Martin Heidegger und die Weltgeschichte des Nichts
Του Gotthard Günther
από την συλλογή: Guzzolini (εκδότης): "Nachdenken über Heidegger", Hildesheim, 1980
Ο Martin Heidegger και η παγκόσμια ιστορία του τίποτα
Μέρος 1ο
Για τον συγγραφέα αυτών των γραμμών δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Martin Heidegger υπήρξε ο βαθύτερος φιλόσοφος-στοχαστής των τελευταίων χρόνων της εποχής μας. Για τον λόγο αυτόν, για τον συγγραφέα έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία το γεγονός, πως ούτε από τα γραπτά του Heidegger αλλά ούτε και από τις δημόσιες δηλώσεις μπορεί να φανεί πως περιμένει ο Heidegger να είναι ο κόσμος μετά από 100 ή 200 ή και 1000 χρόνια. Ο Heidegger είναι πέρα για πέρα μαθητής του Πλάτωνος και της αρχαίας παράδοσης. Οι βαθύτατες αναλύσεις (ματιές) που έκανε τρέφονται εξολοκλήρου από την ανάμνηση, την θύμηση σ' αυτά που έγιναν (το παρελθόν). Και αυτή η προς τα πίσω στραμμένη ματιά κυριαρχεί στο σύνολο της σκέψης του. Κυριαρχεί στην σκέψη του με ένα ιδιαίτερο τρόπο, που σχεδόν κάνει αδύνατη την προοπτική του μέλλοντος, η οποία (προοπτική) φτάνει πέρα από το γίγνεσθαι της παρούσας περιόδου των λεγόμενων ανώτερων πολιτισμών. Εννοούμε το εξής: μπορεί κανείς να κοιτάξει το παρελθόν, για να ανακαλύψει μέσα σ' αυτό τάσεις, οι οποίες στοχεύουν σε πράγματα με τα οποία δεν έχει ακόμα ασχοληθεί κανείς. Ο λόγος που ασχολείται κανείς με αυτά είναι ότι βρίσκονται σε μη προσβάσιμη απόσταση, και μόνο ο λόγος αυτός φωτίζει αυτό που έγινε και αποκαλύπτει το θεμέλιό του. Ο χρόνος εδώ, και ότι μέσα στην ροή του συμβαίνει, στοχεύει στον πιο θεμελιώδη λόγο που φωτίζει το γεγονός της υπάρξεως. Αυτή είναι η μία δυνατότητα, την οποία προσφέρει στον ερωτώντα η φιλοσοφική ματιά στο παρελθόν. Ο κόσμος θα γίνει κατανοητός μόνο στην δευτέρα παρουσία, και πριν από αυτήν δεν γνωρίζει κανείς το θεμέλιό του. Απέναντι σε αυτή την ματιά βρίσκεται μια δεύτερη, στην κλασική παράδοση, μια θεωρούμενη ως ισάξια κοσμοθεωρία. Σε αυτήν το θεμέλιο του Είναι (Sein) πρέπει να αναζητηθεί όχι στο τέλος, αλλά στην αρχή, όπου αναβλύζει ο χρόνος, και όπου τα υπαρκτά (Seiende) που από την πηγή αυτή κομματιασμένα προέρχονται, μόνο πτώση και απώλεια του θεμελίου μπορεί να σημαίνουν. Αυτή η προοδευτική απώλεια του Είναι διαγράφεται στον βασανιστικό δρόμο της δυτικής μεταφυσικής, από τον Πλάτωνα μέχρι σήμερα. Ένα πνευματικό γεγονός, όπου ο στοχασμός “όλο και περισσότερο στρέφεται γύρω από την εκκεντρική υποκειμενικότητα του ανθρώπου” (Löwith, “Heidegger, Denker in dürftiger Zeit”, Frankfurt a. M, 1953, S. 9).
Αυτό που μας διηγείται ο Heidegger στο φιλοσοφικό του έργο, είναι το παραμύθι των εποχών του κόσμου, που ξεκινά με την χρυσή και τελειώνει με την σιδερένια. Η πνευματική ιστορία της δύσεως, είναι η ιστορία του μηδενισμού (Nihilismus), που τον περιγράφει αξεπέραστα στο έργο του “Holzwege”: «Ο μηδενισμός είναι ένα ιστορικό κίνημα, όχι κάποια άποψη ή διδασκαλία που κάποιος αντιπροσωπεύει. Ο μηδενισμός κινεί την ιστορία σύμφωνα με μια θεμελιώδη διαδικασία, συστατική της μοίρας των λαών της δύσεως, η οποία όμως ελάχιστα έχει γίνει αντιληπτή. Για τον λόγο αυτόν, ο μηδενισμός δεν είναι μόνο ένα ιστορικό φαινόμενο μεταξύ άλλων, όχι μόνο ένα πνευματικό ρεύμα, που δίπλα στα άλλα, τον Χριστιανισμό, τον ουμανισμό και τον διαφωτισμό εμφανίζεται στην ιστορία της δύσεως.
Ο μηδενισμός είναι στην ουσία του, μάλλον το θεμελιώδες κίνημα της ιστορίας της δύσεως. Και αυτό το κίνημα έχει τέτοιο βάθος, που το ξεδίπλωμά του μόνο παγκόσμιες καταστροφές μπορεί να έχει ως συνέπεια. Ο μηδενισμός είναι το παγκόσμιο ιστορικό κίνημα των λαών της γης, που έχουν παρασυρθεί, στα νεότερα χρόνια, στην περιοχή της εξουσίας. Για τον λόγο αυτόν δεν είναι ένα φαινόμενο της παρούσας εποχής, και ούτε προϊόν του 19ου αιώνα, όπου όμως υπάρχει μια οξεία ματιά για τον μηδενισμό, και το όνομά του αρχίζει να χρησιμοποιείται. Στον ίδιο (μηδαμινό) βαθμό είναι ο μηδενισμός προϊόν μεμονωμένων εθνών, των οποίων οι στοχαστές και συγγραφείς μιλούν ειδικά για τον μηδενισμό. Αυτοί που το παίζουν αμέτοχοι, ίσως τον αναπτύσσουν με την μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Ανήκει στον μυστηριώδη χαρακτήρα αυτού του μυστηριώδη επισκέπτη, το να μην μπορεί να ονομάσει την καταγωγή του». (Gott ist tot, 201)
Όσο ξεκάθαρος και να είναι αυτός ο χαρακτηρισμός, αισθανόμαστε πρόκληση να προτείνουμε μια ελάχιστη διόρθωση που αφορά την δεύτερη πρόταση της πιο πάνω παραγράφου. Η πρόταση λέει πως ο μηδενισμός είναι μια θεμελιώδης διαδικασία που εκτυλίσσεται μέσα στη μοίρα των λαών της δύσεως (εσπερίας). Γιατί μόνο της δύσεως; Στην έννοια της βουδιστικής νιρβάνα εντός της ινδικής φιλοσοφίας, ο αρνητισμός της μεταφυσικής των ούτω καλούμενων ανώτερων πολιτισμών εκφράστηκε με τέτοια ένταση, που στην δύση σπάνια εκφράστηκε έτσι. Πρέπει να υποδείξουμε και τον ταοϊσμό στην Κίνα, που κινείται στα ίδια πλαίσια. Μας φαίνεται πως ο μηδενισμός τον οποίο εννοεί ο Heidegger, είναι μάλλον μια ιδιότητα της ουσίας των ανώτερων πολιτισμών, οι οποίοι υψώνονται πάνω από το επίπεδο ύπαρξης των λεγόμενων πρωτόγονων (φυσικών) λαών! Φαίνεται μάλιστα πως ο Heidegger έμμεσα δείχνει να συμφωνεί πως έχουμε δίκαιο, στην αντιπαράθεση μας προς τον όρο “δυτικοί” (λαοί). Γιατί ούτε δυο σελίδες πιο πέρα, διαβάζουμε στο έργο “Holzwege” : «Το πεδίο όπου υφίσταται ο μηδενισμός ως ουσία και ως συμβεβηκός είναι η μεταφυσική. Αυτό ισχύει με την προϋπόθεση βέβαια, πως δεν εννοούμε με το όνομα αυτό μια διδασκαλία ή ένα κλάδο της φιλοσοφίας, αλλά την θεμελιώδη δομή των υπαρκτών στο σύνολο τους, εφόσον αυτή (η δομή) μπορεί να διακριθεί σε ένα αισθητό και ένα υπεραισθητό κόσμο, και ο κόσμος φέρεται και καθορίζεται από αυτήν την δομή. Η μεταφυσική είναι ο χώρος εκείνος της ιστορίας, όπου ο υπεραισθητός κόσμος, οι ιδέες, ο Θεός, ο ηθικός νόμος, η αυθεντία της νόησης (σωφροσύνης), η πρόοδος, η ευτυχία των πολλών, η κουλτούρα και ο πολιτισμός, μοιραία χάνουν την εποικοδομητική τους δύναμη και γίνονται τιποτένια. Αυτή την κατάπτωση του υπεραισθητού την ονομάζουμε αποσύνθεσή του (ως ζωντανού οργανισμού). Η απιστία με την έννοια της έκπτωσης από την Χριστιανική πίστη και διδασκαλία, δεν είναι σε καμία περίπτωση η ουσία και το θεμέλιο (ο λόγος) του μηδενισμού, αλλά πάντα συνέπειά του. Θα μπορούσε να ειπωθεί πως ο ίδιος ο Χριστιανισμός είναι συνέπεια και μια μορφή του μηδενισμού». (Gott ist tot, 204)
Το συμπέρασμα που βγαίνει από τις γραμμές αυτές είναι πως ο όρος “δυτικός”, τον οποίο πιο πάνω χαρακτηρίσαμε ως ανεπαρκή, είναι στην πραγματικότητα πολύ στενός, και εύκολα μπορεί να παρασύρει, να παρερμηνευθεί το φαινόμενο του μηδενισμού, γιατί το παρατηρεί κανείς από μια πολύ στενή άποψη του κόσμου. Γιατί αυτό που εννοεί ο Heidegger όταν χρησιμοποιεί τον όρο “μεταφυσική” και τον τοποθετεί σε στενή σχέση με τον μηδενισμό, πρέπει να είναι κάτι περισσότερο από μια απλή βάση της δυτικής ιστορίας, αφού κάτω από την χαϊντεγγεριανή κατηγορία εμπίπτουν οι πιο θεμελιώδεις μεταφυσικές προϋποθέσεις όλων των λεγόμενων ανώτερων πολιτισμών. Ούτε αυτή όμως η εξήγηση αρκεί. Γιατί ο Heidegger υποδεικνύει, ακολουθώντας εκείνο το αλάνθαστο ένστικτο που τον χαρακτηρίζει ως μεγάλο στοχαστή, πως ο περίεργος αυτός ξένος, που ονομάζουμε μηδενισμό, είναι ένα ασύλληπτο κάτι, “που δεν μπορεί να πει από που κατάγεται”. Αυτό όμως σημαίνει, πως ο μηδενισμός στις πηγές του δεν είναι πουθενά ένα φαινόμενο της ιστορίας, αλλά θεμελιώνεται στην ουσία του φυσικού (das Natürliche).
Έτσι η ιστορία ωθείται προς τα πίσω, προς ένα είδος κατάστασης όπου δεν υφίσταται ιστορία. Το ίδιο και η ψυχή που φυτρώνει, ρίχνεται πίσω στο factum brutum, όπου και γεννήθηκε. Γι' αυτό και το πρώτο μεταφυσικό ερώτημα του Heidegger είναι: «γιατί το υπαρκτό (κάτι, Είναι) και όχι μάλλον το τίποτα;» Είναι το πρώτο, «όχι όμως σε χρονική σειρά των ερωτημάτων» όπως χαρακτηριστικά λέει στις πρώτες προτάσεις του βιβλίου “Εισαγωγή στην Μεταφυσική”.
Ο μηδενισμός δείχνει, πως μέσα στην ιστορία που προσλαμβάνεται ως ένα τάχα εφήμερο φαινόμενο, το φυσικό επανέρχεται στον τόπο του και καταπνίγει την ιστορία. Η τελευταία συνέπεια του μηδενισμού είναι η τεχνολογία, η οποία καταρχάς υπάρχει και ευδοκιμεί παραμένοντας εντελώς ακατανόητη. Αν καθυστερήσει η κατανόησή της, τότε η ψυχή είναι νεκρή και η ιστορία έχει φτάσει στο τέλος της. Γι' αυτό διαβάζουμε στο βιβλίο “Holzwege”: «Η ουσία της τεχνολογίας φτάνει με αργά βήματα στο φως της ημέρας. Η ημέρα αυτή είναι η νύχτα του κόσμου την οποία η τεχνολογία μετέτρεψε σε μέρα. Αυτή η ημέρα είναι πιο σύντομη απ' όλες. Και με τον ερχομό της απειλεί να έρθει ένας και μοναδικός ατέλειωτος χειμώνας. Ο άνθρωπος τώρα δεν χάνει απλά την προστασία του, αλλά και το άτρωτο ολόκληρου του Είναι του, παραμένει στο σκοτάδι. Το φωτεινό αποτραβιέται. Ο κόσμος μένει χωρίς σωτηρία-αγιότητα (heil-los). Για τον λόγο αυτό δεν παραμένει μόνο το άγιο, ως ο δρόμος προς τον Θεό, κρυμμένο, αλλά και ο δρόμος προς το άγιο, το φωτεινό φαίνεται πως έχει εξαλειφθεί. Εκτός και αν μερικοί θνητοί μπορούν ακόμα να δουν πως το ανίερο, ως ανίερο που είναι, απειλεί. Θα έπρεπε να αντιληφθούν ποιος κίνδυνος απειλεί τον άνθρωπο. Ο κίνδυνος συνίσταται στην απειλή που αφορά την ουσία του ανθρώπου στην σχέση του προς το Είναι του. Δεν αναφέρεται σε τυχαίους κινδύνους. Αυτός ο κίνδυνος είναι ο κίνδυνος. Κρύβεται στο βάθος κάθε υπαρκτού».
Αυτό που εντελώς ξεκάθαρα εκφράζεται, είναι πως το υποτιθέμενο τέλος της ιστορίας, το οποίο σήμερα βλέπουμε στα μάτια, δεν είναι ένα γεγονός ιδιαίτερο για την πορεία της δυτικής ιστορίας, αλλά μια γενική αμφισβήτηση (υπό ερώτημα τοποθέτηση-In-Frage-Stellen) του Είναι του ανθρώπου, όπως μέχρι σήμερα υφίσταται.
Ο καρπός λοιπόν του μηδενισμού είναι η “απάνθρωπη” τεχνολογία. Και το ότι ο μηδενισμός δεν υπήρξε απλά ένα στοιχειώδες φαινόμενο της δυτικής-φαουστικής κουλτούρας, αλλά συμπεριλαμβάνει όλο το μέχρι τώρα ιστορικό Είναι, φαίνεται ξεκάθαρα από την λαιμαργία με την οποία το προϊόν αυτό του φαουστικού ανθρώπου προσλαμβάνεται εκτός Ευρώπης. Ο καθένας βλέπει εδώ τον τελευταίο και τον ελκυστικότερο καρπό, των ιδίων του των επιθυμιών, οι οποίες έχουν το βλέμμα στραμμένο προς το Είναι.
Είναι το χαρακτηριστικό του φιλοσόφου, εφόσον έχει βάθος, να χρησιμοποιεί πότε-πότε λέξεις και προτάσεις που βρίσκονται έξω από τον εαυτό και τον ορίζοντα του συστήματος του. Αυτό ισχύει και για τον Heidegger. Στην προτελευταία σελίδα του βιβλίου του “Die Technik und die Kehre” (“Η τεχνολογία και η στροφή”) διαβάζουμε: «Κάθε τι που είναι μόνο τεχνικό δεν καταλήγει ποτέ στην ουσία της τεχνολογίας. Μάλιστα δεν είναι ικανό να δει (αναγνωρίσει ποιο είναι) το προαύλιό του». Η πρώτη από τις δυο προτάσεις μας προδίδει πως έχουμε να κάνουμε με ένα στοχαστή επιπέδου, ο οποίος τουλάχιστον προσπαθεί, να πραγματοποιήσει με την σκέψη τα συμπεράσματα, που συναντάμε σε μια από τις πιο βαθείς προτάσεις στο έργο του Lotze “Mikrokosmus”. Λέει εκεί: «ο μηχανισμός δεν είναι σε καμιά περίπτωση η ουσία του πράγματος. Αλλά και πουθενά δεν εμφανίζεται η ουσία με μια άλλη μορφή του πεπερασμένου Είναι, παρά μέσω του μηχανισμού». Το πρώτο μέρος της αναφοράς το βρίσκουμε στον Heidegger, αυτό όμως που λείπει, είναι ο περιορισμός που βάζει ο Lotze, ξεκινώντας με την λέξη “αλλά”. Για τον λόγο αυτό δεν ικανοποιεί το δεύτερο μέρος της πρότασης του Heidegger. Ίσως είναι σε ένα περιορισμένο βαθμό σωστό, πως η δραστηριότητα στον χώρο της τεχνολογίας δεν μπορεί να διεισδύσει μέχρι το ερώτημα περί της ουσίας της τεχνολογίας. Με τη δήλωση όμως ότι η τεχνολογία στο πρόσωπο του τεχνικού (ανθρώπου που ασχολείται με αυτήν) δεν μπαίνει καν στο προαύλιο της, πρέπει να διαφωνήσουμε. Ο Heidegger τα κάνει εδώ πολύ εύκολα για τον εαυτό του. Γιατί εκείνο το προαύλιο είναι ακριβώς ο χώρος όπου θα έπρεπε να συναντηθούν ο φιλόσοφος που στοχάζεται περί της ουσίας της τεχνολογίας και ο κατασκευαστής μιας μηχανής. Αλλά αυτός ο δρόμος προς το προαύλιο λείπει από όλο το φιλοσοφικό έργο του Heidegger. Οι περιστασιακές παρατηρήσεις του περί φυσικών επιστημών και τεχνολογίας, πέρα από γενικότητες, δεν καταλήγουν πουθενά. Είναι δηλώσεις που μπορούν να βρεθούν και σε άρθρο μιας καλής εφημερίδας. Χαρακτηριστική είναι και η σχεδόν φανερή υποτίμηση με την οποία ο Heidegger αντιμετωπίζει το πρόβλημα του αριθμού και της “μαθηματικής σκέψεως”. Αριθμητική και σκέψη, αυτό είναι ένας άνισος γάμος, τον οποίο ο μεταφυσικός (ο φιλόσοφος) δεν μπορεί να υπολογίζει (ως σημαντικό).
Στο σημείο αυτό γίνεται ξεκάθαρο πως ισχύει ο ακραίος δυαλιστικός προσανατολισμός των ανώτερων πολιτισμών και η παράδοση των πνευματικών επιστημών της δύσεως, σύμφωνα με την οποία, υπάρχει ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ του φυσικού και του μεταφυσικού, και αντίστοιχα της μη-ουσίας και της ουσίας. Με οποιοδήποτε φιλοσοφικό θέμα και να ασχολείται ο Heidegger, βλέπει μόνο τις απαρχές του ερωτήματος, και όχι τις τελικές κοσμικές συνέπειές του.
Στη σελίδα 22 του προαναφερθέντος βιβλίου για την τεχνολογία διαβάζουμε: «Κάθε τι που υπάρχει, και όχι μόνο αυτό της νέας τεχνολογίας, διάγει κρυμμένο για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Όσον αφορά την δράση (συμπεριφορά) του ως υπαρκτό, ένα προηγείται: το πρωταρχικό. Περί αυτού γνώριζαν ήδη οι Έλληνες στοχαστές, όταν έλεγαν: εκείνο που προηγείται της κυρίαρχης εμφάνισης, αποκαλύπτεται αργότερα στον άνθρωπο. Στον άνθρωπο δείχνει η απαρχή στο τέλος τον εαυτό της. Για τον λόγο αυτόν, η προσπάθεια στον χώρο της σκέψης, να συλλάβει κανείς την απαρχή του στοχασμού ακόμα πιο πρώιμα, δεν είναι η ανόητη επιθυμία να ανανεωθεί το περασμένο, αλλά η άγρυπνη ετοιμότητα, να θαυμάσει κανείς την πρωιμότητα πριν εμφανιστεί το ερχόμενο». Τίποτα όμως δεν μπορεί να είναι πιο απομακρυσμένο από ένα τεχνικό όσο η φιλοσοφική στάση του θαυμασμού, που είναι πηγή της φιλοσοφικής σκέψης. Αν του προκύψει η αναγκαία απαίτηση, να ξεπεράσει τον εαυτό του και να συναντήσει τον φιλόσοφο στο “προαύλιο” της τεχνολογίας, τότε δεν θα έπρεπε να συναντηθούν δυο που θαυμάζουν, αλλά ένας που θέλει να μάθει και ένας που γνωρίζει. Αυτός που γνωρίζει πρέπει, να έχει γνωρίσει εμπειρικά σε ποια όρια οδηγεί η γνώση του, και να είναι ικανός να μεταδώσει στον τεχνικό άνθρωπο την εμπειρία του ορίου. Ο τελευταίος όμως πρέπει από την εμπειρία αυτή να μάθει, με ποια μέσα μπορεί να την υπερβεί κανείς. Πάνω απ' όλα όμως είναι απαραίτητο, να συναντηθούν οι δυο σε εκείνο το χαϊντεγγεριανό “προαύλιο”.
Ο Heidegger όμως αμφιβάλλει για την δυνατότητα αυτής της συνάντησης. Αφού σύμφωνα με δικά του λόγια, η τεχνολογία δεν μπορεί καν να δει το δικό της προαύλιο, και από την άλλη, η φιλοσοφία, στην ακραία πράξη αναδρομής στο παρελθόν, ενδιαφέρεται μόνο για εκείνο που πάντα ήταν (το τί ην είναι). Η μεταφυσική ενδιαφέρεται μόνο για την ουσία (Essenz) και όχι για την ύπαρξη (Existenz). Τον τεχνικό όμως απασχολεί το ερώτημα, σε καμία περίπτωση παράλογο, αν είναι δυνατόν και πως μπορεί, να κατασκευαστεί μια γέφυρα, πάνω από το χάσμα μεταξύ ουσίας και ύπαρξης. Για το ερώτημα αυτό ο Heidegger δεν παραθέτει καμία απάντηση που θα έδινε η αριστοτελική φιλοσοφία. Στη συνέντευξη του στο περιοδικό Spiegel (Die Philosophie ist am Ende-Η φιλοσοφία είναι στο τέλος της, 23.9.1966), η οποία εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, όπως ο ίδιος ζήτησε, λέει τα εξής: «Μια δύναμη η οποία αποκαλύπτεται στην ουσία τής τεχνολογίας, και στην οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί πια να κυριαρχήσει, έχει βάλει τον άνθρωπο στο στόχαστρο, τον οποίο προκαλεί και έχει από αυτόν απαιτήσεις (προσαρμογής). Για να καταλάβουμε καλύτερα αυτή την άποψη: η σκέψη αντιθέτως δεν έχει απαιτήσεις από τον άνθρωπο».
Αυτή η συνταρακτική δήλωση -συνταρακτική γιατί προέρχεται από τον πιο βαθύ στοχαστή του παρόντος- είχε προετοιμαστεί, εντός της συνομιλίας με τα παρακάτω λόγια: «Μόνο ένας Θεός μπορεί να μας σώσει. Η μοναδική δυνατότητα που μας απομένει, είναι να προετοιμάσουμε στην σκέψη και στην ποίηση μια ετοιμότητα για την εμφάνιση του Θεού ή για την απουσία του Θεού στην παρακμή. Ότι δηλαδή χανόμαστε ενώπιον του απόντος Θεού».
Στην ίδια συνομιλία, ενώπιον της ερώτησης, τί έρχεται μετά την αποχώρηση της φιλοσοφίας, ο Heidegger απάντησε παρεμπιπτόντως: “η κυβερνητική”. Κάτω από τον όρο αυτόν αντιλαμβάνεται προφανώς μια εκλεπτυσμένη θεωρία της μηχανικής και της ηλεκτρονικής, την οποία όμως έχουν εγκαταλείψει οι θεοί. Εκεί μέσα δεν μπορεί να έχει δει μια δυνατότητα για φιλοσοφία, γιατί την δική του φιλοσοφία σύμφωνα με δικά του λόγια αντιλαμβάνεται ως «επιστροφή στις ιστορικές βάσεις της σκέψης, τον στοχασμό πάνω σε ερωτήματα, που από την εποχή της ελληνικής φιλοσοφίας δεν έχουν ξαναρωτηθεί». (Από το ίδιο κείμενο). Και στην περιγραφή αυτής της δραστηριότητάς του προσθέτει την εμφατική ομολογία: «Αυτό δεν είναι μια εγκατάλειψη της παράδοσης. Λέγω όμως: ο τρόπος σκέψης της παραδεδομένης μεταφυσικής, που με τον Νίτσε είχε τελειώσει, δεν προσφέρει καμία δυνατότητα πια, να γνωρίσουμε, χρησιμοποιώντας την σκέψη, τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της τεχνολογικής κοσμικής εποχής που μόλις αρχίζει». Αυτό είναι η ύψιστη μορφή παραίτησης. Όταν όμως στη διάρκεια της συνέντευξης γίνεται λόγος για σκέψη και “άλλη σκέψη”, ο Heidegger δεν αφήνει καμιά αμφιβολία, πως με αυτό δεν μπορεί να εννοείται καμιά φιλοσοφία. Γιατί στο τέλος της αναφοράς-είδησης για την συνέντευξη, διαβάζουμε, με αφορμή που δόθηκε από την αναφορά στην τωρινή σχέση της φιλοσοφίας με τις θετικές επιστήμες, πως «οι τεχνικές-πρακτικές επιτυχίες δίνουν όλο και περισσότερο την εντύπωση πως η σκέψη με την έννοια της φιλοσοφίας είναι περιττή». Μια εξαντλημένη και στα πρόθυρα του τέλους της μεταφυσική διαδικασία σκέψης, μπορεί στην καλύτερη περίπτωση να «κοπιάσει ακόμα, να κτίσει μικρής εμβέλειας στενά πλέγματα ενός περάσματος».
Και διερωτάται κανείς: Πέρασμα προς τα που; Στο θέμα αυτό όμως η φιλοσοφία του Heidegger δεν δίνει καμιά απάντηση. Και εφόσον η φιλοσοφία του Heidegger παριστάνει την βαθύτερη συμπερίληψη του στοχασμού που φέρει τους ανώτερους πολιτισμούς στις θεμελιώδεις συνθήκες του ιστορικού Είναι της ανθρωπότητας, μπορεί να πει κανείς πως πράγματι ένα τέλος έχει έρθει. Το τελευταίο ερώτημα το οποίο μπορεί να θέσει η κλασσική μεταφυσική και με το οποίο παραιτείται, είναι το ερώτημα για την ουσία της τεχνολογίας.
Ακούσια έρχεται στη μνήμη μια ιδιαίτερη πρόταση από τις παραδόσεις του Schelling στο Μόναχο, με θέμα “Zur Geschichte der neueren Philosophie” (περί της ιστορίας της νεότερης φιλοσοφίας), που λέει: «Το ανθρώπινο πνεύμα είναι... μόνο το σκηνικό, όπου το πνεύμα με την δράση του, αποσπά ξανά την υποκειμενικότητα, την οποία προσέλαβε μέσα στο ανθρώπινο πνεύμα...» (Münchener Jubiläumsdruck, V Hauptbd, S 224). Η διαφορά μεταξύ του Schelling και του Heidegger είναι, πως ο Heidegger χαρακτηρίζει αυτή την κατάσταση ως κίνδυνο, ενώ στη σκέψη του Schelling είναι η εγγύηση της λύτρωσης. Στη φιλοσοφία του Schelling, ευρισκόμενη η ψυχή στην κατάσταση αυτή είναι στον δρόμο προς φωτεινό τόπο, ενώ σύμφωνα με τον Heidegger, τον άνθρωπο απειλεί η κοσμική νύχτα και ένας ατέλειωτος χειμώνας.
Μπρος σε ένα κίνδυνο φοβάται κανείς. Αυτό είναι φυσικό και αυτονόητο. Επειδή όμως ο κίνδυνος για τον οποίο μιλά ο Heidegger είναι ο μεταφυσικός κίνδυνος, που απειλεί την ουσία του ανθρώπου, έτσι είναι και ο τρόμος που τον καταλαμβάνει, εκείνος ο μεταφυσικός τρόμος, με τον οποίο προαισθάνεται το τέλος εκείνης της ιστορίας, που μέχρι τώρα τον συγκρατούσε (τον φόβο). Γιατί αν μετά την κοσμική νύχτα θα υπάρξει ένα νέο πρωί, τότε μέσα σε αυτή την μακρινή πρωιμότητα, θα έχει ανεπιστρεπτί χάσει τον γι' αυτόν (τον άνθρωπο) τόσο ακριβό εαυτό. Ο άνθρωπος τον οποίο μαστίζει η ανησυχία, όπως εμφανίζεται στη φιλοσοφία του Heidegger, δεν είναι αυτός ο άνθρωπος τον οποίο έφτιαξε ο Προμηθέας κατ' εικόνα του και ο οποίος συνεπώς μπορεί να πει για το πνεύμα της ιστορίας:
«Δεν μπορεί (αυτό το πνεύμα) να μας πλησιάσει μέσα στην αιώνια ψυχή μας, στην ευτυχία και στη δυστυχία μένει το πνεύμα μου συμμαζεμένο». (Spitteler, Olymp.Frühling,II)
Για τον λόγο αυτό η χαϊντεγγεριανή φιλοσοφία δεν δίνει καμιά πληροφορία για το τι συμβαίνει στον χειμώνα που φέρνει η τεχνολογία, και με ποιο τρόπο θα μπορούσε να έλθει μετά τον χειμώνα η άνοιξη. Και όπου ο Heidegger παίρνει θέση σε ότι αφορά προοπτικές του μέλλοντος, λέει πράγματα που είναι λανθασμένα. Στην αναφερθείσα συνέντευξη, όταν ρωτήθηκε αν οι Αμερικανοί έχουν μια συγκεκριμένη σχέση με την τεχνολογία, ο Heidegger απάντησε: «Ούτε αυτοί την έχουν. Είναι ακόμα μπλεγμένοι με μια σκέψη, που ως πραγματισμός προωθεί την τεχνολογική δραστηριότητα, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί ένα δρόμο προς συμμόρφωση ως προς τα χαρακτηριστικά της νέας τεχνολογίας. Εν τω μεταξύ γίνονται εδώ και εκεί προσπάθειες στις ΗΠΑ, να ελευθερωθούν από την πραγματιστική-θετικιστική σκέψη». Εδώ φαίνεται πως είδε κάτι στραβά και ερμήνευσε λάθος.
Ο αμερικάνικος πραγματισμός είναι -για να το εκφράσουμε με τον πιο σύντομο τρόπο- μια ριζική άρνηση ολόκληρης της πνευματικής παράδοσης του ανατολικού ημισφαιρίου. Η πρόταση “ex oriente lux” χάνει εδώ την ισχύ της, όσο ποτέ άλλοτε. Οι άνθρωποι δεν θέλουν να σκέφτονται πλέον όπως σκεφτόταν μέχρι τώρα η ανθρωπότητα. Και δεν θέλουν να έχουν το ίδιο είδος ιστορίας κάτω από τον ζυγό της οποίας η ανθρωπότητα υπέφερε μέχρι τώρα. Αυτές είναι εκφράσεις που ο συγγραφέας του δοκιμίου αυτού συνάντησε στην Αμερική περισσότερο από μια φορά. Πώς μπορεί όμως να ελευθερωθεί κανείς από μια χιλιόχρονη παράδοση; Ο πραγματισμός δίνει μια απάντηση. Και η απάντηση αυτή αποκαλύπτει την φιλοσοφική σημασία που βρίσκεται πίσω από κάθε αμερικάνικη πραγματιστική σκέψη, συνειδητά ή μη.
Μετάφραση: Πέτρος
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Του Gotthard Günther
από την συλλογή: Guzzolini (εκδότης): "Nachdenken über Heidegger", Hildesheim, 1980
Ο Martin Heidegger και η παγκόσμια ιστορία του τίποτα
Μέρος 1ο
Για τον συγγραφέα αυτών των γραμμών δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Martin Heidegger υπήρξε ο βαθύτερος φιλόσοφος-στοχαστής των τελευταίων χρόνων της εποχής μας. Για τον λόγο αυτόν, για τον συγγραφέα έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία το γεγονός, πως ούτε από τα γραπτά του Heidegger αλλά ούτε και από τις δημόσιες δηλώσεις μπορεί να φανεί πως περιμένει ο Heidegger να είναι ο κόσμος μετά από 100 ή 200 ή και 1000 χρόνια. Ο Heidegger είναι πέρα για πέρα μαθητής του Πλάτωνος και της αρχαίας παράδοσης. Οι βαθύτατες αναλύσεις (ματιές) που έκανε τρέφονται εξολοκλήρου από την ανάμνηση, την θύμηση σ' αυτά που έγιναν (το παρελθόν). Και αυτή η προς τα πίσω στραμμένη ματιά κυριαρχεί στο σύνολο της σκέψης του. Κυριαρχεί στην σκέψη του με ένα ιδιαίτερο τρόπο, που σχεδόν κάνει αδύνατη την προοπτική του μέλλοντος, η οποία (προοπτική) φτάνει πέρα από το γίγνεσθαι της παρούσας περιόδου των λεγόμενων ανώτερων πολιτισμών. Εννοούμε το εξής: μπορεί κανείς να κοιτάξει το παρελθόν, για να ανακαλύψει μέσα σ' αυτό τάσεις, οι οποίες στοχεύουν σε πράγματα με τα οποία δεν έχει ακόμα ασχοληθεί κανείς. Ο λόγος που ασχολείται κανείς με αυτά είναι ότι βρίσκονται σε μη προσβάσιμη απόσταση, και μόνο ο λόγος αυτός φωτίζει αυτό που έγινε και αποκαλύπτει το θεμέλιό του. Ο χρόνος εδώ, και ότι μέσα στην ροή του συμβαίνει, στοχεύει στον πιο θεμελιώδη λόγο που φωτίζει το γεγονός της υπάρξεως. Αυτή είναι η μία δυνατότητα, την οποία προσφέρει στον ερωτώντα η φιλοσοφική ματιά στο παρελθόν. Ο κόσμος θα γίνει κατανοητός μόνο στην δευτέρα παρουσία, και πριν από αυτήν δεν γνωρίζει κανείς το θεμέλιό του. Απέναντι σε αυτή την ματιά βρίσκεται μια δεύτερη, στην κλασική παράδοση, μια θεωρούμενη ως ισάξια κοσμοθεωρία. Σε αυτήν το θεμέλιο του Είναι (Sein) πρέπει να αναζητηθεί όχι στο τέλος, αλλά στην αρχή, όπου αναβλύζει ο χρόνος, και όπου τα υπαρκτά (Seiende) που από την πηγή αυτή κομματιασμένα προέρχονται, μόνο πτώση και απώλεια του θεμελίου μπορεί να σημαίνουν. Αυτή η προοδευτική απώλεια του Είναι διαγράφεται στον βασανιστικό δρόμο της δυτικής μεταφυσικής, από τον Πλάτωνα μέχρι σήμερα. Ένα πνευματικό γεγονός, όπου ο στοχασμός “όλο και περισσότερο στρέφεται γύρω από την εκκεντρική υποκειμενικότητα του ανθρώπου” (Löwith, “Heidegger, Denker in dürftiger Zeit”, Frankfurt a. M, 1953, S. 9).
Αυτό που μας διηγείται ο Heidegger στο φιλοσοφικό του έργο, είναι το παραμύθι των εποχών του κόσμου, που ξεκινά με την χρυσή και τελειώνει με την σιδερένια. Η πνευματική ιστορία της δύσεως, είναι η ιστορία του μηδενισμού (Nihilismus), που τον περιγράφει αξεπέραστα στο έργο του “Holzwege”: «Ο μηδενισμός είναι ένα ιστορικό κίνημα, όχι κάποια άποψη ή διδασκαλία που κάποιος αντιπροσωπεύει. Ο μηδενισμός κινεί την ιστορία σύμφωνα με μια θεμελιώδη διαδικασία, συστατική της μοίρας των λαών της δύσεως, η οποία όμως ελάχιστα έχει γίνει αντιληπτή. Για τον λόγο αυτόν, ο μηδενισμός δεν είναι μόνο ένα ιστορικό φαινόμενο μεταξύ άλλων, όχι μόνο ένα πνευματικό ρεύμα, που δίπλα στα άλλα, τον Χριστιανισμό, τον ουμανισμό και τον διαφωτισμό εμφανίζεται στην ιστορία της δύσεως.
Ο μηδενισμός είναι στην ουσία του, μάλλον το θεμελιώδες κίνημα της ιστορίας της δύσεως. Και αυτό το κίνημα έχει τέτοιο βάθος, που το ξεδίπλωμά του μόνο παγκόσμιες καταστροφές μπορεί να έχει ως συνέπεια. Ο μηδενισμός είναι το παγκόσμιο ιστορικό κίνημα των λαών της γης, που έχουν παρασυρθεί, στα νεότερα χρόνια, στην περιοχή της εξουσίας. Για τον λόγο αυτόν δεν είναι ένα φαινόμενο της παρούσας εποχής, και ούτε προϊόν του 19ου αιώνα, όπου όμως υπάρχει μια οξεία ματιά για τον μηδενισμό, και το όνομά του αρχίζει να χρησιμοποιείται. Στον ίδιο (μηδαμινό) βαθμό είναι ο μηδενισμός προϊόν μεμονωμένων εθνών, των οποίων οι στοχαστές και συγγραφείς μιλούν ειδικά για τον μηδενισμό. Αυτοί που το παίζουν αμέτοχοι, ίσως τον αναπτύσσουν με την μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Ανήκει στον μυστηριώδη χαρακτήρα αυτού του μυστηριώδη επισκέπτη, το να μην μπορεί να ονομάσει την καταγωγή του». (Gott ist tot, 201)
Όσο ξεκάθαρος και να είναι αυτός ο χαρακτηρισμός, αισθανόμαστε πρόκληση να προτείνουμε μια ελάχιστη διόρθωση που αφορά την δεύτερη πρόταση της πιο πάνω παραγράφου. Η πρόταση λέει πως ο μηδενισμός είναι μια θεμελιώδης διαδικασία που εκτυλίσσεται μέσα στη μοίρα των λαών της δύσεως (εσπερίας). Γιατί μόνο της δύσεως; Στην έννοια της βουδιστικής νιρβάνα εντός της ινδικής φιλοσοφίας, ο αρνητισμός της μεταφυσικής των ούτω καλούμενων ανώτερων πολιτισμών εκφράστηκε με τέτοια ένταση, που στην δύση σπάνια εκφράστηκε έτσι. Πρέπει να υποδείξουμε και τον ταοϊσμό στην Κίνα, που κινείται στα ίδια πλαίσια. Μας φαίνεται πως ο μηδενισμός τον οποίο εννοεί ο Heidegger, είναι μάλλον μια ιδιότητα της ουσίας των ανώτερων πολιτισμών, οι οποίοι υψώνονται πάνω από το επίπεδο ύπαρξης των λεγόμενων πρωτόγονων (φυσικών) λαών! Φαίνεται μάλιστα πως ο Heidegger έμμεσα δείχνει να συμφωνεί πως έχουμε δίκαιο, στην αντιπαράθεση μας προς τον όρο “δυτικοί” (λαοί). Γιατί ούτε δυο σελίδες πιο πέρα, διαβάζουμε στο έργο “Holzwege” : «Το πεδίο όπου υφίσταται ο μηδενισμός ως ουσία και ως συμβεβηκός είναι η μεταφυσική. Αυτό ισχύει με την προϋπόθεση βέβαια, πως δεν εννοούμε με το όνομα αυτό μια διδασκαλία ή ένα κλάδο της φιλοσοφίας, αλλά την θεμελιώδη δομή των υπαρκτών στο σύνολο τους, εφόσον αυτή (η δομή) μπορεί να διακριθεί σε ένα αισθητό και ένα υπεραισθητό κόσμο, και ο κόσμος φέρεται και καθορίζεται από αυτήν την δομή. Η μεταφυσική είναι ο χώρος εκείνος της ιστορίας, όπου ο υπεραισθητός κόσμος, οι ιδέες, ο Θεός, ο ηθικός νόμος, η αυθεντία της νόησης (σωφροσύνης), η πρόοδος, η ευτυχία των πολλών, η κουλτούρα και ο πολιτισμός, μοιραία χάνουν την εποικοδομητική τους δύναμη και γίνονται τιποτένια. Αυτή την κατάπτωση του υπεραισθητού την ονομάζουμε αποσύνθεσή του (ως ζωντανού οργανισμού). Η απιστία με την έννοια της έκπτωσης από την Χριστιανική πίστη και διδασκαλία, δεν είναι σε καμία περίπτωση η ουσία και το θεμέλιο (ο λόγος) του μηδενισμού, αλλά πάντα συνέπειά του. Θα μπορούσε να ειπωθεί πως ο ίδιος ο Χριστιανισμός είναι συνέπεια και μια μορφή του μηδενισμού». (Gott ist tot, 204)
Το συμπέρασμα που βγαίνει από τις γραμμές αυτές είναι πως ο όρος “δυτικός”, τον οποίο πιο πάνω χαρακτηρίσαμε ως ανεπαρκή, είναι στην πραγματικότητα πολύ στενός, και εύκολα μπορεί να παρασύρει, να παρερμηνευθεί το φαινόμενο του μηδενισμού, γιατί το παρατηρεί κανείς από μια πολύ στενή άποψη του κόσμου. Γιατί αυτό που εννοεί ο Heidegger όταν χρησιμοποιεί τον όρο “μεταφυσική” και τον τοποθετεί σε στενή σχέση με τον μηδενισμό, πρέπει να είναι κάτι περισσότερο από μια απλή βάση της δυτικής ιστορίας, αφού κάτω από την χαϊντεγγεριανή κατηγορία εμπίπτουν οι πιο θεμελιώδεις μεταφυσικές προϋποθέσεις όλων των λεγόμενων ανώτερων πολιτισμών. Ούτε αυτή όμως η εξήγηση αρκεί. Γιατί ο Heidegger υποδεικνύει, ακολουθώντας εκείνο το αλάνθαστο ένστικτο που τον χαρακτηρίζει ως μεγάλο στοχαστή, πως ο περίεργος αυτός ξένος, που ονομάζουμε μηδενισμό, είναι ένα ασύλληπτο κάτι, “που δεν μπορεί να πει από που κατάγεται”. Αυτό όμως σημαίνει, πως ο μηδενισμός στις πηγές του δεν είναι πουθενά ένα φαινόμενο της ιστορίας, αλλά θεμελιώνεται στην ουσία του φυσικού (das Natürliche).
Έτσι η ιστορία ωθείται προς τα πίσω, προς ένα είδος κατάστασης όπου δεν υφίσταται ιστορία. Το ίδιο και η ψυχή που φυτρώνει, ρίχνεται πίσω στο factum brutum, όπου και γεννήθηκε. Γι' αυτό και το πρώτο μεταφυσικό ερώτημα του Heidegger είναι: «γιατί το υπαρκτό (κάτι, Είναι) και όχι μάλλον το τίποτα;» Είναι το πρώτο, «όχι όμως σε χρονική σειρά των ερωτημάτων» όπως χαρακτηριστικά λέει στις πρώτες προτάσεις του βιβλίου “Εισαγωγή στην Μεταφυσική”.
Ο μηδενισμός δείχνει, πως μέσα στην ιστορία που προσλαμβάνεται ως ένα τάχα εφήμερο φαινόμενο, το φυσικό επανέρχεται στον τόπο του και καταπνίγει την ιστορία. Η τελευταία συνέπεια του μηδενισμού είναι η τεχνολογία, η οποία καταρχάς υπάρχει και ευδοκιμεί παραμένοντας εντελώς ακατανόητη. Αν καθυστερήσει η κατανόησή της, τότε η ψυχή είναι νεκρή και η ιστορία έχει φτάσει στο τέλος της. Γι' αυτό διαβάζουμε στο βιβλίο “Holzwege”: «Η ουσία της τεχνολογίας φτάνει με αργά βήματα στο φως της ημέρας. Η ημέρα αυτή είναι η νύχτα του κόσμου την οποία η τεχνολογία μετέτρεψε σε μέρα. Αυτή η ημέρα είναι πιο σύντομη απ' όλες. Και με τον ερχομό της απειλεί να έρθει ένας και μοναδικός ατέλειωτος χειμώνας. Ο άνθρωπος τώρα δεν χάνει απλά την προστασία του, αλλά και το άτρωτο ολόκληρου του Είναι του, παραμένει στο σκοτάδι. Το φωτεινό αποτραβιέται. Ο κόσμος μένει χωρίς σωτηρία-αγιότητα (heil-los). Για τον λόγο αυτό δεν παραμένει μόνο το άγιο, ως ο δρόμος προς τον Θεό, κρυμμένο, αλλά και ο δρόμος προς το άγιο, το φωτεινό φαίνεται πως έχει εξαλειφθεί. Εκτός και αν μερικοί θνητοί μπορούν ακόμα να δουν πως το ανίερο, ως ανίερο που είναι, απειλεί. Θα έπρεπε να αντιληφθούν ποιος κίνδυνος απειλεί τον άνθρωπο. Ο κίνδυνος συνίσταται στην απειλή που αφορά την ουσία του ανθρώπου στην σχέση του προς το Είναι του. Δεν αναφέρεται σε τυχαίους κινδύνους. Αυτός ο κίνδυνος είναι ο κίνδυνος. Κρύβεται στο βάθος κάθε υπαρκτού».
Αυτό που εντελώς ξεκάθαρα εκφράζεται, είναι πως το υποτιθέμενο τέλος της ιστορίας, το οποίο σήμερα βλέπουμε στα μάτια, δεν είναι ένα γεγονός ιδιαίτερο για την πορεία της δυτικής ιστορίας, αλλά μια γενική αμφισβήτηση (υπό ερώτημα τοποθέτηση-In-Frage-Stellen) του Είναι του ανθρώπου, όπως μέχρι σήμερα υφίσταται.
Ο καρπός λοιπόν του μηδενισμού είναι η “απάνθρωπη” τεχνολογία. Και το ότι ο μηδενισμός δεν υπήρξε απλά ένα στοιχειώδες φαινόμενο της δυτικής-φαουστικής κουλτούρας, αλλά συμπεριλαμβάνει όλο το μέχρι τώρα ιστορικό Είναι, φαίνεται ξεκάθαρα από την λαιμαργία με την οποία το προϊόν αυτό του φαουστικού ανθρώπου προσλαμβάνεται εκτός Ευρώπης. Ο καθένας βλέπει εδώ τον τελευταίο και τον ελκυστικότερο καρπό, των ιδίων του των επιθυμιών, οι οποίες έχουν το βλέμμα στραμμένο προς το Είναι.
Είναι το χαρακτηριστικό του φιλοσόφου, εφόσον έχει βάθος, να χρησιμοποιεί πότε-πότε λέξεις και προτάσεις που βρίσκονται έξω από τον εαυτό και τον ορίζοντα του συστήματος του. Αυτό ισχύει και για τον Heidegger. Στην προτελευταία σελίδα του βιβλίου του “Die Technik und die Kehre” (“Η τεχνολογία και η στροφή”) διαβάζουμε: «Κάθε τι που είναι μόνο τεχνικό δεν καταλήγει ποτέ στην ουσία της τεχνολογίας. Μάλιστα δεν είναι ικανό να δει (αναγνωρίσει ποιο είναι) το προαύλιό του». Η πρώτη από τις δυο προτάσεις μας προδίδει πως έχουμε να κάνουμε με ένα στοχαστή επιπέδου, ο οποίος τουλάχιστον προσπαθεί, να πραγματοποιήσει με την σκέψη τα συμπεράσματα, που συναντάμε σε μια από τις πιο βαθείς προτάσεις στο έργο του Lotze “Mikrokosmus”. Λέει εκεί: «ο μηχανισμός δεν είναι σε καμιά περίπτωση η ουσία του πράγματος. Αλλά και πουθενά δεν εμφανίζεται η ουσία με μια άλλη μορφή του πεπερασμένου Είναι, παρά μέσω του μηχανισμού». Το πρώτο μέρος της αναφοράς το βρίσκουμε στον Heidegger, αυτό όμως που λείπει, είναι ο περιορισμός που βάζει ο Lotze, ξεκινώντας με την λέξη “αλλά”. Για τον λόγο αυτό δεν ικανοποιεί το δεύτερο μέρος της πρότασης του Heidegger. Ίσως είναι σε ένα περιορισμένο βαθμό σωστό, πως η δραστηριότητα στον χώρο της τεχνολογίας δεν μπορεί να διεισδύσει μέχρι το ερώτημα περί της ουσίας της τεχνολογίας. Με τη δήλωση όμως ότι η τεχνολογία στο πρόσωπο του τεχνικού (ανθρώπου που ασχολείται με αυτήν) δεν μπαίνει καν στο προαύλιο της, πρέπει να διαφωνήσουμε. Ο Heidegger τα κάνει εδώ πολύ εύκολα για τον εαυτό του. Γιατί εκείνο το προαύλιο είναι ακριβώς ο χώρος όπου θα έπρεπε να συναντηθούν ο φιλόσοφος που στοχάζεται περί της ουσίας της τεχνολογίας και ο κατασκευαστής μιας μηχανής. Αλλά αυτός ο δρόμος προς το προαύλιο λείπει από όλο το φιλοσοφικό έργο του Heidegger. Οι περιστασιακές παρατηρήσεις του περί φυσικών επιστημών και τεχνολογίας, πέρα από γενικότητες, δεν καταλήγουν πουθενά. Είναι δηλώσεις που μπορούν να βρεθούν και σε άρθρο μιας καλής εφημερίδας. Χαρακτηριστική είναι και η σχεδόν φανερή υποτίμηση με την οποία ο Heidegger αντιμετωπίζει το πρόβλημα του αριθμού και της “μαθηματικής σκέψεως”. Αριθμητική και σκέψη, αυτό είναι ένας άνισος γάμος, τον οποίο ο μεταφυσικός (ο φιλόσοφος) δεν μπορεί να υπολογίζει (ως σημαντικό).
Στο σημείο αυτό γίνεται ξεκάθαρο πως ισχύει ο ακραίος δυαλιστικός προσανατολισμός των ανώτερων πολιτισμών και η παράδοση των πνευματικών επιστημών της δύσεως, σύμφωνα με την οποία, υπάρχει ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ του φυσικού και του μεταφυσικού, και αντίστοιχα της μη-ουσίας και της ουσίας. Με οποιοδήποτε φιλοσοφικό θέμα και να ασχολείται ο Heidegger, βλέπει μόνο τις απαρχές του ερωτήματος, και όχι τις τελικές κοσμικές συνέπειές του.
Στη σελίδα 22 του προαναφερθέντος βιβλίου για την τεχνολογία διαβάζουμε: «Κάθε τι που υπάρχει, και όχι μόνο αυτό της νέας τεχνολογίας, διάγει κρυμμένο για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Όσον αφορά την δράση (συμπεριφορά) του ως υπαρκτό, ένα προηγείται: το πρωταρχικό. Περί αυτού γνώριζαν ήδη οι Έλληνες στοχαστές, όταν έλεγαν: εκείνο που προηγείται της κυρίαρχης εμφάνισης, αποκαλύπτεται αργότερα στον άνθρωπο. Στον άνθρωπο δείχνει η απαρχή στο τέλος τον εαυτό της. Για τον λόγο αυτόν, η προσπάθεια στον χώρο της σκέψης, να συλλάβει κανείς την απαρχή του στοχασμού ακόμα πιο πρώιμα, δεν είναι η ανόητη επιθυμία να ανανεωθεί το περασμένο, αλλά η άγρυπνη ετοιμότητα, να θαυμάσει κανείς την πρωιμότητα πριν εμφανιστεί το ερχόμενο». Τίποτα όμως δεν μπορεί να είναι πιο απομακρυσμένο από ένα τεχνικό όσο η φιλοσοφική στάση του θαυμασμού, που είναι πηγή της φιλοσοφικής σκέψης. Αν του προκύψει η αναγκαία απαίτηση, να ξεπεράσει τον εαυτό του και να συναντήσει τον φιλόσοφο στο “προαύλιο” της τεχνολογίας, τότε δεν θα έπρεπε να συναντηθούν δυο που θαυμάζουν, αλλά ένας που θέλει να μάθει και ένας που γνωρίζει. Αυτός που γνωρίζει πρέπει, να έχει γνωρίσει εμπειρικά σε ποια όρια οδηγεί η γνώση του, και να είναι ικανός να μεταδώσει στον τεχνικό άνθρωπο την εμπειρία του ορίου. Ο τελευταίος όμως πρέπει από την εμπειρία αυτή να μάθει, με ποια μέσα μπορεί να την υπερβεί κανείς. Πάνω απ' όλα όμως είναι απαραίτητο, να συναντηθούν οι δυο σε εκείνο το χαϊντεγγεριανό “προαύλιο”.
Ο Heidegger όμως αμφιβάλλει για την δυνατότητα αυτής της συνάντησης. Αφού σύμφωνα με δικά του λόγια, η τεχνολογία δεν μπορεί καν να δει το δικό της προαύλιο, και από την άλλη, η φιλοσοφία, στην ακραία πράξη αναδρομής στο παρελθόν, ενδιαφέρεται μόνο για εκείνο που πάντα ήταν (το τί ην είναι). Η μεταφυσική ενδιαφέρεται μόνο για την ουσία (Essenz) και όχι για την ύπαρξη (Existenz). Τον τεχνικό όμως απασχολεί το ερώτημα, σε καμία περίπτωση παράλογο, αν είναι δυνατόν και πως μπορεί, να κατασκευαστεί μια γέφυρα, πάνω από το χάσμα μεταξύ ουσίας και ύπαρξης. Για το ερώτημα αυτό ο Heidegger δεν παραθέτει καμία απάντηση που θα έδινε η αριστοτελική φιλοσοφία. Στη συνέντευξη του στο περιοδικό Spiegel (Die Philosophie ist am Ende-Η φιλοσοφία είναι στο τέλος της, 23.9.1966), η οποία εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, όπως ο ίδιος ζήτησε, λέει τα εξής: «Μια δύναμη η οποία αποκαλύπτεται στην ουσία τής τεχνολογίας, και στην οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί πια να κυριαρχήσει, έχει βάλει τον άνθρωπο στο στόχαστρο, τον οποίο προκαλεί και έχει από αυτόν απαιτήσεις (προσαρμογής). Για να καταλάβουμε καλύτερα αυτή την άποψη: η σκέψη αντιθέτως δεν έχει απαιτήσεις από τον άνθρωπο».
Αυτή η συνταρακτική δήλωση -συνταρακτική γιατί προέρχεται από τον πιο βαθύ στοχαστή του παρόντος- είχε προετοιμαστεί, εντός της συνομιλίας με τα παρακάτω λόγια: «Μόνο ένας Θεός μπορεί να μας σώσει. Η μοναδική δυνατότητα που μας απομένει, είναι να προετοιμάσουμε στην σκέψη και στην ποίηση μια ετοιμότητα για την εμφάνιση του Θεού ή για την απουσία του Θεού στην παρακμή. Ότι δηλαδή χανόμαστε ενώπιον του απόντος Θεού».
Στην ίδια συνομιλία, ενώπιον της ερώτησης, τί έρχεται μετά την αποχώρηση της φιλοσοφίας, ο Heidegger απάντησε παρεμπιπτόντως: “η κυβερνητική”. Κάτω από τον όρο αυτόν αντιλαμβάνεται προφανώς μια εκλεπτυσμένη θεωρία της μηχανικής και της ηλεκτρονικής, την οποία όμως έχουν εγκαταλείψει οι θεοί. Εκεί μέσα δεν μπορεί να έχει δει μια δυνατότητα για φιλοσοφία, γιατί την δική του φιλοσοφία σύμφωνα με δικά του λόγια αντιλαμβάνεται ως «επιστροφή στις ιστορικές βάσεις της σκέψης, τον στοχασμό πάνω σε ερωτήματα, που από την εποχή της ελληνικής φιλοσοφίας δεν έχουν ξαναρωτηθεί». (Από το ίδιο κείμενο). Και στην περιγραφή αυτής της δραστηριότητάς του προσθέτει την εμφατική ομολογία: «Αυτό δεν είναι μια εγκατάλειψη της παράδοσης. Λέγω όμως: ο τρόπος σκέψης της παραδεδομένης μεταφυσικής, που με τον Νίτσε είχε τελειώσει, δεν προσφέρει καμία δυνατότητα πια, να γνωρίσουμε, χρησιμοποιώντας την σκέψη, τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της τεχνολογικής κοσμικής εποχής που μόλις αρχίζει». Αυτό είναι η ύψιστη μορφή παραίτησης. Όταν όμως στη διάρκεια της συνέντευξης γίνεται λόγος για σκέψη και “άλλη σκέψη”, ο Heidegger δεν αφήνει καμιά αμφιβολία, πως με αυτό δεν μπορεί να εννοείται καμιά φιλοσοφία. Γιατί στο τέλος της αναφοράς-είδησης για την συνέντευξη, διαβάζουμε, με αφορμή που δόθηκε από την αναφορά στην τωρινή σχέση της φιλοσοφίας με τις θετικές επιστήμες, πως «οι τεχνικές-πρακτικές επιτυχίες δίνουν όλο και περισσότερο την εντύπωση πως η σκέψη με την έννοια της φιλοσοφίας είναι περιττή». Μια εξαντλημένη και στα πρόθυρα του τέλους της μεταφυσική διαδικασία σκέψης, μπορεί στην καλύτερη περίπτωση να «κοπιάσει ακόμα, να κτίσει μικρής εμβέλειας στενά πλέγματα ενός περάσματος».
Και διερωτάται κανείς: Πέρασμα προς τα που; Στο θέμα αυτό όμως η φιλοσοφία του Heidegger δεν δίνει καμιά απάντηση. Και εφόσον η φιλοσοφία του Heidegger παριστάνει την βαθύτερη συμπερίληψη του στοχασμού που φέρει τους ανώτερους πολιτισμούς στις θεμελιώδεις συνθήκες του ιστορικού Είναι της ανθρωπότητας, μπορεί να πει κανείς πως πράγματι ένα τέλος έχει έρθει. Το τελευταίο ερώτημα το οποίο μπορεί να θέσει η κλασσική μεταφυσική και με το οποίο παραιτείται, είναι το ερώτημα για την ουσία της τεχνολογίας.
Ακούσια έρχεται στη μνήμη μια ιδιαίτερη πρόταση από τις παραδόσεις του Schelling στο Μόναχο, με θέμα “Zur Geschichte der neueren Philosophie” (περί της ιστορίας της νεότερης φιλοσοφίας), που λέει: «Το ανθρώπινο πνεύμα είναι... μόνο το σκηνικό, όπου το πνεύμα με την δράση του, αποσπά ξανά την υποκειμενικότητα, την οποία προσέλαβε μέσα στο ανθρώπινο πνεύμα...» (Münchener Jubiläumsdruck, V Hauptbd, S 224). Η διαφορά μεταξύ του Schelling και του Heidegger είναι, πως ο Heidegger χαρακτηρίζει αυτή την κατάσταση ως κίνδυνο, ενώ στη σκέψη του Schelling είναι η εγγύηση της λύτρωσης. Στη φιλοσοφία του Schelling, ευρισκόμενη η ψυχή στην κατάσταση αυτή είναι στον δρόμο προς φωτεινό τόπο, ενώ σύμφωνα με τον Heidegger, τον άνθρωπο απειλεί η κοσμική νύχτα και ένας ατέλειωτος χειμώνας.
Μπρος σε ένα κίνδυνο φοβάται κανείς. Αυτό είναι φυσικό και αυτονόητο. Επειδή όμως ο κίνδυνος για τον οποίο μιλά ο Heidegger είναι ο μεταφυσικός κίνδυνος, που απειλεί την ουσία του ανθρώπου, έτσι είναι και ο τρόμος που τον καταλαμβάνει, εκείνος ο μεταφυσικός τρόμος, με τον οποίο προαισθάνεται το τέλος εκείνης της ιστορίας, που μέχρι τώρα τον συγκρατούσε (τον φόβο). Γιατί αν μετά την κοσμική νύχτα θα υπάρξει ένα νέο πρωί, τότε μέσα σε αυτή την μακρινή πρωιμότητα, θα έχει ανεπιστρεπτί χάσει τον γι' αυτόν (τον άνθρωπο) τόσο ακριβό εαυτό. Ο άνθρωπος τον οποίο μαστίζει η ανησυχία, όπως εμφανίζεται στη φιλοσοφία του Heidegger, δεν είναι αυτός ο άνθρωπος τον οποίο έφτιαξε ο Προμηθέας κατ' εικόνα του και ο οποίος συνεπώς μπορεί να πει για το πνεύμα της ιστορίας:
«Δεν μπορεί (αυτό το πνεύμα) να μας πλησιάσει μέσα στην αιώνια ψυχή μας, στην ευτυχία και στη δυστυχία μένει το πνεύμα μου συμμαζεμένο». (Spitteler, Olymp.Frühling,II)
Για τον λόγο αυτό η χαϊντεγγεριανή φιλοσοφία δεν δίνει καμιά πληροφορία για το τι συμβαίνει στον χειμώνα που φέρνει η τεχνολογία, και με ποιο τρόπο θα μπορούσε να έλθει μετά τον χειμώνα η άνοιξη. Και όπου ο Heidegger παίρνει θέση σε ότι αφορά προοπτικές του μέλλοντος, λέει πράγματα που είναι λανθασμένα. Στην αναφερθείσα συνέντευξη, όταν ρωτήθηκε αν οι Αμερικανοί έχουν μια συγκεκριμένη σχέση με την τεχνολογία, ο Heidegger απάντησε: «Ούτε αυτοί την έχουν. Είναι ακόμα μπλεγμένοι με μια σκέψη, που ως πραγματισμός προωθεί την τεχνολογική δραστηριότητα, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί ένα δρόμο προς συμμόρφωση ως προς τα χαρακτηριστικά της νέας τεχνολογίας. Εν τω μεταξύ γίνονται εδώ και εκεί προσπάθειες στις ΗΠΑ, να ελευθερωθούν από την πραγματιστική-θετικιστική σκέψη». Εδώ φαίνεται πως είδε κάτι στραβά και ερμήνευσε λάθος.
Ο αμερικάνικος πραγματισμός είναι -για να το εκφράσουμε με τον πιο σύντομο τρόπο- μια ριζική άρνηση ολόκληρης της πνευματικής παράδοσης του ανατολικού ημισφαιρίου. Η πρόταση “ex oriente lux” χάνει εδώ την ισχύ της, όσο ποτέ άλλοτε. Οι άνθρωποι δεν θέλουν να σκέφτονται πλέον όπως σκεφτόταν μέχρι τώρα η ανθρωπότητα. Και δεν θέλουν να έχουν το ίδιο είδος ιστορίας κάτω από τον ζυγό της οποίας η ανθρωπότητα υπέφερε μέχρι τώρα. Αυτές είναι εκφράσεις που ο συγγραφέας του δοκιμίου αυτού συνάντησε στην Αμερική περισσότερο από μια φορά. Πώς μπορεί όμως να ελευθερωθεί κανείς από μια χιλιόχρονη παράδοση; Ο πραγματισμός δίνει μια απάντηση. Και η απάντηση αυτή αποκαλύπτει την φιλοσοφική σημασία που βρίσκεται πίσω από κάθε αμερικάνικη πραγματιστική σκέψη, συνειδητά ή μη.
Μετάφραση: Πέτρος
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου