχι το άγνωστο, όπως “άπιστα” ισχυρίζεται ο Αυγουστίνος, ο οποίος μόχθος εγκαταλείπεται προδοτικά από τους συγχρόνους θεολόγους μας!
Μια μικρή γεύση των καταστροφών που έφεραν οι διαλογισμοί των Λατίνων γύρω από την Αγία Τριάδα, μπορούμε να πάρουμε από το μικρό απόσπασμα του Ratzinger, γύρω από τις σχέσεις του Αγίου Πνεύματος που βρίσκεται σε τούτο το ίδιο blog, κάτω από τον τίτλο «Πηγές της Νεωτερικής θεολογίας ΙΙΙ»!
ΟΙ ΚΑΠΠΑΔΟΚΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ
Ο όρος υπόστασις, στην τριαδολογία, εισέρχεται για πρώτη φορά με τον Ωριγένη. Κατά τον Ωριγένη ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι τρία πράγματα, διακεκριμένα ως προς την ουσία, το υποκείμενον και ως προς την υπόσταση. Εμφανίζεται λοιπόν στα κείμενα του Ωριγένη μία Αγία Τριάδα με τρεις υποστάσεις αλλά ιεραρχημένη σε μειωτικούς αναβαθμούς. Η "θεολογία" του Ωριγένη δημιούργησε τεράστια προβλήματα από τα οποία χρειάστηκε να ελευθερωθεί στην συνέχεια η πατερική θεολογία, όπως αυτό που (άγνωστο σχεδόν σε μας αναδύεται ανεμπόδιστα στις μέρες μας από τον κ. Ζηζιούλα) συνδέει την αιώνια Γένηση του Υιού με την ιδέα της αιώνιας (ab aeterno) Δημιουργίας του κόσμου.
Ενώ λοιπόν στην Ανατολή η θεολογία, με την επιρροή του Ωριγένη βασίστηκε στη διάκριση των τριών υποστάσεων, στη Δύση θεωρούσαν λάθος την διάκριση προτιμώντας την Μοναρχία, την ενότητα.
Στα σίγουρα έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαφωνία, η οποία προκάλεσε σιγά-σιγά και το οριστικό ρήγμα, μια γλωσσική ανεπάρκεια των Ρωμαίων. Η Ελληνική λέξις υπόσταση μεταφραζόταν σαν Substantia (ουσία), αλλά παρότι δεν είναι μακριά σαν σημασία από την υπόσταση, μετά τον λόγο του Τερτυλλιανού για ενότητα ουσίας της Αγίας Τριάδος, unitas substantiae, δεν μπορούσαν πλέον στη Δύση να μην σκανδαλίζονται κάθε φορά που άκουγαν να μιλάνε για τρεις substatiae στον θεό!
Πίσω στην Ανατολή τώρα ξανά, μέσα από την θεολογία του Ωριγένη, ξεπηδούσε ο Άρειος. Για τον οποίο η υπόσταση ήταν ισάξια της ουσίας όπως και για τον Ωριγένη. Για να διατηρήσει δε την διάκριση των υποστάσεων σκέφτηκε πως οι υποστάσεις έχουν μειωτική Ιεραρχία. Έτσι μόνον η υπόσταση του πατρός είναι θεός ενώ οι άλλες δύο είναι κτίσματα, δημιουργήματα του πατρός. Μέσα σ' αυτό το κλίμα επιβάλλεται το ομοούσιος στην Σύνοδο της Νίκαιας στα 325. Και παρόλα αυτά ακόμη και στην Νίκαια η υπόστασις συνέχιζε να θεωρείται συνώνυμο της oυσίας.
Με τον Μ. Βασίλειο η υπόστασις αρχίζει να διαφοροποιείται από την ουσία, ώσπου στην Σύνοδο της Κων/πόλεως στα 381, λήγει και η ταυτότης των δύο όρων. Ουσία σημαίνει πλέον το ουσιώδες ή την ουσία του Μοναδικού Θεού και υπόστασις την ιδιαίτερη ύπαρξη ή τον τρόπο υπάρξεως των Τριών της Iδίας Τριάδος. Διότι η ουσία ως προς την υπόσταση είναι όπως το κοινό ως προς το ιδιαίτερο.
Ο Μ. Βασίλειος τονίζει πως οι θείες υποστάσεις δεν δημιουργούν μια ομαδική ενότητα, αλλά μια ενότητα oυσίας. Ο Μ. Βασίλειος επέλεξε τον όρο υπόστασις διότι, λόγω και της ετυμολογίας και λόγω της φιλοσοφικής πυκνότητος, έδινε την δυνατότητα να περιγράψουμε την ύπαρξη ενός ουσιαστικού όντος!
Εξασφαλίζοντας λοιπόν την ορθοδοξία οι Καππαδόκες, έθεσαν ταυτόχρονα και τις ιστορικές και νοητικές προϋποθέσεις της αναπτύξεως της ανθρωπολογίας. Δηλαδή της αυτοκατανοήσεως του ανθρώπου σαν πρόσωπο, κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν του αποκεκαλυμμένου Θεού και δωρισμένο ξανά στον άνθρωπο στον Ιησού της Ναζαρέτ. Ο άνθρωπος δεν μπορεί πλέον να είναι ένα απλό μέλος μιας ολότητος (το όλον, το παν, τα πάντα), ένα μέρος που λύεται και διαλύεται στο σύνολο των πραγμάτων, μια φευγαλέα στιγμή μιας άπειρης κοσμογονίας, αλλά αυθύπαρκτο υποκείμενο, μοναδικό και ανεπανάληπτο, μέσα σε μια Ιστορία σωτηρίας ή καταδίκης, της οποίας το Σύμπαν είναι μόνον θέατρο και συνθήκη.
Ο άνθρωπος μπορεί τώρα πια να είναι πρόσωπο!
Η διδασκαλία των Καππαδοκών είναι ουσιαστικά ίδια με του Μ. Αθανασίου. Κατηγορήθηκαν άδικα για τριθεϊσμό. Δέχθηκαν την τριπλή αντικειμενικότητα (τις υποστάσεις) σαν βάση της διδασκαλίας τους για να προσθέσουν πως εφόσον οι υποστάσεις είναι ταυτόσημες, πρέπει να δημιουργούν μία μοναδική και ίδια ουσία. Δεν δέχθηκαν ποτέ τους την έννοια των ομοίων υποστάσεων, ενώ τόνισαν την ταυτότητα της θείας ουσίας!
Κατανοούσαν στην ουσία ένα ιδιαίτερο και καθορισμένο αντικείμενο θεωρούμενο από την μεταφυσική του πραγματικότητα και δεν δέχθηκαν ποτέ τους μια ομοιότητα φύσεως. Ο σωστός τρόπος για να γίνει κατανοητό το γεγονός πως στην Αγία Τριάδα έχουμε μια κοινή ουσία, είναι να αναγνωρίσουμε πως πρέπει να ομιλούμε για ένα πρόσωπο, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ομιλούμε και για το άλλο.
Έτσι αν αναγνωρίζουμε πως ο Πατέρας κατέχει αυτό που συστήνει (υποκείμενον) το Φως, συμπεραίνεται πως και η ουσία του Υιού είναι Φως. Έτσι λοιπόν η θεότης είναι ΜΙΑ.
Σ' αυτό το σημείο πρέπει να επισημάνουμε πως δεν υφίσταται ουδεμία αναλογία ανάμεσα στην ουσία της Αγίας Τριάδος και στην κοινή ουσία της ανθρωπότητος. Στην περίπτωση λοιπόν των διαφορετικών ανθρώπων η ενότης της ουσίας οφείλεται στην μετοχή στο ίδιο γένος και δεν οδηγεί στην ταυτότητα της ουσίας των τριών υποστάσεων. Οι διαφορές που διακρίνουν τα θεία πρόσωπα είναι ιδιότητες και εκφράζονται στα ονόματα Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα δηλαδή στην Πατρότητα, στην Υιότητα και στην Αγιότητα! Αυτές οι ιδιότητες σημαίνουν τον τρόπο με τον οποίο η ουσία απονέμεται και εκφράζεται (Κατά Ευνομίου 1, 19-20 του Μ. Βασιλείου).
Στην επιστολή 38, 5 ο Μ. Βασίλειος γίνεται πιο σαφής. Η υπόσταση είναι το σημείο της “ατομικότητος” του προσώπου, ενώ η Αρχή της κοινωνίας αναφέρεται στην ουσία. Η υπόσταση λοιπόν είναι το σημείο της διακρίσεως μέσα στην Αγία Τριάδα. Παρόλα αυτά όμως ολόκληρη και αδιαφοροποίητη η κοινή ουσία, επειδή δεν είναι σύνθετη, είναι ταυτόσημη στο αδιαφοροποίητο εσωτερικό κάθε προσώπου. Ολόκληρη η ουσία του Υιού είναι ίση με ολόκληρη την ουσία του Πατέρα. Η διάκρισις είναι μόνον ο τρόπος με τον οποίο η ταυτόσημη ουσία παρουσιάζεται αντικειμενικά (υποστατικά) σε κάθε πρόσωπο.
Αυτές οι διακρίσεις (“ατομικότητες”), στην γλώσσα των Καππαδοκών Πατέρων, ονομάζονται “γνωριστικαί ιδιότητες”. Είναι τρόποι υπάρξεως και όχι στοιχεία υπάρξεως. Αυτές οι ιδιότητες ονομάστηκαν αργότερα, υποστατικαί ιδιότητες. Υπόστασις και ουσία, λέει ο Αθανάσιος σημαίνουν ύπαρξη! Διότι είναι, υπάρχουν. Η λέξη ύπαρξις όμως, χρησιμοποιείται στην πατερική γραμματεία συνδυασμένη με την Αρχή! Έτσι τα δύο ιδίως πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, εκφράζοντας τον τρόπο υπάρξεως της ουσίας εκφράζουν και την προέλευσή τους από την Πατρική Αρχή ταυτοχρόνως. Στο τέταρτο βιβλίο του Μ. Βασιλείου εναντίον του Ευνομίου αποδεικνύεται πως ο όρος Αγέννητος δεν εκφράζει την ουσία του Θεού αλλά τον τρόπο υπάρξεως. Ο όρος τρόπος υπάρξεως παραπέμπει πάντοτε στην Αρχή, στην προέλευση.
Το γεγονός λοιπόν ότι σ' αυτό το σημείο η θεολογία βασίστηκε στην τριαδικότητα της υποστατικής φανέρωσης και όχι στην ενότητα της Φύσεως, είχε σαν αποτέλεσμα εκτός των άλλων, το γεγονός πως τέλειωσε μ' αυτόν τον τρόπο τα ακανθώδες θέμα της “υποταγής” του Υιού στον Πατέρα και του Αγίου Πνεύματος στον Υιό, ωριγενικής προελεύσεως.
Έτσι λοιπόν το δόγμα της Αγίας Τριάδος δίδασκε ξανά έναν Θεό σε τρία πρόσωπα και όχι τρία πρόσωπα σε μία θεότητα!
Αμέθυστος
Για τους Έλληνες ο Θεός είναι μια μοναδική αντικειμενική ύπαρξη παρότι είναι ακόμη επίσης τρία αντικείμενα.Αυτή η πίστη διαφέρει από την πίστη των Λατίνων για τους οποίους ο Θεός είναι ένα μοναδικό αντικείμενο και τρία υποκείμενα (una substantia, tres personae). Ούτε η Λατινική γλώσσα ούτε ο κοινός νους των Λατίνων μπορούσαν να παρακολουθήσουν τις λεπτές πτυχές της Ελληνικής θεολογίας. Η Λατινική θεολογία ακολούθησε τον δικό της δρόμο και ο Αυγουστίνος προσπάθησε, χωρίς μεγάλη επιτυχία, να συνδέσει τα τρία υποκείμενα μέσω της αναλογίας υποκειμένου, αντικειμένου και σχέσεως (De Trinitate, βιβλίο 9) παρουσιάζοντάς την μέσω του παραδείγματος του Νοός, της γνώσεως που έχει για τον εαυτό του ο Νους και της αγάπης με την οποία ο Νους αγαπά τον εαυτό του και τη γνώση του!Προσπάθησε και μια πιο σίγουρη μέθοδο στο βιβλίο 10, με το ψυχολογικό παράδειγμα του συντονισμού ανάμεσα στη μνήμη, στη νόηση και στη θέληση μέσα στα πλαίσια της ενωμένης συνειδήσεως του ανθρώπου! Έχοντας δε σαν αφετηρία τη νοητική δομή του ανθρώπου, της κορυφαίας δημιουργίας του Θεού, απέδειξε την ύπαρξη μιας πιο αντικειμενικής πολλαπλότητος μέσα στον Δημιουργικό ΝΟΥ. Τοιουτοτρόπως η προσοχή επικεντρωνόταν στην ουσιώδη ενότητα της θείας Τριάδος και ετοιμαζόταν ο δρόμος για την ερμηνεία των τριών προσώπων σαν σχέσεις!Ανάμεσα στους Λατίνους, όσοι διέθεταν αληθινά βαθειά σκέψη κατανοούσαν πολύ καλά το γεγονός πως το Ελληνικό Δόγμα περί της Αγίας Τριάδος ήταν βασικώς διαφορετικό από το δικό τους. Αναγνώριζαν πως είναι παράδοξη η προσπάθεια, παρότι αναγκαία, της πεπερασμένης ανθρωπίνου νοήσεως να θέλει να εκφράσει την φύση του απείρου μυστηρίου του Θεού!Αυτό τους βοήθησε να κατανοήσουν πως οποιοδήποτε δόγμα περί Θεού δεν είναι παρά μια απλή ανθρώπινη αλληγορία, τόσο αληθινή όσο παρουσιάζει μια πιστή απεικόνιση της αποκαλύψεως που μας έδωσε ο Θεός, ώστε να μάθει ο άνθρωπος όλα όσα είχε ανάγκη για την σωτηρία του, όμως απολύτως ακατάλληλη να περιγράψει αυτό που είναι ο Θεός στην τέλεια πραγματικότητά του.Σ' αυτή τη βάση ήταν έτοιμοι να δεχθούν πως δύο διαφορετικοί ορισμοί της Ουσίας του Θεού, μπορεί να είναι το ίδιο πιστοί στην θεϊκή πραγματικότητα. Και οι δύο έτσι κι αλλιώς στηρίζονται στην αναλογία και οι αναλογίες δεν μπορούν να είναι αναλυτικές σε όλες τις λεπτομέρειες, πέρα από το σημείο εκείνο το οποίο έχουν πρόθεση να εκφράσουν.Έτσι ο Αυγουστίνος δεν έδειξε καθόλου προβληματισμένος, ούτε έκπληκτος όταν επιβεβαίωνε πως οι Έλληνες ερμήνευαν την Τριάδα διαφορετικά από τους Λατίνους: «Προσπαθώντας να περιγράψουμε πράγματα άρρητα (De Trinitate 7, 4) και προκειμένου να εκφράσουμε με κάποιο τρόπο αυτό που δεν θα μπορέσουμε ποτέ μας να εκφράσουμε ολοκληρωτικά, οι Έλληνες φίλοι μας μας μίλησαν για μία Φύση και τρεις Ουσίες, ενώ οι Λατίνοι για μία Φύση ή Ουσία και για τρία Πρόσωπα». Και η μία και η άλλη μέθοδος είναι νόμιμες, εφόσον οι εκφράσεις αυτές γίνονται κατανοητές “μέσα στο μυστήριο”, καθότι τον Θεό κατανοούμε πιο αυθεντικά απ' όσο μπορούμε να τον εκφράσουμε και υπάρχει πιο αυθεντικά απ' όσο μπορούμε να τον κατανοήσουμε, η υπερβατικότης της θεότητος ξεπερνά τις δυνατότητες της ανθρώπινης γλώσσης.Τέσσερις αιώνες αργότερα η διαφορά ανάμεσα στους Έλληνες και στους Λατίνους, ανακαλύπτεται ξανά από τους Ιρλανδούς σοφούς. Κατανόησαν εύκολα πως υπόσταση, παρότι “θεολογικά” ισάξια με τον Λατινικό όρο πρόσωπο, δεν σήμαινε στην πραγματικότητα υποκείμενο, αλλά αντικείμενο. Έτσι ο Giovanni Scoto, ο οποίος μετέφρασε στα Λατινικά τον Αρεοπαγίτη και τον Μάξιμο τον Ομολογητή σκέφτεται με τους Ελληνικούς όρους: «Προκειμένου η νόηση των πιστών να διαθέτει κάτι για να σκεφτεί και να εκφράσει γύρω από το άρρητο και άγνωστο μυστήριο της πίστεως, οι άγιοι θεολόγοι μας μετέφεραν την ομολογία πίστεως πως ο Αγαθός Θεός υπάρχει σαν τρία αντικείμενα (Substantiae), μιας μοναδικής φύσεως (essentia)».Ο Θωμάς Ακινάτης (Summa Theol. 1,29,3) κατάλαβε πολύ καλά το λάθος του Αυγουστίνου, ο οποίος ερμήνευσε την υπόσταση με την αφηρημένη έννοια Substantia και ομολόγησε πως οι δύο λέξεις σημαίνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Παρόλα αυτά, επειδή ο όρος Substantia μπορούσε να εκφράσει ταυτόχρονα και την αφηρημένη έννοια και τη συγκεκριμένη, κατήγγειλε τη χρησιμοποίηση του όρου αυτού για τη μετάφραση της υποστάσεως και προτίμησε την λέξη Subsistentia στην θέση του, τον οποίο όριζε σαν αυτό που υπάρχει καθ' εαυτό και όχι ως προς άλλο, «Per se existit, et non in alio». Αυτή ήταν ακριβώς η σημασία του όρου υπόστασις. Αλλά ούτε και ο Ακινάτης απέδειξε πως κατανόησε μέχρι τέλους την αληθινή σημασία της διαφοράς. Καθότι σκεφτόταν πως υπόστασις σήμαινε απλώς “μοναδικό άτομο” όπως και ο Λατινικός όρος Persona (και θα μπορούσε να συμπληρώσει αλλά δεν το έκανε) και ο Ελληνικός όρος Πρόσωπον. Η μόνη διάκριση που έκανε ο Ακινάτης ανάμεσα στο πρόσωπο και την υπόσταση ήταν το ότι νόμισε πως υπόσταση σήμαινε ένα μοναδικό αντικείμενο ανάμεσα σε οποιοδήποτε είδος αντικειμένων, ενώ περιόριζε την έννοια του προσώπου σε ένα μοναδικό αντικείμενο «in genere rationalium substantiarum» δηλαδή σ' ένα άτομο του ανθρωπίνου είδους.
Στην συνέχεια θα προσπαθήσουμε να δούμε συνοπτικά τον μόχθο των Ελλήνων πατέρων να εκφράσουν το ανέκφραστο, αλλά όχι το άγνωστο, όπως “άπιστα” ισχυρίζεται ο Αυγουστίνος, ο οποίος μόχθος εγκαταλείπεται προδοτικά από τους συγχρόνους θεολόγους μας!
Μια μικρή γεύση των καταστροφών που έφεραν οι διαλογισμοί των Λατίνων γύρω από την Αγία Τριάδα, μπορούμε να πάρουμε από το μικρό απόσπασμα του Ratzinger, γύρω από τις σχέσεις του Αγίου Πνεύματος που βρίσκεται σε τούτο το ίδιο blog, κάτω από τον τίτλο «Πηγές της Νεωτερικής θεολογίας ΙΙΙ»!
ΟΙ ΚΑΠΠΑΔΟΚΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ
Ο όρος υπόστασις, στην τριαδολογία, εισέρχεται για πρώτη φορά με τον Ωριγένη. Κατά τον Ωριγένη ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι τρία πράγματα, διακεκριμένα ως προς την ουσία, το υποκείμενον και ως προς την υπόσταση. Εμφανίζεται λοιπόν στα κείμενα του Ωριγένη μία Αγία Τριάδα με τρεις υποστάσεις αλλά ιεραρχημένη σε μειωτικούς αναβαθμούς. Η "θεολογία" του Ωριγένη δημιούργησε τεράστια προβλήματα από τα οποία χρειάστηκε να ελευθερωθεί στην συνέχεια η πατερική θεολογία, όπως αυτό που (άγνωστο σχεδόν σε μας αναδύεται ανεμπόδιστα στις μέρες μας από τον κ. Ζηζιούλα) συνδέει την αιώνια Γένηση του Υιού με την ιδέα της αιώνιας (ab aeterno) Δημιουργίας του κόσμου.
Ενώ λοιπόν στην Ανατολή η θεολογία, με την επιρροή του Ωριγένη βασίστηκε στη διάκριση των τριών υποστάσεων, στη Δύση θεωρούσαν λάθος την διάκριση προτιμώντας την Μοναρχία, την ενότητα.
Στα σίγουρα έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαφωνία, η οποία προκάλεσε σιγά-σιγά και το οριστικό ρήγμα, μια γλωσσική ανεπάρκεια των Ρωμαίων. Η Ελληνική λέξις υπόσταση μεταφραζόταν σαν Substantia (ουσία), αλλά παρότι δεν είναι μακριά σαν σημασία από την υπόσταση, μετά τον λόγο του Τερτυλλιανού για ενότητα ουσίας της Αγίας Τριάδος, unitas substantiae, δεν μπορούσαν πλέον στη Δύση να μην σκανδαλίζονται κάθε φορά που άκουγαν να μιλάνε για τρεις substatiae στον θεό!
Πίσω στην Ανατολή τώρα ξανά, μέσα από την θεολογία του Ωριγένη, ξεπηδούσε ο Άρειος. Για τον οποίο η υπόσταση ήταν ισάξια της ουσίας όπως και για τον Ωριγένη. Για να διατηρήσει δε την διάκριση των υποστάσεων σκέφτηκε πως οι υποστάσεις έχουν μειωτική Ιεραρχία. Έτσι μόνον η υπόσταση του πατρός είναι θεός ενώ οι άλλες δύο είναι κτίσματα, δημιουργήματα του πατρός. Μέσα σ' αυτό το κλίμα επιβάλλεται το ομοούσιος στην Σύνοδο της Νίκαιας στα 325. Και παρόλα αυτά ακόμη και στην Νίκαια η υπόστασις συνέχιζε να θεωρείται συνώνυμο της oυσίας.
Με τον Μ. Βασίλειο η υπόστασις αρχίζει να διαφοροποιείται από την ουσία, ώσπου στην Σύνοδο της Κων/πόλεως στα 381, λήγει και η ταυτότης των δύο όρων. Ουσία σημαίνει πλέον το ουσιώδες ή την ουσία του Μοναδικού Θεού και υπόστασις την ιδιαίτερη ύπαρξη ή τον τρόπο υπάρξεως των Τριών της Iδίας Τριάδος. Διότι η ουσία ως προς την υπόσταση είναι όπως το κοινό ως προς το ιδιαίτερο.
Ο Μ. Βασίλειος τονίζει πως οι θείες υποστάσεις δεν δημιουργούν μια ομαδική ενότητα, αλλά μια ενότητα oυσίας. Ο Μ. Βασίλειος επέλεξε τον όρο υπόστασις διότι, λόγω και της ετυμολογίας και λόγω της φιλοσοφικής πυκνότητος, έδινε την δυνατότητα να περιγράψουμε την ύπαρξη ενός ουσιαστικού όντος!
Εξασφαλίζοντας λοιπόν την ορθοδοξία οι Καππαδόκες, έθεσαν ταυτόχρονα και τις ιστορικές και νοητικές προϋποθέσεις της αναπτύξεως της ανθρωπολογίας. Δηλαδή της αυτοκατανοήσεως του ανθρώπου σαν πρόσωπο, κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν του αποκεκαλυμμένου Θεού και δωρισμένο ξανά στον άνθρωπο στον Ιησού της Ναζαρέτ. Ο άνθρωπος δεν μπορεί πλέον να είναι ένα απλό μέλος μιας ολότητος (το όλον, το παν, τα πάντα), ένα μέρος που λύεται και διαλύεται στο σύνολο των πραγμάτων, μια φευγαλέα στιγμή μιας άπειρης κοσμογονίας, αλλά αυθύπαρκτο υποκείμενο, μοναδικό και ανεπανάληπτο, μέσα σε μια Ιστορία σωτηρίας ή καταδίκης, της οποίας το Σύμπαν είναι μόνον θέατρο και συνθήκη.
Ο άνθρωπος μπορεί τώρα πια να είναι πρόσωπο!
Η διδασκαλία των Καππαδοκών είναι ουσιαστικά ίδια με του Μ. Αθανασίου. Κατηγορήθηκαν άδικα για τριθεϊσμό. Δέχθηκαν την τριπλή αντικειμενικότητα (τις υποστάσεις) σαν βάση της διδασκαλίας τους για να προσθέσουν πως εφόσον οι υποστάσεις είναι ταυτόσημες, πρέπει να δημιουργούν μία μοναδική και ίδια ουσία. Δεν δέχθηκαν ποτέ τους την έννοια των ομοίων υποστάσεων, ενώ τόνισαν την ταυτότητα της θείας ουσίας!
Κατανοούσαν στην ουσία ένα ιδιαίτερο και καθορισμένο αντικείμενο θεωρούμενο από την μεταφυσική του πραγματικότητα και δεν δέχθηκαν ποτέ τους μια ομοιότητα φύσεως. Ο σωστός τρόπος για να γίνει κατανοητό το γεγονός πως στην Αγία Τριάδα έχουμε μια κοινή ουσία, είναι να αναγνωρίσουμε πως πρέπει να ομιλούμε για ένα πρόσωπο, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ομιλούμε και για το άλλο.
Έτσι αν αναγνωρίζουμε πως ο Πατέρας κατέχει αυτό που συστήνει (υποκείμενον) το Φως, συμπεραίνεται πως και η ουσία του Υιού είναι Φως. Έτσι λοιπόν η θεότης είναι ΜΙΑ.
Σ' αυτό το σημείο πρέπει να επισημάνουμε πως δεν υφίσταται ουδεμία αναλογία ανάμεσα στην ουσία της Αγίας Τριάδος και στην κοινή ουσία της ανθρωπότητος. Στην περίπτωση λοιπόν των διαφορετικών ανθρώπων η ενότης της ουσίας οφείλεται στην μετοχή στο ίδιο γένος και δεν οδηγεί στην ταυτότητα της ουσίας των τριών υποστάσεων. Οι διαφορές που διακρίνουν τα θεία πρόσωπα είναι ιδιότητες και εκφράζονται στα ονόματα Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα δηλαδή στην Πατρότητα, στην Υιότητα και στην Αγιότητα! Αυτές οι ιδιότητες σημαίνουν τον τρόπο με τον οποίο η ουσία απονέμεται και εκφράζεται (Κατά Ευνομίου 1, 19-20 του Μ. Βασιλείου).
Στην επιστολή 38, 5 ο Μ. Βασίλειος γίνεται πιο σαφής. Η υπόσταση είναι το σημείο της “ατομικότητος” του προσώπου, ενώ η Αρχή της κοινωνίας αναφέρεται στην ουσία. Η υπόσταση λοιπόν είναι το σημείο της διακρίσεως μέσα στην Αγία Τριάδα. Παρόλα αυτά όμως ολόκληρη και αδιαφοροποίητη η κοινή ουσία, επειδή δεν είναι σύνθετη, είναι ταυτόσημη στο αδιαφοροποίητο εσωτερικό κάθε προσώπου. Ολόκληρη η ουσία του Υιού είναι ίση με ολόκληρη την ουσία του Πατέρα. Η διάκρισις είναι μόνον ο τρόπος με τον οποίο η ταυτόσημη ουσία παρουσιάζεται αντικειμενικά (υποστατικά) σε κάθε πρόσωπο.
Αυτές οι διακρίσεις (“ατομικότητες”), στην γλώσσα των Καππαδοκών Πατέρων, ονομάζονται “γνωριστικαί ιδιότητες”. Είναι τρόποι υπάρξεως και όχι στοιχεία υπάρξεως. Αυτές οι ιδιότητες ονομάστηκαν αργότερα, υποστατικαί ιδιότητες. Υπόστασις και ουσία, λέει ο Αθανάσιος σημαίνουν ύπαρξη! Διότι είναι, υπάρχουν. Η λέξη ύπαρξις όμως, χρησιμοποιείται στην πατερική γραμματεία συνδυασμένη με την Αρχή! Έτσι τα δύο ιδίως πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, εκφράζοντας τον τρόπο υπάρξεως της ουσίας εκφράζουν και την προέλευσή τους από την Πατρική Αρχή ταυτοχρόνως. Στο τέταρτο βιβλίο του Μ. Βασιλείου εναντίον του Ευνομίου αποδεικνύεται πως ο όρος Αγέννητος δεν εκφράζει την ουσία του Θεού αλλά τον τρόπο υπάρξεως. Ο όρος τρόπος υπάρξεως παραπέμπει πάντοτε στην Αρχή, στην προέλευση.
Το γεγονός λοιπόν ότι σ' αυτό το σημείο η θεολογία βασίστηκε στην τριαδικότητα της υποστατικής φανέρωσης και όχι στην ενότητα της Φύσεως, είχε σαν αποτέλεσμα εκτός των άλλων, το γεγονός πως τέλειωσε μ' αυτόν τον τρόπο τα ακανθώδες θέμα της “υποταγής” του Υιού στον Πατέρα και του Αγίου Πνεύματος στον Υιό, ωριγενικής προελεύσεως.
Έτσι λοιπόν το δόγμα της Αγίας Τριάδος δίδασκε ξανά έναν Θεό σε τρία πρόσωπα και όχι τρία πρόσωπα σε μία θεότητα!
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου