Συνέχεια από: Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2017
ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
Του Εnrico Berti.
Η κύρια λειτουργία, την οποία διεκπεραιώνει για τον Αριστοτέλη, η Α.Τ.Μ.Α (η αρχής τής μή αντιφάσεως) είναι εκείνη της συνθήκης, όχι μόνον τής εσωτερικής συνοχής των συζητήσεων και των διαλόγων, αλλά πρίν ακόμη, τής σημασίας τους. Μόνον σε συγκεκριμένες μορφές επιχειρηματολογίας, όπως θα δούμε δηλαδή, στην μείωση στο παράλογο, και στις αναιρέσεις, γίνεται και κριτήριο της αλήθειας επίσης! Ότι είναι συνθήκη συνοχής και συνέπειας ενός λόγου, είναι αναντίρρητο. Η συνοχή δέν είναι παρά η μή-αντίφαση, ενώ η ασυνέπεια είναι απλώς η αντίφαση! Γι' αυτό ο Αριστοτέλης, λέει ότι η Α.Τ.Μ.Α είναι μία αρχή, δηλαδή ένα αξίωμα, "κοινό" σε όλες τις επιστήμες, παρότι είναι κοινό μόνον λόγω αναλογίας, με την έννοια δηλαδή ότι ο καθένας την εφαρμόζει στα αντικείμενά του και την περιορίζει σ'αυτή την εφαρμογή. Παρότι η συζήτηση γύρω από την επάρκειά της ανήκει στην πρώτη φιλοσοφία, καθώς αυτή είναι η μοναδική έρευνα η οποία αγκαλιάζει το Είναι σαν Είναι, δηλαδή ολόκληρο το πεδίο εφαρμογής αυτής της αρχής. (Μετ. IV 3, 1005 a19 - b2).
Αλλά συνέπεια, δηλαδή μή-αντίφαση, δέν
σημαίνει αλήθεια, παρά μόνον δυνατότητα, έτσι ώστε ένας λόγος με συνοχή, δηλαδή
με μή-αντίφαση, με τον εαυτό του, δέν είναι αναγκαίως ένας αληθινός λόγος, δέν
λέει δηλαδή πώς βρίσκονται στην πραγματικότητα τα πράγματα, αλλά μόνον πώς μπορούν
να βρεθούν, να υπάρξουν. Η συνέπεια είναι απαραίτητη συνθήκη, αλλά δέν είναι
επαρκής, τής αλήθειας, με την έννοια ότι χωρίς αυτή δέν μπορεί να υπάρξει
αλήθεια, αλλά αυτή δέν μπορεί να εξασφαλίσει την αλήθεια. Αυτό μας αφήνει ήδη
να δούμε πώς η Α.Τ.Μ.Α απλώνει την μέγιστη επάρκειά της στην καταστροφή παρά
στην οικοδόμηση. Είναι δηλαδή πλήρως επαρκής να φανερώσει το ψεύδος μίας
συζητήσεως η οποία δέν την σέβεται, διότι εξασφαλίζει ότι η πραγματικότης δέν
μπορεί να είναι αντιφατική και επομένως δέν αντικατοπτρίζεται από έναν ασυνεπή
λόγο, αλλά δέν είναι επαρκής να φανερώσει την αλήθεια ενός λόγου που την
σέβεται. Ο Αριστοτέλης δείχνει καθαρά αυτή την λειτουργία όταν δηλώνει ότι
"καμμία απόδειξη δέν αναλαμβάνει σαν πρόλογο την αρχή και γι' αυτό δέν είναι
δυνατόν να δεχθούμε και να αρνηθούμε συγχρόνως". Δέν έχει νόημα λοιπόν να
κατηγορήσουμε την αρχή αυτή ότι είναι άγονη, όταν η λειτουργία της δέν είναι να είναι γόνιμη!
Πολύ πιό σημαντική είναι όμως η
λειτουργία της Α.Τ.Μ.Α απέναντι όχι μόνον στις επιστημονικές ομιλίες ή τις
επιχειρηματολογίες, αλλά γενικώτερα απέναντι σε κάθε συζήτηση! Αυτή αναδύεται
αμέσως μόλις ο Αριστοτέλης καταπιάνεται με την υπεράσπιση της Α.Τ.Μ.Α εναντίον
εκείνων που την αρνούνται ! Τονίζοντας ότι αυτή είναι η μοναδική μορφή δυνατής
αποδείξεως σχετικά μ'αυτή. Δέν είναι δυνατόν να αποδειχθεί με την κοινή σημασία
του όρου, διότι αυτό θα απαιτούσε μία προηγούμενη αρχή από την οποία θα
ξεκινούσε για να μπορέσει να την αποδείξει. Η οποία όμως δέν προσφέρεται, καθώς
ή Α.Τ.Μ.Α είναι η πρώτη ανάμεσα σε όλες τις αρχές. "Είναι όμως δυνατόν -δηλώνει ο Αριστοτέλης στο IV
βιβλίο της Μεταφυσικής- ακόμη και σχετικά μ'αυτό να
αποδείξουμε διά της αναιρέσεως (αποδείξαι ελεγκτικώς) ότι είναι αδύνατον να το
αρνηθούμε αν μόνον τι λέγη ο αμφισβητών (ότι λέγει κάτι με νόημα), αν όμως αυτό
το αρνείται, είναι γελοίο να ερευνά κανείς να βρεί λόγο για να αντιμετωπίσει
κάποιον που δέν έχει να παρουσιάσει λόγο για τίποτε, γιατί ένας τέτοιος
άνθρωπος είναι όμοιος με φυτό" (Μετ. IV 4, 1006 α 11-15). Ας παρατηρήσουμε πώς
εδώ ο Αριστοτέλης θεωρεί την απόδειξη διά αναιρέσεως μία αυθεντική απόδειξη,
ακόμη και αν είναι διαφορετική απο τις κανονικές και επομένως γενική και πώς
την θεωρεί ενσωματωμένη σ'ενα διαλεκτικό πλαίσιο : η αναζήτηση μίας συζήτησης,
δηλαδή ένα επιχείρημα, εναντίον κάποιου, ο οποίος θα'πρεπε με την σειρά του να
διαθέτει ένα επιχείρημα, έναν λόγο και εάν δέν έχει, δέν χρειάζεται να
αναιρεθεί, διότι τοποθετείται ήδη απο μόνος του έξω απο το πλαίσιο της
διαλεκτικής, δηλαδή δέν συζητά μάλιστα ούτε μιλάει, και έτσι δέν είναι μόνον
κάτι λιγότερο απο άνθρωπος, αλλά και απο ζώο, είναι ένα φυτό. "Λέγω όμως
-συνεχίζει ο Αριστοτέλης- ότι η ελεγκτική απόδειξη και η καθαυτό απόδειξη
διαφέρουν, διότι εάν κάποιος θέλει να αποδείξει (την Α.Τ.Μ.Α.) θα έπεφτε στο
σόφισμα που λέει αιτείσθαι το εν αρχή, εάν όμως η αιτία αυτής είναι μία άλλη,
θα έχουμε έλεγχο, αλλά όχι απόδειξη". Να αποδειχθεί η A.Τ.Μ.Α σημαίνει να
αναζητήσουμε μία αρχή και για να αποδείξουμε πρέπει να προϋποθέτουμε πάντοτε
την Α.Τ.Μ.Α ενώ σ'αυτή την περίπτωση
είναι αυτή ακριβώς που πρέπει να αποδειχθεί. [γιατί είναι βαρβαρότης,
απαιδευσία να μήν ξέρει κάποιος για ποιές προτάσεις πρέπει να ζητά απόδειξη και
για ποιές όχι. Γιατί είναι αδύνατον να υπάρχει απόδειξη για όλα]. Εάν όμως
κατορθώσουμε να δείξουμε ότι στο αιτείσθαι το εν αρχή, υποπίπτει ο "άλλος", δηλαδή αυτός που αρνείται την Α.Τ.Μ.Α τότε θα έχει ελεγχθεί,
αναιρεθεί. Μ' αυτό ο Αριστοτέλης δηλώνει ότι η αναίρεση τού άλλου ισούται με μία
απόδειξη της αρχής. Πρόκειται δηλαδή για μία διαλεκτική απόδειξη, στην οποία θα
επιστρέψουμε στην συνέχεια. «Αρχή για την αντιμετώπιση αυτών των
επιχειρημάτων δέν είναι η απαίτηση να θεωρήσει την απαίτηση αυτή σαν ένα
"αιτείσθαι το εν αρχή", αλλά η απαίτηση τουλάχιστον τα λόγια του να
σημαίνουν κάτι για τον εαυτό του, και για τον άλλον (σημαίνει γέ τι και αυτώ
και άλλω). Αυτό τουλάχιστον είναι αναγκαίο, εάν θέλει να πεί κάτι. Διαφορετικά
ένας τέτοιος άνθρωπος, δέν μπορεί να συζητήσει ούτε με τον εαυτό του ούτε με
άλλον. Εάν όμως κάποιος κάνει αυτή την παραχώρηση, τότε μπορεί να υπάρξει απόδειξη!
Γιατί τότε θα υπάρχει κάτι ωρισμένον. Η αιτία όμως και η ευθύνη δέν θα είναι
αυτού που αποδεικνύει, αλλά αυτού που υφίσταται (την απόδειξη δια αναιρέσεως).
Ενώ δηλαδή θέλει να καταστρέψει έναν λόγο, δέχεται έναν λόγο (αναιρών γάρ λόγον
υπομένει λόγον)» (Μετ. IV 4, 1006 α 15-26).
Η αναίρεση αυτή λοιπόν με την απόδειξη
την οποία κατορθώνει είναι και αυτή sui
generis : δέν συνίσταται,
όπως κάθε άλλη αναίρεση, στην παρακίνηση του συζητητού να υποπέσει σε αντίφαση,
διότι αυτός καθότι αρνείται την Α.Τ.Μ.Α στην πραγματικότητα δέν την αρνείται
αλλά την επιβεβαιώνει, δηλαδή καταφάσκει ο ίδιος αυτός που λέει ότι αρνείται.
Αυτό σημαίνει τόσο ότι η άρνηση είναι αδύνατη, όσο και ότι αυτή συνεπάγεται το
αιτείσθαι το εν αρχή, καθώς δέχεται αυτό που είναι υπό συζήτηση. Η Α.Τ.Μ.Α
λοιπόν αποδεικνύεται αληθινή καθόσον συμπεραίνεται αναντίρρητη. Και αυτό είναι
αλήθεια, διότι δέν μπορεί να αναιρεθεί, δέν μπορεί να μήν γίνει αποδεκτή. Η
αλήθεια της είναι η αναγκαιότητά της, δηλαδή είναι μία αναγκαία αλήθεια, μία
αλήθεια η οποία είναι απαραίτητη σε μία απόδειξη! Η αναίρεση, σ'αυτή την
περίπτωση, ισούται με μία αληθινή και πραγματική απόδειξη! Μ'αυτή την έννοια
είναι δυνατόν να ξεπεραστεί η αντίρρηση του Lukasiewicz, σύμφωνα
με την οποία η αναίρεση της αρνήσεως της Α.Τ.Μ.Α δέν είναι αυθεντική θεμελίωσή
της. Εάν η Α.Τ.Μ.Α είναι εις θέσιν να αφαιρέσει την άρνησή της, αυτή καταλήγει
να είναι αναντίρρητη και επομένως αναγκαία και μ'αυτή την έννοια είναι
αναμφισβητήτως αποδεδειγμένη.
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου