Συνέχεια από: Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017
ΤΟ ΟΛΟΝ ΣΤΟ ΘΡΑΥΣΜΑ, ΣΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Όψεις τής θεολογίας τής ιστορίας
2. Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ, ΤΟ ΞΕΔΙΠΛΩΜΑ, ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΧΡΟΝΟΥ.
1. ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟΌψεις τής θεολογίας τής ιστορίας
2. Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ, ΤΟ ΞΕΔΙΠΛΩΜΑ, ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΧΡΟΝΟΥ.
Μεταστροφή και δημιουργία.
Η κατανόηση του χρόνου την οποία κατέκτησε ο Αυγουστίνος, είναι πολύ στενά εξαρτημένη και ταυτοχρόνως σημαντικά διαφορετική από εκείνην του Πλωτίνου, ο οποίος αντιπροσωπεύει την τελευταία λέξη της ελληνικής φιλοσοφίας.
Ο χρόνος σύμφωνα με τον Πλωτίνο είναι η μεταβλητή εικόνα της αμετάβλητης αιωνιότητας, η καλύτερή της μίμηση, γεννημένη μαζί με τον κόσμο, και προορισμένη να εξαφανιστεί μ' αυτόν -στην περίπτωση που ο κόσμος διαλυθεί- η κίνηση του είναι κυκλική και ρυθμίζεται από τα αστρονομικά νούμερα (Τιμ. 37d-38c). Εάν ο χώρος είναι η επέκταση αυτού που είναι συγκεντρωμένο, όπου φανερώνεται η πραγματικότης της αποστάσεως, ο χρόνος είναι η καθαρή τέλεια εικόνα αυτού που συγκεντρώθηκε σε ενότητα και έτσι ο Πλάτων, όπως πιο αργά και ο Αυγουστίνος, αρνείται την χρονική διάσταση στην αταξία του Χάους.
Ο Αριστοτέλης, όπως και ο Πλάτων, δεν κατανοεί τον χρόνο πάνω απ' όλα ξεκινώντας από την σχέση του με την αιωνιότητα, αλλά σαν ενυπάρχουσα φόρμα στην πρόοδο τού Γίγνεσθαι. Και καθώς όλα τα πράγματα εμφανίζονται και εξαφανίζονται, τίθεται το ερώτημα ενός μέτρου όλου του χρόνου του Γίγνεσθαι, το οποίο δεν θα είναι περιορισμένο. Το θεμέλιο ενός τέτοιου μέτρου θα είναι η κίνηση της όψεως τού ουρανού. Είναι μία συνεχής κίνηση οπωσδήποτε, αλλά καθότι υπερβαίνει την εμφάνιση και την εξαφάνιση είναι αιώνια κίνηση.
Γι' αυτό λοιπόν αυτός ο απεριόριστος χρόνος είναι υπερχρονικός (Φυσ. 251 b, 13), και κάθε στιγμή, είναι σαν ένα σημείο ανάμεσα σ' αυτό που ήταν και σ' αυτό που θα είναι, και είναι εξίσου το τώρα-πάντα αυτού του αιωνίου-χρόνου. Γι' αυτό λοιπόν, από το ένα μέρος η σκέψη, καθώς συλλαμβάνει στον εαυτό της την ενότητα, είναι υπερχρονική και από το άλλο μέρος αναδύεται το άλυτο πρόβλημα του πως και γιατί είναι πάνω απ' όλα κίνηση. Για να βρεθεί η απάντηση πρέπει να επισκεφθούμε τον έρωτα του Πλάτωνος: ο Αιώνιος Θεός κινεί την σφαίρα (και οτιδήποτε υπάρχει σ' αυτή) σαν ένας φλογερός ερωτευμένος: κινεί δε ως ερώμενων.
Έτσι λοιπόν ο Πλωτίνος, στηριζόμενος και στους δύο αυτούς δασκάλους της σκέψης, μπορεί να θέσει το ερώτημα που είχαν αποφύγει και οι δύο: από που γεννιέται η απόσταση ανάμεσα στο αιώνιο και στο χρονικό και ποιό είναι το μέτρο; Αντί να θέσει την μία απέναντι στην άλλη τις δύο διαστάσεις σαν πρωτότυπο και αντίγραφο (Πλάτων), ουσιαστικώς ακίνητο και ουσιαστικώς (αιωνίως) κινητό (Αριστοτέλης), ο Πλωτίνος ερευνά την κίνηση η οποία βρίσκεται στην καταγωγή της αποστάσεως της διαστάσεως ανάμεσα στο αιώνιο και στο χρονικό. Στο Ένα δεν υπάρχει χρόνος. Στο πνεύμα (νους) αντιθέτως μία αιώνια κίνησις από σκέψη σε σκέψη είναι δυνατή, αλλά πάντοτε μέσα στην ολοκληρωτική παρουσία της αλήθειας: Δεν υπάρχει εμπόδιο να ξεπεραστεί, κανένα "όχι ακόμη" να παραβιαστεί. Η κίνηση του πνεύματος είναι έκφραση μίας πληρότητος και γι' αυτό υπερβαίνει την διάσταση του χρόνου. Μόνο με την ψυχή και με την ιδιαίτερη κίνησή της γεννιέται ο χωρισμός από το αιώνιο. Ασταθής από την φύση της, αυτή που επιθυμούσε την ανεξαρτησία της και να ανήκει στον εαυτό της, θέλει τώρα να προβληθεί πέρα από το παρόν. Έτσι γι' αυτή και μόνο μπήκε σε δράση η κίνηση και γι' αυτό και ο χρόνος. Και έτσι εμφανίστηκαν ένα μετάτό ένα αργότερα και ένα διαφορετικό. Η αύξηση της ζωής λοιπόν συγκρινόμενη με το όραμα ενότητος του πνεύματος μπορεί να παρομοιαστεί σαν μία διάλυση του Ενός και σαν μία απώλεια σε σχέση με την ίδια την ανάπτυξη.
Και ο Πλωτίνος ψαρεύει επιτέλους από τον δάσκαλο του, τον Πλάτωνα πρώτα απ' όλα στην μέγιστη σημασία που δίνει στον διασκορπισμό στο κενό λόγω του εσωτερικού σχίσματος τής ψυχής η οποία απαιτεί την αυτονομία της και συνεπεία της οποίας ο χρόνος γίνεται μία εικόνα της αιωνιότητας. Κατόπιν, η κυκλική κίνηση του στερεώματος (οριζόντιο, κοσμολογικό) που βρίσκουμε στον Αριστοτέλη εδώ είναι μία κυκλική κίνηση της ψυχής (κάθετη, οντο-θεολογική) αποσπασμένης από το Ένα και προς αυτό τείνουσα εκ νέου (Εν. II, 2). Επειδή όμως ο ίδιος ο δυναμισμός τής έρευνας, ο οποίος πραγματοποιείται μέσω της απομακρύνσεως και της χρονικοποιήσεως τής ψυχής, δεν μπορεί παρά να κατευθύνεται προς το Ένα, ο Πλατωνικο-Αριστοτελικός Έρως παραμένει και εδώ ενυπάρχων σε ολόκληρο το φάσμα της κινήσεως (της ψυχής), που όμως τώρα πια ξεκάθαρα, καθότι έντασις (έφεσις), μέσω μίας μεταστροφής της πορείας (επιστροφή), έχει την σημασία μίας επιστροφής στο σπίτι, στην χαμένη καταγωγή. Ο χρόνος είναι η υπαρκτική απόσταση ανάμεσα στην αναχώρηση και στην επιστροφή, μία απόσταση στο εσωτερικό του ιδίου, μία διαφορά μέσα στην ταυτότητα, καθότι ο Πλωτίνος απωθεί κάθε έννοια δημιουργικότητος σαν μία ελεύθερη επιλογή του άλλου. Και γι' αυτό η μεταστροφή τής πορείας είναι βασικώς έργο του διαλογισμού ή καλύτερα : ο διαλογισμός ο οποίος συλλαμβάνει στον στοχασμό την υπερβατική ενότητα. Σ' αυτό το σημείο όμως ο Χριστιανός Αυγουστίνος επιδίδεται σε μία καινούργια επεξεργασία του Πλωτινικού σχήματος του χρόνου με ένα κλειδί ριζικώς διαφορετικό.
Αυτό που θα γίνει αποδεκτό θα είναι πάνω απ' όλα η οριοθέτηση της χρονικής φόρμας στο Είναι που δεν είναι αιώνιο, και η θέση του θεμελίου της στην ψυχή και ιδιαιτέρως στην απομάκρυνσή της από την καταγωγή της και από τον αιώνιο σκοπό της. Για τον Πλωτίνο όπως και για τον Αυγουστίνο η αποκοπή είναι διπλής όψεως: κάθετη και οριζόντια.
Κάθετη: η ψυχή στην "πτώση" της μετρά στον εαυτό της την απόσταση ανάμεσα στο αιώνιο τέλος της και στην χρονική της κατάσταση: αυτό συμβαίνει μέσα στο παράδοξο της μνήμης η οποία θυμάται την καταγωγή, αλλά μόνον σαν χαμένη υπόθεση, κρυμμένη, δηλ. μόνον στην δευτερογενή διάσταση του χρόνου που περνά.
Οριζόντια: καθώς η ψυχή έχασε την καταγωγή της, παραμένει σ' ένα κενό ουσιαστικό και απαραβίαστο, αποτελούμενο από αλαζονεία και ματαιότητα: η διάσπαση και η ματαιότης κάθε στιγμής είναι βασικά χαρακτηριστικά του χρόνου.
Ο Αυγουστίνος όμως δεν μπορεί να δεχθεί την σύλληψη του Πλωτίνου τής ταυτότητος που αφομοιώνει κάθε διαφοροποίηση (ανάμεσα στο Ένα , στο πνεύμα και στην ψυχή). Ο κόσμος εδημιουργήθη, όπως και ο άνθρωπος, και επιπλέον είναι πρόσωπο, μία έννοια που δεν υφίσταται στον Πλωτίνο, στον οποίο μπορούμε να βρούμε μόνον την ιδέα μίας προσωποποιήσεως ή "ρόλου", ο οποίος αναλαμβάνεται προσκαίρως. Η προσωπική δημιουργία στέκεται απέναντι στο άπειρο και αιώνιο πρόσωπο του Θεού και κατά συνέπειαν η σχέση τής απομάκρυνσης και της επιστροφής δεν μπορεί σε καμμία περίπτωση να είναι μία υπόθεση καθαρή, διανοητική, λήθης και μνήμης, δηλ. ενός δυναμισμού ερεύνης και ακολούθως μίας ανυπόμονης αλλαγής πορείας, αλλά είναι πάνω απ' όλα θέμα αγάπης και πίστεως. Μ' αυτόν τον τρόπο λοιπόν αναδύεται στον Αυγουστίνο η αρχαία βιβλική και ωριγενική σύλληψη : "σ' αυτές τις φόρμες η ψυχή αμαρτάνει καθώς ξεκόβει από σένα και ψάχνει έξω από σένα την αγνότητα και την θέρμη την οποία δεν μπορεί να βρει παρά επιστρέφοντας σε σένα" (Εξομ. II ,14)
Εάν η απομάκρυνση σαν απόρριψη της αιώνιας αγάπης είναι ένα σημείο αφομοιωμένο πλέον, είναι αναγκαίο να δοκιμάσουμε ένα δεύτερο σημείο ακόμη, το οποίο συστήνει ήδη το βάθος των εξομολογήσεων, και το οποίο έχει μία κεντρική θέση στην πολεμική εναντίον του Πελαγίου (η οποία ξεκίνησε στα 412). Όποιος αρνήθηκε την αγάπη του Θεού δεν μπορεί να επιστρέψει σ' αυτή, παρά μόνον μέσω της ελεύθερης αγαπητικής χάρης του Θεού, αναπτύσσοντας κυρίως την επιθυμία μιας τέτοιας επιστροφής!
Συνεχίζεται.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου