Πέμπτη 27 Απριλίου 2017

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ (2)-επανάληψη

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Θεολογική Σχολή - Τμήμα Θεολογίας 
Γεώργιος Η. Μπόρας
Μεταπτυχιακή Εργασία
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
Α.Μ.: 1619
Σύμβουλος Καθηγητής: Δ. Τσελεγγίδης

Συνεχίζεται από : Τετάρτη 26 Απριλίου 2017

1.2 Οι τρεις Εγκύκλιοι. Συγκριτική μελέτη και ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτών.
Η Εγκύκλιος του 1895[1]
.
Θεωρούμε ότι ένα ζωντανό παράδειγμα ραγδαίας αλλοτρίωσης της ορθόδοξης πίστης από το φαινόμενο του Οικουμενισμού, εκτυλίσσεται από τις αρχές του 20ου αιώνα και μέχρι τις ημέρες μας στον χώρο της χαρακτηρισμένης ως Ορθόδοξης Ανατολής ή στον χώρο που παραδοσιακά ενεργούσε και συνεχίζει να ενεργεί η Ορθόδοξη Εκκλησία, ιδιαίτερα δε η ελληνόφωνη.
Μνημονεύουμε την προαναφερθείσα Εγκύκλιο για δυο λόγους: α) διότι στην συγκεκριμένη Εγκύκλιο το Πατριαρχείο συνοψίζει σύντομα και περιεκτικά το σύνολο σχεδόν των αιρετικών δοξασιών και νεωτερισμών της Παπικής κακοδοξίας και β) διότι μπορούμε εμφανώς να δούμε ότι, ενώ το Πατριαρχείο μας δίνει μια ανάγλυφη Ορθόδοξη μαρτυρία με την υπάρχουσα Εγκύκλιο, εν τούτοις εικοσιπέντε χρόνια αργότερα με την Εγκύκλιο του 1920, πραγματοποιεί μια ολική μεταστροφή στις θέσεις του, σαν να ήταν οι θέσεις που παρουσιάζονται στην Εγκύκλιο του 1895 υπόθεση του Πατριάρχη της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου και όχι το αποκαλυπτικό απόσταγμα της σχεδόν δισχιλιόχρονης πορείας της Εκκλησίας του Χριστού.
Η Εγκύκλιος του 1895 αναφέρεται στην υπάρχουσα ομοφωνία της Εκκλησίας της Ρώμης με τις εν Χριστώ Εκκλησίες του Ανατολικού τμήματος, της παλαιότερα ενιαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μέχρι και τον ένατο αιώνα[2] και όχι το 1054 όπως έχει πλέον επικρατήσει να λέγεται σε ένα κλίμα πλειοδοσίας καλών προθέσεων. Το μη επιδεχόμενο δεύτερη ερμηνεία, προς Εβραίους 13,7-8, καταλήγει με την προτροπή: «διδαχαῖς ποικίλαις καί ξέναις μη περιφέρεσθε»[3], μας εισάγει και μας προϊδεάζει για το κλίμα της εγκυκλίου αλλά και της στάσης του Πατριαρχείου για τα θέματα που αφορούν στην παρακαταθήκη της πίστεως. Ευθύς τονίζει το παράλογο των παπικών απαιτήσεων (ένωση παπικής εμπνεύσεως) και του άκρατου κληρικαλιστικού πνεύματος του παπικού θεσμού (ο Πάπας κοσμικός άρχων της Εκκλησίας, αντιπρόσωπος του Κυρίου και μόνος χορηγός της χάριτος[4]) καθώς και τη δαιμονική ουνιτική πρακτική της Ρώμης, ιδιαίτερα απέναντι στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Έτσι μας διευκρινίζει ότι αίτια της Πατριαρχικής εγκυκλίου είναι η ευανάγνωστη αλλαγή πλεύσης του Πάπα, όπως φαίνεται με Εγκύκλιο του που εξαποστέλλει προς τις αποκαλούμενες από τους παπικούς Ανατολικές ΄΄Εκκλησίες΄΄, το 1894[5] («ἐγκαταλιποῦσα τήν ὁδόν τῆς πειθοῦς καί τῆς συζητήσεως»[6], όπως αναφέρει χαρακτηριστικά) και η ενεργοποίηση της ουνίας. Χαρακτηρίζει τον Πάπα ψευδαπόστολο, που μετασχηματίζεται σε απόστολο Χριστού, κάνοντας αναφορά και στην ανακολουθία που παρουσιάζει η παπική στάση στο θέμα της ενώσεως των εκκλησιών. Βέβαια, κι εδώ φαίνεται μια αλλοίωση που παρείσφρησε στο σώμα της Εκκλησίας, καθώς το Πατριαρχείο κάνει λόγο για ένωση, ενώ πιο κάτω θέτει την σωστή διάσταση της ένωσης ως επιστροφή της παπικής κακοδοξίας στην αλήθεια του Κυρίου την οποία η Ορθόδοξη Εκκλησία διακονεί. Στη συνέχεια παραθέτοντας τις κακοδοξίες της Ρώμης αναφέρει επιγραμματικά το ζήτημα του filioque[7], της τριπλής κατάδυσης, του άζυμου άρτου στην Θεία Ευχαριστία[8], τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων με την επίκληση του Αγίου Πνεύματος και όχι κατά την εκφώνηση «λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου»[9], την αποστέρηση από τους λαϊκούς του κοινού ποτηρίου, τα περί καθαρτηρίου πυρός[10] καθώς και τα περί ικανοποίησης της θείας δικαιοσύνης[11], το δόγμα της άσπιλης σύλληψης της Θεοτόκου[12]. Το Πατριαρχείο εστιάζει σ’ αυτό που ο Πάπας θεωρεί ως κύρια και βασική αιτία της διαφωνίας: στη θέση του επισκόπου Ρώμης στην Εκκλησία. Το γνωστό «πρωτείο» που, για τον Πάπα, έχει αγιογραφική βάση στη στιχομυθία του Κυρίου με τον Απόστολο Πέτρο. Ο Πάπας διατείνεται ότι και η εκκλησιαστική ιστορία μας εφοδιάζει με πλείστες μαρτυρίες οι οποίες συμπορεύονται με τις απόψεις της Ρώμης εννοώντας κυρίως την ομολογία του Αποστόλου Πέτρου[13]. Αξίζει να αναφέρουμε μια από τις πολλές μαρτυρίες του Αποστόλου Παύλου: «θεμέλιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός»[14] που κονιορτοποιεί οποιαδήποτε διαφορετική ερμηνεία, πολύ περισσότερο μια ερμηνεία που υποδηλώνει εξουσιαστική λαγνεία. Λαμβάνοντας οι Πατέρες, λοιπόν, τις παραπάνω μαρτυρίες, καθώς και πολλές άλλες αγιογραφικές, ουδέποτε θεώρησαν ότι ο Απόστολος Πέτρος είχε ένα ιδιαίτερο πρωτείο έναντι των άλλων Αποστόλων. Η ΄΄Εκκλησία΄΄ της Ρώμης πλανά και πλανάται κηρύσσοντας ένα κατεξουσιαστικό κατά βάση πρωτείο, στηριζόμενη σε απόκρυφα του 2ου αιώνα βιβλία, τα λεγόμενα Ψευδοκλημέντια[15], καθώς και στις μεταγενέστερες, «αναβαθμισμένες», Ψευδοισιδώρειες[16] διατάξεις όπου εντοπίζεται ο ισχυρισμός ότι πρώτος επίσκοπος και ιδρυτής της Ρωμαϊκής Εκκλησίας ήταν ο Πέτρος. Τα παραπάνω συνεπάγονται ότι ο διάδοχος του Πέτρου είναι ο έχων το πρωτείο, νοούμενο ως δυνατότητα άσκησης και επιβολής εξουσίας και όχι ως πρωτείο τιμής, το οποίο οι Πατέρες ούτως ή άλλως απέδιδαν στον Επίσκοπο Ρώμης, ως Επίσκοπο της πρωτεύουσας πόλης του πολιτειακού μορφώματος, κάτι το οποίο συνέβη αργότερα και με την Κωνσταντινούπολη όταν αυτή παρέλαβε τα σκήπτρα της πρωτεύουσας πόλης. Η ισοτιμία των επισκόπων των εν Χριστώ Εκκλησιών για τους Πατέρες είναι δεδομένη και ουδείς υπαινιγμός γίνεται εξ’ αυτών περί πρώτου Επισκόπου και κριτή των άλλων Εκκλησιών. Κατά την Πατριαρχική Εγκύκλιο, το συνοδικό σύστημα διοικήσεως με κορυφή την Οικουμενική Σύνοδο, σύγκλιση της οποίας γινόταν για θέματα που αφορούσαν το σύνολο των εν Χριστώ Εκκλησιών, είναι το «πολίτευμα» της Εκκλησίας, το οποίο και καταστρατηγεί ο Πάπας ορεγόμενος και την κοσμική εξουσία. Κι ενώ, κατά την Εγκύκλιο, υπάρχει πληθώρα παπών με αιρετικές περγαμηνές όπως οι: Λιβέριος[17] ο οποίος κατά 4ο αιώνα υπέγραψε αρειανή ομολογία, ο Ζώσιμος[18] που κατά τον 5ο αιώνα επιδοκίμασε αιρετική ομολογία, ο Βιγίλιος[19] που καταδικάστηκε τον 6ο αιώνα από την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο και ο Ονώριος[20] που ως υποστηρικτής του Μονοθελητισμού καταδικάστηκε από την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο και λογική συνέπεια αυτών θα ήταν η ζεστή μεταμέλεια και επιστροφή του Πάπα στα παραδεδομένα, ατυχώς όμως η παπική σύνοδος του 1870 εμμένοντας στις αιρετικές υπερπτήσεις της Ρώμης ανακήρυξε και αλάθητο[21] τον Πάπα. Λαμβάνοντας τα δεδομένα αυτά το Πατριαρχείο δικαίως καυχάται ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι η Μία Άγια και Αποστολική Εκκλησία η δε Ρωμαϊκή κατέστη ΄΄Εκκλησία΄΄ των καινοτομιών και νοθεύσεων και άρα δίκαια αποκηρύχθηκε και αποκηρύσσεται. Η δόλια αγαπητική διάθεση που εκδηλώνει ο Πάπας προς τα σλαβικά έθνη, επαναλαμβάνοντας τις πάγιες ουνίτικες πρακτικές, αναγκάζει το Πατριαρχείο να μεμφθεί την υποκριτική στάση του Πάπα έναντι των σλαβικών εθνών και υπενθυμίζει την περιπέτεια των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου την περίοδο της ιεραποστολικής τους δράσης στην Μοραβία[22].
Κλείνοντας την Εγκύκλιο το Πατριαρχείο απευθύνεται στους λαούς της Δύσης τονίζοντας τους ότι δεν αρκεί η πίστη στο Χριστό αλλά οφείλουν να πιστεύουν ορθά. Ορθή πίστη δε, είναι αυτή η οποία ακολουθεί Αυτόν που είναι: «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας»[23]. Βλέπουμε ότι ο ομολογιακός παλμός του Πατριαρχείου, παρά το τραχύ ιστορικό περιβάλλον, δεν κάμπτεται ούτε γίνεται αυτό αιτία μιας ελαστικότερης στάσης έναντι των παπικών αξιώσεων. Αφού δε ξεκαθαρίζει ποια είναι τα πράγματα της πίστεως, κινούμενο από ιεραποστολικό ζήλο και τιμώντας την ιστορία του, προβαίνει σε έκκληση για επιστροφή στην πίστη των Πατέρων. Βέβαια δεν θα μπούμε στη διαδικασία να εξετάσουμε τη στάση του Πατριαρχείου, αλλά σε κάθε περίπτωση όλη η ποιμαντική εικόνα μας αποκαλύπτει ότι μια ρωμαλέα παράδοση υφίσταται.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


[1]Καρμίρης, 1953, σ. 932.
[2]Ορθά, κατά την άποψή μας, το Πατριαρχείο μιλώντας για κοινή παρακαταθήκη εστιάζει στον ένατο αιώνα.Το σχίσμα του 867 (βλ. Θ.Η.Ε τ. 5, στ. 500-506) το οποίο λέγεται και Μικρό Σχίσμα (έληξε δώδεκα χρόνια αργότερα), έφερε στην επιφάνεια, πέρα από τις τετριμμένες αψιμαχίες των πατριαρχικών δικαιοδοσιών (αντικανονικές αναμίξεις, εισπηδήσεις κ.α.), και το χριστολογικό χάσμα-προσανατολισμό με το οποίο εμφορούταν οι δυο επισκοπές. Ένα χάσμα που ανέδειξαν οι θέσεις του ιερού Αυγουστίνου για το Άγιο Πνεύμα. Στο έργο του ΄΄Περι της Αγίας Τριάδος΄΄ διαβάζουμε: «Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι ένας Θεός, και βεβαίως ο Θεός είναι άγιος, και ο Θεός είναι πνεύμα, η Αγία Τριάδα μπορεί να ονομάζεται επίσης το Άγιο Πνεύμα. Αλλά το Άγιο Πνεύμα, όχι σαν  Αγία Τριάδα, αλλά ως ένα πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, καλείται Άγιο Πνεύμα για να διακριθεί από τα άλλα πρόσωπα σχετικά, αφού Εκείνος (το Άγιο Πνεύμα) αναφέρεται τόσο στον Πατέρα και στον Υιό, επειδή το Άγιο Πνεύμα είναι το Πνεύμα, τόσο του Πατρός όσο και του Υιού. Αλλά η σχέση δεν είναι το ίδιο εμφανής με αυτό το όνομα, αλλά είναι προφανής όταν καλείται ΄΄το δώρο του Θεού΄΄, διότι είναι το δώρο του Πατρός και του Υιού, διότι «Αυτός εκπορεύεται από τον Πατέρα», όπως και ο Κύριος λέει, και επειδή αυτό το οποίο λέει ο Απόστολος, «Τώρα, αν κάποιος δεν έχει το Πνεύμα του Χριστού, αυτός δεν είναι αυτού», το λέει φυσικά εμπνεόμενος από το Άγιο Πνεύμα. Όταν λέμε, λοιπόν, το δώρο του δωρητή  και ο δωρητής του δώρου, μιλάμε και στις δύο περιπτώσεις σχετικά. Ως εκ τούτου, το Άγιο Πνεύμα είναι ένα είδος άρρητης, ανείπωτης κοινωνίας  του Πατρός και του Υιού, και για το λόγο αυτό, ίσως, Αυτός ονομάζεται έτσι, επειδή το ίδιο όνομα είναι κατάλληλο τόσο για τον Πατέρα και τον Υιό. Γι’ αυτό Αυτός ο ίδιος έχει αυτό το όνομα που για τους άλλους είναι κοινό, διότι τόσο ο Πατέρας είναι ένα πνεύμα και ο Υιός είναι πνεύμα, τόσο ο Πατέρας είναι άγιος και ο Υιός άγιος. Προκειμένου, επομένως,  η κοινωνία των δύο να μπορεί να δηλώνεται από ένα όνομα το οποίο είναι κατάλληλο και για τους δύο, το Άγιο Πνεύμα είναι που ονομάζεται το δώρο των δύο. Και αυτή η Τριάδα είναι ένας Θεός, μόνος, καλός, μεγάλος, αιώνιος, παντοδύναμος, Αυτός ο ίδιος είναι η Ενότητα του, Θεότητα του, το μεγαλείο του, η καλοσύνη του, η αιωνιότητα του, η παντοδυναμία του». Το Άγιο Πνεύμα λογίζεται ως το κοινό δώρο ή αλλιώς ο δεσμός της αγάπης που τους ενώνει. Η ενότητα, συμφωνα με τον ιερό Αυγουστίνο, δεν μας οδηγεί στην διθεΐα μιας και οι δυο Θεοί μας δίνουν το αυτό δώρο. Saint Augustine, De Trinitate, V 12.
[3]Καρμίρης, 1953, σ. 933.
[4]«Τί εἶναι ὁ πυρήν τοῦ δόγματος περί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα=τοῦ ἀνθρώπου; Ἡ ἀποθεανθρωποποίησις τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό ἐπιδιώκουν ὅλοι οἱ οὑμανισμοί, ἀκόμη καί οἱ θρησκευτικοί. Ὅλοι ἐπαναφέρουν τόν ἄνθρωπον εἰς την εἰδωλολατρίαν, εἰς τήν πολυθεΐαν, εἰς τόν διπλοῦν θάνατον, τόν πνευματικόν καί τόν φυσικόν. Ἀπομακρυνόμενος ἀπό τόν Θεάνθρωπον, ὁ κάθε οὑμανισμός βαθμηδόν μετατρέπεται εἰς μηδενισμόν. Αὐτό δεικνύει ἡ σύγχρονος χρεωκοπία ὅλων τῶν οὑμανισμῶν, μέ ἐπί κεφαλῆς τόν παπισμόν, ἔμμεσον ἢ ἄμεσον, ἑκούσιον ἢ ἀκούσιον πατέρα ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὑμανισμῶν. Ἡ δέ χρεωκοπία, ἡ καταστρεπτική χρεωκοπία τοῦ παπισμοῦ, ἔγκειται εἰς τό δόγμα περί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα. Καί εἶναι ἀκριβῶς τό δόγμα αὐτό τό κορύφωμα τοῦ μηδενισμοῦ. Διά τοῦ δόγματος αὐτοῦ ὁ ἄνθρωπος τῆς Εὐρώπης κατά δογματικῶς ἀποφασιστικόν τρόπον, ἐκήρυξε τό δόγμα τῆς αὐταρκείας τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου καί οὕτω τελικῶς ἐφανέρωσεν ὅτι δέν τοῦ χρειάζεται ὁ Θεάνθρωπος καί εἰς τήν γῆν δέν ὑπάρχει θέσις διά τόν Θεάνθρωπον. Ὁ τοποτηρητής τοῦ Χριστοῦ—Vicarius Christi—τόν ἀντικαθιστά πλήρως. Εἰς τήν πραγματικότητα ἀπό αὐτό τό δόγμα ζῇ, τό ἀκολουθεῖ καί ἐπιμόνως τό ὁμολογεί, ὁ κάθε εὐρωπαϊκός οὑμανισμός». Πόποβιτς 1987, σελ.157. Ο Κύριος δεν βρίσκεται ανάμεσά μας, παρά τη ρητή διαβεβαίωσή του, (πρβ. Κατά Ματθαίον 18, 20, «οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν»). Ήδη η πίστη ερμηνεύεται ως εξουσία. Πως είναι δυνατόν ο Κύριος να είναι μέρος εξουσιαστικών παιχνιδιών ή ο ευλογών ανομολόγητα πρωτεία και πρωτοκαθεδρίες στο σώμα του; Θα φαινόταν σαν ο ίδιος ο Κύριος να ήθελε να αυτοκαταργηθεί, καταργώντας το όλο σωτηριώδες έργο Του ή σαν να κουράστηκε από το βάρος της ανθρώπινης αστοχίας και να επιθυμεί να αποτραβηχτεί, αφήνοντας την δημιουργία στο έλεος του χάους. 
[5]Orientalium Dignitas, (βλhttp://www.papalencyclicals.net/Leo13/l13orient.htm). Παπική  Εγκύκλιος σχετική με τις Ανατολικές Καθολικές ΄΄Εκκλησίες΄΄, που εκδόθηκε από τον Πάπα Λέοντα ΧΙΙΙ στις 30 Νοέμβρη του 1894. Η Εγκύκλιος καθορίζει περαιτέρω τα δικαιώματα των Ανατολικών Ρωμαιοκαθολικών ΄΄Εκκλησιών΄΄. Συστήνει την αποφυγή των λατινικών επιρροών μεταξύ των ανατολικών ρωμαιοκαθολικών, την ενθάρρυνση των ανατολικών ρωμαιοκαθολικών να παραμείνουν πιστοί στις παραδόσεις της εκκλησίας τους, και την επέκταση της δικαιοδοσίας του πατριάρχη των Μελχίτων ώστε να περιλαμβάνει το σύνολο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην Εγκύκλιο, ο Λέων, δηλώνει ότι τα αρχαία έθιμα της Ανατολής είναι μια μαρτυρία για την αποστολικότητα της Ρωμαιοκαθολικής ΄΄Εκκλησίας΄΄, διότι η ποικιλομορφία τους, σύμφωνα με την ενότητα της πίστεως, είναι από μόνη της μια μαρτυρία για την ενότητα της ΄΄Εκκλησίας΄΄ προσθέτουν δε σε αυτήν  αξιοπρέπεια και τιμή. Ως εκ τούτου, τονίζει, η Ρωμαιοκαθολική ΄΄Εκκλησία΄΄ δεν διαθέτει μια μόνο ιεροτελεστία, αλλά αγκαλιάζει όλες τις αρχαίες τελετές της χριστιανοσύνης και άρα η ενότητά της δεν συνίσταται σε μια μηχανική ομοιομορφία όλων των μέρων της, αλλά αντίθετα, στην ποικιλία τους και ζωογονείται από αυτή. Μια ξεκάθαρη άποψη για το πως ακριβώς κατανοεί ο Παπισμός την ΄΄ενότητα΄΄. Θα προσθέταμε ότι, αρκεί να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας την παπική στάση στο θέμα της γλώσσας της Θείας Λειτουργίας και το γεγονός ότι η χρήση, στη λειτουργία, της κατανοούμενης από το εκκλησίασμα γλώσσας, πέραν της λατινικής γλώσσας, εισήχθη με τη Β΄ Βατικάνεια Σύνοδο το 1964/65, η δε Εγκύκλιος που αναφέρουμε είναι του  1894.
[6]Καρμίρης, 1953, σ. 934.
[7]Εκ των βασικών δογματικών εκτροπών που αλλοιώνουν την διδασκαλία της Εκκλησίας. Οι Λατίνοι πρόσθεσαν στο Σύμβολο της Πίστεως την φράση και εκ του Υιού (Filioque). Υποβαθμίζουν κατ’ αυτό την υπόσταση του Αγίου Πνεύματος, διότι το Άγιο Πνεύμα πλέον εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό και αλλοιώνουν έτσι τον λόγο του Χριστού (βλ. Κατά Ιωάννην 15, 26, «ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ») και την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, όπως εκφράσθηκε και Συνοδικά με την Β' Οικουμενική Σύνοδο (αλλά και με άλλες Συνόδους) εισάγουν δε δεύτερη αρχή και οδηγούν στην διθεΐα. βλ. Μαντζαρίδης, 1987, σ. 152. Επίσης PG 102 392 BCD. Η Δυτική παράδοση εννόησε το Μυστήριο της Αγίας Τριάδος αποκλειστικά και μόνο στην «οικονομία». Η παράδοση των Ελλήνων Πατέρων αρνήθηκε να ταυτίσει «οικονομία» και «θεολογία» ή να εισάγει αναλογία στον τρόπο υπάρξεως και την τάξη των υποστάσεων στη «θεολογία» σύμφωνα με τον τρόπο που η «οικονομία» μας αποκαλύπτει. Ο Θεός είναι «φύσει» ελεύθερος και δεν περιορίζεται από τα γεγονότα της «οικονομικής» φανέρωσης. Ελεύθερα ο Θεός εισήλθε στην Ιστορία και στα πεπερασμένα όρια της πραγματικότητας του κτιστού με σκοπό την ανακαίνιση του κατά τον λόγο «ὥστε εἴ τις ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις· τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα». Η σύγχυση «θεολογίας» και «οικονομίας», καθώς και πολιτικές σκοπιμότητες, έφεραν στην Ιστορία την πλάνη του Filioque. Επειδή μετέχουμε εν Χριστώ στη ζωή των θείων προσώπων (των ακτίστων ενεργειών), γι’ αυτό και ομολογούμε πίστη στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι υφίσταται τρόπος μετοχής μας στην ζωή του Θεού ο οποίος να παρουσιάζει μια αναλογία με τον τρόπο με τον οποίο υπάρχουν τα θεία πρόσωπα στην τριαδική ζωή. Η «analogia entis» σήμερα φέρνει μια καινούρια χειρότερη πλάνη, τον τρόπο υπάρξεως του ανθρώπου σύμφωνα με τον τρόπο υπάρξεως των προσώπων της Αγίας Τριάδος, με σχέσεις αγάπης, δημιουργώντας μια Εκκλησιολογία ανεξάρτητη από την Εν Χριστώ ζωή. Βλέπε Ρωμανίδης, 2004, κεφ. 33 –35. Επίσης Μαλαής 2011, σ. 8-9.
[8]Και στη Ρώμη τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας χρησιμοποιούσαν ένζυμο άρτο. Το πιθανότερο η χρήση άζυμου άρτου στην τέλεση της Θείας Ευχαριστίας να εισήχθη περί τον 9ο ή τον 10ο αιώνα. Βλ. Θ.Η.Ε τ. 1, στ. 487-488.  
[9]Η Ρωμαιοκαθολική ΄΄Εκκλησία΄΄ θεωρεί ότι ο καθαγιασμός των Τιμίων Δώρων συντελείται με τους λόγους του Κυρίου: «τούτο εστί το σώμα μου» / «τούτο εστί το αίμα μου». Στην Ορθόδοξη Εκκλησία συντελείται με την επίκληση του Αγίου Πνεύματος. Κατά τον Άγιο Νικόλαο Καβάσιλα: «Διηγείται το φρικτό εκείνο δείπνο, και πως (ο Χριστός) το παρέδωσε πριν από το πάθος στους αγίους Του μαθητές, και πως πήρε στα χέρια Του το ποτήριο και πως έλαβε άρτο και αφού ευχαρίστησε τα αγίασε, και τί είπε για να εκφράσει το μυστήριο. Και αφού πει (ο ιερεύς) τα λόγια αυτά, γονατίζει και εύχεται και ικετεύει, τα θεία εκείνα λόγια του μονογενούς Υιού Του και Σωτήρα μας να τα εφαρμόσει (ο Θεός) και στα προκείμενα δώρα και αυτά δεχόμενα το πανάγιο και παντοδύναμο Πνεύμα Του, να μεταβληθούν, ο μεν άρτος σ' αυτό το ίδιο το τίμιο και άγιο σώμα Του, ο δε οίνος σ' αυτό το άχραντο και άγιο αίμα Του». Βλ. PG 150 425 BC.
[10]Θ.Η.Ε. τ. 8, στ. 1013-1018. Σύμφωνα με αυτό, το αίμα του Χριστού εξαλείφει τις αιώνιες ποινές του αμαρτωλού ανθρώπου, οι οποίες έχουν την αιτία τους στις θανάσιμες αμαρτίες. Εκτός όμως από τις αμαρτίες αυτές, υπάρχουν οι βαριές και οι ελαφρές αμαρτίες, οι οποίες επιφέρουν πρόσκαιρες ποινές. Αυτές τις ποινές πρέπει ο άνθρωπος να τις εξοφλήσει με έργα μετανοίας, που επιβάλλονται από την ΄΄Εκκλησία΄΄. Ατυχώς όμως πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν πριν εξοφλήσουν αυτές τις ποινές και μεταβαίνουν στο λεγόμενο ΄΄καθαρτήριο πυρ΄΄, η μεσότης παραδείσου και κόλασης, όπου καλούνται να εξαλείψουν το χρέος. Από εκεί, με τις προσευχές του Πάπα και των ζωντανών, οι ψυχές μεταβαίνουν στον παράδεισο. Όμως η ΄΄Εκκλησία΄΄ μπορεί να παραχωρήσει τη λύση των ποινών με βάση το ’’θησαυρό των αξιομισθιών των αγίων’’ (το αίμα του Κυρίου δεν ήταν αρκετό και είναι απαραίτητο και το αίμα των Αγίων, καθίσταται έτσι άσκοπη ή ημιτελής η ενσάρκωση. Συμπληρώνεται από τον Πάπα. Αισχρή πλάνη αντίστοιχη του αλάθητου) τον οποίο διαχειρίζεται ο Πάπας. Ο Πάπας ως χορηγός της χάριτος καθίσταται διαχειριστής της αγιότητας ρυθμίζοντας τα ποιοτικά αλλά και τα ποσοτικά μεγέθη της. Τα αδιέξοδα είναι προφανή. Ορθά λοιπόν λέχτηκε χαριτολογώντας ότι «..ο Κύριος είναι ο αντιπρόσωπος του Πάπα στον Θεό».
[11]Κατά τους παπικούς ο Θεός έστειλε τον Υιό του στον κόσμο να σταυρωθεί, για να ικανοποιηθεί η θεία δικαιοσύνη η οποία προσβλήθηκε από την αμαρτία του ανθρώπου. Κατά τον κ. Τσελεγγίδη: «Σύμφωνα μέ τη σαφή διατύπωση τοῦ Ἀνσέλμου “εἶναι ἀναγκαῖο, κάθε ἁμαρτία νά τήν ἀκολουθεῖ ἡ ἱκανοποίηση ἤ ἡ τιμωρία”. Καί τοῦτο, γιατί, ὅπως ἤδη λέχτηκε, δέν ἁρμόζει στό Θεό “νά συγχωρεῖ τήν ἁμαρτία μέ μόνη τήν εὐσπλαχνία χωρίς τήν πλήρη ἐξόφληση τῆς τιμῆς, πού τοῦ ἀφαιρέθηκε”. Ἤ ἐξοφλεῖ ὁ ἄνθρωπος τό χρεός του ἑκουσίως –μέ τή “satisfactio”- ἤ ὁ Θεός εἰσπράττει τό ὀφειλόμενο μέ τή βία. Ὁ Θεός δηλαδή κατά τόν Ἄνσελμο ὑποτάσσει τόν ἄνθρωπο παρά τήν θέλησή του μέ τό νά τόν τιμωρεῖ. Ἔτσι τοῦ ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι ὁ Κύριός του, καί ὅτι ὀφείλει νά ὑποτάσσεται σ’ αὐτόν, πράγμα πού ἑκουσίως ὁ ἄνθρωπος ἀρνεῖται νά ἀποδεχθεῖ. Μέ τόν τρόπο αὐτόν ὁ Θεός ἀποκαθιστα τήν τιμή του». Τσελεγγίδης 2006, σσ. 92-93, αλλά και το σύνολο του πονήματος, νομίζουμε ότι μας αποκαλύπτει την τραγική πορεία του εκφυλισμένου, πλέον, δυτικού χριστιανισμού.
[12]Οι παπικοί τόνισαν υπερβολικά το πρόσωπο της Θεοτόκου, αυτονομώντας το σημαντικά από την Χριστολογία της Εκκλησίας. Έτσι, ανέπτυξαν ανεξάρτητη μαριολογία, η οποία περιλαμβάνει νέα και αιρετικά δόγματα γιά τήν Θεοτόκο. Μεταξύ των καινοφανών και αιρετικών δογμάτων του Παπισμού συγκατελέγεται και η διδασκαλία, το επίσημο μαριολογικό δόγμα, περί της «ασπίλου συλλήψεως (immaculata conseptio) της Θεοτόκου». Σύμφωνα μ’ αυτό, η Θεοτόκος, επειδή προοριζόταν νά γεννήσει τόν Θεό Λόγο, ο οποίος θα σαρκωνόταν απ’αυτή, έπρεπε νά είναι παντελώς αναμάρτητη˙ διδάσκουν γι’αυτό ότι ήταν απαλλαγμένη όχι μόνο των προσωπικών αμαρτιών, αλλά και αυτού του προπατορικού αμαρτήματος, το οποίο μεταδίδεται με την φυσική γέννηση σε όλους τους ανθρώπους. Γι’αυτό, με την πρόνοια του Θεού, συνελήφθη μεν ως καρπός πατρός και μητρός από τους γονείς της, τους αγίους Ιωακείμ και Άννα, όμως, «ασπίλως», χωρίς να της μεταδοθεί το προπατορικό αμάρτημα. Οι Παπικοί, χρησιμοποιώντας τον αγαπητό σ’αυτούς ορθολογισμό, ισχυρίζονται ότι ο Θεός θα μπορούσε να γεννηθεί και να σαρκωθεί μόνο από μια θεά και όχι από μία κοινή θνητή γυναίκα. Γι’αυτό και έχουν αναγάγει την Παναγία στη σφαίρα της Θεότητος, την θεωρούν θεά. Η περί ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου διδασκαλία των Παπικών εισήχθη τόν 12ο αιώνα από δύο Βρετανούς μοναχούς, τούς Έντμερ και Όσμπερτ και περί τό 1140 στή Λυών θεσπίσθηκε σχετική εορτή. Την 8η-12-1854 ο Πάπας Πίος ο 9ος την ανήγαγε σε δόγμα. Την διδασκαλία τους στηρίζουν στο χωρίο του κατά Λουκάν Ευαγγελίου 1, 28, όπου ανάγράφεται: «Χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία». Παρερμηνεύουν τη λέξη «κεχαριτωμένη» και ισχυρίζονται ότι σημαίνει αναμάρτητη. Δηλ. η Θεοτόκος ήταν αναμάρτητη, επειδή ήταν πεπληρωμένη χαρίτων. Η διδασκαλία αυτή βέβαια δεν έχει ερείσματα ούτε στην Αγία Γραφή, ούτε στην διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας. Σχ. Θ.Η.Ε τ. 3, στ. 398 και  Merslukin, 1961.
[13]Κατά Ματθαίον 16, 16-18, «ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος εἶπε· σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος», «κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Η δεύτερη αρχή του παπικού πρωτείου ισχυρίζεται ότι ο Πέτρος υπήρξε ο πρώτος επίσκοπος της Ρώμης καί μετέφερε αυτή τήν εξουσία στους διαδόχους του. Βέβαια το ερώτημα που ανακύπτει έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο Απόστολος Πέτρος ήταν Απόστολος του Χριστού και δεν υπήρχε κανένας λόγος να γίνει επίσκοπος παρακούοντας την εντολή του Κυρίου (Ματθαίος 28, 19: πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος) και την οικονομία. Για πιο λόγο λοιπόν ο Απόστολος να γίνει επίσκοπος; Στις Προς Τιμόθεον 3, 2  και Προς Τίτον 1, 7 ο Απόστολος Παύλος ορίζει τα χαρακτηριστικά του επισκόπου. Ήταν αυτή η αποστολή του Αποστόλου Πέτρου και των υπολοίπων Αποστόλων;
[14]Α’ Κορινθίους 3, 11.
[15]Τα Ψευδο-Κλημέντια ή Kλημέντια αφορούν σε μια μυθιστορία που αποδίδεται στον Άγιο Κλήμη Ρώμης και αφηγούνται, υποτίθεται, τις περιπέτειές του στο πλευρό του Αποστόλου Πέτρου. Βλ. Κλημέντια, Θ.Η.Ε. τ. 7, στ. 622-625.
[16]Βλ. σχετικά: "Ψευδο-Ισιδώρεαι Διατάξεις", Θ.Η.Ε. τ. 12, στ. 482, καθώς και Στεφανίδης, 1959, σ. 299, κατά τον οποίο: «"Ουδεμία άλλη νοθεία εν τη παγκοσμίω ιστορία συνετελέσθη μετά τόσης τέχνης και ουδεμία άλλη είχε τόσο μεγάλα αποτελέσματα». Σύμφωνα, λοιπόν, με τα κείμενα των Ψευδο-Ισιδώρειων Διατάξεων, η ιεροσύνη είναι υπεράνω της πολιτικής εξουσίας. Για το λόγο αυτό ο Πάπας, ως κεφαλή της ιεροσύνης, είναι η ορατή κεφαλή ολόκληρης της ΄΄Εκκλησίας΄΄, έχοντας την απόλυτη κυριαρχία όχι μόνο στα εκκλησιαστικά, αλλά και στα πολιτικά ζητήματα. Κάθε επίσκοπος είναι αντιπρόσωπος του Πάπα, από τον οποίο λαμβάνει την εξουσία. Για τον λόγο αυτό κάθε επίσκοπος αλλά και οποιαδήποτε σύνοδος είναι δυνατόν να απευθύνει έκκληση βοηθείας προς τον Πάπα για την λύση του προβλήματός τους, διότι αυτός, ως "βικάριος" (βλ. Θ.Η.Ε. τ. 3, στ. 890-891) του Χριστού επί της γης, έχει το προνόμιο να δικάζει και να επιλύει όλες τις διαφορές. Επίσης, δεν είναι δυνατόν να συγκληθεί και να πραγματοποιηθεί καμία σύνοδος, είτε τοπική είτε οικουμενική, χωρίς την προηγούμενη άδεια του Πάπα. Παράλληλα οι αποφάσεις όλων των συνόδων δεν έχουν κανένα κύρος, αν δεν εγκριθούν τελικά από τον εν ενεργεία Πάπα, που εμφανίζεται ως ο ανώτατος δικαστής και διοικητής της ΄΄Εκκλησίας΄΄ υπερκείμενος των Συνόδων.
[17]Σχετικά βλ. Θ.Η.Ε. τ. 8, στ. 301.
[18]Σχετικά βλ. Θ.Η.Ε. τ. 5, στ. 1235.
[19]Σχετικά βλ. Θ.Η.Ε. τ. 3, στ. 884-885.
[20]Σχετικά βλ. Θ.Η.Ε. τ. 9, στ. 935.
[21]Θ.Η.Ε. τ. 9, στ. 1209-1212. Θεωρητικά αποκλείεται η πιθανότητα λάθους εκ μέρους του Πάπα. Αρχικά κάτι τέτοιο αποτελούσε μόνο διδασκαλία όμως το 1870 έγινε δόγμα, από την Α’ Βατικάνεια Σύνοδο. Η Σύνοδος, παρά τις έντονες αντιρρήσεις πολλών επισκόπων, αποφάσισε ότι ο Πάπας, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, όταν δηλαδή δογματίζει σε ότι αφορά στην πίστη ή στην ηθική, είναι αλάνθαστος και το σύνολο της ΄΄Εκκλησίας΄΄ οφείλει να το τηρεί. Αυτό το υπερφυσικό χαρακτηριστικό ο Πάπας το κατέχει σαν διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου. Ευνόητο είναι να υπενθυμίσουμε ότι αυτή η αλάνθαστη κρίση του Πάπα κατοχυρώθηκε με την κρίση ανθρώπων που ενίοτε και ατυχώς λανθάνουν.   
[22]Ταχιάος, 1992, σ. 122-130 και 148-155.
[23]Προς Εβραίους 13, 8.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Δεν υπάρχουν σχόλια: