Τετάρτη 26 Απριλίου 2017

Βλαντιμίρ Σολόβιεφ - Η Ρωσία και η Παγκόσμια Εκκλησία (23)

Συνέχεια από: Κυριακή, 2 Απριλίου 2017




Η ΤΡΙΑΔΙΚΗ ΑΡΧΗ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ
Η Αγία Τριάδα λογικά προήλθε από την ιδέα του Όντος

Η αληθινή Εκκλησία—ο Ναός, το Σώμα και η μυστική Σύζυγος του Θεού—είναι, όπως ο ίδιος ο Θεός, ένα. Αλλά υπάρχει ενότητα και ενότητα. Υπάρχει μία αρνητική, μοναχική και άγονη ενότητα, η οποία περιορίζεται στον αποκλεισμό της πολλαπλότητας, της πολυφωνίας, της πληθώρας των απόψεων. Αυτή η ενότητα είναι απλή άρνηση, η οποία λογικά προϋποθέτει αυτό που αρνείται και εμφανίζεται ως αρχή, που προκύπτει αυθαίρετα, ενός απροσδιόριστου αριθμού (ενοτήτων). Γιατί δεν υπάρχει τίποτα να αποτρέψει το λόγο από το να εισχώρησει σε διάφορες απλές και ίσες ενότητες και έπειτα να τις πολλαπλασιάσει ως το άπειρο. Και αν οι Γερμανοί έχουν δίκιο στην ονομασία μιας τέτοιας διαδικασίας «κακό άπειρο» (die schlechte Unendlichkeit), η απλή ενότητα η οποία είναι το αντίθετό του «κακού απείρου», δεν είναι αντίθετη με την πολυφωνία και δεν την αποκλείει, αλλά στη γαλήνια απόλαυση της ανωτερότητά της εξουσιάζει το αντιθέτο της και το υπάγει στους δικούς της νόμους. [ΣτΜ: Κατά τον Χέγκελ έχουμε διαλεκτική απείρουπεπερασμένου.  Άπειρο και περατό, απειρότητα και περατότητα, δεν είναι εξωτερικοί ορισμοί, δηλαδή εξωτερικά αντίθετα (όπως κτιστό—άκτιστο), αλλά εσωτερικές ποιοτικές διαφοροποιήσεις. Αν νοούνται ως εξωτερικοί ορισμοί, με τις αντιθέσεις τους, π.χ εδώ έχουμε το πεπερασμένο ον, τον άνθρωπο και κάπου έξω ένα άλλο άπειρο ον, τον Θεό, τότε αυτή η σύλληψη του απείρου είναι ψευδής, είναι κακό άπειρο. Ως ον διέπεται από μία ψευδή απειρότητα. Όταν  όμως δούμε την εσωτερική τους κίνηση, όπου το άπειρο δεν νοείται ως επέκεινα, ως ένα άλλο, αλλά ως το άλλο του ίδιου του πεπερασμένου Εαυτού του, τότε έχουμε το αληθινό άπειρο και αντίστοιχα την αληθινή απειρότητα. Στην παράδοσή μας το άπειρο δεν ταυτίζεται με το Θεό, το οποίο υφίσταται ένεκεν του Κυρίου, ούτε φυσικά ο Θεός είναι άπειρος. Δεν είναι ουσία του Θεού η απειρία. Πέραν τούτου η διαφοροποιήσεις που εισάγονται καθιστούν δυσδιάκριτη την βασική διάκριση κτιστού—ακτίστου, αν δεν την αναιρούν εντελώς. Αναδεικνύουν το υποκείμενο και το προικίζουν με την αυτενέργεια. Το υποκείμενο απειρίζεται, μέσα από συνεχείς ποιοτικές μεταβολές και αυτοκαθίσταται θεοποιό. Στην ουσία το ον είναι αυτοκινούμενο. Σύμφωνα με τον Χέγκελ η σκέψη ενός πεπερασμένου γεννά τη σκέψη ενός άλλου και ούτω καθεξής, έως το άπειρο. Αν όμως δεν λάβουμε υπόψη μας την ποιοτική τους αλλαγή τότε έχουμε ένα κακό άπειρο, το δε Είναι βρίσκεται σε μια κατάσταση ψευδούς απειρότητας.] Η κακή ενότητα είναι κενή και ανύπαρκτη· αληθινή ενότητα είναι αυτή του ενός όντος το οποίο περιέχει όλα από μόνο του. Αυτή η θετική και έγκυος αρχή ενότητας μπορεί κάλλιστα να περιγραφεί ως «κακή ενότητα». Αλλά υπάρχει μια αληθινή ενότητα η οποία, μολονότι η ίδια πάντα παραμένει πάνω από όλους τους περιορισμούς και την πολλαπλή πραγματικότητα, περιλαμβάνει, καθορίζει και αποκαλύπτει τις ζωντανές δυνάμεις, τους ενιαίους λόγους και οι ποικίλες ιδιότητες όλων αυτών που υπάρχουν. Είναι μια ομολογία αυτής της τέλειας ενότητας, η οποία παράγει και αγκαλιάζει όλα, το γεγονός ότι το Σύμβολο της Πίστεως των χριστιανών αρχίζει: Credimus in unum Deum Patrem omnipotentem (παντοκράτορα).
Αυτό το χαρακτηριστικό της θετικής ενότητας (uni-totality or uni-plenitude) ανήκει σε όλο αυτό που είναι, ή πρέπει να είναι, απόλυτο είδος του. Όπως είναι, στον ίδιο τον εαυτό Του, ο Παντοδύναμος Θεός· όπως, στην ιδανική περίπτωση, είναι ο ανθρώπινος λόγος ο οποίος είναι σε θέση να κατανοήσει τα πάντα· όπως, τέλος, θα πρέπει να είναι η αληθινή Εκκλησία, η οποία είναι ουσιαστικά Παγκόσμια, δηλαδή, αγκαλιάζει την ανθρωπότητα και ολόκληρο τον κόσμο στην δική της ζωντανή ενότητά.
Η αλήθεια είναι μία και μοναδική, με την έννοια ότι δεν μπορεί να υπάρχουν δύο αλήθειες απολύτως ανεξάρτητες η μία από την άλλη, ακόμα λιγότερο σε αντίθεση η μία με την άλλη. Όμως, λόγω αυτής της ισχυρής ενότητας, η μία αλήθεια, ανίκανη να περιέχει μέσα στην ίδια οτιδήποτε περιορίζεται, αυθαίρετα ή αποκλειστικά, ή να είναι μερική ή πλήρης, πρέπει να περιλαμβάνει μέσα σε ένα λογικό σύστημα τους λόγους όλων αυτών που υπάρχουν και πρέπει να επαρκεί για να εξηγήσει τα πάντα. Έτσι, επίσης, είναι η αληθινή Εκκλησία μία και μοναδική με την έννοια ότι δεν μπορεί να υπάρξουν δύο αληθινές Εκκλησίες ανεξάρτητα η μία από την άλλη, ακόμα λιγότερο σε σύγκρουση η μία με την άλλη. Αλλά γι΄αυτόν ακριβώς το λόγο η αληθινή Εκκλησία, ως η μοναδική οργάνωση της θεανθρώπινης ζωής, πρέπει να αγκαλιάσει σε ένα πραγματικό σύστημα όλη την πληρότητα της ύπαρξής μας και να ορίσει όλα τα καθήκοντα του ανθρώπου, να ανταπεξέλθει σε όλες τις πραγματικές ανάγκες του και να απαντήσει σε όλες τις φιλοδοξίες του .
Η πραγματική ενότητα της Εκκλησίας εκπροσωπείται και εξασφαλίζεται από την εκκλησιαστική μοναρχία. Αλλά δεδομένου ότι η Εκκλησία, που είναι ένα, πρέπει να είναι Παγκόσμια, δηλαδή, πρέπει να αγκαλιάσει όλους και όλα με μια καθορισμένη σειρά, η εκκλησιαστική μοναρχία δεν μπορεί να παραμείνει άγονη, αλλά πρέπει να κινητοποιήσει όλες τις εξουσίες οι οποίες πηγαίνουν να αποτελέσουν την ανθρώπινη κοινωνία στην πληρότητά της. Και αν η μοναρχία του Πέτρου, η οποία θεωρείται ως τέτοια, μας δίνει μια αντανάκλαση της θείας ενότητας και ταυτόχρονα μια πραγματική και απαραίτητη βάση για την προοδευτική ενοποίηση της ανθρωπότητας, θα δούμε επίσης και στην περαιτέρω ανάπτυξη των κοινωνικών δυνάμεων της Χριστιανοσύνης όχι μόνο μια αντανάκλαση της ενυπάρχουσας γονιμότητας της Θεότητας, αλλά και ένα πραγματικό μέσο που συνδέει την ολότητα της ανθρώπινης ύπαρξης με την πληρότητα της θείας ζωής.
Λέγοντας ότι ένα ζωντανό ον είναι (ΣτΜ: η Αγία Τριάδα είναι το Είναι. Το γεγονός ότι είναι την καθιστά Τριάδα), αναπόφευκτα αποδίδουμε σε αυτό με τη μία (άμεσα δηλαδή) ενότητα, δυαδικότητα και την τριαδικότητα. Υπάρχει ενότητα, διότι έχουμε να κάνουμε με ένα μόνο ον. Υπάρχει δυαδικότητα, γιατί δεν μπορούμε να επιβεβαιώσουμε ότι ένα ον είναι, χωρίς ταυτόχρονα να επιβεβαιώσουμε ότι είναι κάτι, ότι έχει μια καθορισμένη αντικειμενικότητα. Οι δύο θεμελιώδεις κατηγορίες όλων των όντων είναι, συνεπώς, (1) η ύπαρξη του όντος ως ένα πραγματικό υποκείμενο, και (2) η αντικειμενική ουσία του ή η ιδέα του (ο λόγος ύπαρξής του: raison d’être ). Τέλος, υπάρχει τριάδα: το υποκείμενο του ζωντανού όντος συνδέεται με τρεις διαφορετικούς τρόπους με την ουσιαστική αντικειμενικότητά του· την έχει στην πρώτη θέση από το ίδιο το γεγονός της ύπαρξής του, σαν δική του οικεία φύση ή σαν πραγματικότητα· την έχει στη δεύτερη θέση στην δραστηριότητά του, η οποία είναι κατ' ανάγκη η εκδήλωση αυτής της ουσίας· τέλος, την έχει στην συνειδητοποίηση (ΣτΜ: το Άγιο Πνεύμα είναι η συνειδητοποίηση της ύπαρξης, είναι η συνείδηση της ύπαρξης, εν προκειμένω της Αγίας Τριάδας) ή στην απόλαυση της δικής του ύπαρξης και δραστηριότητας του, στην εν λόγω δήλωση για τον εαυτό του, η οποία απορρέει από την ύπαρξή εκδηλούμενη με δραστηριότητα. Η παρουσία αυτών των τριών τρόπων ύπαρξης, διαδοχικά (ΣτΜ: εδώ ως υπόθεση ανιχνεύουμε και τον Ζηζιούλα. Η διαδοχή διασώζει την αιτία, την ιεραρχία), αν όχι ταυτόχρονα, είναι απολύτως απαραίτητη για τη συγκρότηση ενός ζωντανού όντος. Γιατί εάν εννοείται ότι η δραστηριότητα και η συνειδητοποίηση υπονοούν την πραγματική ύπαρξη ενός δεδομένου υποκειμένου, δεν είναι λιγότερο βέβαιο ότι μια πραγματικότητα εντελώς ανίκανη, θα είναι, ένα μη ζωντανό ον, ένα αδρανές και άψυχο πράγμα.
Δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι, αυτοί καθαυτοί, οι τρεις τρόποι που μόλις ανέφερα έχουν ένα πολύ θετικό χαρακτήρα. Όπως ένα πραγματικά υπάρχον υποκείμενο είναι περισσότερο από μια λογική αφαίρεση, έτσι κι ένα ενεργητικό και συνειδητό υποκείμενο είναι περισσότερο από την αδρανή ύλη ή την τυφλή δύναμη. Αλλά στην φυσική τάξη, ανάμεσα σε όλα τα κτιστά πλάσματα, οι συστατικοί τρόποι της πλήρους ύπαρξης δεν βρίσκονται ποτέ στην καθαρή μορφή τους· είναι αδιαχώριστοι από ορισμένους περιορισμούς και αρνήσεις οι οποίες τροποποιούν ριζικά το θετικό χαρακτήρα τους. Πράγματι, εάν το κτιστό ζωντανό ον απολαμβάνει πραγματική ύπαρξη, ποτέ δεν την κατέχει ως απόλυτη και πρωταρχική πραγματικότητα· η πραγματικότητα του προέρχεται από μια εξωτερική αιτία, δεν είναι αυτοτελής. Έτσι, επίσης, η ίδια δραστηριότητα ενός κτιστού όντος δεν είναι ποτέ καθαρή, δηλαδή, απλά και μόνο η εκδήλωση της εσωτερικής ύπαρξης του, αλλά καθορίζεται αναγκαστικά από τη συνδρομή των περιστάσεων και την επίδραση των εξωτερικών ερεθισμάτων, ή τουλάχιστον περιπλέκεται από την λογική πιθανότητα μιας εναλλακτικής εκδήλωσης. Τέλος, η αυτο-συνειδησία ​​του κτιστού όντος, ξεκινώντας από μια ενδεχόμενη ύπαρξη και μία εξωτερική αποφασιστική δράση, δεν εξαρτάται από την ίδια την ύπαρξη είτε την ποιότητα, την ποσότητα ή τη διάρκειά της. Έτσι, το πεπερασμένο ον, ούτε υφίσταται κατά κύριο λόγο από μόνο του, ούτε ενεργώντας απλώς από μόνο του, μπορεί να επιστρέψει πλήρως στον εαυτό του, αλλά χρειάζεται πάντα κάποιο εξωτερικό συμπλήρωμα.
Με άλλα λόγια, η πεπερασμένη ύπαρξη δεν περιέχει μέσα της το δικό της λόγο ύπαρξης· και προκειμένου, επιτέλους, να δικαιολογήσει ή να εξηγήσει το γεγονός της ύπαρξης αυτής, πρέπει να συνδέεται με το απόλυτο Ον, ή Θεό. Στον ισχυρισμό ότι υπάρχει Θεός, πρέπει αναγκαστικά να αποδώσουμε σ' Αυτόν τους τρεις συστατικούς τρόπους του πλήρους όντος. Δεδομένου ότι στην πραγματική ύπαρξη, η δράση και η απόλαυση είναι τα ίδια καθαρά θετικά χαρακτηριστικά, δεν μπορεί να λείπουν από το απόλυτο Ον. Αν υπάρχει, Αυτός υπάρχει όχι μόνο στο μυαλό, αλλά στην πραγματικότητα· αν είναι μια πραγματικότητα, Αυτός δεν είναι νεκρός ή αδρανή πραγματικότητα, αλλά ένα ον το οποίο εκδηλώνεται με τη δική του δραστηριότητα· αν Αυτός ενεργεί, δεν ενεργεί ως μια τυφλή δύναμη, όσο ως μια συνειδητή επίγνωση του είναι Του και λαμβάνοντας ευχαρίστηση από την εκδήλωση Του. Στερούμενος αυτών των χαρακτηριστικών, Αυτός δεν θα ήταν ο Θεός, αλλά μια κατώτερη φύση, κατώτερη και από αυτήν του ανθρώπου. Αλλά για τον απλό λόγο ότι ο Θεός είναι Θεός, δηλαδή, απόλυτο και Υπέρτατο Ον, οι τρεις συστατικοί τρόποι του πλήρους όντος μπορούν να αποδοθούν μόνο σ' Αυτόν με τον ουσιαστικό και θετικό χαρακτήρα τους, πέρα από κάθε ιδέα που δεν συνδέεται με την έννοια του ίδιου του Όντος, αλλά αφορά μόνο στη λειτουργία του ενδεχόμενου όντος. Έτσι, η πραγματική ύπαρξη η οποία ανήκει στον Θεό δεν μπορεί να προκύψει για Αυτόν από οποιαδήποτε εξωτερική αιτία, αλλά είναι ένα κύριο και αμείωτο γεγονός. Θεός υπάρχει στον ίδιο τον Εαυτό και από τον Εαυτό του. Η πραγματικότητα που κατέχει είναι, κατά κύριο λόγο, εντελώς από μέσα· είναι μια απόλυτη ουσία. Έτσι, επίσης, η σωστή ενέργεια ή ουσιαστική εκδήλωση του Θεού δεν μπορεί να είναι είτε αποφασισμένη ή τροποποιημένη από οποιαδήποτε εξωτερική αιτία, αλλά είναι απλά η καθαρή και τέλεια (δηλαδή, απολύτως επαρκής) αναπαραγωγή της δικής του ύπαρξης, της μοναδικής ουσίας Του. Αυτή η αναπαραγωγή δεν μπορεί να είναι είτε μια νέα δημιουργία ή ένα τμήμα της θείας ουσίας· δεν μπορεί να δημιουργηθεί, επειδή υπάρχει από όλη την αιωνιότητα· δεν μπορεί να διαιρεθεί, διότι δεν είναι ένα υλικό πράγμα, αλλά καθαρή πραγματικότητα. Ο Θεός, κατέχοντας αυτήν στον ίδιο Του τον εαυτό, εκδηλώνει αυτήν για τον εαυτό Του, και αναπαράγει τον εαυτό του σε μία καθαρά εσωτερική πράξη. Με αυτή την πράξη φτάνει στην απόλαυση του εαυτού Του, δηλαδή, της απόλυτης ουσίας Του, όχι μόνο ως υφιστάμενη, αλλά και ως εκδηλούμενη. Έτσι, η πλήρης ύπαρξη του Θεού, δεν χρειάζεται Αυτόν για να πάει έξω από τον εαυτό Του, ούτε θέτει Αυτόν σε οποιαδήποτε εξωτερική σχέση· είναι τέλεια από μόνη της, και δεν εμπλέκει την ύπαρξη του σε οτιδήποτε έξω από την ίδια.
Στους τρεις συστατικούς τρόπους της ύπαρξής Του, ο Θεός είναι σε μοναδική σχέση με την ίδια Του την ουσία: (1) Διαθέτει αυτήν στον ίδιο τον εαυτό Του, στην δική Του "πρώτη πράξη" (απόλυτη πραγματικότητα). (2) Διαθέτει αυτήν για τον εαυτό του, εκδηλώνοντας ή παράγοντας αυτή από τον εαυτό Του μέσα στη δική Του «δεύτερη πράξη» (απόλυτη δράση). (3) Διαθέτει αυτήν επιστρέφοντας επάνω στον εαυτό Του, στην εκ νέου ανακάλυψη σε αυτήν, σε μια «τρίτη πράξη», η τέλεια ενότητα της ύπαρξής Του και της εκδήλωσης Του (απόλυτη απόλαυση) (ΣτΜ: εδώ διευρύνει τον ορισμό του Αυγουστίνου  για το Άγιο Πνεύμα). Δεν μπορεί να απολαύσει αυτήν, χωρίς να την έχει εκδηλώσει, και δεν μπορεί να εκδηλώσει αυτήν, χωρίς να έχει αυτήν στον ίδιο τον εαυτό Του. Έτσι, αυτές οι τρεις πράξεις, καταστάσεις ή σχέσεις - εδώ οι όροι συμπίπτουν - άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους, είναι διαφορετικές, αλλά ίσες εκφράσεις του συνόλου της Θεότητας. Εκδηλώνοντας την οικεία φύση Του ή αναπαράγοντας τον εαυτό Του από τον εαυτό Του, ο Θεός δεν έχει διαμεσολαβητή και προτείνεται χωρίς εξωτερική δράση η οποία μπορεί να τροποποιήσει την αναπαραγωγή του ή να καθιστίσει αυτήν ημιτελή· εκείνο που παράγεται είναι συνεπώς απολύτως ίσο με εκείνο που παράγει, από κάθε άποψη, εκτός στο μέτρο που το ένα παράγει και το άλλο παράγεται. Και όπως το σύνολο της Θεότητας περιέχεται στην αναπαραγωγή της, έτσι εξ ολοκλήρου περιέχεται στην απόλαυση που προέρχεται από αυτήν την αναπαραγωγή. Αυτή η απόλαυση, μη εξαρτώμενη από καμία εξωτερική κατάσταση, δεν μπορεί να είναι μια τυχαία κατάσταση ανεπαρκής για την απόλυτη ύπαρξη του Θεού· είναι η άμεση και πλήρης έκβαση της θείας ύπαρξης και δράσης. Ο Θεός, ως απόλαυση, απορρέει από τον εαυτό Του ως την παραγωγή και παράγεται. Και ως τρίτο όρο, αυτό το οποίο απορρέει, καθορίζεται μόνο από τα δύο πρώτα, τα οποία είναι εντελώς ίσα το ένα με το άλλο, πρέπει επίσης να είναι ίσο με αυτά από κάθε άποψη εκτός του μέτρου που απορρέει από αυτά και όχι το αντίστροφο (ΣτΜ: αποδοχή του Φιλιόκβε).
Οι τρεις αυτές πράξεις δεν είναι ξεχωριστά τμήματα της θείας ουσίας· περισσότερο δεν μπορούν να είναι διαδοχικές φάσεις της θεϊκής ύπαρξης. Αν η ιδέα ενός «μέρους» σημαίνει χώρο, τότε η ιδέα μιας «φάσης» σημαίνει χρόνο. Αποκλείοντας αυτές τις δύο μορφές κτιστής υπάρξεως, πρέπει να επιβεβαιώσουμε ότι η απόλυτη ουσία περιέχεται στους τρεις τρόπους της θείας ύπαρξης, όχι μόνο χωρίς διαίρεση, αλλά χωρίς διαδοχή. Αυτό συνεπάγεται τρία σχετικά υποκέιμενα ή υποστάσεις στην απόλυτη ενότητα της θείας ουσίας. Πράγματι, αν οι τρεις τρόποι της απόλυτης ύπαρξης θα μπορούσαν να είναι διαδοχικοί, τότε ένα απλό υποκείμενο θα αρκούσε, μια απλή υπόσταση θα μπορούσε να βρεθεί διαδοχικά σε τρεις διαφορετικές σχέσεις με την ουσία της. Αλλά το απόλυτο Ον, δεν είναι σε θέση να αλλάξει στο χρόνο, δεν είναι ευάλωτο από διαδοχικές εξελίξεις· οι τρεις συστατικοί τρόποι της πλήρους ύπαρξής του πρέπει να είναι ταυτόχρονοι ή συν-αιώνιοι. Από την άλλη πλευρά, είναι σαφές ότι ένα και το ίδιο υποκείμενο ή υπόσταση δεν μπορεί να επιβεβαιώσει τον εαυτό του ταυτόχρονα ως μη εμφανιζόμενο, ως εμφανιζόμενο, και ως απορροή κατά την φανέρωσή του. Είναι, ως εκ τούτου, αναγκαίο να παραδεχτώ ότι κάθε μία από τις λειτουργίες της θείας ύπαρξης εκπροσωπείται πάντοτε από ένα σχετικά διακριτό υποκείμενο· ότι είναι αιώνια ενυπόστατο και ότι, κατά συνέπεια, υπάρχουν στο Θεό τρεις συναϊδιες υποστάσεις. Αυτή η ανάγκη μπορεί να παρουσιαστεί από μια άλλη σκοπιά. Δεδομένου ότι ο Θεός στον πρώτο τρόπο της υπάρξεώς Του, καθώς ούτε παράγεται, ούτε εκδηλώνεται αλλά αναπαράγει (ΣτΜ: η γέννηση νοείται ως παραγωγή, ο δε Κύριος ως αναπαραγωγή του Πατρός) και εκδηλώνει τον εαυτό Του, είναι κατ' ανάγκη ένα γνήσιο υποκείμενο ή υπόσταση, και από το δεύτερο τρόπο λειτουργίας της θείας ύπαρξης, ο Θεός, όπως αναπαράγεται ή φανερώνεται, είναι εντελώς ίσος με το πρώτο από κάθε άποψη, εκτός από τη συγκεκριμένη διαφορά στην αμοιβαία τους σχέση, προκύπτει ότι αν το πρώτο είναι μια υπόσταση, το δεύτερο πρέπει επίσης να είναι μια υπόσταση. Διότι η μόνη σχετική διαφορά που τις διακρίνει δεν αναφέρεται στην έννοια της υπόστασης, αλλά με εκείνη της παραγωγής ή του παραγόμενου. Έτσι, εάν η μία είναι μια υπόσταση που παράγει, η άλλη είναι μια υπόσταση που παράγεται. Το ίδιο σκεπτικό ισχύει πλήρως στον τρίτο τρόπο της θείας ύπαρξης, η οποία απορέει από τις δύο πρώτες δεδομένου ότι ο Θεός μέσα από την ολοκλήρωση της εκδήλωσής Του, επιστρέφει πάνω στον εαυτό Του στην απόλυτη απόλαυση της εκδηλωμένης ύπαρξης Του. Κατά την αφαίρεση από την τελευταία αυτή σχέση κάθε έννοιας του χρόνου ή μιας διαδοχικής διαδικασίας, οδηγούμαστε αναπόφευκτα να παραδεχτούμε μια τρίτη υπόσταση, συναϊδιος με τις άλλες δύο και απορρέει και από τις δύο ως η ενότητά τους και η τελική τους σύνθεση, κλείνοντας έτσι τον κύκλο της Θείας ζωής. Απόλαυση στο Θεό, δεν μπορεί να υπάρχει ανισότητα στη δράση του ή την αρχέγονη πραγματικότητα Του· εάν η τελευταίες είναι διακριτές υποστάσεις, οι προηγούμενες πρέπει να είναι επίσης.
Η τριάδα των υποστάσεων ή υποκειμένων στην ενότητα της απόλυτης ουσίας είναι μια αλήθεια που μας δίνει η Θεία Αποκάλυψη και η αλάνθαστη διδασκαλία της Εκκλησίας.
Είδαμε ότι αυτή η αλήθεια επιβάλλει η ίδια την αιτία και μπορεί να συναχθεί λογικά από την παραδοχή ότι ο Θεός είναι, με τη θετική και πλήρη έννοια του όρου αυτού.
Έχουμε δει ότι αυτή η αλήθεια επιβάλλεται επάνω στο λόγο και μπορεί να συναχθεί λογικά από την αποδοχή ότι ο Θεός είναι, στη θετική και πλήρη έννοια αυτού του όρου.

Η Θεία Αποκάλυψη όχι μόνο μας έχει διδάξει ότι υπάρχουν τρεις υποστάσεις στον Θεό, αλλά τις έχει ορίσει επίσης με συγκεκριμένα ονόματα. Θα ολοκληρώσουμε το ανωτέρω επιχείρημα δείχνοντας ότι τα ονόματα αυτά δεν είναι αυθαίρετα, αλλά ότι συμπίπτουν απολύτως με την ίδια την τριαδική ιδέα.

Μετάφραση: Γεώργιος Η. Μπόρας
Η Αγγλική έκδοση του βιβλίου Russia and the Universal Church βρίσκεται εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: