Εἰσαγωγή
Ἡ ἀναγέννηση τῶν πατερικῶν σπουδῶν καί ἐκδόσεων κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες ἀπέδωσε σημαντικούς καρπούς: ἐμπλούτισε τά (ὑπαρξιακά) κριτήρια θεολογίας καί ἐκκλησιαστικῆς αὐτοσυνειδησίας. Τά κριτήρια αὐτά ἀποτελοῦν κατά τήν ἄποψή μου μιά ἀπό τίς κρισιμότερες συνιστῶσες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος. Ἐπιτρέπουν νά διακρίνουμε τό γνήσιο ἀπό τό κίβδηλο, τό αὐθεντικό ἀπό τό ἀπατηλό, τήν ὄντως Παράδοση ἀπό τίς πρόσκαιρες «παραδόσεις». Μᾶς δίνουν τή δυνατότητα νά ἀποφύγουμε τήν αὐτοδικαίωση τοῦ εὐσεβισμοῦ-νομικισμοῦ, τήν ψυχολογική ἀσφάλεια μιᾶς συντηρητικῆς ἰδεολογικῆς «Ὀρθοδοξίας», τό μακάριο βόλεμα τοῦ «φιλελευθερισμοῦ»-ἐκκοσμίκευσης.
Ἕνας ἀπό τούς θεμελιώδεις ἄξονες γύρω ἀπό τούς ὁποίους περιστράφηκε ἡ ἀναγέννηση αὐτή, ὑπῆρξε ὡς γνωστόν ἡ θεολογία τοῦ Προσώπου. Τήν ἐξέφρασαν μέ πολύπλευρο καί ρηξικέλευθο τρόπο σημαντικοί θεολόγοι καί διανοούμενοι, οἱ ὁποῖοι ἔδωσαν σπουδαία ὤθηση στά κριτήρια πού προαναφέραμε, παρά τίς ἐπιμέρους (φυσιολογικές) διαφωνίες καί μονομέρειες πού προέκυψαν στήν πορεία. Ὁ δικαιολογημένος ἐνθουσιασμός πού ἐπικράτησε μετά τή δεκαετία τοῦ 1960, ἔδωσε ἕνα τόσο σημαντικό προβάδισμα στό Πρόσωπο-Ὑπόσταση, πού παραμέρησε τό ζήτημα τῆς Φύσεως-Οὐσίας (καί κατ’ ἐπέκταση τοῦ Ὁμοουσίου). Αὐτό συνέβη α) ἀπό θεολογική ἄποψη: τό πρόσωπο θεωρήθηκε, ρητά ἤ ὑπόρρητα, ὅτι «προηγεῖται» ὀντολογικά τῆς φύσεως καί β) ἀπό τήν ἄποψη τοῦ ἐνδιαφέροντος: ἡ ἐξειδικευμένη ἑλληνική συγγραφική παραγωγή γιά τό θέμα τοῦ Ὁμοουσίου δείχνει σαφῶς περιορισμένη, ἄν συγκριθεῖ μέ τήν ἀντίστοιχη περί Προσώπου.
Τά τελευταῖα χρόνια τό ζήτημα τοῦ Ὁμοουσίου ἦρθε στό προσκήνιο μέσα ἀπό ἐξειδικευμένες μελέτες τοῦ π. Ν. Λουδοβίκου[1]. Ἡ ἔρευνά του μοῦ ἔδωσε σημαντικά ἐρεθίσματα γιά τό θέμα πού θά μᾶς ἀπασχολήσει ἐδῶ. Ἡ βαθιά κατανόηση τοῦ θέματος πού θά διαπραγματευτοῦμε προϋποθέτει ἐξοικείωση μέ τόν σύγχρονο θεολογικό προβληματισμό γύρω ἀπό τήν ὀντολογία Φύσεως καί Προσώπου. Φυσικά ἡ ἔκταση τῶν σχετικῶν ζητημάτων εἶναι τεράστια καί τό κείμενο αὐτό θά πρέπει νά θεωρεῖται σάν ἁπλό ἔναυσμα γιά παραπέρα δημιουργικό μόχθο.
Α. Τό Ὁμοούσιο στήν πατερική θεολογία
Τό θέμα τοῦ Ὁμοουσίου πηγάζει ἀπό τό τριαδικό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας. Δηλώνει τήν κοινή ἄκτιστη οὐσία-φύση τῶν Τριῶν Ὑποστάσεων. Ἡ θεία φύση δέν μερίζεται στίς Τρεῖς Ὑποστάσεις, ἀλλά ἡ καθεμία ἐξ αὐτῶν περιέχει τό πλήρωμα τῆς (κοινῆς) θείας οὐσίας, βουλήσεως καί ἐνέργειας[2]. Οἱ ἄκτιστες Ὑποστάσεις δέν συγχέονται μεταξύ τους χάρη στά διακριτά ὑποστατικά ἰδιώματά τους, τά ὁποῖα ἔχουν ἀμετάθετο χαρακτήρα ἀκριβῶς λόγω τοῦ Ὁμοουσίου.
Ἀργότερα ὁ ὅρος «ὁμοούσιος» καί συνώνυμες ἐκφράσεις ἐπεκτάθηκαν ἀπό τήν Τριαδολογία καί τήν Χριστολογία στήν Ἀνθρωπολογία: «…ὁ Ἀδάμ..καί ὁ Σήθ..καί ἡ Εὔα..οὐ φύσει διαφέρουσιν ἀλλήλων -ἄνθρωποι γάρ εἰσιν-, ἀλλά τῷ τῆς ὑπάρξεως τρόπῳ»[3]. Ἡ φράση «τρόπος τῆς ὑπάρξεως» ταυτίζεται στήν πατερική Τριαδολογία μέ τά ὑποστατικά ἰδιώματα τῶν Τριῶν Προσώπων, δηλ. τό ἀγέννητο, τό γεννητό καί τό ἐκπορευτό. Μέ τήν ἔννοια αὐτή τό χρησιμοποιεῖ στό παραπάνω χωρίο καί ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνός: οἱ ἄνθρωποι εἶναι ὁμοούσιοι ἐφόσον ἔχουν κοινή φύση καί διαφέρουν κατά τίς προσωπικές τους ἰδιότητες, τά χαρακτηριστικά ἰδιώματά τους. Ἀπό ὀντολογική ἄποψη κάθε ἄνθρωπος φέρει τό σύνολο τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἡ ὁποία ἀποκτᾶ πραγματική ὀντότητα στήν ὑπόσταση τοῦ συγκεκριμένου αὐτοῦ ἀνθρώπου. Τά κύρια ὀντολογικά γνωρίσματα τῆς φύσεως εἶναι ἡ θέληση καί ἡ ἐνέργεια, οἱ ὁποῖες πηγάζουν ἀπό τήν πρώτη. Ἡ ὑπόσταση μέσω τῆς ἐλευθερίας της (αὐτεξούσιο) διαμορφώνει τόν τρόπο τοῦ θέλειν καί ἐνεργεῖν (τό πῶς θέλειν), τόν προσανατολισμό τους, ἀλλά δέν ἀποτελεῖ τήν πηγή τῆς βουλήσεως καί τῆς ἐνέργειας[4].
Τό θεολογικό πλαίσιο τό ἐπικεντρωμένο στό Πρόσωπο ἔκανε αἰσθητή τήν παρουσία του στή δεκαετία τοῦ 1970 καί ἑξῆς. Στή συνάφειά του ἡ ἄσκηση, ἡ κοινωνία τῶν προσώπων, ἡ θέωση, ὅλα θεωρήθηκαν ὡς ὑπέρβαση τῆς «πεσμένης φύσεως», ὡς ἔκσταση ἀπό αὐτήν[5]. Ἀντίθετα, ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής διατρανώνει: «..(αἱ ἀρεταί) φυσικαί εἰσιν…Εἴπερ πάντες ἴσως, ἐφ’ ὧ καί γεγόναμεν, ἐνηργοῦμεν τά φυσικά, μία ἄρα ἐδείκνυτο ἐν πᾶσιν, ὥσπερ ἡ φύσις, οὕτω καί ἄρετή…Ἡ ἄσκησις, καί οἱ ταύτῃ ἑπόμενοι πόνοι,..ἐπενοήθησαν,..οὐ πρός τό ἔξωθεν προσφάτως ἐπεισαγαγεῖν τάς ἀρετάς· ἔγκεινται γάρ ἡμῖν ἐκ δημιουργίας..»[6]. Ἡ ἄσκηση δέν εἶναι νίκη ἐπί τῆς φύσεως, ἀλλά κατά τῶν παθῶν, τά ὁποῖα δέν εἶναι φυσικά (γι’ αὐτό καί ἀποτελοῦν πάθη!). Χαρακτηριστικό τῆς ὄντως φύσεως τοῦ ἀνθρώπου εἶναι οἱ ἀρετές: ἡ κοινή ἀνθρώπινη φύση εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τήν ἀρετή (δηλ. μέ τά ἐξυγιασθέντα πάθη) καί ἀντιστρόφως. Συνεπῶς, ὁ βίος τῶν θεουμένων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ ἀσκητικοί τους ἀγῶνες ἀποτελοῦν ἀνάδειξη τοῦ Ὁμοουσίου καί τοῦ κατά φύσιν, ὄχι ἔκσταση ἀπό τήν φύση. Τό Ὁμοούσιο συνιστᾶ τόν ὀντολογικό πυρήνα τῆς ἑνότητας τῆς ἀνθρωπότητας. Αὐτός, κατά τόν Μάξιμο, εἶναι καί ὁ προορισμός τῆς φύσεως ἐκ δημιουργίας, ἀπό καταβολῆς κόσμου.
Μία ἄλλη θεμελιώδης θέση τῆς «προσωποκεντρικῆς» θεολογίας τῶν τελευταίων δεκαετιῶν εἶναι ὅτι φύση σημαίνει ἀνάγκη, περιορισμό τῆς ἐλευθερίας[7] καί τῆς ἑτερότητας. Στόν διάλογο μεταξύ Μαξίμου Ὁμολογητοῦ καί Πύρρου, ὁ δεύτερος θέτει τό ἐρώτημα: «Εἰ φυσικόν λέγεις τό θέλημα, τό δέ φυσικόν πάντως καί ἠναγκασμένον, πῶς οὐ…φυσικά λέγοντας ἐπί Χριστοῦ τά θελήματα, πᾶσαν ἐπ’ αὐτοῦ ἑκούσιον ἀναιρεῖν κίνησιν;». Ἀπαντᾶ ὁ Μάξιμος: «Οὐ μόνον ἡ θεία καί ἄκτιστος φύσις οὐδέν ἠναγκασμένον ἔχει φυσικόν, ἀλλ’ οὐδέ ἡ νοερά καί κτιστή. Τό γάρ φύσει λογικόν, δύναμιν ἔχει φυσικήν τήν λογικήν ὄρεξιν, ἥτις καί θέλησις καλεῖται…Μηδέν φυσικόν εἶναι ἐν τῇ νοερᾷ φύσει ἀκούσιον»[8]. Τά ἔλλογα κτίσματα ὅταν λειτουργοῦν σύμφωνα μέ τή φύση τους εἶναι αὐτόβουλα, αὐτεξούσια, ἐλεύθερα καταναγκασμοῦ. Τό Ὁμοούσιο ἀναδεικνύει τήν ἐλευθερία (θέληση) καί ἑτερότητά τους, δέν τήν περιορίζει!
Οἱ προβληματισμοί αὐτοί ἀρκοῦν γιά νά καταδείξουν τήν κρισιμότητα τοῦ θέματος καί τίς σπουδαῖες ἀνθρωπολογικές προεκτάσεις του. Αὐτές οἱ προεκτάσεις τοῦ Ὁμοουσίου ἀποκρυσταλλώθηκαν ἀπό τίς οἰκουμενικές συνόδους.
Β. Ἡ νεωτερική καταγωγή τῶν ψυχολογικῶν ἐπιστημῶν
Ἡ θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου ἄλλαξε ριζικά μέ τήν ἔκρηξη τῆς νεωτερικότητας[9](modernity) στή Δύση. Ἡ θεολογική ἀνθρωπολογία παραμερίστηκε καί στό προσκήνιο πέρασε ἡ ἔννοια τῆς Φύσης, τοῦ κτιστοῦ αἰσθητοῦ κόσμου, στήν ὁποία προσδόθηκε νέο πολυσχιδές περιεχόμενο[10]. Ἐπενδύθηκαν δέ τεράστιες ἐλπίδες στή νέα αὐτή ὀντότητα καί στίς ἠθικές, κοινωνικές, ἐπιστημολογικές καί ἄλλες προεκτάσεις της.
Ὁρισμένες ἀπό τίς θεμελιώδεις πλευρές τοῦ νεωτερικοῦ παραδείγματος εἶναι: ἡ λειτουργικότητα στή θέση τῆς ὀντολογικῆς ἑρμηνείας, ὁ χρηστικός ὀρθολογισμός, ὁ κανονιστικός εὐδαιμονισμός καί οἱ ἰδεολογίες[11].
Τό ἐρώτημα περί τοῦ Ὄντος καί ἡ ἀναζήτηση μεταφυσικοῦ νοήματος τῆς ὕπαρξης ἐγκαταλείπεται ἀπό τή νεωτερικότητα ριζικά καί ἀποφασιστικά. Ἡ (δυτική) χριστιανική ἄσκηση καί ἠθική θεωροῦνται ἀπορριπτέοι πυλῶνες ἑτεροκαθορισμοῦ καί καταπίεσης τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκεῖνο πού ἐπιδιώκουν οἱ Νέοι Χρόνοι εἶναι ἡ αὐτονομία καί ἡ ὁλόπλευρη ἀνάπτυξη τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία θά στηριχθεῖ στόν ὀρθολογισμό καί στήν ἀποκατάσταση τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου, τῆς φύσης[12]. Ἰδιαίτερη ὤθηση δόθηκε στήν ἀνάπτυξη τῆς ὀρθολογικῆς-ἐργαλειακῆς ἐπιστήμης καί τεχνικῆς.
Μέσα σ’ αὐτό τό πολιτισμικό πλαίσιο, ὅπου στό ἐπίκεντρο τοποθετεῖται ὁ αὐτονομημένος ἄνθρωπος, γεννήθηκε σταδιακά ἡ νεώτερη Ψυχολογία, μέ ἀποκορύφωμα τήν Ψυχανάλυση. Ἡ ἐξελικτική τους πορεία ἀνταποκρίθηκε στό αἴτημα μιᾶς μή θεολογικῆς ἀνθρωπολογίας, ἡ ὁποία θά μελετοῦσε τόν ἀνθρώπινο ἐσωτερικό κόσμο ὡς ἔχει, χωρίς μεταφυσικές προεκτάσεις[13]. Ἀπό τότε οἱ ψυχολογικές ἐπιστῆμες ἐξελίχθηκαν σ’ ἕνα τεράστιο πεδίο γνώσεων. Ἰδιαίτερη θέση ἀνάμεσά τους κατέχει ἡ Ψυχανάλυση λόγω τῆς ἐπαναστατικῆς μεθόδου διερεύνησης τοῦ ἀσυνειδήτου (the unconscious) καί τῶν ρηξικέλευθων ἐπιστημολογικῶν, πολιτισμικῶν, κοινωνικῶν καί ἄλλων προεκτάσεών της[14], τά ὁποῖα κατά καιρούς τῆς προσέδωσαν τόν χαρακτήρα κινήματος. Ἡ Ψυχανάλυση εἶναι μία ἑρμηνευτικήἀνθρωπολογική ἐπιστήμη καί κλινική τεχνική τοῦ ἀνθρώπινου ἐσωτερικοῦ κόσμου. Ἀποτέλεσε τήν γενεσιουργό μήτρα καί τήν ἀρχαιότερη μορφή ψυχολογικῆς θεραπείας καί ἤδη ἔχει νά ἐπιδείξει ἐξέλιξη ἑκατό ἐτῶν περίπου. Ἀκριβῶς αὐτή ἡ μακρά ἐξέλιξη τῆς Ψυχανάλυσης καί οἱ πολυσύνθετες ζυμώσεις πού συνέβησαν καί συμβαίνουν διαμόρφωσαν ποικίλες τάσεις στό ἐσωτερικό της. Οἱ τάσεις αὐτές ἀντικατοπτρίζουν ἀφενός τό ξεπέρασμα διαφόρων πλευρῶν τῆς κλασσικῆς-φροϋδικῆς Ψυχανάλυσης, καθώς καί τίς νεώτερες πολιτισμικές καί ἐπιστημονικές ἐξελίξεις.
Κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες μία κεντρική ἀλλαγή πού σταδιακά ἔλαβε χώρα στή διεθνή Ψυχανάλυση εἶναι ἡ μετατόπιση τοῦ ἐπίκεντρου ἀπό τίς ἐνορμήσεις (drives, λίμπιντο καί ἐπιθετικότητα) στίς θεμελιώδεις διαπροσωπικές σχέσεις τοῦ ἀτόμου (ὅπως εἶναι οἱ σχέσεις του μέ τούς γονεῖς κατά τή βρεφική καί παιδική ἡλικία). Μέ ἄλλα λόγια ἡ ψυχανάλυση, ἐπηρεασμένη ἀπό τό ἀνθρωπιστικό ρεῦμα τῆς μεταπολεμικῆς ἐποχῆς, ἄρχισε σταδιακά νά ἐγκαταλείπει τό μηχανιστικό μοντέλο τοῦ Φρόυντ (πού ἀνέλυε ἕνα ἀπομονωμένο καί κατακερματισμένο ἀνθρώπινο ὑποκείμενο) καί νά ἐπικεντρώνεται στήν τεράστια σημασία τῶν θεμελιωδῶν σχέσεων γιά τήν ψυχική ἰσορροπία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἐξέλιξη αὐτή συνάντησε πλῆθος ἀντιστάσεων καί θυελλωδῶν ἀντιπαραθέσεων στά πλαίσια τῆς διεθνοῦς ψυχαναλυτικῆς κοινότητας. Σήμερα μποροῦμε νά ἰσχυριστοῦμε μέ ἀσφάλεια ὅτι τά κύρια ψυχαναλυτικά (καί ὄχι μόνο) ρεύματα στή διεθνή ψυχοθεραπευτική σκηνή εἶναι σχεσιοκεντρικά (relational), ἔχουν ὡς ἐπίκεντρο τή σχέση. Αὐτή ἡ ἐξέλιξη ἄλλωστε ἐπιταχύνθηκε καί ἐνισχύθηκε ἀπό τήν φιλοσοφία καί νοοτροπία τῆς Ὕστερης Νεωτερικότητας (ἤ Μετανεωτερικότητας[15], Postmodernity), ὅπου τό θέμα τῆς πολιτισμικῆς συνάφειας (cultural context) καί τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων θεωρεῖται πρώτιστης σημασίας[16].
Σέ γενικές γραμμές οἱ δύο σύγχρονες θεμελιώδεις σχολές ψυχαναλυτικῆς σκέψεως εἶναι οἱ «Σχέσεις Ἀντικειμένου» (Object Relations) καί ἡ «Ψυχολογία τοῦ Ἑαυτοῦ» (Self Psychology) τοῦ H. Kohut[17]. Μέσα ἀπό τήν ποικιλία τῶν διαφορετικῶν προσεγγίσεων καί ἐμβαθύνσεων σχετικά μέ τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, διαπιστώνει κανείς ὁρισμένες ἀνθρωπολογικές θέσεις καί πορίσματα, τά ὁποῖα δείχνουν νά πλησιάζουν τήν πατερική ἀνθρωπολογία. Ἀσφαλῶς δέν ἀγνοοῦμε τό γεγονός ὅτι ἡ ψυχαναλυτική ἀνθρωπολογία πρωτογενῶς ἔχει ριζικά διαφορετικές φιλοσοφικές, ἐπιστημολογικές καί πολιτισμικές προϋποθέσεις ἀπό τήν ὀρθόδοξη θεολογία. Ὅμως τά πορίσματα τῶν σύγχρονων ἐπιστημῶν τοῦ ψυχισμοῦ εἶναι πολύτιμα ἐργαλεῖα γιά τήν Ποιμαντική[18] τῆς Ἐκκλησίας καί γι’ αὐτό χρειάζεται ἐπειγόντως ἐκτεταμένη ἑρμηνευτική-συνθετική ἐργασία μέ διττό στόχο: ἀνθρωπολογικό (θεωρητικό) καί ποιμαντικό (ἐφαρμοσμένο). Μιά ἀνάλογη ἐργασία θά ἀναδείξει τά ὅποια κοινά ἀνθρωπολογικά στοιχεῖα τῶν δύο πεδίων καί θά συμβάλλει στόν ἀμοιβαῖο ἐμπλουτισμό τους. Ἐπίσης θά ἐπιτρέψει τήν κατάλληλη ποιμαντική ἀξιοποίηση τῶν πορισμάτων τῶν ψυχολογικῶν ἐπιστημῶν. Τά πορίσματα αὐτά εἶναι πολύτιμα καί γιά τόν «ἁπλούστατο» λόγο ὅτι ὁ κύριος ὄγκος τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας διαμορφώθηκε σέ προνεωτερική-ἀγροτική ἐποχή καί νοοτροπία, ἐνῶ γιά τίς ψυχολογικές ἐπιστῆμες ἰσχύει τό ἀντίστροφο: διαμορφώθηκαν κατά τή νεωτερική-ἀστική περίοδο. Ἡ ποιμαντική μας καλεῖται μέ ἔννοιες καί ἐργαλεῖα τῆς ἀγροτικῆς ἐποχῆς νά διαλεχθεῖ μέ τήν μεταβιομηχανική ἐποχή τοῦ διαδικτύου καί τοῦ παγκοσμιοποιημένου πλανήτη μας! Ἡ προσεκτική καί γόνιμη γεφύρωση τῶν δύο συμβάλλει στή βαθύτερη-πληρέστερη κατανόηση τοῦ μετανεωτερικοῦ κόσμου μας ἐκ μέρους τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας, θέμα ἐξαιρετικῆς σημασίας γιά τή διαμόρφωση ποιμαντικῆς στρατηγικῆς (ἡ ὁποία συχνά ἀπουσιάζει δραματικά..). Τό εὐτύχημα εἶναι πώς στή χώρα μας μιά τέτοια συστηματική προσπάθεια ἀξιοποίησης τῶν ἐπιστημῶν τοῦ ψυχισμοῦ ἔχει ξεκινήσει μετά τό 1990 καί συνεχίζεται βελτιούμενη[19]. Ἀκριβῶς μιά ἀντίστοιχη ἑρμηνευτική-συνθετική ἀπόπειρα ἀποτελεῖ καί ἡ παροῦσα μελέτη, ἀναζητώντας προβολές τῆς ἀνθρωπολογίας τοῦ Ὁμοουσίου στό ψυχαναλυτικό ἐπίπεδο.
Γ. Ἡ Ἐνσυναίσθηση
Ἡ ἐνσυναίσθηση ἀποτελεῖ τό πρῶτο θέμα μας, ὅπου θά συσχετίσουμε ἀνθρωπολογικά τό Ὁμοούσιο μέ τήν Ψυχανάλυση. Ὁ ὅρος αὐτός πρωτοεμφανίστηκε στά κείμενα τοῦ Φρόυντ μέ τήν γερμανική λέξη einfuhlung, ἡ ὁποία στά ἀγγλικά μεταφράστηκε μέ τόν νεολογισμό (ἑλληνικῆς προέλευσης) empathy καί στά ἑλληνικά κυρίως μέ τόν ὅρο ἐνσυναίσθηση[20]. Ἔχουν δοθεῖ ποικίλοι ὁρισμοί τοῦ σύνθετου αὐτοῦ ὅρου καί θά ἀναφερθοῦμε στήν κοινή συνισταμένη τους.
Ἐνσυναίσθηση εἶναι ἡ δυνατότητα ἑνός ἀνθρώπου νά μπαίνει ψυχικά στή θέση ἑνός ἄλλου ὥστε νά κατανοήσει σέ βάθος τά βιώματα καί τά συναισθήματα τοῦ συνανθρώπου του, χωρίς νά χάνει τήν ἀντικειμενικότητά του. Ἡ κατανόηση αὐτή δέν εἶναι μόνο διανοητική, ἀλλά κυρίως ψυχική-βιωματική καί γίνεται ἔτσι ὥστε νά μήν χάνει κανείς τή διακριτή του ταυτότητα, χωρίς δηλαδή νά ταυτίζεται πλήρως μέ τόν ἄλλον. Ἕνας ἄλλος σύντομος ὁρισμός εἶναι ὅτι «ἐνσυναίσθηση σημαίνει νά βιώνει κάποιος τά συναισθήματα ἑνός ἄλλου προσώπου»[21].
Βασικό στοιχεῖο τῶν ὁρισμῶν τῆς ἐνσυναίσθησης εἶναι ὅτι συνήθως προέρχονται ἀπό τό ἐπιστημονικό πεδίο τῆς ψυχοθεραπείας (ψυχαναλυτικῆς καί μή). Ὅμως, τό πλαίσιο ἀναφορᾶς τοῦ ὅρου αὐτοῦ εἶναι διττό. Ἀφενός ὁ κοινωνικός ρόλος τῆς ἐνσυναίσθησης ἀφορᾶ στίς διαπροσωπικές σχέσεις τῶν ἀνθρώπων καί στή διατήρηση ἑνός ὑγιοῦς κοινωνικοῦ ἱστοῦ. Ἀφετέρου ὑπάρχει ἡ ἐπιστημονική θεώρησή της στά πλαίσια τῆς Κλινικῆς Ψυχολογίας. Ἡ πρώτη περίπτωση εἶναι πιό προσιτή στήν κοινή ἐμπειρία, ἐνῶ ἡ δεύτερη εἶναι σαφῶς πιό ἐξειδικευμένη, μέ σημαντικά συμπεράσματα γιά τήν ποιμαντική σχέση πνευματικοῦ πατέρα καί πιστοῦ[22].
1) Ἡ ἐνσυναίσθηση ἀποτελεῖ ἕναν ἀπό τούς πυλῶνες τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ, κυρίως τοῦ νεωτερικοῦ, ὁ ὁποῖος στίς διάφορες παραλλαγές του ἀποτελεῖ ἐδῶ καί δεκαετίες σχεδόν πανανθρώπινο δεδομένο. Ἐπιβεβαιώνουμε τά κοινά ἀνθρώπινα στοιχεῖα μας μέσω τῆς ἱκανότητάς μας γιά ἐνσυναίσθηση. Ἡ ἐνσυναίσθηση ἀπαιτεῖ «νά συμπεριλάβουμε τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ ἄλλου στή φαντασία μας»[23]. Γιαυτό καί ἀποτελεῖ τό θεμέλιο τῶν αὐθεντικῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων καί τῆς κοινωνικῆς ἐμπιστοσύνης, τῶν παραγόντων πού διαμορφώνουν τή συνοχή μιᾶς κοινωνίας. Ἀπαιτεῖ ἔξοδο ἀπό τά στενά ὅρια τοῦ Ἐγώ, ὥστε νά συναντήσουμε τόν Ἄλλον, νά βιώσουμε κατά τό δυνατόν τήν ἐσωτερική του κατάσταση καί νά μοιραστοῦμε τά ὅποια βάρη του. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ ἐνσυναίσθηση ὡς συνειδητή στάση συνάντησης τῶν προσώπων ἀποτελεῖ ἀσκητικό ἀγώνισμα, ἀπαιτεῖ αὐταπάρνηση. Ἡ αὐταπάρνηση ἔγκειται στό νά ἀναστείλλει κάποιος προσωρινά τά ἐνδιαφέροντα, τά προβλήματα, τίς ἀνησυχίες καί τίς προκαταλήψεις του, προκειμένου νά ἀκούσει προσεκτικά τόν συνάνθρωπο. Ἡ ἐνσυναίσθηση ἐκδηλώνεται κυρίως (ἀλλά ὄχι ἀποκλειστικά) στήν συγκεντρωμένη ἀκρόαση τοῦ ἄλλου. Ἡ τέχνη μιᾶς τέτοιας ἀκρόασης[24] εἶναι μεγάλη καί μακροχρόνια, ἀποτελεῖ ἄθλημα δύσκολο ἀλλά καί ἐξαιρετικά καρποφόρο. Γιά νά υἱοθετήσει κανείς μιά τέτοια στάση στήν καθημερινότητά του θά πρέπει νά ἀναγνωρίσει ὅτι ὁ Ἄλλος, ὁ συνάνθρωπος, διαθέτει καί αὐτός ἐπιθυμίες, συναισθήματα, ἀγωνίες, ἐλπίδες, βάσανα, φιλοδοξίες, τά ὁποῖα εἶναι ἄξια προσοχῆς καί κατανόησης στό πλαίσιο τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων.
Ἀπό θεολογική-ἑρμηνευτική ἄποψη αὐτό σημαίνει ὅτι θά πρέπει κανείς νά ἀναγνωρίσει ὅτι ὁ ἑαυτός του καί ὁ συνάνθρωπος ἀνήκουν στήν κοινή ἀνθρώπινη φύση (Ὁμοούσιο) διατηρώντας παράλληλα ὁ καθένας τους τήν ἑτερότητά του. Ἔτσι τό Ὁμοούσιο (στήν ψυχοκοινωνική διάστασή του) γίνεται ἡ γέφυρα πρός τήν ἑτερότητα καί ἡ ἑτερότητα ἀναδεικνύεται στό Ὁμοούσιο[25].
Ὅλα τά παραπάνω προϋποθέτουν τήν πρόσωπο πρός πρόσωπο ἐπικοινωνία καί ἀλληλεπίδραση μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι γνωστό ὅτι στήν μετανεωτερική ἐποχή τοῦ διαδικτύου καί τῶν κάθε λογῆς ἠλεκτρονικῶν ἐπικοινωνιῶν ὑπάρχει ἐλάχιστος διαθέσιμος χρόνος γιά τά οὐσιώδη τῆς ὕπαρξης. Ἔτσι, ἡ πρόσωπο πρός πρόσωπο ἐπικοινωνία ἔχει συρρικνωθεῖ δραματικά. Τείνει νά ἀντικατασταθεῖ σχεδόν πλήρως ἀπό τίς ἠλεκτρονικές μορφές ἐπικοινωνίας. Πόσο δυνατή εἶναι ἡ ἐνσυναίσθηση μέσα σέ μιά τέτοια πολιτισμική συνθήκη[26]; Μήπως οἱ δυσμενεῖς αὐτές συνθῆκες καί ἡ ἀδιαφορία γιά τήν ἐνσυναίσθηση ἐξηγοῦν σέ σημαντικό βαθμό τόν ἐκ βάθρων κλονισμό τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων τοῦ μεταμοντέρνου ἀνθρώπου[27] καί τήν ἐπικίνδυνη διάβρωση τοῦ κοινωνικοῦ ἱστοῦ στή σύγχρονη Δύση; «Στόν κόσμο μας τῆς θριαμβεύουσας ἐξατομίκευσης οἱ σχέσεις εἶναι εὐχή καί κατάρα. Ταλαντεύονται μεταξύ ὀνείρου καί ἐφιάλτη καί δέν προκαλεῖ ἐντύπωση ὅταν τό πρῶτο μετατρέπεται στόν δεύτερο… Στίς συνθῆκες ζωῆς τῆς ρευστῆς νεωτερικότητας οἱ σχέσεις εἶναι ἴσως οἱ πιό κοινές, ὀξεῖες, αἰσθητές σέ βάθος καί ἐνοχλητικές ἐνσαρκώσεις τῆς ἀμφισημίας»[28].
2) Ἡ ἐπιστημονική θεώρηση τῆς ἐνσυναίσθησης γίνεται ἀπό τόν κλάδο τῆς Κλινικῆς[29]Ψυχολογίας καί ἐπικεντρώνεται κυρίως στή σχέση ψυχαναλυτῆ (ἤ ψυχοθεραπευτῆ) καί ἀσθενοῦς. Ἡ διεθνής ἔρευνα σχετικά μέ τά θέματα αὐτά εἶναι σύνθετη, ἐκτεταμένη καί ἐξελισσόμενη. Στό πλαίσιο τῆς μελέτης μας αὐτῆς θά ἐξετάσουμε μόνο τίς διαστάσεις ἐκεῖνες τῆς ἐνσυναίσθησης πού εἶναι σχετικές μέ τό Ὁμοούσιο.
Ἡ ἐνσυναίσθηση ἀποτελεῖ γενετικά προσδιορισμένη ἱκανότητα κατανόησης καί σχέσης μέ τόν Ἄλλο. Νεώτερες ἔρευνες σέ νεογνά κατέδειξαν ὅτι ἀπό τά πρῶτα βήματα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ὑπάρχει ἕνα εἶδος ἀρχαϊκῆς (primitive) ἐνσυναίσθησης. Αὐτό, μεταξύ ἄλλων, διαφαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι τά βρέφη ξεσποῦν σέ κλάματα ὅταν ἀκούσουν ἄλλα βρέφη νά κλαῖνε. Παρατηρήθηκε ἐπίσης ὅτι νεογνά ἡλικίας μόλις 6 ἑβδομάδων μποροῦν νά μιμηθοῦν τίς ἐκφράσεις τοῦ προσώπου ἑνός ἐνήλικα. Ὁρισμένοι ἐρευνητές θεωροῦν ὅτι ὑπάρχει στόν ἄνθρωπο μιά γενετικά κληρονομημένη (καί συνεπῶς ὁμοούσια) δυνατότητα ἀλτρουισμοῦ, ἀλληλοβοήθειας καί ἀλληλοϋποστήριξης. Αὐτή ἡ ἔμφυτη δυνατότητα, σύμφωνα μέ τούς ἐρευνητές, ἀποτελεῖ τή βάση τῆς ἐνσυναίσθησης[30].
Ὡς ἑρμηνευτικό σχόλιο θά μπορούσαμε νά προσθέσουμε ἐδῶ ὅτι αὐτό τό γενετικό χαρακτηριστικό ἀποτελεῖ τή βιολογική διάσταση τῆς ἐνσυναίσθησης, ἐνῶ ἡ βαθιά κατανόηση τοῦ ἄλλου καί ἡ δυνατότητα διαπροσωπικῆς σχέσης-κοινωνίας ἀποτελοῦν τήν ψυχική διάστασή της. Τό ἄθροισμα τῶν δύο αὐτῶν διαστάσεων (βιολογικῆς καί ψυχικῆς) τῆς ἐνσυναίσθησης ἀποτελεῖ βασικό τρόπο φανέρωσης τοῦ Ὁμοουσίου στήν καθημερινότητα. Ταυτόχρονα, ἀποδεικνύει γιά πολλοστή φορά στή σύγχρονη ἔρευνα τήν θεμελιώδη θέση τῆς πατερικῆς θεολογίας, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖ ἄρρηκτη ψυχοσωματική ἑνότητα. Αὐτό σημαίνει πώς τίποτε τό ἀνθρώπινο δέν εἶναι ἀμιγῶς σωματικό ἤ ἀμιγῶς ψυχικό ἤ κοινωνικό. Τά πάντα στόν ἄνθρωπο εἶναι σωματο-ψυχο-κοινωνικά.
Ἐξαιρετική ἀνάπτυξη καί ἀνάλογο ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν οἱ ἔρευνες τῶν νευρολογικῶν ἐπιστημῶν (neurosciences) ὡς πρός τά ψυχολογικά φαινόμενα. Οἱ ἐρευνητές διαπιστώνουν ὅτι μιά διαπροσωπική σχέση πού οἰκοδομεῖται πάνω στήν ἐνσυναίσθηση διεγείρει βιοχημικές μεταβολές στόν ἐγκέφαλο, οἱ ὁποῖες ἐμπλουτίζουν τή δυνατότητα μάθησης στούς ἐφήβους καί στούς ἐνήλικες[31]. Στά πρῶτα χρόνια τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ἡ ὑγιής διαπροσωπική ἀλληλεπίδραση διεγείρει τούς νευροδιαβιβαστές[32] καί τίς ὁρμόνες ἀνάπτυξης τῶν νευρώνων. Ἀμφότεροι (νευρῶνες καί νευροδιαβιβαστές) συμμετέχουν καίρια στή διαμόρφωση τοῦ ἐγκεφάλου τοῦ βρέφους καί τοῦ παιδιοῦ. Αὐτά, μέ ἁπλά λόγια, σημαίνουν ὅτι ἡ ἁρμονική καί βαθιά διαπροσωπική σχέση δύο ἀνθρώπων ἔχει θετική ἐπίδραση στήν ἀνάπτυξη τοῦ κεντρικοῦ νευρικοῦ συστήματος! Ἄς σημειωθεῖ πώς οἱ νευρῶνες χαρακτηρίζονται ἀπό μεταβλητή ἀρχιτεκτονική (plasticity), ἡ ὁποία βελτιώνεται ἤ ἐπιδεινώνεται καί ἀπό τήν ποιότητα τῶν σημαντικῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων. Μέ θεολογικούς ὅρους, αὐτή ἡ ἁρμονική σχέση δύο προσώπων (ὑπό τό πρίσμα τῆς μελέτης μας) ἀποτελεῖ τήν ψυχοκοινωνική βίωση τοῦ Ὁμοουσίου.
Τό Ὁμοούσιο ὅμως δέν ἀφορᾶ μόνον τούς ἀνθρώπους, ἀλλά τό σύνολο τῶν κτισμάτων. Σέ ἔρευνες πού πραγματοποιήθηκαν σέ πουλιά διαπιστώθηκε ὅτι αὐτά βελτιώνουν περισσότερο τό κελάιδημά τους ὅταν ἀκοῦν τό ζωντανό κελάιδημα ἄλλων πουλιῶν, παρά ὅταν τό ἀκοῦν ἀπό τεχνητά μέσα (π.χ. ἀπό CD τῶν ἐρευνητῶν). Κάποια εἴδη πουλιῶν, μάλιστα, ἀδυνατοῦν τελείως νά μάθουν νά κελαϊδοῦν ἀκούγοντας τόν ἦχο ἀπό τεχνητά μέσα καί τό κατορθώνουν μόνο διά μέσου τῆς συμβίωσης μέ ἄλλα πτηνά![33]
Μέ ὀντολογικούς ὅρους τῆς πατερικῆς θεολογίας, διαπιστώνουμε πώς οἱ ἐνέργειες (κελάιδημα) τῆς φύσεως τῶν κτισμάτων (ἐδῶ, τῶν ὠδικῶν πουλιῶν) δυσλειτουργοῦν ἤ κολοβώνονται ὅταν τά ὄντα ἀποκοποῦν ἀπό τήν ὁμοούσια (δηλαδή, κατά λόγον[34])συνύπαρξη. Στήν περίπτωση τῶν ἔλλογων κτισμάτων, ὅπως ὁ ἄνθρωπος, οἱ φυσικές ἐνέργειες ἄν ἀποκοποῦν ἀπό τήν ὁμοούσια κοινωνία διαστρέφονται στήν ὑποστατική ἔκφρασή τους καί γίνονται πάθη. Ὁ,τιδήποτε ἀποκόπτει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ὁμοούσια κατά λόγον κοινωνία μέ τά ἄλλα πρόσωπα, τόν ἀλλοιώνει.
Δ. Ἡ Προβλητική Ταύτιση
Ἀφοῦ ἐξετάσαμε τήν ἐνσυναίσθηση, θά στραφοῦμε τώρα στήν προβλητική ταύτιση (projective identification). Ἡ προβλητική ταύτιση ἀποτελεῖ ἀσυνείδητο μηχανισμό ψυχικῆς ἐπικοινωνίας (κυρίως μή προφορικῆς). Σέ περιπτώσεις ψυχοπαθολογίας ἀποτελεῖ μηχανισμό ψυχικῆς ἄμυνας. Τό ὅλο θέμα εἶναι ἀπό τά πλέον περίπλοκα στή σύγχρονη Ψυχανάλυση καί γιά τόν λόγο αὐτόν δέν θά ἀσχοληθοῦμε καθόλου μέ τήν θεωρητική πλευρά του. Θά προσπαθήσουμε νά τό ἐκλαϊκεύσουμε κατά τό δυνατόν, περιγράφοντας τήν προβλητική ταύτιση μέσα ἀπό πραγματικά κλινικά περιστατικά[35], τά ὁποῖα βίωσε καί χειρίστηκε ὁ γράφων.
α) Στή διάρκεια συνεδρίας (session) πού εἶχα μέ ἀσθενῆ, ὁ ὁποῖος ἔπασχε ἀπό σχιζοειδῆ διαταραχή τῆς προσωπικότητος, ξαφνικά ἔνιωσα βαθύ φόβο, ὁ ὁποῖος ἀπό λογική ἄποψη ἦταν ἀνεξήγητος. Κανένας ἐξωτερικός ἤ ἐσωτερικός κίνδυνος ἤ ἄγχος δέν μέ ἀπειλοῦσε τήν περίοδο ἐκείνη. Ἡ ἴδια ἡ ποιότητα τοῦ συγκεκριμένου συναισθήματος ἦταν (καί εἶναι) ξένη καί ἄγνωστη πρός τή δομή τῆς προσωπικότητάς μου. Τό φαινόμενο αὐτό κράτησε ὁρισμένα δευτερόλεπτα καί σιγά-σιγά ἔσβησε, ἀφήνοντας ἔντονη αἴσθηση μέσα μου. Σύντομα κατάλαβα πώς ἐπρόκειτο γιά προβλητική ταύτιση τοῦ ἀσθενοῦς πρός τόν θεραπευτῆ του, μέσω τῆς ὁποίας μέ «ἔκανε» νά βιώσω μέ ἔνταση τόν βαθύ διαχρονικό τρόμο τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου.
β) Μετά ἀπό ἀρκετό καιρό, σέ θεραπευτική συνεδρία μέ τόν ἴδιο ἀσθενῆ συνέβη τό ἑξῆς. Σέ κάποια φάση τῆς συνεργασίας μας παρατήρησα ὅτι τά μάτια του ἦταν ὑγρά, εἶχε βουρκώσει. Μετά ἀπό λίγα λεπτά ἔνιωσα νά βουρκώνω ὁ ἴδιος, κάτι πού κανονικά δέν μοῦ συμβαίνει ποτέ στή ψυχοθεραπευτική μου δραστηριότητα. Καί πάλι ἐπρόκειτο γιά προβλητική ταύτιση τοῦ ἀσθενοῦς, ὅπου μέ «ἔκανε» νά γευτῶ τόν ἔντονο ψυχικό πόνο(distress) πού βίωνε.
γ) Σέ συνεδρία μέ κάποια νεαρή ἀσθενῆ ἔνιωσα πρός τό τέλος ἕνα εἶδος μελαγχολίας, ἕνα ψυχικό βάρος τό ὁποῖο συνεχίστηκε περίπου γιά μισή ὥρα μετά τή λήξη τῆς συναντήσεως. Στό διάστημα αὐτῶν τῶν τριάντα λεπτῶν πῆγα στό βενζινάδικο ὅπου εἶμαι πελάτης ἐπί χρόνια καί ὁ ὑπάλληλος μέ ρώτησε: «τί ἔχετε; Φαίνεστε στενοχωρημένος»! Ἄς σημειωθεῖ πώς οὔτε οἱ συνθῆκες ζωῆς τῆς ἀσθενοῦς (ἀρκετά καλές) οὔτε τό εἶδος τῶν προβλημάτων της (σχετικά ἥπια) ἐξηγοῦσαν λογικά μιά τέτοια «συμπόνια»-μελαγχολία ἐκ μέρους τοῦ θεραπευτῆ[36]. Μέ τόν «τρόπο» της ἡ ἀσθενής μέ εἶχε κάνει νά γευτῶ τήν ὑφέρπουσα κατάθλιψη πού τήν βασάνιζε.
Μέ τά τρία αὐτά παραδείγματα κατανοοῦμε ὅτι ἡ προβλητική ταύτιση εἶναι τό ψυχικό φαινόμενο ὅπου τό ἀσυνείδητο ἑνός ἀνθρώπου ἐπικοινωνεῖ μέ τό ἀσυνείδητο ἑνός ἄλλου, μεταδίδοντας στόν δεύτερο βαθιά βιώματα, τά ὁποῖα εἶναι ἀδύνατον νά μεταδοθοῦν τόσο ἄμεσα καί βαθιά μέ ἄλλον τρόπο[37]. Τά βιώματα αὐτά ὁ πρῶτος τά μεταδίδει στόν δεύτερο ἐπειδή στίς περιπτώσεις αὐτές συνήθως ὑπάρχει σημαντική σχέση ἀναμεσά τους (ἀναλυτής καί θεραπευόμενος, μέλη τῆς ἴδιας οἰκογένειας, σύζυγοι ἤ σύντροφοι, στενοί συνεργάτες).
Ἡ σύγχρονη ψυχαναλυτική ἔρευνα, παρ’ ὅλη τή μακρά καί διεξοδική συζήτηση τοῦ θέματος, δέν μπόρεσε νά καταλήξει σέ ὁριστικό συμπέρασμα γύρω ἀπό τό ἀκόλουθο κρίσιμο ἐρώτημα: μέ ποιόν τρόπο μπορεῖ τό ἀσυνείδητο ἑνός ἀνθρώπου νά ἐπηρεάσει βαθιά ἤ ἀκόμη καί νά εἰσβάλει στό ἀσυνείδητο κάποιου ἄλλου; Κορυφαῖοι εἰδικοί ἐπί τοῦ θέματος ἀναφέρουν: «Δέν κατανοοῦμε σέ βάθος τό πῶς μιά τέτοια ἐπίδραση (σσ. ἡ προβλητική ταύτιση) ἀσκεῖται πάνω στόν ἄλλο. Νομίζω πώς ἔχει σχέση μέ μιά λεπτή ἐμπλοκή τῶν δύο χαρακτήρων, ἰδίως τῶν πλευρῶν τους ἐκείνων πού εἶναι εὐάλωτες»[38]. Ἄλλοι εἰδικοί θεωροῦν πώς ὁ τρόπος τῆς προβλητικῆς ταύτισης εἶναι συμπεριφορικός. Εἶναι φανερό ὅτι οἱ ἑρμηνεῖες αὐτές εἶναι ψυχολογικά ὀρθές, ἀλλά ἀγνοοῦν τήν ὀντολογική διάσταση τῆς διαπροσωπικῆς ἀλληλεπίδρασης, συνειδητῆς ἤ ἄσυνείδητης, προφορικῆς ἤ σωματικῆς (bodylanguage), ρητῆς ἤ ὑπόρρητης.
Στό σημεῖο αὐτό θά ἀναφέρουμε ὁρισμένες σημαντικές διαφορές ἀνάμεσα στήν προβλητική ταύτιση καί τήν ἐνσυναίσθηση. Ἡ ἐνσυναίσθηση εἶναι συνειδητή καί ἀποτελεῖ ἐσωτερική στάση ἀπέναντι στόν συνάνθρωπο. Ἡ προβλητική ταύτιση εἶναι ἀσυνείδητη καί ἀνεπίγνωστη ἀπό τήν συντριπτική πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων. Ὡς συνειδητή στάση ἡ ἐνσυναίσθηση ἔχει συνήθως προβλέψιμα ἀποτελέσματα γι’ αὐτόν πού τήν ἀσκεῖ, ἐνῶ ἀντίθετα ἡ προβλητική ταύτιση ἔχει ἀπρόβλεπτο χαρακτήρα γι’ αὐτόν πού δέχεται τήν ἐπίδρασή της, ἀλλά καί γι’ αὐτόν πού τήν ἀσκεῖ. Καί στίς δύο περιπτώσεις ὅμως τό ὀντολογικό θεμέλιο πάνω στό ὁποῖο στηρίζονται εἶναι τό Ὁμοούσιο. Παρότι ἐνσυναίσθηση καί προβλητική ταύτιση διαφέρουν ριζικά μεταξύ τους, πρωτογενῶς ἀποτελοῦν ὁμοούσια φυσικά (ψυχοσωματικα) ἐνεργήματα, τά ὁποῖα διαφέρουν ἀπό ἄνθρωπο σέ ἄνθρωπο κατά τήν ὑποστατική ἔκφρασή τους[39]. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τά συναισθήματα. Οἱ ἀρετές δέν διαφέρουν ἀπό τά πάθη ὡς φυσικά ἐνεργήματα, ἀλλά ὡς ἔκφραση τοῦ γνωμικοῦ θελήματος. Τό μίσος τοῦ ἐμπαθοῦς ἀνθρώπου στρέφεται ἐναντίον ὁποιουδήποτε προκαλεῖ ματαίωση τῆς ἱκανοποίησης ἤ τῶν φιλοδοξιῶν του, ἐνῶ τοῦ πνευματέμφορου ἀντιπαρατίθεται πρός τήν ἁμαρτία καί τόν σατανᾶ. Ἡ ἀγάπη τοῦ ἐμπαθοῦς ποθεῖ τά μέσα τῆς ἐγωκεντρικῆς του ἱκανοποίησης, ἐνῶ τοῦ ἀναγεννημένου ἐπιθυμεῖ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ πλησίον.
Ἡ μελέτη τῆς προβλητικῆς ταύτισης ἔγινε γιά πρώτη φορά πρίν μερικές δεκαετίες ἀπό τήν μεγάλη ψυχαναλύτρια Melanie Klein, ἡ ὁποία ἐπικέντρωσε ἰδιαίτερα τήν προσοχή της στήν ἀλληλεπίδραση μητέρας-βρέφους. Παρακολουθώντας συστηματικά τή σχέση μητέρας-βρέφους καί τίς ἀσυνείδητες πλευρές της, ἡ Klein πρωτοδιατύπωσε τόν ὅρο προβλητική ταύτιση καί τό περιεχόμενό του. Στήν ἀλληλεπίδραση αὐτή διαφαίνεται ἐντονότερα ὁ ρόλος τοῦ Ὁμοουσίου, καθώς στά βρέφη ἡ διάσταση τοῦ προσώπου-ὑποστάσεως εἶναι ὑπαρκτή, ἀλλά ἐν σπέρματι. Εἶναι ἡ ὁμοούσια κοινωνία μητέρας-βρέφους (καί ἀργότερα, μητέρας-παιδιοῦ) ὁ ἀποφασιστικός παράγοντας πού προκαλεῖ τή σταδιακή ἀνάδυση τῆς ἑτερότητάς του. Ἡ σημασία καί πολυπλοκότητα τῆς ἀλληλεπίδρασης αὐτῆς γιά τόν σχηματισμό τῆς προσωπικότητας-χαρακτήρα τοῦ βρέφους-παιδιοῦ ἀποτελεῖ κοινό τόπο δεκαετιῶν στήν Ψυχανάλυση. Ἄν ἡ ὁμοούσια αὐτή ἀλληλεπίδραση (ἡ ὁποία περιλαμβάνει ὁπωσδήποτε τήν ἐνσυναίσθηση καί τήν προβλητική ταύτιση) εἶναι δυσλειτουργική ἤ ἁρμονική, θά προσδιορίσει σέ μεγάλο βαθμό τήν προσωπικότητα τοῦ μελλοντικοῦ ἐνήλικα γιά τήν ὑπόλοιπη ζωή του.
Τό γεγονός ὅτι τά πρῶτα σκιρτήματα ἐνσυναίσθησης ἤ προβλητικῆς ταύτισης διαπιστώνονται στή βρεφική ἡλικία δείχνει ὅτι ἡ ὁμοούσια κοινωνία τῶν προσώπων εἶναι παροῦσα σ’ ὁλόκληρη τήν πορεία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἀλλά μεταλλάσσεται σέ ὡριμότερες μορφές.
Ἡ ἁρμονική καί εὐπροσάρμοστη λειτουργία τῶν συναισθημάτων ἀποτελεῖ ἰδιαίτερα σημαντική ἔνδειξη ψυχικῆς ἰσορροπίας-ὑγείας καί ἀντιστρόφως. Σειρά ὁλόκληρη ψυχικῶν διαταραχῶν ὀφείλεται στήν ἀδυναμία τοῦ ψυχισμοῦ τοῦ ἀσθενοῦς νά ρυθμίζει τά συναισθήματά του (affect regulation) καί ἰδίως τό ἄγχος.[41] Τά συναισθήματά του εἴτε εἶναι ὑπερβολικά ἔντονα σέ σημεῖο πού νά ἀποδιοργανώνουν τόν ψυχικό του κόσμο (πχ. ἀγχώδεις διαταραχές, ὁριακή ὀργάνωση τῆς προσωπικότητας) εἴτε εἶναι ἀτροφικά καί ὑποτονικά, μέ συνέπεια οἱ ἐμπειρίες τοῦ ἀσθενοῦς νά εἶναι κενές, θολές καί ἀδιάφορες γιά τόν ἴδιο (πχ. στήν κατάθλιψη).
Ἡ σύγχρονη ἔρευνα διακρίνει τούς ἑξῆς τύπους συναισθημάτων:[42]
1) Τήν βιολογική πρωτογενῆ ἐμπειρία (affect): αὐτή συνιστᾶ τόν γενεσιουργό πυρήνα τῶν συναισθημάτων, διότι ἀποτελεῖ προσυνειδητή βιολογική ἀπόκριση σέ κάποιο ἐρέθισμα. Πραγματοποιεῖται στό ἐπίπεδο τῶν ἐγκεφαλικῶν κυττάρων χωρίς τήν συμμετοχή τῆς ἀνθρώπινης ἐπίγνωσης-συνείδησης (πχ. αὐτό συμβαίνει ὅταν μᾶς πλησιάζει ἕνα ἄγριο ζῶο καί ὁ πανικός μαζί μέ τήν ἀδρεναλίνη διεγείρονται ἀκαριαῖα, χωρίς συμμετοχή τῆς βούλησης). Ἡ βιολογική βάση τῶν συναισθημάτων ἀποτελεῖ φυσική ἐνέργεια τῆς ἀνθρώπινης οὐσίας καί συνεπῶς ἀνάγεται στό Ὁμοούσιο.
2) Τό αἴσθημα (feeling) ἐμπεριέχει ἐπιπλέον τήν συνείδηση–ἐπίγνωση τοῦ πρωτογενοῦς βιώματος: πχ. κάποιος ἀναφέρει ὅτι «νιώθει ὑπερένταση», πού σημαίνει ὅτι τό αἴσθημά του αὐτό περιλαμβάνει ἐπίγνωση ἔντασης πού εἶναι σωματική (πχ. ταχυπαλμία) καί ψυχολογική (πχ. στρές ἤ ἀδημονία).
3) Τό συν-αίσθημα (emotion) ἀποτελεῖ σύνθετη συνειδητή ἐμπειρία, συνδυασμό αἰσθημάτων, γνωσιακῆς λειτουργίας (cognition) καί κατευθυντήριας δράσης[43]. Τά συν-αισθήματα (μέ τήν ἐξειδικευμένη αὐτή ἔννοια) εἶναι προσαρμοστικά (adaptive). Ἀποτελοῦν ἐσωτερικά σήματα πού μᾶς κατευθύνουν στήν προστασία καί διατήρηση τῆς ζωῆς. Ὀργανώνουν τήν σκέψη καί τήν δράση μας, δηλ. τήν ἀνθρώπινη συμπεριφορά. Ἐπιδροῦν ἰσχυρότατα στίς διαπροσωπικές σχέσεις εἴτε ὡς αἴτιο εἴτε ὡς ἀποτέλεσμα αὐτῶν. Τά συναισθήματα ἄλλοτε ἀποτελοῦν αὐτοσκοπό τοῦ ἀνθρώπινου ψυχισμοῦ (πχ. χαρά, ἐνθουσιασμός, ἀποφυγή κάθε εἴδους κινδύνων καί δυσάρεστων καταστάσεων) καί ἄλλοτε τά μέσα πού μᾶς καθοδηγοῦν πρός τούς στόχους μας.
Ὁ φόβος λόγου χάρη μᾶς ἐνεργοποιεῖ πρός τήν ἀπόκρουση ἤ ἀποφυγή τοῦ ἐπίφοβου παράγοντα καί ταυτόχρονα μᾶς παρέχει τά βιολογικά ἐρεθίσματα πού ἐπιτρέπουν αὐτήν τήν ἀπόκρουση ἤ ἀποφυγή. Ἡ χαρά εἶναι καθεαυτήν πολλαπλά θετική (ἄρα αὐτοσκοπός) καί συγχρόνως ἐνεργοποιεῖ ψυχοβιολογικά ἀνακλαστικά πού εὐνοοῦν τήν θετική στάση ἀπέναντι στήν ζωή καί τόν πλησίον.
Τά προσωπικά μας συναισθήματα μᾶς πληροφοροῦν τί πραγματικά βιώνουμε ὡς θετικό ἤ ἀρνητικό, εὐχάριστο ἤ δυσάρεστο, ἐπιθυμητό ἤ ἀνεπιθύμητο. Γιά παράδειγμα, ἔστω ὅτι ἕνας πιστός νομίζει πώς ἔχει τήν ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης ἤ τῆς ὑπομονῆς, χωρίς αὐτό νά ἰσχύει. Ἄν ἔχει μάθει νά παρατηρεῖ προσεκτικά καί μεθοδικά τόν ἐσωτερικό του κόσμο, θά διαπιστώσει συναισθήματα θυμοῦ, ἀγανάκτησης ἤ ἀδημονίας ὅταν ἀντιμετωπίζει προσβλητικές ἤ κουραστικές καταστάσεις, τά ὁποῖα διαψεύδουν τήν διογκωμένη αὐτο-εικόνα του (self-image). Ἄρα τά συναισθήματα μποροῦν νά ἀποβοῦν πολύτιμες ψυχικές πληροφορίες, οἱ ὁποῖες φανερώνουν τήν βαθύτερη «ἀλήθεια» μας. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού ἡ ψυχοθεραπεία ἀποδίδει μεγάλη σημασία στά συναισθήματα καί δή στά ἀφανῆ: ἀποκαλύπτουν τόν βαθύτερο-πραγματικό ἑαυτό μας, τόν ὁποῖο πολλές φορές δέν ἐπιθυμοῦμε νά γνωρίζουμε!
Στ. Ποιμαντική καί Ὁμοούσιο
Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία στό ὀντολογικό ἐπίπεδο διέσωσε τήν ἀκεραιότητα τοῦ ψυχισμοῦ (παθητικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς, σύμφωνα μέ τήν ὁρολογία τῆς ἐποχῆς τῶν Πατέρων) χάρη στό σπουδαῖο θεολογικό ἔργο ἑνός Μαξίμου Ὀμολογητοῦ ἤ ἑνός Γρηγορίου Παλαμᾶ. Ὅμως στό ψυχολογικό-λειτουργικό ἐπίπεδο ἡ ποιμαντική μας (δηλαδή ἡ ἄμεση ἐκκλησιαστική ἐφαρμογή τῆς θεολογίας) παρουσιάζει σοβαρή δυσκολία στό νά κατανοήσει τήν σημασία καί λειτουργία τῶν ψυχικῶν ἐνεργημάτων, ὅπως κατ’ ἐξοχήν εἶναι τά συναισθήματα. Συνέπεια τῆς δυσκολίας αὐτῆς τῆς ποιμαντικῆς μας (ἀλλά καί αἰτία της) εἶναι ἡ σύγχυση (ὁμοούσιας) φυσικῆς ἐνέργειας καί γνωμικοῦ θελήματος στόν ἄνθρωπο[44].
Ἐνδεικτικό τῆς διακρίσεως τῶν δύο αὐτῶν ὀντολογικῶν παραμέτρων εἶναι τό ἑπόμενο σημαντικό χωρίο τοῦ ἁγ. Μαξίμου: «Φθαρεῖσα πρότερον τοῦ κατά φύσιν λόγου τοῦ Ἀδάμ ἡ προαίρεσις, τήν φύσιν ἑαυτῇ συνέφθειρεν, ἀποθεμένη τῆς ἀπαθείας τήν χάριν καί γέγονεν ἁμαρτία· πρώτη μέν καί εὐδιάβλητος, ἡ πρός τήν κακίαν ἀπό τοῦ ἀγαθοῦ τῆς προαιρέσεως ἔκπτωσις· Δευτέρα δέ διά τήν πρώτην, ἡ τῆς φύσεως ἐξ ἀφθαρσίας εἰς φθοράν ἀδιάβλητος μεταποίησις. Δύο γάρ ἁμαρτίαι γεγόνασι ἐν τῷ προπάτορι κατά παράβασιν τῆς θείας ἐντολῆς· ἡ μέν διαβεβλημένη· ἡ δέ ἀδιάβλητος, αἰτίαν ἔχουσαν τήν διαβεβλημένην. Καί ἡ μέν προαιρέσεως ἑκουσίως ἀποθεμένης τό ἀγαθόν· ἡ δέ, φύσεως ἀκουσίως διά τήν προαίρεσιν ἀποθεμένης τήν ἀθανασίαν» (P.G. 90, 405 C). Στήν περίπτωση τοῦ Ἀδάμ-ἀρχετυπικοῦ ἀνθρώπου πρῶτα ἀλλοιώθηκε ἡ προαίρεσή του πρός τόν Θεό, ἁμάρτησε καί ἡ πτώση του συμπαρέσυρε τήν φύση του. Ὁ καταλογισμός τῆς ἁμαρτίας γίνεται πάντοτε στήν προαίρεση (διαβεβλημένη) καί οὐδέποτε στήν φύση, ἡ ὁποία ὑφίσταται τίς ἀστοχίες τῆς προαιρέσεως, μέ συνέπεια νά παρουσιάζει (ἀδιάβλητη) φθορά. Στή δεύτερη αὐτή περίπτωση τῆς ἀδιάβλητης φθορᾶς τῆς φύσεως ἀνήκουν πλεῖστα ψυχο-σωματικά νοσήματα καί γι’ αὐτό ἀποτελοῦν ἀντικείμενο τοῦ εἰδικοῦ. Ἡ διαφθορά τῆς προαιρέσεως ἀποτελεῖ τό κατ’ ἐξοχήν πεδίο τοῦ Πνευματικοῦ.
Αὐτό σημαίνει ὅτι πρωτογενῶς τά συναισθήματα δέν ἐλέγχονται ἀπό τήν ἐλεύθερη συνειδητή βούληση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἀποτελοῦν προ-συνειδητά ψυχοσωματικά βιώματα πού ἐνεργοποιοῦνται στό ἐπίπεδο τῶν νευρώνων. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο ἡ ἀποτελεσματικότητα τῶν ψυχοφαρμάκων εἶναι ἀνεξάρτητη τῆς ἀνθρώπινης βούλησης. Τά ψυχιατρικά φάρμακα στοχεύουν στά ὁμοούσια φυσικά ψυχο-εγκεφαλικά ἐνεργήματα τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι στό γνωμικό θέλημα[45]. Ἀκόμη κι ἄν ἀδιαφορεῖ-ἀντιδρᾶ ὁ ἀσθενής ἀπέναντι στήν φαρμακευτική ἀγωγή (συχνό φαινόμενο στίς σοβαρές ψυχικές παθήσεις), τά ἀποτελέσματά της εἶναι πολλές φορές εὐεργετικά.
Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή τά συναισθήματα εἶναι φυσικά ἐνεργήματα τῆς ἀνθρώπινης οὐσίας καί δέν ἐξαρτῶνται ἀπό τήν ἐλεύθερη βούληση. Ἀκριβῶς γιά τόν λόγο αὐτόν τά συναισθήματα ὡς φυσικές ἐνέργειες δέν μποροῦν νά ἀποτελέσουν ἀντικείμενο τῆς ἀσκητικῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, δέν ἐπιδέχονται ἄμεσες ἐπεμβάσεις τοῦ Πνευματικοῦ! Ὅλα αὐτά ἀπό ποιμαντική ἄποψη σημαίνουν ὅτι τό νά παροτρύνει ὁ Πνευματικός (ἤ ὁ ὁποιοσδήποτε ἄλλος) τόν πιστό, «μήν ἔχεις ἄγχος, δέν πρέπει νά θυμώνεις, μήν στενοχωριέσαι» καί τά ὅμοια, (καί μάλιστα χωρίς μακροχρόνια ἐργασία πάνω στήν προσωπικότητά του), ὄχι μόνο δέν ἔχει νόημα, ἀλλά καί φανερώνει ἀνθρωπολογική ἄγνοια καί ποιμαντική ἀφέλεια. Καί αὐτό διότι τά προβλήματα συναισθηματικῆς δυσλειτουργίας δέν ξεπερνιοῦνται μέ ἠθικολογικές συστάσεις οὔτε μέ τήν κοινή λογική. Ἀπαιτοῦν βαθύτερους καί λεπτότερους χειρισμούς, καθώς καί μακροπρόθεσμη ἐργασία πάνω στό κάθε συγκεκριμένο πρόσωπο.
Ὅταν λοιπόν προσπαθεῖ κάποιος νά ἀντιμετωπίσει ζητήματα συναισθηματικῆς δυσλειτουργίας ἠθικολογικά ἤ πρακτικά, τότε πρόκειται γιά κλασική περίπτωση ὅπου συγχέονται ἡ Ὀντολογία μέ τήν Ἠθική.
Ὁ Πνευματικός θά ἀφιερώσει ἀρκετές συναντήσεις καί σημαντικό κόπο καί χρόνο γιά νά κατανοήσει τήν πρωτογενῆ αὐτή διάσταση τῶν συναισθημάτων ὡς φυσικῶν ἐνεργειῶν, οἱ ὁποῖες πιθανόν νά δυσλειτουργοῦν λόγω τραυμάτων ἤ ἄλλων ἀτυχημάτων τῆς ψυχικῆς ἀναπτυξης (πχ. θανάτων σημαντικῶν προσώπων). Αὐτό τόν βοηθᾶ σημαντικά νά ἀντιληφθεῖ τήν κάθε προσωπικότητα πού ἔχει ἀπέναντί του. Ὅταν προχωρήσει σέ βάθος μιά τέτοια διαδικασία, μόνον τότε μπορεῖ μέ προσοχή καί διάκριση νά ἐπέμβει στόν «δευτερογενῆ»συναισθηματικό κόσμο τοῦ ποιμαινόμενου, στόν ὁποῖο συμπεριλαμβάνεται (πέραν τῆς ψυχολογικῆς «πρώτης ὕλης» τῶν φυσικῶν ἐνεργειῶν καί δυσλειτουργιῶν) ἡ προαίρεση, ἡ γνωσιακή λειτουργία, τά κίνητρα καί κάθε τί πού σχετίζεται μέ τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία καί τήν ἀναζήτηση νοήματος. Δηλαδή θά προσπαθήσει νά κατανοήσει ποιά ἀπό τά συναισθήματα αὐτά καί σέ ποιόν βαθμό ἐξαρτῶνται ἀπό τήν προαίρεση καί τήν ἐλεύθερη βούληση (αὐτεξούσιο). Στόν βαθμό πού τά συναισθήματα γίνονται δεκτά καί παγιώνονται ἀπό τό αὐτεξούσιο, μεταλλάσσονται ἀπό φυσικά ἐνεργήματα σέ γνωμικό θέλημα καί ἐκεῖ πλέον ἔχει λόγο ἡ ἐκκλησιαστική ποιμαντική. Μιά τέτοια ποιμαντική ἐργασία σέ ἀρκετές περιπτώσεις εἶναι ἰδιαίτερα δύσκολη καί ἐπίμοχθη, διότι ἡ μεταπτωτική φθορά τῶν φυσικῶν ἐνεργημάτων πολλές φορές διαπλέκεται δυσδιάκριτα μέ τό γνωμικό θέλημα καί τήν ἐμπάθειά του. Ἀποτελεῖ ὅμως ὅρο ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ γιά μιά ἄξια λόγου Ποιμαντική.
Ζ. Τελικοί στοχασμοί
Τό ζήτημα τοῦ Ὁμοουσίου ἀποτελεῖ θεμελιῶδες κεφάλαιο τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ ἀνθρωπολογικές του προεκτάσεις εἶναι κρίσιμες γιά τήν Ποιμαντική. Στά βιώματα τοῦ ἀνθρώπου ἔχουμε τήν προβολή τοῦ Ὁμοουσίου ἀπό τό ὀντολογικό στό σωματο-ψυχο-κοινωνικό ἐπίπεδο τῆς καθημερινότητας.
Στό βιβλίο του «Ἀδελφοί Καραμάζοβ» ὁ Ντοστογιέφσκι περιγράφει τόν συγκλονιστικό μονόλογο τοῦ μεγάλου ἱεροεξεταστῆ πρός τόν Χριστό. Στό προφητικό καί θεολογικότατο αὐτό κείμενο ὑπάρχουν νύξεις σχετικά μέ τό Ὁμοούσιο[46]: «…θά ἱκανοποιοῦσες ὅ,τι ἀποζητάει ὁ ἄνθρωπος στή γῆ. Δηλαδή: ποιόν νά προσκυνήσει, σέ ποιόν νά ἐναποθέσει τή συνείδησή του καί μέ ποιόν τρόπο νά ἑνωθεῖ ἐπιτέλους μέ τούς συνανθρώπους του γιά ν’ ἀποτελέσουν ὅλοι μιάν ἀναμφισβήτητη, γενική καί ὁμονοοῦσα μυρμηγκοφωλιά. Γιατί ἡ ἀνάγκη τῆς παγκόσμιας συνένωσης εἶναι τό τρίτο καί τελευταῖο μαρτύριο τῶν ἀνθρώπων. Πάντα ἡ ἀνθρωπότητα, στή γενικότητά της, προσπαθοῦσε νά συνενωθεῖ σέ παγκόσμια κλίμακα… Ἄν ἀποδεχόσουν τόν κόσμο καί τήν πορφύρα τοῦ Καίσαρα, θά θεμέλιωνες τήν παγκόσμια αὐτοκρατορία καί θά δινες τήν παγκόσμια εἰρήνη». Ἡ διαστροφή τοῦ ὁμοούσιου λόγου τῆς φύσεως καί ἡ ἐπιδίωξη τῆς πανενότητας σέ ἰδεολογική καί ὄχι χριστοκεντρική βάση εἶχε ὡς κατάληξη τόν ὀλοκληρωτισμό τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα.
ΟΛΗ Η ΑΔΙΑΚΡΙΣΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΕΔΩ ΜΕΣΑ.
Ἡ θεία φύση δέν μερίζεται στίς Τρεῖς Ὑποστάσεις, ἀλλά ἡ καθεμία ἐξ αὐτῶν περιέχει τό πλήρωμα τῆς (κοινῆς) θείας οὐσίας, βουλήσεως καί ἐνέργειας[2].
Η ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΔΕΝ ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. ΒΟΥΛΗΣΗ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΝΟΥ, ΤΗΝ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΦΥΣΗ ΕΝΩΣΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΣΥΓΧΥΤΩΣ ΚΑΙ ΑΔΙΑΙΡΕΤΩΣ ΣΤΗΝ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ. ΣΤΗΝ ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΤΟΥ ΕΛΑΒΕ ΤΟΥΣ ΔΕΡΜΑΤΙΝΟΥΣ ΧΙΤΩΝΕΣ. Η ΟΥΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΞΗ, ΚΙΝΗΣΗ, ΑΠΟΤΕΛΕΙΤΑΙ , ΠΛΗΡΟΥΤΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΟΥΣΙΩΔΗ, ΤΑ ΣΥΜΒΕΒΗΚΟΤΑ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΤΟ ΚΤΙΣΤΟ ΝΑ ΖΗΣΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ ΑΚΤΙΣΤΟΥ ΕΝΕΚΕΝ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ. ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΕΝΤΟΛΩΝ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ. ΕΝΕΚΕΝ ΤΟΥ ΟΜΟΟΥΣΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΙΤΙΑ, ΜΙΑ ΕΠΙΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΟΥΣΙΑ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟΣ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΑΝΟΥΣΙΟΣ. ΤΑ ΠΕΡΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΣ ΕΙΝΑΙ ΒΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΕΙ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ.
[1] Βλπ. τά ἔργα του: Ἡ κλειστή πνευματικότητα καί τό νόημα τοῦ Ἑαυτοῦ, Ἑλληνικά Γράμματα, Ἀθήνα 1999 (2η ἔκδ.) ἰδίως σσ. 258-327, Ἡ ἀποφατική ἐκκλησιολογία τοῦ Ὁμοουσίου, Ἁρμός, Ἀθήνα 2002, σσ. 68-94 κ.ἄ.
[2] Ἐξειδικευμένη ἀνάλυση βρίσκουμε στό, Ἡ κλειστή πνευματικότητα…, ὅ.π., σσ. 264-266. Πρβλ. τό χριστολογικό χωρίο: Ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς, Κολ. 2, 9.
[3] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκθεσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τ. 19, σελ. 90, Θεσ/νίκη 1976.
[4] Ἀπαράμιλλη ἀνάλυση τῶν συγκεκριμένων θεμάτων ἀποτελεῖ ἡ δημόσια διαλεκτική ἀντιπαράθεση (debate!) τοῦ ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ μέ τόν μονοθελήτη πρώην Κων/λεως Πύρρο, βλπ. τήν σύγχρονη ἔκδοσή της (μέ νεοελληνική μετάφραση καί σχόλια): Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περί θελήσεως, Ἁρμός, 1995.
[5]Γιά ἐκτενέστερη κριτική τῶν «προσωποκεντρικῶν» αὐτῶν θέσεων βλπ., Ἡ κλειστή πνευματικότητα.., ὅ.π., σ. 285 ἑξ.
[6] Περί θελήσεως, ὅ.π., σσ. 118 & 120.
[7] Ἐνδεικτικά, ὁ Χ. Γιανναρᾶς περιγράφοντας συστηματικά τίς ἔννοιες φύσεως καί ὑποστάσεως, ἀναφέρει: «Ἡ φυσική ὁμοείδεια (σσ. Ὁμοούσιο) δηλώνεται καί ὡς ὑπαρκτική ἀντίθεση στήν ὑποστατική ἑτερότητα. Οἱ φυσικές ἐνέργειες-λειτουργίες συνιστοῦν κοινά δεδομένη καί ἀδιαφοροποίητη ἀναγκαιότητα, πού ἀντιστρατεύεται τήν ἐνεργητική-θελητική ἑτερότητα τῆς ὑπόστασης», Τό ρητό καί τό ἄρρητο, σελ. 176, Ἴκαρος, Ἀθήνα 1999. Ἀνάλογες ἀναφορές ἀφθονοῦν στά κείμενα τοῦ μεγάλου αὐτοῦ στοχαστῆ. (Οἱ πλάγιοι χαρακτῆρες σχεδόν σέ ὅλα τά ἀποσπάσματα κειμένων ἔχουν προστεθεῖ ἀπό τόν γράφοντα γιά ἔμφαση)
[8] Περί θελήσεως, ὅ.π., σσ. 86 & 90.
[9] «Ἡ νεωτερικότητα..σημαίνει γιά τά ὑποκείμενα τήν ἱκανότητα ἀνάπτυξης μιᾶς ἀτομικότητας, ἐσωτερικότητας καί ἀναστοχαστικότητας, μιᾶς ὑπεύθυνης καί ἀξιόπιστης θέλησης καί τοῦ κριτικοῦ, ὀρθοῦ Λόγου στά πλαίσια μιᾶς ἐκκοσμικευμένηςἀνοιχτῆς κοινωνίας πολιτῶν», Θ. Λίποβατς, «Χριστιανισμός καί νεωτερικότητα», στόν σημαντικό συλλογικό τόμο Ὀρθοδοξία καί νεωτερικότητα, Ἴνδικτος, Ἀθήνα 2007, σελ. 15.
[10] Γιά ἐκτενή ἀνάλυση τῶν θεμάτων αὐτῶν τό πληρέστερο κείμενο στά ἑλληνικά παραμένει τό δίτομο ἔργο τοῦ Π. Κονδύλη, Ὁ εὐρωπαϊκός διαφωτισμός, Θεμέλιο, Ἀθήνα 1987.
[11] Βλπ. Χρ. Γιανναρᾶ, Μετα-νεωτερική μετα-φυσική, Δόμος, Ἀθήνα 2005 (2η ἔκδ.), σσ. 9-37 καί τοῦ ἰδίου, Ὀρθός λόγος καί κοινωνική πρακτική, Δόμος, Ἀθήνα 1990 (2η ἔκδ.), ἰδίως γιά τό θέμα τοῦ ἐργαλειακοῦ ὀρθολογισμοῦ.
[12] Ὁ εὐρωπαϊκός διαφωτισμός, ὅ.π., τόμος Α΄, σελ. 65.
[13] Στόν μελετητή τῶν θεμάτων αὐτῶν μόνο ἔκπληξη δέν προκαλεῖ ἡ ἐξέλιξη αὐτή, δεδομένων τῶν τραγικῶν ἀδιεξόδων στά ὁποῖα ὁδηγήθηκε κατά καιρούς ἡ δυτική θεολογία καί ἱστορία. Ἡ ἔκπτωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος σέ θρησκειοποιημένη ἰδεολογία μπορεῖ νά κορυφώθηκε παλαιότερα στή Δύση, συνέβη ὅμως μέ ποικίλες μορφές καί στήν «καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή». Θεωρῶ δέ ὅτι ἡ ἑλληνική κοινωνία στήν ἐποχή μας διανύει τήν φάση μιᾶς χονδροειδοῦς καί πλήρους ἐκκοσμίκευσης, καθώς δέν διαθέτει ἐπεξεργασμένη πνευματική ἀντιπρόταση.
[14] Ἡ διεθνής βιβλιογραφία γιά τίς διάφορες πλευρές τῆς ψυχανάλυσης εἶναι ἀπέραντη καί συνεχῶς ἐξελισσόμενη. Στήν ἑλληνική θεολογική βιβλιογραφία ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ πρωτότυπη (ἀλλά καί δυσνόητη σέ ὁρισμένα σημεῖα..) φιλοσοφική προσέγγιση τοῦ Ν. Λουδοβίκου στό βιβλίο του, Ψυχανάλυση καί ὀρθόδοξη θεολογία, Ἁρμός, Ἀθήνα 2003, καθώς καί διάφορες μελέτες τοῦ π. Βασιλείου Θερμοῦ, ἰδιαίτερα διαφωτιστικές. Βλπ. κυρίως τό βιβλίο του, Ἄνθρωπος στόν ὁρίζοντα-Προσεγγίζοντας τή συνάντηση ὀρθόδοξης θεολογίας καί ἐπιστημῶν τοῦ ψυχισμοῦ, Γρηγόρης, Ἀθήνα 2006, καθώς καί τή μελέτη του, Πρός μία ὀντολογία τῆς ἀσκήσεως, στό βιβλίο, Ποιμαίνοντες μετ’ ἐπιστήμης, Ἁρμός, Ἀθήνα, 2007 (3η ἔκδ.)
[15] Γιά μιά ἀνθρωπολογική καί θεολογική κριτική τῆς Μετανεωτερικότητας βλπ. ἀρχιμ. Ἀθανασίου Παραβάντσου, Ἡ κρίση τοῦ μετανεωτερικοῦ Ἑαυτοῦ: ὁρισμένα ψυχοδυναμικά καί θεολογικά κριτήρια, Σύναξη, τεῦχος 100, σσ. 35-46, 2006. Ἄν καί θεωρῶ τόν ὅρο Ὕστερη Νεωτερικότητα ἱστορικά καί φιλοσοφικά ὀρθότερο, ὁ ὅρος Μετανεωτερικότητα φαίνεται νά χρησιμοποιεῖται συχνότερα στή βιβλιογραφία, ἑλληνική καί ξένη. Ὁ κοινωνιολόγος Zygmunt Bauman χρησιμοποιεῖ στά κείμενά του τούς ἐνδιαφέροντες ὅρους «Ρευστή» Νεωτερικότητα (γιά τήν Ὕστερη) ἔναντι τῆς «Στέρεης» (γιά τήν Κλασσική).
[16] Δέν παραθεωροῦμε κάποια ἐγγενῆ μηδενιστικά στοιχεῖα καί τίς σοβαρές ἰδιομορφίες τοῦ μετανεωτερικοῦ νοήματος τῆς σχέσης, ὅπως ἀναλύουμε στό β΄ μέρος τῆς μελέτης μας γιά τόν τύπο Ἑαυτοῦ πού αὐτή διαμορφώνει, Ἡ κρίση τοῦ μετανεωτερικοῦ Ἑαυτοῦ, ὅ.π., σ. 42 ἑξ.
[17] Βλπ. ἀρχιμ. Ἀθανασίου Παραβάντσου, Ἡ ἔννοια τοῦ Ἑαυτοῦ στήν ψυχολογία τοῦ H. Kohut καί οἱ προεκτάσεις της στήν πνευματική ζωή, Σύναξη, τεῦχος 87, σσ. 42-50, 2003. Γιά μιά ἀπαιτητική εἰσαγωγή στίς δύο αὐτές σχολές σύγχρονης ψυχαναλυτικῆς σκέψεως βλπ. μεταξύ ἄλλων: α) Lavinia Gomez, An introduction to Object Relations, New York University Press, New York, 1997, β) Michael St. Clair, ObjectRelations and Self Psychology. An introduction, Brooks/Cole, Belmont, 2000 (3rd ed.), γ) Ernest Wolf, Treating the Self. Elements of Clinical Self Psychology, Guilford, New York, 2002 (2nd ed.), δ) Peter Lessem, Self Psychology. An introduction, Jason Aronson, Lanham, 2005. Φυσικά, πέρα ἀπό αὐτούς τούς δύο βασικούς κλάδους ὑπάρχουν ἀρκετά ἄλλα ψυχαναλυτικά ρεύματα.
[18] Ἐνδεικτικά βλπ. ἀρχιμ. Ἀθανασίου Παραβάντσου, Προλεγόμενα μιᾶς ἀνθρωπολογίας τῶν συναισθημάτων καί οἱ ποιμαντικές προεκτάσεις της, Ἐκκλησιαστικός Κήρυκας (θεολογική ἐπετηρίδα Ἱ. Μητροπόλεως Κιτίου), τόμος ΙΔ΄, σσ. 185-200, Λάρνακα, 2008. Ὅλα τά κείμενά μας, τά ὁποῖα παρατίθενται σέ ὑποσημειώσεις τῆς παρούσας μελέτης, μαζί μέ ἄλλα, θά ἀποτελέσουν βιβλίο πού θά κυκλοφορήσει ἀπό τίς ἐκδόσεις Ἁρμός στό ἐγγύς μέλλον, μέ τίτλο «Οἱ ψυχές τῶν ἄλλων. Ἀναζητώντας τόν μεταμοντέρνο Ἑαυτό».
[19] Βλπ. τό συλλογικό ἔργο, Θεολογία καί Ψυχιατρική σέ διάλογο, Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 1999. Πρόκειται γιά τά πρακτικά ἡμερίδας (πρωτοποριακῆς γιά τά ἑλληνικά δεδομένα) πού ἔλαβε χώρα στή Λιβαδειά τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1994. Ἀπευθύνεται σέ καλλιεργημένο κοινό.
[20] Ὁρισμένοι μεταφράζουν κατά γράμμα τό empathy ὡς…ἐμπάθεια, παραβλέποντας ὅτι στήν ἀγγλική χρησιμοποιεῖται μέ τήν πρωτογενῆ ἐτυμολογία τῆς λέξης: πάσχω (συναισθάνομαι ἔντονα) ἐντός (ὁ ἐσωτερικός μου κόσμος ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ τόν ψυχικό κόσμο τοῦ συνανθρώπου). Φυσικά, στή Νέα Ἑλληνική ἡ λέξη ἐμπάθεια ἔχει ἐντελῶς ἄλλο νόημα.
[21] Στόν συλλογικό τόμο, Empathy reconsidered, A. C. Bohart & L. S. Greenberg (editors), American Psychological Association, Washington DC, 1999, σελ. 218. Ἀποτελεῖ τήν πληρέστερη ἀνάλυση τῆς ἐνσυναίσθησης πού γνωρίζουμε στή διεθνῆ βιβλιογραφία καί ἀπευθύνεται σέ ἐπαγγελματίες κλινικούς.
[22] ἀρχιμ. Ἀθανασίου Παραβάντσου, Ἐνσυναίσθηση: ὁ εὐεργετικός ρόλος της καί τά ὅριά της στή λειτουργία τῆς πνευματικῆς πατρότητας, ἀδημοσίευτη εἰσήγηση σέ σεμινάριο Ἐξομολογητικῆς τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Δημητριάδος, Βόλος 2008.
[23] Jeremy Rifkin, The age of access, Tarcher/Putnam, New York, 2000, σελ. 245. Τό σημαντικό αὐτό βιβλίο ἔχει μεταφραστεῖ στά ἑλληνικά. Στό ἐδάφιο αὐτό ἡ ἀναφορά στή φαντασία ἐκφράζει τήν ἀπόπειρα τοῦ ψυχισμοῦ νά μπεῖ στή θέση τοῦ συνανθρώπου.
[24] Γιά τήν ποιμαντική πλευρά τῆς ἀκρόασης βλπ. ἀρχιμ. Ἀθανασίου Παραβάντσου, Ἡ λεπτή τέχνη τῆς ἐπικοινωνίας τοῦ Πνευματικοῦ μέ τούς προσερχόμενους σ’ αὐτόν, ἀδημοσίευτη εἰσήγηση σέ Σεμινάριο Ἐξομολογητικῆς τῆς Ἱ. Μ. Δημητριάδος, Βόλος 2007. Γιά μία διεξοδική ἐξέταση τῆς διαπροσωπικῆς λειτουργίας τῆς ἀκρόασης βλπ. τό θαύμασιο βιβλίο τοῦ Michael Nichols, The lost art of listening, Guilford, New York 1995 (ἀπευθύνεται στό γενικό κοινό). Γιά ἐπαγγελματίες εἰδικούς ὑπάρχει στήν Ἑλληνική τό ἐξειδικευμένο σύγγραμμα τοῦ Paul Wachtel, Θεραπευτική ἐπικοινωνία, μετάφραση Ἀθανασίου Παραβάντσου, Σαββάλας, Ἀθήνα, 2004.
[25] Ὁ π. Ν. Λουδοβίκος θεμελιώνει ἐξαιρετικά τό παραπάνω (ἀνθρωπολογικό) συμπέρασμα στό πεδίο τῆς Τριαδολογίας, Ἡ κλειστή πνευματικότητα.., ὅ.π., σ. 272: «..τό Ὁμοούσιο τῶν Πατέρων…, ἐγγυᾶται τήν ἀπόλυτη ἑτερότητα τῶν ὑποστάσεων, τήν ἰσότητα καί τήν πληρότητά τους..».
[26] The age of access, ὅ.π., σελ. 246. Γιά μία συστηματική κριτική τῶν φιλοσοφικῶν προϋποθέσεων τοῦ διαδικτύου, καθώς καί τῆς ἀποκοπῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό πραγματικό καί ἐνσώματο στοιχεῖο (τήν ὁποία ἐπιφέρει τό διαδίκτυο), βλπ. τό ἀξιόλογο κείμενο τοῦ Hubert Dreyfus, Τό διαδίκτυο, Κριτική, Ἀθήνα 2003.
[27] Τό ζήτημα τῶν μεταμοντέρνων διαπροσωπικῶν σχέσεων πραγματεύονται σέ βάθος δύο ἔργα τοῦ γνωστοῦ κοινωνιολόγου Ζύγκμουντ Μπάουμαν: α) Ρευστή ἀγάπη. Γιά τήν εὐθραυστότητα τῶν ἀνθρωπίνων δεσμῶν, μετάφρ. Γ. Καράμπελας, Ἑστία, Ἀθήνα 2006 (4η ἔκδ.) καί β) Ρευστοί καιροί. Ἡ ζωή τήν ἐποχή τῆς ἀβεβαιότητας, μεταφρ. Κ. Γεώρμας, Μεταίχμιο, Ἀθήνα 2008.
[28] Ρευστή ἀγάπη, ὅ.π., σελ. 11.
[29] Ἡ Κλινική Ψυχολογία εἶναι τό πεδίο τῶν ψυχολογικῶν ἐπιστημῶν πού ἀσχολεῖται μέ τήν δυσπροσαρμοστική ἤ διαταραγμένη ἀνθρώπινη συμπεριφορά καί μέ τά ἀντίστοιχα βιώματα. Στό τεράστιο σύνολο κλινικῶν μεθόδων της συμπεριλαμβάνονται ἡ διάγνωση, ἀξιολόγηση, ταξινόμηση, θεραπεία, πρόληψη καί ἔρευνα τῶν ψυχικῶν διαταραχῶν. Ἡ Κλινική Ψυχολογία συγγενεύει ἐπιστημονικά μέ τήν Ψυχιατρική, ἀλλά ἐμβαθύνει περισσότερο στήν ψυχολογική πλευρά τῶν διαταραχῶν, ἐνῶ ἡ δεύτερη κυρίως στή βιολογική-φαρμακολογική πλευρά. Ἐμπλουτίζονται ἀμοιβαῖα ἐδῶ καί πολλά χρόνια. Ἀντίθετα μέ ὅ,τι πιστεύουν ὁρισμένοι, «φυτώριο» τῶν διαφόρων εἰδῶν Ψυχοθεραπείας ἀποτελεῖ κυρίως ἡ Κλινική Ψυχολογία καί ὄχι ἡ Ψυχιατρική.
[30] Empathy reconsidered, ὅ.π., σ. 219.
[31] Louis Cozolino, The neuroscience of psychotherapy, Norton, New York, 2002, σ. 53. Περιέχει πλούσια βιβλιογραφία καί ἀρθρογραφία γύρω ἀπό τή σχέση ψυχολογικῶν λειτουργιῶν καί κεντρικοῦ νευρικοῦ συστήματος.
[32] Νευροδιαβιβαστές (neurotransmitters) ὀνομάζονται διάφορες βιοχημικές οὐσίες τοῦ ἐγκεφάλου, μέσω τῶν ὁποίων ἐπικοινωνοῦν τάἐγκεφαλικά κύτταρα, οἱ νευρῶνες (neurons).
[33] The neuroscience of psychotherapy, ὅ.π., σ. 53 καί 54.
[34] Μέ τήν ἔννοια πού δίνει ὁ ἅγ. Μάξιμος στούς λόγους τῶν ὄντων. Ἐξαιρετική ἀνάλυση τῆς ἔννοιας τοῦ «λόγου» στή μαξιμιανή θεολογία βρίσκουμε στόν πρόλογο πού ἔγραψε ὁ π. Δ. Στανιλοάε γιά τό βιβλίο: Ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Φιλοσοφικά καί θεολογικά ἐρωτήματα, Ἀποστολική Διακονία, Ἀθῆναι, 1990, σ. 29 (κ. ἀ.): «..ὁ λόγος σημαίνει..τήν ὀντολογική βάση καί ἑπομένως τόν ὁρισμό τῆς οὐσίας μας καί τόν ὁρισμό κάθε πράγματος (σ.σ. κτίσματος) πού κι αὐτό ἔχει λογικό χαρακτήρα, δηλαδή, δομή μέ τάξη καί διάρκεια».
[35] Περιόριζόμαστε σέ παραδείγματα ἀπό τήν κλινική πράξη, ἐνῶ ἡ προβλητική ταύτιση εἶναι παροῦσα πολύ εὐρύτερα στήν ἀνθρώπινη ζωή καί δράση.
[36] Ἡ συμπόνια οὕτως ἤ ἄλλως ἀποτελεῖ θεραπευτικό σφάλμα, διότι ἐμποδίζει τήν ἐνσυναίσθηση καί προωθεῖ τήν ταύτιση μέ τόν ἀσθενῆ. Στή θεραπευτική διαδικασία πρέπει νά τίθεται πάντα ὑπό ἔλεγχο.
[37] Πρόκειται γιά ἐκλαϊκευμένη προσέγγιση τῆς προβλητικῆς ταύτισης καί γι’ αὐτό ἀτελῆ-ἀνεπαρκῆ σέ σχέση μέ τήν πραγματική πολυπλοκότητα (θεωρητική ἤ κλινική) τοῦ θέματος. Τό σημαντικό ὅμως εἶναι ὅτι ὁ ὀντολογικός πυρήνας τοῦ ζητήματος παραμένει ἀνέπαφος ἀπό τήν ἐκλαΐκευση αὐτή.
[38] Jill Savege Scharff, Projective and Introjective Identification and the Use of the Therapist’s Self, Jason Aronson, Lanham, 2004, σ. 44.
[39] Αὐτό ἀπό ὀντολογικῆς πλευρᾶς ἰσχύει γιά κάθε ἐνέργημα τῆς φύσεως-οὐσίας. Ἐνῶ τά φυσικά ἐνεργήματα εἶναι ὁμοούσια ἐπειδή εἶναι κοινά γιά τά ὄντα ἐκεῖνα μέ ταυτόσημο λόγον φύσεως, διαφοροποιοῦνται κατά τόν τρόπο τῆς ὑπάρξεως τοῦ προσώπου. Στή Χριστολογία αὐτή ἡ ἀρχή ἐκφράστηκε (γιά τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ) μέ τήν περίφημη διάκριση «λόγου-τρόπου» τοῦ ἁγ. Μαξίμου.
[40] Τά περισσότερα στοιχεῖα γιά τήν παράγραφο αὐτή ἀντλήσαμε ἀπό τήν μελέτη μας, Προλεγόμενα μιᾶς ἀνθρωπολογίας τῶν συναισθημάτων…, ὅ.π., σ. 187 ἑξ.
[41] Βλπ. μεταξύ ἄλλων, Θεραπευτική ἐπικοινωνία, ὅ.π., κεφάλαιο: Ὁ κεντρικός ρόλος τοῦ ἄγχους, σσ. 65-93.
[42] Leslie Greenberg & Sandra Paivio, Working with emotions in psychotherapy, Guilford, New York 1997, σσ. 7 καί 8.
[43] Οἱ παραπάνω ἐξειδικευμένες διακρίσεις συναισθημάτων δέν λειτουργοῦν στεγανά μεταξύ τους, ἀλλά βρίσκονται σέ πολύπλοκη ἀλληλεξάρτηση. Οἱ τρεῖς αὐτοί ὅροι ἀρκετές φορές χρησιμοποιοῦνται ἐναλλακτικά στήν βιβλιογραφία.
[44] Γιά συστηματική θεολογική ἀνάλυση τοῦ θέματος βλπ., π. Βασιλείου Θερμοῦ, Πρός μία θεολογική κατανόηση τῆς ψυχοπαθολογίαςκαί τῆς θεραπείας, στόν συλλογικό τόμο: Θεολογία καί Ψυχιατρική σέ διάλογο, ὅ.π., σσ. 96-131.
[45] Βεβαίως, τά φυσικά ἐνεργήματα καί ἡ ὑποστατική ἐκφορά τους ἀλληλοεπηρεάζονται. Σοβαρή δυσλειτουργία τῶν πρώτων (ὅπως στίς ψυχικές διαταραχές) ἐπιφέρει δυσλειτουργία καί τῆς ὑποστατικῆς ἔκφρασής τους (δηλαδή τῆς ἐλευθερίας τοῦ Προσώπου). Τό εἶδος καί ἡ ἔκταση αὐτῆς τῆς ἀλληλεπίδρασης ποικίλουν καί ἐξαρτῶνται ἀπό πολλούς παράγοντες. Ὁ πυρήνας τῆς ὑποστατικῆς ἐλευθερίας τοῦ Προσώπου, ἔστω καί τραυματισμένος, διατηρεῖται ἀκόμη καί στίς περιπτώσεις βαριᾶς διαταραχῆς.
[46] Φ. Ντοστογιέβσκη, Ἀδελφοί Καραμάζοβ, τόμος β΄, μετάφραση Ἄρη Ἀλεξάνδρου, Γκοβόστης, Ἀθήνα 1990, σ. 159 κ. ἀ.
Πρώτη έντυπη δημοσίευση στο περιοδικό Θεολογία, τόμος 81ος, τεῦχος 2,
2010.
Στην εικαστική πλαισίωση: Ivanka Demchuk (Ουκρανία): «Αγία Τριάδα» / και Σακελλάριος Τάταρης: «Αφιέρωμα στο δάσκαλό μου» (1992)
Ὄψεις τοῦ Ὁμοουσίου στή σύγχρονη Ψυχανάλυση - Αντίφωνο (antifono.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου