Συνέχεια από: Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2025
ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ
Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ
Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ, 1971
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
«ΕΧΘΡΟΣ» ΚΑΙ «ΘΑΝΑΤΟΣ»
Ἡ ἄσκηση, λοιπόν, εἶναι μιὰ στάση ζωῆς, ἕνας τρόπος νὰ δεχτῆ κανεὶς τὴ δεδομένη ἀνταρσία τῆς φύσεως ποὺ εἶναι «ἐχθρὸς» καὶ «θάνατος». Δὲν μποροῦμε νὰ ὁλοκληρώσουμε τὸ συνοπτικὸ αὐτὸ διάγραμμα τῆς ἀσκήσεως χωρὶς νὰ ἐπανέλθουμε στὶς πνευματικές προϋποθέσεις τοῦ βιασμοῦ τῆς φύσεως καὶ ξεχωριστὰ στὴν ταπεινοφροσύνη. Χωρισμένη ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη, ἀπὸ τὸ μακάριο πένθος, τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, τὴ συντριβὴ τῆς καρδίας, ἡ ἄσκηση εἶναι ἀτελέσφορη καὶ ἀνώφελη.
«Δι᾿ ἀπάθειαν ἀκροτάτην καὶ πλοῦτον χαρισμάτων
καὶ θαυμάτων ἐνέργειαν καὶ προγνώσεως δύναμιν
πολλοὶ τὰ ἑαυτῶν σώματα εἰκὴ κατατρίβουσιν·
λαθόντες οἱ τάλανες ἑαυτούς,
ὡς οὐ πόνοι, ἀλλὰ μᾶλλον ταπείνωσις
τῶν τοιούτων μήτηρ καθέστηκεν».47
Ἡ ἐνδημία τῆς Χάρης ποὺ ἀποκαθιστᾶ τὴ φύση στις πραγματικές της δυνατότητες δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι καρπὸς μιᾶς ἀσκητικῆς «τεχνικῆς», τοῦ ὑποπιασμοῦ τοῦ σώματος καὶ μόνο. Εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς καθολικῆς ἀλλαγῆς στὴ στάση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στὸ Θεό, αὐτῆς τῆς «μετάνοιας» ποὺ εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη.
Γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο
«κενόδοξος ἀσκητὴς ἀδικεῖται διπλῶς·
τὸ μὲν σῶμα κατατήκων,
τὸν δὲ μισθὸν μὴ λαμβάνων».48
Οἱ διατυπώσεις αὐτὲς τῆς Κλίμακος ἐπισημαίνουν τὸν σχετικὸ χαρακτήρα τῆς ἀσκήσεως, παρ᾿ ὅλη τὴν προτεραιότητα ποὺ ἔχει ἡ ἄσκηση στὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν. Δὲν διστάζει ὁ ἀπογραφέας τῆς ἀσκητικῆς ἐμπειρίας νὰ ἀπορρίψη ἐντελῶς τὴν ἄσκηση προκειμένου νὰ τονιστῇ ἡ ἀξία καὶ τὸ πρωτεῖο τῆς ταπεινοφροσύνης:
«Οὐκ ἐνήστευσα, οὐκ ἠγρύπνησα, οὐκ ἐχαμεύνησα,
ἀλλ᾽ ἐταπεινώθην, φησί,
καὶ ἔσωσέ με ὁ Κύριος».49
Μόνη ἡ σωματικὴ στέρηση καὶ κακοπάθεια δὲν ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν αὐτάρκεια ποὺ εἶναι ἡ αἰτία τοῦ χωρισμοῦ του ἀπὸ τὸν Θεό. Πρέπει νὰ παραιτηθῆ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν πεποίθηση στις δικές του δυνάμεις, νὰ παραιτηθῆ καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν πεποίθηση στὴν ἀξία τῶν κόπων καὶ τῶν προσπαθειών του. Γι' αὐτὸ καὶ μόνο ἡ ταπεινοφροσύνη ὑποτάσσει οὐσιαστικὰ καὶ ὄχι ἐφήμερα τὸ ἐπαναστατημένο θέλημα τῆς σαρκός.
«Ὁ μὲν ἐξ ἱδρώτων καὶ μόχθων πολεμῶν τούτῳ τῷ ἀντιδίκῳ,
τῷ καταδήσαντι βρυλλίῳ τὸν ἐχθρὸν αὐτοῦ ἔοικεν·
ὁ δὲ ἐξ ἐγκρατείας καὶ ἀγρυπνίας,
τῷ κλοιὰ τούτῳ περιβάλλοντι
ὁ δὲ διὰ ταπεινοφροσύνης καὶ ἀοργησίας καὶ δίψης,
τῷ ἀποκτείναντι τὸν πολέμιον, καὶ ἐν ψάμμῳ κρύψαντι·
ψάμμον νοήσεις τὴν ταπείνωσιν
οὐ γὰρ τρέφει παθῶν βοσκήν,
ἀλλ᾽ ἔστι γῆ καὶ σποδός».50
Περισσότερο συγκεκριμένα προσδιορίζονται ἀλλοῦ τέσσερες βαθμίδες, τέσσερα προοδευτικά στάδια ὡς τὴν τελικὴ ὑποταγὴ τῆς ἀνταρσίας τῆς φύσεως: Πρῶτο στάδιο εἶναι ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀσθένειας ποὺ δυναστεύει τὴ φύση – καὶ ἡ ἀσθένεια ἀναφέρεται τόσο στὴν ψυχὴ ὅσο καὶ στὸ σῶμα. Δεύτερο στάδιο εἶναι ἡ ἐγκράτεια τῆς τροφῆς. Τρίτο, ἡ ὑπακοή. Καὶ τέταρτη, τελικὴ βαθμίδα, ἡ ταπείνωση:
«Αν ἐναργῶς γνῶς τὴν ἐμὴν (τῆς φύσεως) καὶ σὺν (τῆς ψυχῆς) βαθεῖαν, ἀσθένειαν,
ἔδησάς μου τὰς χεῖρας·
ἂν τὸν λαιμὸν βασανίσης,
ἔδησάς μου τοὺς πόδας, τοῦ μὴ πρόσω βαδίζειν·
ἂν ζευχθῇς ὑπακοῇ,
ἐμοῦ ἀπεζεύχθης
ἂν κτήσῃ ταπείνωσιν,
ἐμοῦ τὴν κεφαλὴν ἀπέκοψας».51
Ἡ ταπείνωση καὶ οἱ ἄλλες πνευματικές προϋποθέσεις γιὰ τὴν καταστολὴ τῆς ἀνταρσίας τῆς φύσεως τονίζουν πάντοτε τὸ μυστήριο τῆς «συγκράσεως» ὑλικῆς καὶ πνευματικῆς φύσεως στὸν ἄνθρωπο, ἀναφέρουν τὴ σωματικὴ προσπάθεια τῆς ἀσκήσεως σὲ μια καθολική στάση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στὸ Θεό. Ὅταν τὸ σῶμα ζητάη μὲ τὴν ἄσκηση νὰ πειθαρχήση στὸν «κατὰ φύσιν» προορισμό του, νὰ ἀρνηθῆ τὶς ἐπαναστατημένες ἐπιθυμίες τῆς φύσεως, ἡ προσπάθειά του μένει ἀτελέσφορη, ἂν καὶ τὸ πνεῦμα δὲν ἀρνηθῆ τὴν αὐτάρκεια καὶ αὐτονομία του καὶ δὲν πειθαρχήση στὴν ἐπίγνωση τῆς «κατὰ φύσιν» μικρότητός του ἔναντι τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ταπείνωση. Τελικά, τόσο ἡ σωματικὴ ὅσο καὶ ἡ πνευματική προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου ἀναφέρονται σὲ μιὰ κοινὴ περιοχή ζωῆς, ὁρίζουν μιὰ κοινὴ στάση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου, μιὰ στάση ποὺ ἐπηρεάζεται τόσο ἀπὸ τὶς σωματικὲς ὅσο καὶ τὶς πνευματικές παρεκτροπές.
«Αν δήσω νηστείᾳ τοῦτο (τὸ σῶμα)
κατακρίνας τὸν πλησίον, πάλιν αὐτῷ παραδίδομαι·
ἂν τὸ κρίνειν παύσας τοῦτο νικήσας,
ὑψωθεὶς τῇ καρδίᾳ, κατηνέχθην ἐν τούτῳ».52
Ἡ ταπεινοφροσύνη σημαίνει τὴν παραίτηση καὶ ἀπὸ τὴν πεποίθηση στὴ σωματική προσπάθεια, δηλαδὴ τὴν προσαγωγὴ τοῦ ὅλου ἀνθρώπου στὸν Θεό, τὴν ἐγκατάλειψη στὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ μόνο κάθε ἐλπίδας γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸν «κατὰ φύσιν» προορισμό του.
«Ὁ τὴν ἑαυτοῦ σάρκα βουληθεὶς νικῆσαι ἢ πολεμῆσαι ἐξ ἑαυτοῦ
εἰς μάτην τρέχει·
ἐὰν γὰρ μὴ Κύριος καταλύσῃ οἶκον σαρκὸς
καὶ οἰκοδομήσῃ οἶκον ψυχῆς,
εἰς μάτην ἐνήστευσε καὶ ἠγρύπνησεν ὁ καταλύειν βουλόμενος».53
Τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα ὑποτάσσονται στὴν κυριαρχία τοῦ θείου θελήματος γιατὶ ἔχουν τὴν ὀργανική τους ἀναφορὰ καὶ τὴ φυσική τους καταβολὴ στὸ θεῖο θέλημα, εἶναι ποίημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ταπείνωση, ὡς προϋπόθεση τῆς ἀσκήσεως, εἶναι ἡ ἀναγνώριση τῆς σχέσεως μὲ τὸν Δημιουργό, ἡ ἀναφορὰ τῆς κτίσεως στὸν Κτίστη. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ καυχηθῆ μόνο γιὰ κατορθώματα ποὺ τὰ πέτυχε μὲ δεδομένα ἄλλα ἀπὸ τὴ σωματική - κοσμική παρουσία του ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ καυχηθῆ γιὰ κανένα δικό του κατόρθωμα.
«Ὅσας ἐκτὸς τοῦ νοὸς ἀρετὰς κατώρθωκας,
αὗται καὶ μόναι σαὶ τυγχάνουσι·
τὸν γὰρ νοῦν ὁ Θεὸς ἐδωρήσατο.
Ὅσα ἐκτὸς τοῦ σώματος ἐπεδείξω ἆθλα,
ἐκ μόνης τῆς σῆς σπουδῆς γεγόνασι˙
τὸ γὰρ σῶμα οὐ σόν, ἀλλὰ Θεοῦ ποίημα».54
Τὸ τέλος, λοιπόν, τῆς ἀσκήσεως δὲν εἶναι τὸ ἀνθρώπινο ἐπίτευγμα, ἀλλὰ ἡ ἐπιστροφὴ στὴ φυσικὴ - ὀργανικὴ ἀναφορὰ καὶ σχέση μὲ τὸν Θεό. Συμβαίνει κάποτε νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι τόσο ἀποκλειστικὰ ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὶς μέριμνες τοῦ κόσμου καὶ τὴ βιοτικὴ περίσπαση, ὥστε νὰ ἀπαρνοῦνται γιὰ χάρη αὐτῶν τῶν μεριμνῶν καὶ φροντίδων τὶς ἡδονὲς τοῦ σώματος. ᾿Αλλὰ μιὰ τέτοια «ἀπάθεια» δὲν ἔχει τὴν παραμικρή σχέση μὲ τοὺς στόχους τῆς ἀσκήσεως, μὲ τὴν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἐπιστροφή του στὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό, εἶναι ἕνα φαινόμενο συμπτωματικὸ καὶ ἀποδεικνύεται ἀμέσως ἡ σαθρότητα τοῦ ἐπιτεύγματος μέσα στὸ πειρατήριο τῆς πραγματικῆς ἀσκήσεως:
«Πολλοὺς τεθέαμαι ἐν κόσμῳ
ὑπὸ μεριμνῶν καὶ φροντίδων καὶ ἀδολεσχιῶν καὶ ἀγρυπνιῶν βιοτικών
τὴν τοῦ οἰκείου σώματος μανίαν ἐκφυγόντας·
ἐν ἀμεριμνησίᾳ δὲ πάσῃ πρὸς τὸν μονήρη βίον ἐληλυθότες οἱ τοιοῦτοι,
ἐλεεινῶς ὑπὸ τῆς τοῦ σώματος κινήσεως ἐρρυπώθησαν».55
Στὸν ἀπερίσπαστο βίο τῆς ἀναχωρήσεως τὰ πνευματικὰ ἐπιτεύγματα κρίνονται καθεαυτά, χωρὶς κίνδυνο πλάνης κοσμικῆς. Γι' αὐτὸ καὶ τὸ τέλειο μέτρο τῆς ἀσκήσεως τὸ δίνουν πάντοτε οἱ μοναχοί. Προκειμένου γιὰ τὴν ἀντίσταση στὴν ἀνταρσία τῆς φύσεως ἡ ὀρθόδοξη πνευματικὴ παράδοση ἀναφέρεται πρωταρχικὰ στὸ ἰδανικὸ τῆς μοναχικῆς ἀναχωρήσεως, στὴν ἀποκλειστικὴ αὐτὴ σπουδὴ καὶ στὴν καθαρότητα τῶν κριτηρίων τῆς ἐμπειρικῆς ἀνθρωπογνωσίας.
Σημειώσεις
47. ΚΑ΄ κε΄ 107. 48. ΚΑ΄ στ΄ 106.
49. ΚΕ΄ ιδ' 119. 50. IE΄ 87.
51. ΙΕ΄ πγ΄ 97. 52. ΙΕ΄ πγ΄ 97.
53. ΙΕ΄ κα΄ 78-88. 54. ΚΒ΄ ιστ΄ 110.
55. Β΄ ιβ΄ 22.
«Δι᾿ ἀπάθειαν ἀκροτάτην καὶ πλοῦτον χαρισμάτων
καὶ θαυμάτων ἐνέργειαν καὶ προγνώσεως δύναμιν
πολλοὶ τὰ ἑαυτῶν σώματα εἰκὴ κατατρίβουσιν·
λαθόντες οἱ τάλανες ἑαυτούς,
ὡς οὐ πόνοι, ἀλλὰ μᾶλλον ταπείνωσις
τῶν τοιούτων μήτηρ καθέστηκεν».47
Ἡ ἐνδημία τῆς Χάρης ποὺ ἀποκαθιστᾶ τὴ φύση στις πραγματικές της δυνατότητες δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι καρπὸς μιᾶς ἀσκητικῆς «τεχνικῆς», τοῦ ὑποπιασμοῦ τοῦ σώματος καὶ μόνο. Εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς καθολικῆς ἀλλαγῆς στὴ στάση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στὸ Θεό, αὐτῆς τῆς «μετάνοιας» ποὺ εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη.
Γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο
«κενόδοξος ἀσκητὴς ἀδικεῖται διπλῶς·
τὸ μὲν σῶμα κατατήκων,
τὸν δὲ μισθὸν μὴ λαμβάνων».48
Οἱ διατυπώσεις αὐτὲς τῆς Κλίμακος ἐπισημαίνουν τὸν σχετικὸ χαρακτήρα τῆς ἀσκήσεως, παρ᾿ ὅλη τὴν προτεραιότητα ποὺ ἔχει ἡ ἄσκηση στὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν. Δὲν διστάζει ὁ ἀπογραφέας τῆς ἀσκητικῆς ἐμπειρίας νὰ ἀπορρίψη ἐντελῶς τὴν ἄσκηση προκειμένου νὰ τονιστῇ ἡ ἀξία καὶ τὸ πρωτεῖο τῆς ταπεινοφροσύνης:
«Οὐκ ἐνήστευσα, οὐκ ἠγρύπνησα, οὐκ ἐχαμεύνησα,
ἀλλ᾽ ἐταπεινώθην, φησί,
καὶ ἔσωσέ με ὁ Κύριος».49
Μόνη ἡ σωματικὴ στέρηση καὶ κακοπάθεια δὲν ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν αὐτάρκεια ποὺ εἶναι ἡ αἰτία τοῦ χωρισμοῦ του ἀπὸ τὸν Θεό. Πρέπει νὰ παραιτηθῆ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν πεποίθηση στις δικές του δυνάμεις, νὰ παραιτηθῆ καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν πεποίθηση στὴν ἀξία τῶν κόπων καὶ τῶν προσπαθειών του. Γι' αὐτὸ καὶ μόνο ἡ ταπεινοφροσύνη ὑποτάσσει οὐσιαστικὰ καὶ ὄχι ἐφήμερα τὸ ἐπαναστατημένο θέλημα τῆς σαρκός.
«Ὁ μὲν ἐξ ἱδρώτων καὶ μόχθων πολεμῶν τούτῳ τῷ ἀντιδίκῳ,
τῷ καταδήσαντι βρυλλίῳ τὸν ἐχθρὸν αὐτοῦ ἔοικεν·
ὁ δὲ ἐξ ἐγκρατείας καὶ ἀγρυπνίας,
τῷ κλοιὰ τούτῳ περιβάλλοντι
ὁ δὲ διὰ ταπεινοφροσύνης καὶ ἀοργησίας καὶ δίψης,
τῷ ἀποκτείναντι τὸν πολέμιον, καὶ ἐν ψάμμῳ κρύψαντι·
ψάμμον νοήσεις τὴν ταπείνωσιν
οὐ γὰρ τρέφει παθῶν βοσκήν,
ἀλλ᾽ ἔστι γῆ καὶ σποδός».50
Περισσότερο συγκεκριμένα προσδιορίζονται ἀλλοῦ τέσσερες βαθμίδες, τέσσερα προοδευτικά στάδια ὡς τὴν τελικὴ ὑποταγὴ τῆς ἀνταρσίας τῆς φύσεως: Πρῶτο στάδιο εἶναι ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀσθένειας ποὺ δυναστεύει τὴ φύση – καὶ ἡ ἀσθένεια ἀναφέρεται τόσο στὴν ψυχὴ ὅσο καὶ στὸ σῶμα. Δεύτερο στάδιο εἶναι ἡ ἐγκράτεια τῆς τροφῆς. Τρίτο, ἡ ὑπακοή. Καὶ τέταρτη, τελικὴ βαθμίδα, ἡ ταπείνωση:
«Αν ἐναργῶς γνῶς τὴν ἐμὴν (τῆς φύσεως) καὶ σὺν (τῆς ψυχῆς) βαθεῖαν, ἀσθένειαν,
ἔδησάς μου τὰς χεῖρας·
ἂν τὸν λαιμὸν βασανίσης,
ἔδησάς μου τοὺς πόδας, τοῦ μὴ πρόσω βαδίζειν·
ἂν ζευχθῇς ὑπακοῇ,
ἐμοῦ ἀπεζεύχθης
ἂν κτήσῃ ταπείνωσιν,
ἐμοῦ τὴν κεφαλὴν ἀπέκοψας».51
Ἡ ταπείνωση καὶ οἱ ἄλλες πνευματικές προϋποθέσεις γιὰ τὴν καταστολὴ τῆς ἀνταρσίας τῆς φύσεως τονίζουν πάντοτε τὸ μυστήριο τῆς «συγκράσεως» ὑλικῆς καὶ πνευματικῆς φύσεως στὸν ἄνθρωπο, ἀναφέρουν τὴ σωματικὴ προσπάθεια τῆς ἀσκήσεως σὲ μια καθολική στάση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στὸ Θεό. Ὅταν τὸ σῶμα ζητάη μὲ τὴν ἄσκηση νὰ πειθαρχήση στὸν «κατὰ φύσιν» προορισμό του, νὰ ἀρνηθῆ τὶς ἐπαναστατημένες ἐπιθυμίες τῆς φύσεως, ἡ προσπάθειά του μένει ἀτελέσφορη, ἂν καὶ τὸ πνεῦμα δὲν ἀρνηθῆ τὴν αὐτάρκεια καὶ αὐτονομία του καὶ δὲν πειθαρχήση στὴν ἐπίγνωση τῆς «κατὰ φύσιν» μικρότητός του ἔναντι τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ταπείνωση. Τελικά, τόσο ἡ σωματικὴ ὅσο καὶ ἡ πνευματική προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου ἀναφέρονται σὲ μιὰ κοινὴ περιοχή ζωῆς, ὁρίζουν μιὰ κοινὴ στάση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου, μιὰ στάση ποὺ ἐπηρεάζεται τόσο ἀπὸ τὶς σωματικὲς ὅσο καὶ τὶς πνευματικές παρεκτροπές.
«Αν δήσω νηστείᾳ τοῦτο (τὸ σῶμα)
κατακρίνας τὸν πλησίον, πάλιν αὐτῷ παραδίδομαι·
ἂν τὸ κρίνειν παύσας τοῦτο νικήσας,
ὑψωθεὶς τῇ καρδίᾳ, κατηνέχθην ἐν τούτῳ».52
Ἡ ταπεινοφροσύνη σημαίνει τὴν παραίτηση καὶ ἀπὸ τὴν πεποίθηση στὴ σωματική προσπάθεια, δηλαδὴ τὴν προσαγωγὴ τοῦ ὅλου ἀνθρώπου στὸν Θεό, τὴν ἐγκατάλειψη στὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ μόνο κάθε ἐλπίδας γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸν «κατὰ φύσιν» προορισμό του.
«Ὁ τὴν ἑαυτοῦ σάρκα βουληθεὶς νικῆσαι ἢ πολεμῆσαι ἐξ ἑαυτοῦ
εἰς μάτην τρέχει·
ἐὰν γὰρ μὴ Κύριος καταλύσῃ οἶκον σαρκὸς
καὶ οἰκοδομήσῃ οἶκον ψυχῆς,
εἰς μάτην ἐνήστευσε καὶ ἠγρύπνησεν ὁ καταλύειν βουλόμενος».53
Τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα ὑποτάσσονται στὴν κυριαρχία τοῦ θείου θελήματος γιατὶ ἔχουν τὴν ὀργανική τους ἀναφορὰ καὶ τὴ φυσική τους καταβολὴ στὸ θεῖο θέλημα, εἶναι ποίημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ταπείνωση, ὡς προϋπόθεση τῆς ἀσκήσεως, εἶναι ἡ ἀναγνώριση τῆς σχέσεως μὲ τὸν Δημιουργό, ἡ ἀναφορὰ τῆς κτίσεως στὸν Κτίστη. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ καυχηθῆ μόνο γιὰ κατορθώματα ποὺ τὰ πέτυχε μὲ δεδομένα ἄλλα ἀπὸ τὴ σωματική - κοσμική παρουσία του ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ καυχηθῆ γιὰ κανένα δικό του κατόρθωμα.
«Ὅσας ἐκτὸς τοῦ νοὸς ἀρετὰς κατώρθωκας,
αὗται καὶ μόναι σαὶ τυγχάνουσι·
τὸν γὰρ νοῦν ὁ Θεὸς ἐδωρήσατο.
Ὅσα ἐκτὸς τοῦ σώματος ἐπεδείξω ἆθλα,
ἐκ μόνης τῆς σῆς σπουδῆς γεγόνασι˙
τὸ γὰρ σῶμα οὐ σόν, ἀλλὰ Θεοῦ ποίημα».54
Τὸ τέλος, λοιπόν, τῆς ἀσκήσεως δὲν εἶναι τὸ ἀνθρώπινο ἐπίτευγμα, ἀλλὰ ἡ ἐπιστροφὴ στὴ φυσικὴ - ὀργανικὴ ἀναφορὰ καὶ σχέση μὲ τὸν Θεό. Συμβαίνει κάποτε νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι τόσο ἀποκλειστικὰ ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὶς μέριμνες τοῦ κόσμου καὶ τὴ βιοτικὴ περίσπαση, ὥστε νὰ ἀπαρνοῦνται γιὰ χάρη αὐτῶν τῶν μεριμνῶν καὶ φροντίδων τὶς ἡδονὲς τοῦ σώματος. ᾿Αλλὰ μιὰ τέτοια «ἀπάθεια» δὲν ἔχει τὴν παραμικρή σχέση μὲ τοὺς στόχους τῆς ἀσκήσεως, μὲ τὴν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἐπιστροφή του στὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό, εἶναι ἕνα φαινόμενο συμπτωματικὸ καὶ ἀποδεικνύεται ἀμέσως ἡ σαθρότητα τοῦ ἐπιτεύγματος μέσα στὸ πειρατήριο τῆς πραγματικῆς ἀσκήσεως:
«Πολλοὺς τεθέαμαι ἐν κόσμῳ
ὑπὸ μεριμνῶν καὶ φροντίδων καὶ ἀδολεσχιῶν καὶ ἀγρυπνιῶν βιοτικών
τὴν τοῦ οἰκείου σώματος μανίαν ἐκφυγόντας·
ἐν ἀμεριμνησίᾳ δὲ πάσῃ πρὸς τὸν μονήρη βίον ἐληλυθότες οἱ τοιοῦτοι,
ἐλεεινῶς ὑπὸ τῆς τοῦ σώματος κινήσεως ἐρρυπώθησαν».55
Στὸν ἀπερίσπαστο βίο τῆς ἀναχωρήσεως τὰ πνευματικὰ ἐπιτεύγματα κρίνονται καθεαυτά, χωρὶς κίνδυνο πλάνης κοσμικῆς. Γι' αὐτὸ καὶ τὸ τέλειο μέτρο τῆς ἀσκήσεως τὸ δίνουν πάντοτε οἱ μοναχοί. Προκειμένου γιὰ τὴν ἀντίσταση στὴν ἀνταρσία τῆς φύσεως ἡ ὀρθόδοξη πνευματικὴ παράδοση ἀναφέρεται πρωταρχικὰ στὸ ἰδανικὸ τῆς μοναχικῆς ἀναχωρήσεως, στὴν ἀποκλειστικὴ αὐτὴ σπουδὴ καὶ στὴν καθαρότητα τῶν κριτηρίων τῆς ἐμπειρικῆς ἀνθρωπογνωσίας.
Σημειώσεις
47. ΚΑ΄ κε΄ 107. 48. ΚΑ΄ στ΄ 106.
49. ΚΕ΄ ιδ' 119. 50. IE΄ 87.
51. ΙΕ΄ πγ΄ 97. 52. ΙΕ΄ πγ΄ 97.
53. ΙΕ΄ κα΄ 78-88. 54. ΚΒ΄ ιστ΄ 110.
55. Β΄ ιβ΄ 22.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ, ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΠΟΙΗΜΑ, ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΗΝ ΕΠΑΝΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ, ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΗ ΣΤΗΝ ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ, ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ.
ΔΙΟΤΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΔΕΝ ΜΑΣ ΚΑΛΕΙ ΣΕ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΜΟΝΟ, ΣΤΗΝ ΑΝΑΜΟΝΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΑΛΛΑ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ, ΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΑΤ'ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΥΙΟΘΕΣΙΑΣ.
Από το “Ημερολόγιο” του Αλεξάνδρου Σμέμαν«Τετάρτη, 10 Σεπτεμβρίου, 1980
Γενικά, νιώθω όλο και πιο αποξενωμένος, απομακρυσμένος απ’ όσα έχω να κάνω. Παίζω όλους μου τους ρόλους – Σεμινάριο, θεολογία, Εκκλησία, Ρώσοι εμιγκρέδες, αλλά κυριολεκτικά «ρόλους». Δεν ξέρω πώς ν’ αποτιμήσω αυτούς τους ρόλους, τί είναι. Ίσως απλή τεμπελιά, ίσως κάτι βαθύτερο. Για να είμαι τίμιος, δεν γνωρίζω. Το μόνο που ξέρω είναι πως αυτή η αποξένωση δεν με κάνει δυστυχισμένο. Ουσιαστικά είμαι αρκετά ευχαριστημένος με τη μοίρα μου και δεν θα ήθελα κάποια άλλη. Κατά κάποιο τρόπο, μου αρέσει ο καθένας απ’ αυτούς τους ρόλους, ο καθένας απ’ αυτούς τους κόσμους, και μάλλον θα έπληττα αν τους στερούμουν. Αλλά δεν μπορώ να ταυτιστώ μαζί τους. Σκέφτομαι χονδρικά ως εξής: έχω μια εσωτερική ζωή, αλλά η πνευματική μου κρατιέται χαμηλά. Ναι, έχω πίστη, αλλά με ολοκληρωτική απουσία ενός προσωπικού μαξιμαλισμού, τον όποιο τόσο προφανώς απαιτεί το Ευαγγέλιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου