Συνέχεια από
Πέμπτη, 20 Απριλίου 2017
Μια νέα
ερμηνεία του πλατωνισμού
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2Ο : ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΜΜΕΣΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ
Α. Η
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΙΙ. Η
ΑΞΙΑ ΤΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΩΝ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΑΓΡΑΦΟ ΔΟΓΜΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ
1. Ο χώρος του σύμπαντος
Το πρώτο πρόβλημα που τίθεται αφορά τους ισχυρισμούς του Αριστοτέλη στο απόσπασμα IV, 2, 209b 11-16 των Φυσικών:
Γι’
αυτόν ακριβώς το λόγο ο Πλάτων στον Τίμαιο ισχυρίζεται ότι η ύλη και ο χώρος ταυτίζονται. Διότι το υποδεχόμενο τα πάντα (το
μεταληπτικόν) και ο χώρος (η χώρα) είναι ένα και το αυτό﮲ με διαφορετική σημασία
χρησιμοποιεί εκεί (στον Τίμαιο) την έννοια υποδεχόμενο, από ότι στα λεγόμενα
άγραφα δόγματα﮲
το βέβαιο είναι ότι ταύτισε τον τόπο ( που υποδέχεται τα πάντα) με τον χώρο
(χώρα).
Σύμφωνα λοιπόν με τον Αριστοτέλη, ο
Πλάτων όρισε τον τόπο και τη χώρα ως ταυτόσημα με την ύλη. Τούτο
προκύπτει πρώτον από το ότι παρουσιάζει το μεταληπτικόν
ως ταυτόσημο με τη χώρα﮲
δεύτερον από το ότι το μεταληπτικόν
προσδιορίζεται στις προφορικές παραδόσεις από το όνομα της υλικής αρχής, μέγα και μικρόν﮲ και τρίτον από το
ότι αφού το μεταληπτικόν είναι
ταυτόσημο με τη χώρα, αυτές οι δύο
έννοιες ταυτίζονται με την ύλη.
Εν τούτοις, οι υποστηρικτές του πλατωνικού
εσωτερισμού και οι αντι-εσωτεριστές
διαφωνούν και εδώ ως προς την αληθοφάνεια των ισχυρισμών του Αριστοτέλη. Ο H.
Cherniss παρατηρεί ότι, αν αναλογιστούμε το γεγονός ότι οι
διαφορές ανάμεσα στα πλατωνικά γραπτά και τους ισχυρισμούς του Αριστοτέλη είναι
ο μόνος λόγος που οδήγησε τους σύγχρονους ερμηνευτές στην υπόθεση μιας
προφορικής διδασκαλίας του Πλάτωνα, είναι απογοητευτικό το ότι στο μοναδικό
απόσπασμα που ο Σταγειρίτης αναφέρεται ρητά στα άγραφα δόγματα, περιορίζει αυτή την απόκλιση σε μια διαφορά
ορολογίας, και επιμένει στην ταύτιση της δεύτερης αρχής με το Μεταληπτικόν του Τίμαιου. Και συνεχίζει λέγοντας:
Πράγματι εδώ μας δίνεται η ευκαιρία να ελέγξουμε την μαρτυρία του Αριστοτέλη
συγκρίνοντας την με αυτά που ο Πλάτων γράφει στον Τίμαιο. Η σύγκριση αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Αριστοτέλης δεν
κατανόησε την θεωρία που εκτίθεται σ’ αυτό τον Διάλογο: κατ’ αρχήν ταυτίζει τον χώρο του Τίμαιου με την δική του αντίληψη του τόπου. Στη συνέχεια ισχυρίζεται
ότι το Μεταληπτικόν στον Τίμαιο είναι ταυτόσημο με την δική του υλική αρχή. Τέλος διακηρύσσει αυθαίρετα
ότι ο Πλάτων αποδεχόταν την ταυτότητα της ύλης με τον χώρο. Εξ αυτών, ο H.
Cherniss συμπεραίνει: αφού ο Αριστοτέλης ερμηνεύει
εσφαλμένα το δόγμα του Τίμαιου, οι
ισχυρισμοί του περί των άγραφων Δογμάτων μπορεί
να είναι εξίσου εσφαλμένοι. Αυτό το απόσπασμα αρκεί για να ανατρέψει τις θέσεις
όσων υποστηρίζουν την ύπαρξη της προφορικής διδασκαλίας. Εν τούτοις αυτό το
απόσπασμα μας δίνει την δυνατότητα να επαληθεύσουμε ότι πράγματι στους ίδιους
τους Διαλόγους υπάρχουν ίχνη της
θεωρίας των αρχών. Για παράδειγμα στο απόσπασμα Α 6, 987b
18-27 των Μεταφυσικών, ο Αριστοτέλης
δηλώνει ότι ο Πλάτων καθιστούσε το Μέγα και το Μικρόν υλική αρχή του αισθητού
κόσμου και των Ιδεών. Και όντως, σύμφωνα με ορισμένους σύγχρονους ιστορικούς, η
θεωρία αυτή συναντάται στον Φίληβο,
καθότι είναι αναμφισβήτητο ότι το όριο αντιστοιχεί στο Εν και το Απεριόριστο
στο Μέγα και το Μικρόν, κατά την άποψη όμως του H. Cherniss, το Απεριόριστο του Φίληβου
εκφράζει την πολλαπλότητα των φαινομένων και το Εν (ή το όριο) αντιστοιχεί σε
οποιαδήποτε δεδομένη Ιδέα﮲ όσο για τις Ιδέες, αποκαλούνται «μονάδες», είναι πάντοτε οι
ίδιες και δεν υπόκεινται σε καμιά μείξη. Αλλά η απόδειξη της ακρίβειας αυτής
της ερμηνείας είναι σαφέστατη: διότι εάν το όριο και το Απεριόριστο ήταν οι
αρχές από τις οποίες προκύπτουν οι Ιδέες, η τρίτη τάξη, το προϊόν της μείξης,
θα ήταν η τάξη των Ιδεών. Είναι όμως προφανές ότι ο Πλάτων ταυτίζει την τρίτη
τάξη με τον αισθητό κόσμο. Επιπλέον η αποδοχή της ταύτισης του Απεριόριστου με
τον Μέγα και το Μικρόν, θα σήμαινε την ανάμειξη του Απεριόριστου στη γένεση των
Ιδεών. Τούτο όμως είναι αντίθετο με τους ισχυρισμούς του Αριστοτέλη στα Φυσικά, κατά τους οποίους το Μέγα και το
Μικρόν αφ’ ενός, και το Μεταληπτικόν του Τίμαιου
αφ’ ετέρου είναι ένα και το αυτό, διότι στον Τίμαιο ο Πλάτων διδάσκει ότι το Μεταληπτικόν (δηλαδή ο χώρος) δεν μπορεί ποτέ να μετέχει στις Ιδέες, όπως
και οι Ιδέες δεν μπορούν να μετέχουν ποτέ σ’ αυτό. Εκτός από την ταυτότητα της
υλικής αρχής με το Μεταληπτικόν, στο απόσπασμα Ι 9, 192 6-8 των Φυσικών, ο Αριστοτέλης καθιερώνει και την
ταυτότητα της υλικής αρχής με το Μη-Ον. Στο απόσπασμα που προηγείται αυτού του
ισχυρισμού, ο Αριστοτέλης δηλώνει:
Ομολογούν
ότι μπορεί να γεννιέται κάτι από το μην-ον, ως να ομιλεί σωστά ο Παρμενίδης.
Ο υπαινιγμός αυτός που αφορά στον Παρμενίδη αποδεικνύει σαφώς ότι ο
Αριστοτέλης ταυτίζει το Μέγα και το Μικρόν με το Μη-Ον του Σοφιστή. Απόδειξη είναι το απόσπασμα Ν 2, 1088b
35 – 1089a 6 των Μεταφυσικών:
εδώ ο Αριστοτέλης εξηγεί ότι οι πλατωνικοί έσφαλαν στην επιλογή των αρχών τους
εξ αιτίας του αρχαϊκού χαρακτήρα της προβληματικής τους. Θεώρησαν δηλαδή ότι
«όλα τα πράγματα θα έπρεπε να είναι ένα, δηλαδή το ίδιο το Ον, εάν δεν
κατόρθωναν να λύσουν και να αναιρέσουν το επιχείρημα του Παρμενίδη: «ουδέποτε
θα αποδειχθεί ότι αυτό που είναι, δεν είναι». Το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης
παραθέτει αυτόν τον στίχο από το ποίημα του Παρμενίδη, δείχνει ότι αναφέρεται
πράγματι στον Σοφιστή, διότι στον Διάλογο αυτόν ο Ξένος παραθέτει επίσης
αυτόν τον στίχο, και εκθέτει την ανάγκη απόδειξης της ύπαρξης του Μη-Όντος.
Αλλά το Μη-Ον δεν είναι απλώς η άρνηση του Όντος. Ο Πλάτων παραχωρεί μια θετική
διατύπωση αυτής της έννοιας προσδιορίζοντάς το ως «το Άλλο» (ἔτερον). Επομένως ο Αριστοτέλης σφάλει
όταν ταυτίζει το μη-ον με το απόλυτο
Μη-Είναι, κάτι που ο Πλάτων θεωρεί αδιανόητο. Για να προσεγγίσουμε τις
συνέπειες αυτής της ταύτισης θα πρέπει προηγουμένως να αναφέρουμε ότι ο
Αριστοτέλης παραθέτει στο σημείο αυτό την απόδειξη ότι το Μέγα και το Μικρόν
δεν είναι κατά κανένα τρόπο το υλικό υποκατάστατο των φαινομένων· διότι, στον Σοφιστή, το Μη-Ον είναι μια Ιδέα που
διατρέχει όλες τις άλλες, περιλαμβανομένης και αυτής του Όντος, η οποία διατρέχει με τη σειρά της αυτήν του Όντος.
Αλλά ο χώρος, τον οποίο ο Αριστοτέλης ταυτίζει με την υλική αρχή του, δεν
διασχίζει ποσώς τα αισθητά όντα που δι’ αυτού προσχωρούν στο Ον. Δεν είναι Ιδέα
και επομένως δεν δύναται ασφαλώς να διατρέχει καμία Ιδέα.
Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι κάθε φορά
που καθίσταται δυνατόν να την ελέγξουμε, η μαρτυρία του Αριστοτέλη
αποδεικνύεται ανακριβής: πώς θα μπορούσαμε λοιπόν να την αποδεχτούμε χωρίς
επιφύλαξη εκεί όπου γίνεται ανεξέλικτη; Γνωρίζουμε ότι το Μεταληπτικόν του Τίμαιου και το Μη-Ον του Σοφιστή δεν είναι το ίδιο πράγμα. Αφού
λοιπόν ο Αριστοτέλης ταυτίζει και τα δύο με το Μέγα και το Μικρόν, ο H.
Cherniss
συμπεραίνει ότι είναι αναγκαίο να αμφισβητήσουμε την ακρίβεια του
ισχυρισμού ότι το Μέγα και το Μικρόν είναι ταυτόχρονα η υλική αρχή των αισθητών
Πραγμάτων και των Ιδεών. Ο Σιμπλίκιος παρατηρεί ότι δεν συμβιβάζεται η ταύτιση
του Μεγάλου και του Μικρού με την ύλη του Τίμαιου,
η οποία ανήκει στο κόσμο του γίγνεσθαι, ανάγοντάς την ταυτόχρονα σε αρχή των
Ιδεών. Και πράγματι η ύπαρξη μιας υλικής αρχής στις Ιδέες θα κατεδάφιζε τον
ιδανικό χαρακτήρα τους. Αυτή είναι η επιχειρηματολογία που αναπτύσσει ο H.
Cherniss,
προκειμένου να αναδείξει τα ερμηνευτικά σφάλματα που περιέχονται στους
αριστοτελικού ισχυρισμούς.
Θα πρέπει τώρα να διευκρινίσουμε ότι οι
υποστηρικτές της εσωτερικής διδασκαλίας του Πλάτωνα δεν υιοθετούν καμιά από
αυτές τις απόψεις. Κατ’ αρχήν ο H.J. Krämer
ελαχιστοποιεί την βαρύτητα του σφάλματος του Αριστοτέλη ως προς την φύση του
πλατωνικού χώρου: κατά την άποψή του το σφάλμα που συνίσταται στην τοποθέτηση
μιας αλλότριας έννοιας στην δική του ορολογία, δεν είναι της ίδιας τάξεως με
την ενσωμάτωση αυτής της έννοιας σε μια εντελώς νέα θεωρία. Στη συνέχεια ο H.J.
Krämer αναφέρεται στο
συμπέρασμα του H. Cherniss, σύμφωνα με το
οποίο, καθότι το πλατωνικό σύμπαν δεν αποτελεί μια όντως υλική αρχή, θα ήταν
αδύνατον για τον Πλάτωνα να αποδεχτεί την ύπαρξη μιας υλικής αρχής για τις
Ιδέες: το συμπέρασμα αυτό θα μπορούσε να ισχύσει μόνο αν υιοθετούσαμε
εσφαλμένα, όπως ο H. Cherniss, την ταυτότητα
του κάθε Μεγάλου και Μικρού με το χώρο. Η απάντηση είναι η εξής: ο συμπαντικός
χώρος υπόκειται στην γενική αρχή του απείρου. Τέλος, ο H.J.
Krämer παραθέτει τα αποσπάσματα
203a 8 κ. επ. των Φυσικών,
και Α 6, 988a 8 κ.επ. των Μεταφυσικών,
στα οποία ο Αριστοτέλης αποφαίνεται ότι το Μέγα και το Μικρόν είναι η υλική
αρχή των Ιδεών, και των αισθητών Πραγμάτων. Κατ’ αυτόν, οι απόψεις του
Αριστοτέλη που εκτίθενται σ’ αυτά τα
κείμενα , όχι μόνο δεν αντιλέγουν στο απόσπασμα 209b 11, όπως
υποστηρίζει ο H. Cherniss, αλλά αντίθετα το συμπληρώνουν. Την ακρίβειά
τους επικυρώνουν οι υπόλοιπες μαρτυρίες που διαθέτουμε. Σημειώνουμε με αυτή την
ευκαιρία, ότι και ο L. Robin είχε ήδη προτείνει μια αντίστοιχη λύση στο
πρόβλημα. Και ο P. Aubenque υιοθετώντας την, τήν συμπεριέλαβε στο άρθρο
του με τίτλο «Η Ύλη του Νοητού. Σχετικά με δύο παραγνωρισμένους υπαινιγμούς στα
άγραφα δόγματα του Πλάτωνα»:
Τα δεδομένα αυτά της άμεσης παράδοσης είναι πολύτιμα σε ότι αφορά την
ύπαρξη, εντός της πλατωνικής παράδοσης, ενός τόπου, μιας τοποθεσίας ή ενός
κενού – οποιαδήποτε και αν είναι η ονομασία του – ο οποίος, σε συνδυασμό με το Μη-όν, ή το Μέγα
και το Μικρόν, η ακόμη και μειούμενος, θα μπορούσε να επεκτείνει την ενέργειά
του έως τον νοητό κόσμο.
Σε ότι αφορά τώρα την ερμηνεία του H. Cherniss σε σχέση με την θεωρία που
παρουσιάζεται στο Φίληβο, ο C.J.
Vogel αναδεικνύει την αντίφαση του γεγονότος ότι το
Απεριόριστο και η τάξη της μείξης αντιπροσωπεύουν και τα δύο τον κόσμο των
φαινομένων. Αντιθέτως, ως προς το ζήτημα τις δογματικής σύνδεσης ανάμεσα στον Φίληβο και τα άγραφα δόγματα, οι εσωτεριστές παραδέχονται ότι δεν θα πρέπει να
υπερεκτιμηθεί η σημασία αυτού του Διαλόγου
για την κατανόηση της θεωρίας των αρχών. Θα πρέπει ιδιαίτερα να αποφευχθεί η
τοποθέτηση στο ίδιο επίπεδο των αρχών στον Φίληβο
με τις αρχές στις άγραφες Παραδόσεις: διότι ενώ η επήρεια των πρώτων ασκείται
στον κόσμο του γίγνεσθαι, ο ρόλος των δεύτερων επεκτείνεται μέχρι τις Ιδέες.
Οπωσδήποτε είναι σαφές ότι μια στενή συγγένεια συνδέει τις δύο θεωρίες. Δεν
είναι επομένως τυχαίο το ότι ο Πορφύριος, κατά τον σχολιασμό του Φίληβου, αναφέρεται επίσης λεπτομερώς
στους Λόγους περί του Αγαθού. Εξ
άλλου, η θεωρία που εκτίθεται στον Φίληβο
εγγυάται απόλυτα την αυθεντικότητα της αριστοτελικής μαρτυρίας σε σχέση με τον
ρόλο της δεύτερος αρχής στον κόσμο των Ιδεών· εδώ πράγματι ο
Πλάτων διδάσκει ότι ο νοερός κόσμος (ὃλον) σχηματίζεται από το Εν και το Πλήθος (ἡ ἑτέρα φύσις: πλῆθος, ἀπειρία, ἄπειρον). Επιπλέον οι
μαρτυρίες του Αλέξανδρου, του Σέξτου Εμπειρικού, του Θεόφραστου και του
Πορφύριου επιβεβαιώνουν τις υποδείξεις του Αριστοτέλη. Δεν μπορούμε να
απορρίψουμε τις μαρτυρίες τους διότι δεν θα ήταν δυνατόν να έχουν όλοι υποπέσει
στο ίδιο σφάλμα σε σχέση με ένα τόσο σημαντικό ζήτημα.
Σε σχέση τώρα με την άποψη του H. Cherniss που θέλει τον Σταγειρίτη να
ταυτίζει το Μέγα και το Μικρόν με το μη-ον
του Σοφιστή, δικαιολογώντας έτσι την ενεργεία της δεύτερης
αρχής στην σφαίρα του νοητού, αυτή θα μας εύρισκε σύμφωνους, αν ο Πλάτων δεν
είχε αναγνωρίσει την υλική αρχή μόνο ως προς τα αισθητά Πράγματα. Ασφαλώς το μη-ον στον Σοφιστή ανήκει στο επίπεδο του νοητού (είναι τό ἓτερον, και τό ἓτερον είναι
μια Ιδέα). Παραμένει όμως γεγονός ότι
ο Πλάτων εισήγαγε ένα υποκατάστατο για τις Ιδέες, όπως με επάρκεια αποδεικνύει
η θεωρία που περιγράφεται στον Παρμενίδη.
Επιπλέον είναι αναμφισβήτητο ότι το ἓτερον
του Σοφιστή, ως συστατικός παράγων
διαφοροποίησης και εξατομίκευσης, εκφράζει μια όψη της δεύτερης αρχής.
Συνοψίζοντας, παρότι ο Αριστοτέλης ερμηνεύει το πλατωνικό δόγμα του συμπαντικού
χώρου, συνδυάζοντάς το με την δική του υλική αρχή, η μαρτυρία του δεν στερείται
ιστορικής αξίας, και θα πρέπει επομένως να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψη.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου