«Η ψυχή, νους υπάρχουσα κατά την δύναμιν αυτής, έχει ως αγέννητον εαυτήν, εαυτώ γεννώντα γεννητώς, ως είναι τον λόγον τον εν τω νω και εκ του νου γεννώμενον άλλον αυτώ εκείνο τον γεννώντα νουν μετά της κατά την γέννησιν ιδιότητος της μηδαμώς δεχομένης αντιστροφήν.
Διότι άφετον και απλούν κατά την ουσίαν η μόνον το Θείον, τα δε άλλα πάντα, όσα μετά Θεόν και εκ Θεού το είναι έχει, εξ ουσίας και ποιότητος ήτουν δυνάμεως είναι, τουτέστιν εξ ουσίας και συμβεβηκότος.
Αυτός ουν ο λόγος ο ούτω και ων και γεννώμενος, της υπουργού φύσεως την φωνήν λαμβάνων, προφέρεται και γεννά λόγον εν άλλω νοί, διά της του δεχομένου ακοής τω νω παραπεμπόμενος.»
Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής – Σύντομη ερμηνεία στην προσευχή «Πάτερ ημών» σταλμένη προς κάποιον φιλόχριστο. (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, Τόμος Β΄).
Συνέχεια από: Κυριακή 8 Μαίου 2022
* Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, Τόμος Β΄ (σελ. 252-269).
Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής
Σύντομη ερμηνεία στην προσευχή «Πάτερ ημών» σταλμένη προς κάποιον φιλόχριστο
«Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς· αγιασθήτω το όνομά σου· ελθέτω η βασιλεία σου». Πρεπόντως ο Κύριος διδάσκει αμέσως ν’ αρχίσουν οι [προσευχόμενοι] από τη θεολογία· επίσης εισάγει στο μυστήριο του τρόπου που υπάρχει η Αιτία που δημιούργησε τα όντα, Αυτός που είναι κατά την ουσία αίτιος των όντων. Γιατί τα λόγια της προσευχής περιέχουν φανέρωση του Πατέρα, και του ονόματος του Πατέρα, και της βασιλείας του Πατέρα, για να μάθομε ευθύς εξ αρχής να σεβόμαστε την εν Μονάδι Τριάδα και να την επικαλούμαστε και να την προσκυνούμε. Επειδή όνομα του Θεού και Πατέρα, με ουσιώδη υπόσταση, είναι ο Μονογενής Υιός. Και βασιλεία του Θεού και Πατέρα, με ουσιώδη υπόσταση, είναι το Άγιο Πνεύμα. Γιατί εκείνο που λέει εδώ ο Ματθαίος βασιλεία, αλλού άλλος Ευαγγελιστής το ονομάζει Πνεύμα Άγιο, λέγοντας: «Ας έρθει το Πνεύμα το Άγιο και ας μας καθαρίσει». Γιατί ο Πατέρας δεν απόκτησε εκ των υστέρων το όνομα, ούτε ως αξίωμα που έλαβε εκ των υστέρων νοούμε τη βασιλεία· δεν έχει αρχή στο είναι Του, για να αρχίσει να είναι και Πατέρας και Βασιλεύς, αλλά καθώς πάντοτε υπάρχει, είναι και πάντοτε Πατέρας και Βασιλεύς, χωρίς να λάβει ποτέ αρχή να είναι Πατέρας και Βασιλεύς. Αν τώρα, με το να υπάρχει πάντοτε, είναι πάντοτε και Πατέρας και Βασιλεύς, άρα πάντοτε και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα συνυπάρχουν κατά την ουσία ως υποστάσεις με τον Πατέρα. Από Αυτόν παίρνουν την ύπαρξη και είναι μέσα σ’ Αυτόν φυσικώς πάνω από αιτία και λόγο, όχι όμως ύστερα από Αυτόν, ούτε και έγιναν αργότερα από κάποια αιτία. Γιατί η σχέση μεταξύ των τριών Προσώπων υποδηλώνει τη συνύπαρξή Τους και δεν επιτρέπει αυτά, των οποίων είναι και λέγεται σχέση, να θεωρούνται μεταγενέστερα το ένα από το άλλο.
Αφού λοιπόν αρχίσαμε αυτή την προσευχή, βιαζόμαστε να τιμήσομε την ομοούσια και υπερούσια Τριάδα ως δημιουργική αιτία της υπάρξεώς μας. Επίσης διδασκόμαστε να ομολογούμε τη χάρη της υιοθεσίας, με το να αξιωνόμαστε να ονομάζομε Πατέρα κατά χάρη τον εκ φύσεως Δημιουργό. Έτσι, από σεβασμό προς την ονομασία Εκείνου που μας γέννησε κατά χάρη, θα φροντίζομε να αποτυπώνομε στη ζωή μας τα χαρακτηριστικά του Πατέρα μας αγιάζοντας το όνομά Του πάνω στη γη, μιμούμενοι Αυτόν, αποδεικνύοντας ότι είμαστε παιδιά Του με τα έργα μας, και δοξάζοντας τον αυτουργό αυτής της υιοθεσίας, τον φυσικό Υιό του Πατέρα, με τα νοήματα και τις πράξεις μας. Αγιάζομε το όνομα του κατά χάρη επουρανίου Πατέρα, όταν νεκρώνομε την επιθυμία προς την ύλη και καθαριζόμαστε από τα καταστρεπτικά πάθη, αν βέβαια αγιασμός είναι η τέλεια ακινησία και νέκρωση της επιθυμίας που ενεργεί με την αίσθηση. Όταν φτάσομε σ’ αυτή, καταπραΰνομε και τις άπρεπες κραυγές του θυμού, αφού δεν έχομε πλέον την επιθυμία να τον ερεθίζει και να τον πείθει να υπερασπίζεται τις ηδονές που αυτή θέλει, επειδή η επιθυμία νεκρώθηκε πια με την κατά λόγον αγιότητα. Γιατί ο θυμός είναι φυσικός συνήγορος της επιθυμίας, και τότε παύει να μανιάζει, όταν τη δει νεκρή.
Εύλογα λοιπόν, με την αποβολή του θυμού και της επιθυμίας, επακολουθεί κατά την προσευχή το κράτος της βασιλείας του Θεού σ’ εκείνους που, αφού αποβάλουν αυτά τα δύο πάθη, αξιώνονται να πουν: «Ελθέτω η βασιλεία σου», δηλαδή το Άγιο Πνεύμα, όταν πια με την πραότητα έγιναν ναοί του Θεού δια του Πνεύματος. Γιατί λέει: «σε ποιον θα αναπαυθώ, αν όχι σ’ εκείνον που είναι πράος και ταπεινός και τρέμει τα λόγια μου;»(Ησ. 66, 2) Από αυτό λοιπόν φαίνεται ότι στους ταπεινούς και πράους ανήκει η βασιλεία του Θεού και Πατέρα. Γιατί λέει: «Μακάριοι είναι οι πράοι, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γή»(Ματθ. 5, 5). Ο Θεός δεν υποσχέθηκε να δώσει κληρονομία σ’ όσους τον αγαπούν, αυτή τη γη, η οποία κατέχει εκ φύσεως τη μέση θέση του σύμπαντος, αν βέβαια λέει αλήθεια εκείνος που είπε: «Στην ανάσταση ούτε οι άνδρες έρχονται σε γάμο, ούτε οι γυναίκες παντρεύονται, αλλά είναι όλοι σαν άγγελοι του Θεού στον ουρανό»(Ματθ. 22, 30), και: «Ελάτε σεις οι ευλογημένοι από τον Πατέρα μου να κληρονομήσετε τη βασιλεία που έχει ετοιμαστεί για σας αφότου θεμελιωνόταν ο κόσμος»(Ματθ. 25, 34), και σε άλλο σημείο είπε στον δούλο που εργάστηκε πιστά: «Έλα να συμμετάσχεις στη χαρά του Κυρίου σου»(Ματθ. 25, 21). Και ο θειος Απόστολος στη συνέχεια έλεγε: «Θ’ ακουστεί σάλπισμα και θ’ αναστηθούν πρώτα άφθαρτοι όσοι πέθαναν πιστοί στο Χριστό· έπειτα εμείς που θα έχουμε απομείνει ζωντανοί, θ’ αρπαγούμε μαζί μ’ αυτούς από σύννεφα για να προϋπαντήσομε τον Κύριο στον αέρα. Κι έτσι για πάντα θα είμαστε μαζί με τον Κύριο».(Α΄Θεσ. 4, 16-17)
Κι εμείς λοιπόν —για να επαναλάβω συνοπτικά το νόημα όσων είπα— αν θέλομε να λυτρωθούμε από τον πονηρό και να μην μπούμε σε πειρασμό, ας πιστέψομε στο Θεό και ας συγχωρήσομε όσους μας έφταιξαν. «Γιατί αν δεν συγχωρήσετε, λέει, στους ανθρώπους τα παραπτώματά τους, ούτε τα δικά σας θα συγχωρήσει ο Πατέρας σας ο ουράνιος»(Ματθ. 6, 15). Έτσι όχι μόνο θα πάρομε την άφεση των αμαρτιών μας, αλλά και το νόμο της αμαρτίας θα νικήσομε, και δε θα εγκαταλειφθούμε ώστε να τον δοκιμάσομε, και θα πατήσομε τον γεννήτορα αυτού του νόμου, το πονηρό φίδι, από το οποίο παρακαλούμε να σωθούμε. Στρατηγός θα είναι ο Χριστός που νίκησε τον κόσμο(Ιω. 16, 33), ο Οποίος μας οπλίζει με τους νόμους των εντολών Του και με την αποβολή των παθών συνδέει νόμιμα την ανθρώπινη φύση με τον εαυτό της μέσω της αγάπης· και κινεί ακόρεστα την όρεξή μας προς τον εαυτό Του που είναι άρτος ζωής, σοφίας, γνώσεως και δικαιοσύνης. Και με την εκπλήρωση του πατρικού θελήματος μας κάνει μετόχους της λατρείας των αγγέλων, που θα δείχνομε με τον τρόπο της ζωής μας, κατά πιστή μίμηση των αγγέλων, την επουράνια ευαρέστηση.
Κι από εκεί πάλι μας ανεβάζει στην ακρότατη κορυφή των θείων, στον Πατέρα των φώτων, και μας κάνει κοινωνούς της θείας φύσεως(Β΄Πετρ. 1, 4) με την κατά χάρη μέθεξη του Πνεύματος. Στην κατάσταση αυτή θα είμαστε τέκνα Θεού, έχοντας μέσα μας όλοι χωρίς περιορισμό, με άκρα καθαρότητα, όλο τον κατά φύση Υιό του Πατέρα και χορηγό αυτής της χάρης, από τον οποίο και μέσω του Οποίου και μέσα στον οποίο έχομε και θα έχομε την ύπαρξη, την κίνηση και τη ζωή(Πραξ. 17, 28).
Σ’ αυτό το μυστήριο της θεώσεως ας αποβλέπει ο σκοπός της προσευχής μας, για να μάθομε τι είμαστε και τι μας έκανε η κατά σάρκα κένωση του Μονογενούς, και από ποιο βάθος, εμάς που βρεθήκαμε στο κατώτερο επίπεδο όπου μας κατέβασε το βάρος της αμαρτίας, σε ποιό ύψος μας ανέβασε με τη δύναμη του σπλαχνικού Του χεριού· και ας αγαπήσομε περισσότερο Εκείνον που με τόση σοφία ετοίμασε τη σωτηρία μας. Ας δείξομε ότι με τα έργα μας εκπληρώνεται η προσευχή μας και ας φανούμε ότι κηρύττομε το Θεό αληθινό Πατέρα μας κατά χάρη. Να μη φανούμε από τα πράγματα ότι έχομε πατέρα του βίου μας τον πονηρό, που πάντοτε προσπαθεί να εξουσιάζει τυραννικά με τα πάθη της ατιμίας, και ότι, χωρίς να το καταλάβομε, ανταλλάζομε τη ζωή με τον θάνατο. Γιατί και οι δύο εκ φύσεως μεταδίδουν τα δικά τους ιδιώματα ο καθένας σ’ εκείνους που πηγαίνουν με το μέρος τους· ο ένας χορηγεί αιώνια ζωή σ’ όσους τον αγαπούν, ο άλλος προκαλεί το θάνατο σ’ όσους τον πλησιάζουν, με τους εκούσιους πειρασμούς που υποβάλλει.
Ἡ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος δέν ἐνεργεῖ σοφία στούς ἁγίους, χωρίς τό νοῦ πού δέχεται τήν σοφία· οὔτε γνώση, χωρίς τήν δύναμιν τοῦ λογικοῦ πού δέχεται τήν γνώση· οὔτε πίστη χωρίς τήν πληροφορία τοῦ νοῦ καί τοῦ λογικοῦ περί τῶν μελλόντων, πού ἦταν ὡς τότε ἄδηλα σέ ὅλους· οὔτε χαρίσματα ἰμάτων, χωρίς φυσική φιλανθρωπία· οὔτε κανένα ἄλλο ἀπό τά λοιπά χαρίσματα, χωρίς τήν δεκτική ἱκανότητα καί δύναμη τοῦ καθενός. Οὔτε πάλι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀποκτήσει ἀπό φυσική του δύναμιν ἕνα ἀπό τά χαρίσματα πού ἀριθμήσαμε, χωρίς τήν θεία δύναμη πού τά χορηγεῖ. Τό φανερώνουν αὐτό ὅλοι οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ὕστερα ἀπό τίς ἀποκαλύψεις τῶν θείων ζητοῦν τούς λόγους ὅσων τούς ἀποκαλύφθηκαν.
ΚΑΘΟΤΙ ΜΑΣ ΕΙΣΗΓΑΓΕ ΑΠΕΙΛΗΤΙΚΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ ΜΕΙΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ ΚΑΙ ΝΙΚΟΛΑΟ, ΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΝΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ Η ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΕΞΑΕΡΩΣΕΙ ΤΗΝ ΣΠΟΥΔΑΙΟΦΑΝΕΙΑ ΤΟΥ ΤΟΝΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΩΝ. ΣΤΗΝ ΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΩΝ. ΑΥΤΟ ΣΗΜΑΙΝΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥΤΟΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΘΑ ΧΑΘΕΙ, ΚΑΤ' ΑΡΧΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΑΣΤΟΤΕ ΑΛΛΑΓΗ ΝΟΟΤΡΟΠΙΑΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ, ΤΟΥ ΣΑΝ ΘΕΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. ΜΑΖΙ ΜΕ ΕΜΑΣ ΠΟΥ ΘΑ ΤΑΥΤΙΣΤΟΥΜΕ ΜΑΖΙ ΤΟΥ.
5 σχόλια:
Απάντηση της Τεχνητής Νοημοσύνης περί οντολογίας του Ζηζιούλα και των επιρροών του από τον Χάιντεγκερ:
Η οντολογία του Ζιζιούλα αναφέρεται συχνά ως "οντολογία της κοινωνίας", η οποία υποστηρίζει ότι το Είναι είναι θεμελιωδώς σχεσιακό και ότι όλα τα πράγματα υπάρχουν σε κοινωνία μεταξύ τους. Αυτή η ιδέα της κοινωνίας συνδέεται στενά με την έννοια του προσώπου, την οποία ορίζει ως "ύπαρξη σε κοινωνία" με τους άλλους.
Το έργο του Ζηζιούλα άσκησε επιρροή στη διαμόρφωση των σύγχρονων συζητήσεων για την οντολογία και υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικό στη χριστιανική θεολογία. Έχει γράψει πολυάριθμα βιβλία σχετικά με το θέμα, μεταξύ των οποίων και το "Being as Communion: Studies in Personhood and the Church", "Communion and Otherness: Περαιτέρω μελέτες για το πρόσωπο και την Εκκλησία" και "Remembering the Future: Μια εσχατολογική οντολογία".
Ο Ζηζιούλας έχει αναγνωρίσει την επιρροή του Γερμανού φιλοσόφου Μάρτιν Χάιντεγκερ στη σκέψη του για την οντολογία. Ο Χάιντεγκερ είναι γνωστός για το επιδραστικό έργο του "Το Είναι και ο Χρόνος", το οποίο θεωρείται κλασικό έργο της φιλοσοφίας του 20ού αιώνα.
Ο Ζηζιούλας έχει αξιοποιήσει συγκεκριμένα τη διάκριση του Χάιντεγκερ μεταξύ "οντικής" και "οντολογικής" σκέψης, η οποία τονίζει τη σημασία της σκέψης για τη φύση του όντος στο σύνολό του και όχι απλώς της εστίασης σε μεμονωμένα όντα ή οντότητες. Ο Zizioulas έχει επίσης επηρεαστεί από την έννοια του "thrownness" του Heidegger, η οποία αναφέρεται στην ιδέα ότι τα άτομα "ρίχνονται" στον κόσμο και πρέπει να περιηγηθούν στην ύπαρξή τους μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ιστορικών και πολιτισμικών επιρροών.
Ωστόσο, ο Ζηζιούλας έχει επίσης ασκήσει κριτική στη φιλοσοφία του Χάιντεγκερ, ιδίως στην έμφαση που δίνει στο άτομο ως κέντρο της οντολογίας. Ο Ζηζιούλας έχει υποστηρίξει ότι αυτή η ατομικιστική προοπτική δεν αποτυπώνει πλήρως τη σχεσιακή φύση της ύπαρξης, η οποία πιστεύει ότι είναι κεντρική για τη χριστιανική κατανόηση της οντολογίας.
Συνολικά, ενώ ο Ζηζιούλας έχει επηρεαστεί από τη σκέψη του Χάιντεγκερ για την οντολογία, έχει επίσης αναπτύξει τη δική του μοναδική προσέγγιση στο θέμα, η οποία διαπνέεται από τη χριστιανική του πίστη και την κατανόηση της σημασίας της σχεσιακότητας και της κοινότητας.
Βίντεο που περιγράφουν την σκέψη του Ζηζιούλα με εικόνες και σχηματάκια. John Zizioulas on the Trinity: https://www.youtube.com/watch?v=kXXL221dXhw
Being as Communion - Zizioulas on Personhood : https://www.youtube.com/watch?v=J2R7xVPAdJw
και ο ίδιος ο Ζηζιούλας An Ontology of Love: A Patristic Reading of Dietrich von Hildebrand's "The Nature of Love." : https://www.youtube.com/watch?v=Gb03EKI6maw
https://www.youtube.com/watch?v=NU2S5gMSpiw
Στην παρούσα εργασία, ο Ιωάννης Ζηζιούλας χρησιμοποιεί τη θεολογία του Αγίου Μαξίμου ως κριτήριο για τον θεολογικό περσοναλισμό εν γένει και ειδικότερα για το δικό του έργο. Ο Ζηζιούλας προσφέρει διευκρινίσεις σχετικά με την υποτιθέμενη διχοτόμηση μεταξύ φύσης και προσώπου και τη σύγκρουση μεταξύ αυτών των δύο στο έργο του.
«Ελευθερία από τη φύση» σημαίνει, στα γραπτά του Ζηζιούλα, να μην είναι υπόδουλο το ιδιαίτερο στο καθολικό δίνοντας προτεραιότητα στην ουσία έναντι της υπόστασης στην οντολογία και στο επίπεδο της εμπειρίας (το λεγόμενο «υπαρξιακό») να αναζητά τη λύτρωση από την παρούσα (πτώση) κατάσταση ύπαρξης στην οποία η φύση μας επιβάλλεται ως αναγκαιότητα (ἀναγκαίως, κατά τα λόγια του αγίου Μαξίμου), ιδιαίτερα μέσω του ατομικισμού (τόσο με την οντολογική όσο και με την ηθική του έννοια) και τον θάνατο.
Αυτή η λύτρωση προσφέρεται από τον Χριστό και αποτελεί το αντικείμενο του ασκητισμού. Η φύση και το πρόσωπο συνδέονται μεταξύ τους στην οντολογία ως το γενικό (καθολικό) με το συγκεκριμένο, ή το «ένα» με το «άλλο» (ή «τα πολλά»): δεν υπάρχει φύση χωρίς πρόσωπο και το αντίστροφο. Και δεν υπάρχει καμία σύγκρουση μεταξύ αυτών των δύο, παρά μόνο στην έκπτωτη κατάσταση της ύπαρξης. Η φύση και το πρόσωπο αποτελούν δύο αχώριστες όψεις της ύπαρξης. Ωστόσο —και έχει επιμείνει σε αυτό στα γραπτά του— υπάρχει μια δυναμική, μια κίνηση, στο Είναι, ένα είδος «αιτιότητας». Φύση και πρόσωπο δεν συνυπάρχουν στατικά και «συμμετρικά», ούτε στον Θεό ούτε στη δημιουργία. Ο θεολογικός περσοναλισμός προορίζεται να επιβεβαιώσει, όχι να μειώσει, τον δυναμισμό της φύσης, όχι, ωστόσο, επιτρέποντας στη φύση να είναι «αυθύπαρκτη» (ο Μάξιμος, όπως είδαμε, απορρίπτει τον ορισμό της ουσίας από τους φιλοσόφους ως «αυτο-υπαρκτό: αυθύπαρκτο») και αυτο-κινούμενο, αλλά κάνοντας το άτομο να κινείται και να υψώνει τη φύση πάνω από τη φύση (ὑπὲρ φύσιν), δηλ. απελευθερώνοντάς την από τον φαύλο κύκλο της ταυτολογίας της αυθυπαρξίας στην οποία την έχει καταδικάσει ένας συγκεκριμένος τύπος φιλοσοφίας.
Φύση καί υπόσταση δέν ταυτίζονται στό Θεό, ούτε φύση καί ουσία, ούτε ενέργειες καί ουσία. Υπάρχουν περί τήν υπόσταση καί τήν ουσία. Ο Χριστός τί ένωσε; Ποιός δημιούργησε τήν φύση; Εγινε κάποιο λάθος καί ήρθε νά τό διορθώσει; Στόν άνθρωπο υπάρχει ουσία πρώτη, ουσία δεύτερη. Υπάρχει σάν κατηγορία καί σάν σημείο αναφοράς, σάν δυνάμει καί ενεργεία. Η ουσία όπως τό κάλλος ή τό αγαθό υπάτχει επέκεινα αλλά καί στό κέντρο τού πολιτισμού. Ο ανθρωπισμός δημιούργησε τό άτομο μέ τίς ιδιότητές του,τό καθόλου. Η εξατομίκευση δημιουργούσε τό πρόσωπο, τήν σάρκωση αυτών τών ιδιοτήτων μιάς εποχής σέ έναν πρωτοπόρο, σέ ένα αρχέτυπο, όπως ο Περικλής τού χρυσού αιώνος. Ο υπαρξισμός στηρίχθηκε στούς λόγους τής φύσης διά τών οποίων εξέφρασε τό πνεύμα τής εποχής. Υπάρχουν όμως οι λόγοι χωρίς τόν Λόγο ή οι ενέργειες χωρίς τήν ουσία; ο υπαρξισμός έδωσε τό πρωτείο στό μέρος νά δημιουργήσει τό όλον, νά προάγει τήν ιστορία πρός τά έσχατα δημιουργώντας νέον εαυτό. Αποδομώντας τόν εαυτό τής δημιουργίας καί δημιουργώντας μέ τά ήδη υπάρχοντα υλικά έναν νέο εαυτό ο οποίος δέν είναι πλέον πνευματική ιδιοκτησία τού θεού. Η λύτρωση δέν προσφέρεται σέ όλους από τόν Χριστό. Η μαύρη τρύπα τής θεολογίας τής ιστορίας. ΔΕΝ ΣΩΖΟΝΤΑΙ ΟΛΟΙ.
Δημοσίευση σχολίου