Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018

Α’ ΠΡΟΣ ΑΚΙΝΔΥΝΟΝ - Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς (2)

Α’ ΠΡΟΣ ΑΚΙΝΔΥΝΟΝ


ΟΤΙ ΟΙ ΛΑΤΙΝΟΙ ΤΟΥ ΕΝΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΔΕΧΟΝΤΑΙ ΔΥΟ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΟΤΙ ΤΟΥΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥΣ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΥΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΛΟΥΜΕ ΜΑΛΛΟΝ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟΥΣ ΠΑΡΑ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΟΥΣ

4. Όμως, αν και ανέπτυξα τούτο στους Αποδεικτικούς Λόγους, δεν θεώρησα σκόπιμο να σιωπήσω τελείως. Συ δε, αφού ρωτήσεις με την απαιτουμένη επιείκεια και συγχρόνως παρρησία, μάλλον δε φιλομάθεια, μάθε και πληροφόρησε μας με γράμμα περί της γνώμης του ανδρός και του σκοπού των ούτω γεγραμμένων. Αυτόν λοιπόν τον σκοπόν θα γνωρίσουμε με ευχαρίστηση μάλιστα· διότι τί άλλο θα αναμέναμε από άνδρα ο οποίος εγκατέλειψε την γενέτειρά του από πόθον της ακριβούς ευσεβείας; Γνώριζε δε ακριβώς, και να είσαι σε τούτο αμετάπειστος, ότι τούτο είναι το φρόνημα των Λατίνων και τούτο είναι το ισχυρό τους και προς αυτό πρέπει να αντιπαρατάσσεται ο αντιτασσόμενος, εάν δεν θέλει να δαπανά σε άκαιρα την ισχύ του, να ευρίσκεται δε αδύναμος στα καίρια. Πράγματι, όταν δεν κάμνουν τους συλλογισμούς με βάση τα ομολογημένα από εμάς ούτε χρησιμοποιούν ως αρχές τα θεοπαράδοτα λόγια και νοήματα,εμείς χρειάζεται μικρά απολογία να δώσουμε ή καμμία, με την πεποίθηση ότι έρχονται στην συζήτηση με εθελοκακία και προς έριδα, όχι δε για την αλήθειαν, και μάλιστα ότι δεν έχουν καμμία αξία οι τοιούτοι λόγοι για εμάς. Διότι, εάν ο μουσικός ή ο γεωμέτρης δεν πρέπει να συζητεί κατά την ειδικότητά του με τον τελείως αγεωμέτρητον ή τον άμουσον, μη προσδεδεμένο δηλαδή στις αρχές της γεωμετρίας ή της μουσικής, και αν οι τελευταίοι ερωτούν περί των αρχών αυτών, οι μαθηματικοί εκείνοι δεν αξίζει ούτε να αποκρίνονται, πολύ περισσότερο εμείς δεν πρέπει να αποκρινώμεθα ούτε να διαλεγώμεθα με τον συλλογιζόμενον περί των ιδιοτήτων του Θεού έξω από τις θεολογικές αρχές· διότι ο λόγος συντίθεται υπ’ αυτού από ψεύδη, από τα οποία δεν συνάγεται οπωσδήποτε αληθές, μάλλον δε καθόλου. Δια τούτο δε προάγεται από αυτούς το ψεύδος, ώστε αναγκαίως εναντίον της κεφαλής τους να φέρουν το αντίθετον της θεολογίας, δηλαδή την βλασφημία.Πρέπει λοιπόν να τους αποφεύγουμε ως νοσούντες από άγνοια κατά διάθεσιν. Αλλά βεβαίως το πόσο σαθρό εξελέγχεται αυτό το θεωρούμενο ισχυρό υπό των λατινοφρόνων, αποδείξαμε ήδη και στους προηγουμένως συνταχθέντες λόγους Περί του άγιου Πνεύματος, με την βοήθειάν του, πολλαχού και δια μακρών, και τώρα δεν θα διστάσουμε να επαναλάβουμε χάριν εκείνων οι οποίοι πρόκειται να αναγνώσουν το γράμμα τούτο. Διότι δεν ανεχόμεθα επιχειρήμα κακοδόξων, καταγεγραμμένο από εμάς να παραμένει ενώπιον των πολλών ανεξέλεγκτο, μάλλον δε συνεχίζοντες τον λόγον και δίδοντες άλλην αρχήν σε αυτόν, θα δείξουμε κατά δύναμιν τα της μοναρχικωτάτης αρχής και θα ελέγξουμε τους δογματίζοντες δύο αρχές του ενός Πνεύματος, τόσον διότι δογματίζουν τούτο όσον και διότι το δογματίζουν κακώς (όχι καλώς).


5. H δημιουργική αρχή είναι μία, o Πατήρ και o Υιός και το άγιον Πνεύμα. Όταν λοιπόν λέγουμε εκ του Θεού τα εκ του μη όντος προηγμένα (παραχθέντα), την αγαθότητα δια της οποίας απέκτησαν το είναι (την ύπαρξη), και την εγγενή (εγγεγενημένην) χάριν δια της οποίας έκαστον μετέσχε (έλαβε) καταλλήλως του ευ είναι, και την έπειτα προσφερθείσα (επιγεγενημένην ύστερον) χάριν δια της οποίας τα διαπεσόντα (διαπεπτωκότα) επανήλθαν προς το ευ είναι· όταν λέγουμε αυτά και ασχολούμεθα με αυτά δεχόμεθα αρχήν και πηγήν και αιτίον και τον Υιόν εν αγίω Πνεύματι, όχι διαφορετική, άπαγε, αλλά την ιδίαν, καθ’ όσον ο Πατήρ δι' αυτού εν αγίω Πνεύματι και προάγει και επαναφέρει και συνέχει καλώς τα πάντα. Ο δε Πατήρ, μαζί με το ότι είναι πηγή των πάντων διά του Υιού εν αγίω Πνεύματι, είναι επίσης και πηγή και αρχή της θεότητος ως μόνος θεογόνος. Και γνωρίζουμε τούτο περισσότερο ή κατά απόδειξιν διότι είναι διατυπωμένο σαφώς στα θεόπνευστα λόγια.
Όταν λοιπόν ακούσεις ότι ο Υιός (είναι) «η εκ της αρχής αρχή» και «ο καλών αυτόν από γενεών αρχήν» και «μετά σου είναι η αρχή κατά την ημέρα της δυνάμεώς σου», να νοείς τα δημιουργήματα, όπως βοά περί αυτού καταφανώς και ο Ιωάννης στην Αποκάλυψιν, «η αρχή των κτισμάτων του Θεού», όχι ως καταρχή (έναρξις), άπαγε, αφού είναι Θεός, αλλά ως δημιουργός αυτών· διότι είναι κοινωνός της πατρικής αρχής από την οποία προέρχονται ταύτα, κατά την οποίαν είναι επώνυμος και της επί των πάντων δεσποτείας.
Του δε Πνεύματος πώς θα μπορούσε να πει κανείς αρχήν τον Υιόν με την σημασία αυτή, εκτός εάν και το Πνεύμα είναι δούλον και κτιστόν; Αλλά επειδή Θεός το Πνεύμα, δεν είναι αρχή αυτού (του Πνεύματος) κατά τούτο ο Υιός, παρά μόνον ως αρχή θεότητος. Εάν δε ο Υιός είναι αρχή της θεότητος του αγίου Πνεύματος, είναι αδύνατον να κοινωνεί (συμμερίζεται) με τον Πατέρα αυτήν την αρχήν, αφού ως πηγαία θεότης θεολογείται μόνον ο Πατήρ, άρα ο Υιός είναι αρχή μιας άλλης διαφορετικής θεότητος και έτσι διασπά το Πνεύμα από την θεότητα η οποία πηγάζει εκ του Πατρός. Ή μήπως θα δώσουμε δύο διαφόρους θεότητες σε τούτον τον ένα, εμείς οι οποίοι ομολογούμε και στα τρία μίαν θεότητα;

6. Πώς όμως είναι μία αρχή οι δύο κατά τούς Λατίνους αρχές του Πνεύματος; Διότι δεν δύνανται να απαιτήσουν (αξιώνουν) από εμάς να δεχόμεθα ευπίστως τα προβλήματα (προτάσεις) τούτων, αλλά ούτε πρέπει να αποκρίνονται σοφιστικώς δίδοντες άλλην αντ’ άλλης απόκρισιν. Πράγματι, όταν εμείς ρωτούμε, πώς υπάρχουν κατ’ αυτούς δύο αρχές του ενός Πνεύματος, εκείνοι διισχυρίζονται ότι μία είναι η αρχή των δύο. Εμείς δε δεν ρωτούμε για τα δύο πρόσωπα, αλλά για το ένα· διότι περί τούτου συζητούμε με αυτούς. Καθ’ όσον, επειδή καλώς έχει το ότι η αρχή των δύο είναι μία, πώς θα υπάρχουν δύο αρχές του ενός, και πώς κατ’ αυτούς οι δύο αρχές θα είναι μία;
Απαντούν λοιπόν, «διότι η μία είναι εκ της άλλης». Τί συνέβη λοιπόν με τον Σηθ; Άραγε ο Σηθ εγεννήθη εκ μίας αρχής για τον λόγο ότι η Εύα ήταν εκ του Αδάμ και οι αρχές του ενός τούτου ανθρώπου δεν είναι δύο διότι η μία είναι εκ της άλλης (από την άλλην); Τί συνέβη δε με τήν Εύα; Η Εύα δεν είναι δευτέρα αρχή των εξ αυτής προελθόντων, επειδή και αυτή έλαβε αρχήν από τον Αδάμ; Και όμως η γονιμότης υφίστατο και στους δύο αυτούς, αλλά διαφορετική και σε διαφορετικές υποστάσεις· δια τούτο αυτές οι αρχές δεν ήσαν μία, αν και η μία τούτων είναι εκ της άλλης (από την άλλην).
Αν λοιπόν εδώ, όπου το γόνιμον, αν και όχι έν, όμως απαντάται και στους δύο, δεν δύναται να είναι μία η αρχή του ενός, πώς επί της υψίστης Τριάδος οι δύο κατ’ αυτούς αρχές του ενός αγίου Πνεύματος είναι μία, όπου δεν υπάρχει καμμία κοινωνία κατά την θεογόνον ιδιότητα; Διότι μόνος ο Πατήρ θεολογείται «θεογόνος θεότης».
Η Εύα πάλι, καθώς προέρχεται εκ μόνου του Αδάμ, είναι εκ μίας αρχής, ο δε Αδάμ είναι εκ της γής, αλλά παρ’ όλα αυτά η Εύα δεν είναι εκ της γης και εκ του Αδάμ. Διότι ο Αδάμ μόνος είναι εκ της γης. Επομένως ή πρέπει και αυτοί να θεωρούν ότι το Πνεύμα προέρχεται μόνον εκ του Υιού και έτσι να το θεωρούν εκ μιας αρχής, συνεπείς προς τις απόψεις τους αλλά όχι ευσεβώς, διότι δεν θα είναι εκ της αυτής (αρχής) από την οποίαν και ο Υιός, και τότε πάλι θα είναι δύο αρχές επί της θεότητας και δεν θα είναι πλέον ο Πατήρ ανώτερος του Υιού κατά το αίτιον, αφού θα είναι εξ ίσου και αυτός αίτιος της θεότητος, ή, θεωρούντες αυτό εκ μόνου του Πατρός, ας δίδουν ευσεβώς και στο Πνεύμα όπως και στον Υιόν μίαν αρχήν. Διότι για όσο χρόνο λέγουν ότι προέρχεται εκ του Υιού ή εξ αμφοτέρων, αλλά όχι εκ μόνου του Πατρός, δεν είναι δυνατόν να είναι μία η αρχή της θεότητος του ενός Πνεύματος.
Όταν δε κανείς συνάπτει (συναρμόζει) τα τοιαύτα, και αν ακόμη θα έλεγε μίαν αρχήν, θα το έλεγε υπό την προϋπόθεση της ομωνυμίας (δηλ. κατ’ αναλογία), ώστε δεν θα ήταν μία. Εάν δε διαιρώντας βλέπει τις υποστάσεις χωριστά, εξ ανάγκης γίνονται σαφώς δύο οι αρχές της μιας.

7. Εμένα μου έρχεται να θαυμάσω για την υπερβολική ανοησία εκείνων οι οποίοι, όπως ισχυρίζονται,  τις δύο αυτές αρχές ονομάζουν και θεωρούν μίαν. Διότι, αν ο Υιός κοινωνεί με τον Πατέρα κατά την θεογόνον ιδιότητα, προβάλλων το Πνεύμα, οπότε η θεογόνος ιδιότης είναι σε αυτούς μία και ομοίως η εξ αυτών πρόοδος, άρα αυτή ανήκει στην φύσιν και δεν υπάρχουν δύο αρχές, ούτε οι δύο μία, αλλά απλώς μία, και έτσι αποξενώνεται της θείας φύσεως το Πνεύμα, καθώς δεν κοινωνεί και αυτό στη θεογόνο ιδιότητα. Εάν δε δεν κοινωνεί ο Υιός με τον Πατέρα κατά τούτο ούτε είναι σε αυτούς ενιαία η προβολή τούτου, τότε η πρόοδος του Πνεύματος από τον Υιόν είναι καθ’ υπόστασιν (υποστατική ιδιότης). Άρα αυτή είναι διάφορος από την εκ του Πατρός πρόοδο του Πνεύματος· διότι τα υποστατικά είναι διαφορετικά.
Πώς λοιπόν είναι μία οι διαφορετικές αρχές; Και μάλιστα, αφού ο μέγας Βασίλειος στα κεφάλαια των Αντιρρητικών προς τους Ευνομιανούς γράφει, «όλα τα κοινά του Πατρός και του Υιού είναι κοινά και στο Πνεύμα»; Εάν το εκπορεύειν είναι κοινόν στον Πατέρα και τον Υιόν, τούτο είναι κοινόν και στο Πνεύμα, και η Τριάς θα είναι τετράς, διότι και το Πνεύμα θα εκπορεύσει άλλο Πνεύμα. [Η ΝΕΑ ΑΙΡΕΣΗ].
Εάν δε δεν είναι κοινόν κατά τους Λατίνους στον Πατέρα και τον Υιόν το εκπορεύειν, καθ’ όσον κατ’ αυτούς o μεν Πατήρ εκπορεύει το Πνεύμα εμμέσως, ο δε Υιός αμέσως, διότι λέγουν ότι έτσι και υποστατικώς έχει ο Υιός το προβλητικόν, τότε κατ’ αυτούς και το δημιουργείν και το αγιάζειν και απλώς όλα τα φυσικά δεν είναι κοινά του Πατρός και του Υιού; 
Επειδή ο μεν Πατήρ δια του Υιού κτίζει και αγιάζει και δια μέσου του Υιού δημιουργεί και αγιάζει, ο δε Υιός όχι δια του Υιού, άρα κατ' αυτούς υποστατικώς έχει το δημιουργείν και αγιάζειν ο Υιός, διότι το έχει αμέσως και όχι όπως ο Πατήρ εμμέσως· και έτσι κατά την άποψή τους τα φυσικά δεν διαφέρουν κατά τίποτε από τα υποστατικά.
Εάν επομένως έλεγαν ότι ο Υιός δημιουργεί και αγιάζει δια του Πνεύματος, θα δίδαμε την απάντηση ότι πρώτον μεν δεν είναι σύνηθες στους θεολόγους να λέγουν ότι ο Υιός ή ο Πατήρ είναι δημιουργός των κτισμάτων δια του Πνεύματος, αλλά εν Πνεύματι αγίω.  Έπειτα, για να μην εκφύγουν αυτοί ούτε έτσι το ανωτέρω αποδειχθέν άτοπον, διότι ο Υιός δεν παρουσιάζεται επίσης ως δημιουργός δι’ Υιού όπως ο Πατήρ, θα τους συμβεί να μην δέχονται ότι είναι κοινόν και εις το Πνεύμα το δημιουργείν και αγιάζειν, αφού τούτο δεν ενεργεί ταύτα δι’ ετέρου όπως ο Πατήρ ή και ο Υιός. Κατά την γνώμη τους λοιπόν το Πνεύμα έχει υποστατικώς την ιδιότητα του δημιουργείν και αγιάζειν, αφού δεν κτίζει και αγιάζει εμμέσως, όπως ο Πατήρ. Έτσι λοιπόν πάλι κατ’ αυτούς τα φυσικά είναι και δεικνύονται αδιάφορα από τα υποστατικά. Εάν δε τούτο είναι ακριβές, και η φύσις είναι ως προς τις υποστάσεις ταυτόν και αδιάφορον. Άραγε δεν έχουν σαφώς εκπέσει από την υψίστην Τριάδα και από την ενότητα της πίστεως και από την κοινωνίαν του αγίου Πνεύματος αυτοί οι οποίοι λέγουν και φρονούν αυτά τα πράγματα;

Σημείωση: Οι παράγραφοι 5-7 αποτελούν σχεδόν αυτούσιο τμήμα του Αποδεικτικού ΛόγουA’.

ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΥΙΟΥ.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Για πες μας μερικα ονοματα ανθρωπων που το λενε αυτο σημερα.Αυτο ειναι τραγικο!

amethystos είπε...

Ο σημερινός κλήρος στό σύνολό του στηρίζεται σ' αυτή τήν αρχή. Ο Ζήσης έγραψε καί σχετικό δοκίμιο. Ο κληρικαλισμός δηλ. ο έλεγχος καί η εξουσία τής Θ. Ευχαριστίας καί η σημερινή αναβάθμισή της σέ ευχαριστιακή εκκλησιολογία αποτελούν εφαρμογές της. Οπως επίσης καί η υπέρβαση τής αφέσεως τών αμαρτιών από τό κήρυγμα τού σημερινού κλήρου λόγω τής συγκρούσεως μέ τόν μοναχισμό,καί η παροχή στό Μυστήριο τής Μετανοίας τών χαρισμάτων τού Αγίου Πνεύματος, είναι η λογική διακλάδοση τής κακοδοξίας καί τό τέλος τής εκκλησίας τού Κυρίου. Ο οικουμενισμός τής αγαπολογίας, είναι ο νέος απαγορευμένος καρπός καί ο αντιοικουμενισμός, ο οποίος τρέφεται από τόν ίδιο κληρικαλιστικό καρπό, οι νέες δικαιολογίες τής αμετανοησίας πού μάς κόστισε τόν παράδεισο, τού Αδάμ καί τής Εύας μπροστά στήν ευθύνη τους. Τήν τήρηση τών εντολών.