Το ίδιο το Ένα του Πρόκλου, καθότι αυτόθεος, και ο θεός του
Διονυσίου σαν αυτοέν και τριάς υπερούσιος. κατανομάζονται και οι δύο, ξεκινώντας
από την ίδια πηγή σκέψης, (ο ίδιος ο Πρόκλος ταυτίζει το ίδιο το αγαθό, το
οποίο στην Πολιτεία λέγεται "επέκεινα της ουσίας" με το αυτοέν του
Παρμενίδη - θεολογία πλατωνική ΙΙ 6, 40, 2...) και επομένως και από την ίδια
πρόθεση και από την ίδια κατά βάθος εννοιολόγηση, "πάντων επέκεινα ή
επέκεινα πάντων" και επομένως δικαίως συσχετίζονται με άλλες
κατηγοροποιήσεις της διαφοράς και της υπερβατικότητος της Μιάς θείας πηγής. Η
διαφορά, διακεκριμένη από όλα τα υπόλοιπα, του Ενός είναι η απαραίτητη δύναμις
του τόκου τού "τέκει" που θεμελιώνει το Όλον, εκ της οποίας το όλον
προοδεύει -σαν μία φανέρωση (πέφηνε)- και χάρη στην οποία κάθε ξεχωριστό ον
είναι, καθαυτό, αυτό που το Ένα δεν είναι. Το Ένα είναι καθότι ενεργεία
θεμέλιο, το Όλον. Αυτό παραμένει στον εαυτό του, χωρίς να είναι, ταυτοχρόνως,
κάποιο ξεχωριστό πράγμα, κάτι ατομικό. Χάρη στον εαυτό του και για τίποτε άλλο, είναι το μοναδικό τέλος στο οποίο όλα τα πολλαπλά όντα τείνουν στην κίνησή τους
-στην σκέψη και στην ομιλία- προς την κατεύθυνση του θεμελίου τους. Ο
λατρευτικός ύμνος που είδαμε είναι μια έξοχη έκφραση όλου αυτού που είναι
ανάγκη να ομολογηθεί -στον ορίζοντα της σιωπής (σιγώμενος ύμνος), - την
ακαταλληλότητα της επιθυμίας να θέλουμε να μιλήσουμε για το άφραστο!
Η βαθειά πρόθεση του έργου του Διονυσίου "περί των θείων
ονομάτων" είναι μια έρευνα στηριγμένη σε φιλοσοφικές και βιβλικές βάσεις
τών θείων κατηγορημάτων: ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζει (και σ' αυτό ο Διονύσιος
κινείται με εκπληκτική συνέπεια ακολουθώντας την ερμηνεία που έδωσε ο Πρόκλος
στην πρώτη υπόθεση του Παρμενίδη) το "Ένα". Το Έν συνιστά για τον
Διονύσιο, κατά κάποιον τρόπο, το πιο καθολικό θείο όνομα, διότι αυτό τυπικώς
και ουσιαστικώς, είναι η συνθήκη κάθε άλλου ονόματος και ταυτοχρόνως, ακριβώς
λόγω της καθολικότητός του και της αφαιρετικότητός του, ταιριάζει περισσότερο
από κάθε άλλο όνομα στην πρόθεση μιας αποφατικής θεολογίας.
Στην επαναδιατύπωση του Διονυσίου τού Ενός σαν θείου
κατηγορήματος χρησιμοποιούνται, όσον αφορά τις θεμελιώδεις πλευρές οι ίδιες
έννοιες οι οποίες εμφανίζονται στο σχόλιο τού Παρμενίδη ή στην πλατωνική
θεολογία του Πρόκλου (σε ταυτόσημες ή ανάλογες διατυπώσεις). Έτσι το απόλυτο
Ένα χωρίς σχέσεις, με την σημασία τής πρώτης υποθέσεως τού Παρμενίδη,
κατανοημένη σύμφωνα με τους νεοπλατωνικούς κανόνες, γίνεται μία φόρμα ενότητος
θείας η οποία είναι, αυτή η ίδια, πέραν όλου αυτού, που είναι καθορισμένο από
την διαφορά και την γεννά: πέραν του Είναι, λοιπόν, καθότι τίποτε από το παν
"απολύτως" ξεχωρισμένο από αυτό το πάν, πέραν από τις
συγκεκριμενοποιήσεις του πολλαπλού είναι, πέραν τής μορφής και του Ορίου [για
να είναι αυτή η ίδια η Ενότης χωρίς όριο και άπειρη], πέραν της δυναμικής τού στοχασμού και τέλος, πέραν της πολλαπλότητος στην οποία συγκεντρώνεται η σκέψη,
επομένως πέραν και τής ίδιας τής σκέψης. Ότι ο Διονύσιος παρ' όλα αυτά
συνοδεύει αυτούς τους καθορισμούς του Θείου Ενός, το οποίο κατανοείται σαν Μία
καταγωγή, υπέρ ή μή -ουσιώδη- απρόσιτη και χωρίς σχέσεις, μία κατάφαση η οποία
καθιστά τον Θεό είναι, σκέψη ή πνεύμα και τριαδική σχεσιακότητα και επιτρέπει να
συνυπάρξουν δίπλα-δίπλα αυτά τα κατηγορήματα, οφείλεται και συνάγεται από τις διαβεβαιώσεις
της Αγίας Γραφής και από το Χριστιανικό δόγμα το οποίο ανεπτύχθη ξεκινώντας από
αυτές - οφείλεται λοιπόν από την πρόθεση, να εκθέσει με κατάλληλο τρόπο αυτές
τις γραφές ώστε να αποτελέσουν ένα αδιαχώριστο Όλον με τις φιλοσοφικές έννοιες.
Ο Πρόκλος διακρίνει διαφορετικούς βαθμούς εντάσεως τής
ενότητος και αυτό την στιγμήν κατά την οποία σκέπτεται, ακολουθώντας σ' αυτό την
αρνητική επιχειρηματολογία της πρώτης υποθέσεως του Παρμενίδη, την πρώτη και
πιο καθαρή μορφή τής ενότητος σαν το Ένα πέραν του ουσιώδους, και κάνει
αντιθέτως, σε συμφωνία με την δεύτερη υπόθεση του Παρμενίδη, της εννοιολογήσεως
ή της πρώτης αναπτύξεως του Ιδίου του Ενός ένα ΕΝ οντολογικώς "υποταγμένο",
καθότι ενότης στην πολλαπλότητα ή στην διαφορά, στο πρώτο ΕΝΑ. Σ' εκείνο, στο
Ένα, που είναι, ενώ μπορούν να αποδοθούν όλα τα κατηγορήματα όσα και του Ενός
του Ιδίου, καθότι καθαρή απλότης, έχουν αφαιρεθεί. Αυτό είναι λοιπόν, η πρώτη
και πιο πλατειά πραγματοποίηση τής διαφοράς και της σχέσης. Μέσω αυτού και σ' αυτό
είναι δυνατόν, είναι δυνατός και ο νους, σαν άχρονη αυτοσχεσιακότης σχετική στον
εαυτό της και στην καταγωγή της, στο Ένα που δεν σκέπτεται.
Επειδή όμως για τον Διονύσιο τελικώς η ανάπτυξη του Ενός,
μιας καθαυτής θεότητος χωρίς επίπεδα (και όχι όπως στον Πρόκλο όπου αφορά μία
εννοιολογική σύλληψη του ξεδιπλώματος ενός θείου όντος το οποίο διαφοροποιείται
με διαφορετικούς τρόπους μετά το απόλυτο Ένα, και μάλιστα ξεκινώντας από αυτό),
αυτός ενώνει στην ενότητα του θεού Ένα το υπέρ-είναι και την σχεσιακότητα
είναι-σκέψη. Από την οπτική γωνία της νεοπλατωνικής ερμηνείας -τόσο του Πλωτίνου
όσο και του Πρόκλου- του Παρμενίδη, αυτό σημαίνει: Όλες οι στιγμές της πρώτης υπόθεσης, όπως
επίσης και οι ουσιώδεις στιγμές της δεύτερης, συνιστούν την βάση για
διδασκαλίες οι οποίες στοχεύουν το ίδιο πράγμα, δηλαδή στον Ένα και τριαδικό
θεό. Ο θεός είναι, με την σημασία τής αυτοβεβαιώσεως του Γιαχβέ στην έξοδο 3,14
(Εγώ ειμί ο ών) -ένα πράγμα το οποίο δεν θα μπορούσε να το πει, ούτε να το
σκεφτεί ο Πρόκλος- το ίδιο το Είναι: "καθαρή πραγματικότης" και αμεταβλητότης,
αλλά ταυτοχρόνως, και ενεργώς περιέχουσα τις ιδέες που είναι το Είναι της. Ένα
Είναι το οποίο κατανοείται εδώ με την σημασία τής προ-υπάρξεως ή με ένα νοητό
προ-σχέδιο του κόσμου, με την έννοια ενός απολύτου Είναι που είναι η αρμονική
(ενωτική) συνύπαρξη αυτού που "μετά", στην δημιουργική αλλοτρίωση,
φαίνεται στο πλαίσιο των πολλών όντων, στον κόσμο. Στην νόηση (θείος νους) ο
θεός είναι σχετιζόμενος, στην σοφία του και την γνώση του, με τον εαυτό του,
δηλαδή με τις Ιδέες του. Στην νόηση "προέβλεπε" καθαυτός, με τον
τρόπο της γνώσεως, της σοφίας και του λόγου, το Όλον με έναν τρόπο συνεπή και
ενοποιό.
Η ύψωση του Ενός σε ένα θεμελιώδες κατηγόρημα του θεού,
φιλοσοφικά και βιβλικά αυθεντικό, δεν εμπόδισε όμως τον Διονύσιο να διαμορφώσει
μία σκέψη η οποία θα εστοχάζετο και ένα ξεδίπλωμα ενδοθεϊκό τής ενότητος σε
τριαδικότητα, δηλαδή μία συγκεκριμένη μορφή του τριαδικού δόγματος [το οποίο θα
δούμε λεπτομερώς στην συνέχεια]. Ο Διονύσιος προσπάθησε να συμπεριλάβει σε μία
διατύπωση την αμοιβαία διείσδυση των
τριών, το σχεσιακό ένδυμα των διακεκριμένων υποστάσεων (κατανοώντας τες με
όρους προσώπου): ηνωμένα τη διακρίσει και τη ενώσει διακεκριμένα. Παρότι είναι
προφανής η καθαρή ενότης σαν ένα θεμελιώδες στοιχείο της ουσίας του θεού - στο
θείο η ενοποίηση κυριαρχεί την διαφορά (δηλαδή την διαφοροποίηση) και της
προηγείται (δηλαδή προηγείται του δημιουργικού ξεδιπλώματος) - η ενδοθεϊκή
διαφοροποίηση πρέπει να παραμείνει νοητή σαν σκεπτόμενη αυτοσχεσιακότητα του
θείου Είναι. Και αντιστρόφως: Εάν η εναρχική τριάς πρέπει να είναι εις θέσιν να
περιγραφεί ξεκινώντας από τις βιβλικές της συγκεκριμενοποιήσεις και από το
τριαδικό φιλοσοφικό πλαίσιο, τότε η ταυτότης κάθε ενός από τα τρία πρέπει να
εξασφαλιστεί ακριβώς μέσω του Εν-είναι (του εσωτερικού είναι) τής σχεσιακότητος
του καθενός των τριών. Η καθαυτή διαφοροποίηση της θείας ενότητος σ' αυτό που
είναι ιδιαίτερο και ειδοποιό κάθε φορά κάθε υποστάσεως χαρακτηρίζει και αφορά,
ταυτοχρόνως, στην αμοιβαία ενοποιό σχέση, όλη την ουσία της θεότητος!
Το τριαδικό αυτοξεδίπλωμα, η εσωτερική πρόοδος της θεότητος
-η θεογονία της- το περιγράφει ο Διονύσιος μέσω μεταφορών πολύ συχνά
νεοπλατωνικής καταγωγής: ο Υιός και το Πνεύμα προερχόμενα από τον Πατέρα, ο
οποίος κατανοείται σαν πηγή της υπερουσίου θεότητος. κατανοούνται σαν βλαστάρια
τα οποία βλασταίνουν από την πρώτη καταγωγή, σαν λουλούδια που γεννιούνται από
αυτή, σαν φώτα τα οποία αρχίζοντας από αυτή την πηγή, λάμπουν. Βλαστοί θεόφυτοι
και οίον άνθη και υπερούσια φώτα.
Συνεχίζεται
ΣΧΟΛΙΟ: Η Δεύτερη Βατικάνεια σύνοδος είχε σάν στόχο της τήν αποελληνικοποίηση τού χριστιανικού δόγματος, τοποθετώντας στήν θέση τού Αριστοτέλη τόν Χάιντεγκερ. Στήν επιτυχία αυτού τού εγχειρήματος βοήθησε η θεολογία τών Ρώσων τής διασποράς, παρακλάδια τών οποίων είναι ο Ζηζιούλας καί ο Γιανναράς. Ο Οικουμενισμός απηχεί αυτή τήν αποτυχημένη εν τέλει προσπάθεια, διότι καταρχάς ο Χάιντεγκερ υπήρξε Ναζιστής καί άθεος. Εάν τό αφιέρωμα στόν Διονύσιο Αρεοπαγίτη φαίνεται δύσκολο, σέ ορισμένα σημεία, μπορεί νά φανεί χρήσιμη η εργασία:
Αμέθυστος
ΣΧΟΛΙΟ: Η Δεύτερη Βατικάνεια σύνοδος είχε σάν στόχο της τήν αποελληνικοποίηση τού χριστιανικού δόγματος, τοποθετώντας στήν θέση τού Αριστοτέλη τόν Χάιντεγκερ. Στήν επιτυχία αυτού τού εγχειρήματος βοήθησε η θεολογία τών Ρώσων τής διασποράς, παρακλάδια τών οποίων είναι ο Ζηζιούλας καί ο Γιανναράς. Ο Οικουμενισμός απηχεί αυτή τήν αποτυχημένη εν τέλει προσπάθεια, διότι καταρχάς ο Χάιντεγκερ υπήρξε Ναζιστής καί άθεος. Εάν τό αφιέρωμα στόν Διονύσιο Αρεοπαγίτη φαίνεται δύσκολο, σέ ορισμένα σημεία, μπορεί νά φανεί χρήσιμη η εργασία:
Δομή καί σημασία του "Παρμενίδη" του Πλάτωνος
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου