Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2025

XΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ - Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ (15)

 Συνέχεια από: Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2025

ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ, 1971

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

«ΕΧΘΡΟΣ» ΚΑΙ «ΘΑΝΑΤΟΣ»

Μιὰ πρώτη γενική «ἀρχή», σύμφωνα μὲ τὴν ἐμπειρία τῆς Κλίμακος, εἶναι ἡ παραίτηση, γιὰ ὅποιον ἀναλαμβάνει τὴν ἄσκηση ὡς ἔργο μετανοίας, ἀπὸ κάθε ἐλπίδα σωματικῆς ἀνέσεως καὶ σωματικῆς παρηγορίας.
«Μετάνοιά ἐστι
σωματικῆς παρακλήσεως διηνεκὴς ἀνελπιστία»36.

Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ ἀναπληρώση τὴ στέρηση τῆς σωματικῆς παρακλήσεως, ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος θὰ μιλήση ἀλλοῦ γιὰ τὴν σάρκα ποὺ ἀναθάλλει ὅταν ἐνδημήση στὸν ἄνθρωπο ἡ ὁσία ἀγάπη37, ὡστόσο καταρχὴν ἡ πραγματικὴ μετάνοια, τὸ πένθος γιὰ τὴν ἀνταρσία καὶ τὴν πτώση τῆς φύσεως, δὲν ἀφήνει περιθώρια γιὰ ἐλπίδα σωματικῆς παρηγορίας. Κάθε παραχώρηση ποὺ ἀποβλέπει στὴν παράκληση τῆς σαρκὸς εἶναι μιὰ θύρα ἀνοικτὴ στὴν ἐπιθυμία, γι' αὐτὸ ἡ ἄσκηση ταυτίζεται μὲ μιὰν ἀδιάκοπη ἐγρήγορση, μιὰν ἀνύσταχτη ἑτοιμότητα:

«Ωσπερ ὁ λέοντι μαχόμενος,
ἐὰν ἀλλαχοῦ τὸν ὀφθαλμὸν ἀποπλανηθῇ,
εὐθέως ἀπόλλυται, οὕτω καὶ ὁ τῇ ἑαυτοῦ σαρκὶ μαχόμενος,
ἐὰν ταύτην ἀναπαύσῃ»38.

Ξεχωρίζει ἡ ἀσκητικὴ τῆς Κλίμακος μὲ τὴν προτεραιότητα ποὺ δίνει στὴν πρακτική. Ἡ ἑτοιμότητα καὶ ἡ ἐγρήγορση εἶναι μιὰ ἐνεργητικὴ ἐναντίωση στη φύση[τής επιθυμίας], μιὰ ἄμεση ἄρνηση τῶν ἐπιθυμιῶν της. Ἡ ἀγρυπνία καὶ ἡ νηστεία ἐπανέρχονται συχνὰ καὶ τονίζονται ὡς οἱ ἀμεσώτεροι δρόμοι γιὰ τὴ στέρηση τῆς σωματικῆς παρακλήσεως καὶ τὴν καταστολὴ τοῦ φρονήματος τῆς σαρκός.

«῎Αγρυπνον ὄμμα ἤγνισε νοῦν·
πλῆθος δὲ ὕπνου, ἐπώρωσε ψυχήν.
῎Αγρυπνος μοναχός, πορνείας ἐχθρός,
ὁ δὲ ὑπνώδης, ταύτῃ σύζυγος.
᾿Αγρυπνία πυρώσεως θραῦσις·
ἐνυπνιασμοῦ λύτρωσις·
κάθυγρος ὀφθαλμός·
ἠπαλυμμένη καρδία·
λογισμῶν φυλακή»39.

Ἀλλὰ καὶ πάλι πρέπει νὰ φυλαχτοῦμε μήπως καὶ θεωρήσουμε τὴν πρακτικὴ ὁδὸ ἀποκλειστικὰ τεχνική. Ἡ ἀγρυπνία ποὺ ἁγνίζει τὸ νοῦ καὶ ἐλέγχει τοὺς λογισμοὺς καὶ χαρίζει τὸ δῶρο τῶν δακρύων δὲν εἶναι μόνο μιὰ φυσικὴ στέρηση, ἕνας περιορισμὸς τοῦ ὕπνου. Εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς ἐγρηγόρσεως ποὺ ἀποβλέπει στὴν ὑπακοή στὸ θεῖο θέλημα ἀπὸ ἀγάπη σφοδρὴ γιὰ τὸν Θεό, ἀπὸ θεῖο ἔρωτα. Μόνο ἔτσι μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε αὐτὸ ποὺ μᾶς βεβαιώνει ἀλ λοῦ ἡ Κλίμακα: ὅτι καὶ ὁ φυσικὸς ὕπνος δὲν καταλύει τὴν ἐγρήγορση τῆς καρδιᾶς.

«Ἐγὼ καθεύδω,
διὰ τὴν χρείαν τῆς φύσεως.
Ἡ δὲ καρδία μου ἀγρυπνεῖ,
διὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἔρωτος».40

Καὶ ἀντίστοιχα μὲ τὴν ἀγρυπνία, ἡ νηστεία, ὅπως τὴν σπουδάσαμε στὸ προηγούμενο κεφάλαιο, ἐλέγχει καὶ περιορίζει τὶς φυσικές ἐπιθυμίες, δὲν ἐπιτρέπει τὴν ἀπολυτοποίηση καὶ τὴν κυριαρχία τους, μὲ προϋπόθεση ὅμως τὸν πόθο τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι «ἐναντίος» τῆς φυσικῆς ἐπιθυμίας. Ἡ ἀνέλπιδη σωματικὴ στέρηση καὶ κακοπάθεια, σκληρὴ καὶ ἐπίπονη στὴν ἀρχὴ τοῦ δρόμου τῆς ἀσκήσεως, καταλήγει νὰ εἶναι εὐφρόσυνη ἐρωτικὴ ἔξαρση καὶ ἡδύτητα. Ὅσοι κατέχονται ἀπὸ ἔρωτα θεῖο

«πολλάκις τροφῆς σωματικῆς ἐπιλανθάνονται·
οἶμαι δὲ οὐδὲ συχνοτέρως ταύτης ὀρέγονται·
καὶ οὐ θαῦμα· εἴπερ καὶ πόθος ἐναντίος πολλάκις τροφὴν διεκρούσατο».41

Αὐτὴ ἡ ἀναγωγὴ κάθε συγκεκριμένης σωματικῆς προσπάθειας στὸ τέλος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ θὰ μποροῦσε νὰ προσδιοριστῇ σὰν δεύτερη «ἀρχὴ» τῆς ἀσκήσεως. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ἕνα χωρίο τῆς Κλίμακος ποὺ δίνει σὲ κάθε μορφή σωματικῆς κακοπάθειας μιὰ διάσταση ἐσχατολογική, τὴν ἀποκαλύπτει ὡς ἐπαγρύπνιση καὶ ἑτοιμότητα γιὰ τὸ ἐπερχόμενο τέλος:

«Γενέσθω σοι ἡ ἐν τῇ κλίνῃ ἀνάκλισις
τῆς ἐν τῷ τάφῳ σου κατακλίσεως τύπος,
καὶ ἧττον ὑπνώσεις.
Καὶ αὕτη σοι ἡ τῆς τραπέζης ἀπόλαυσις
τῆς τῶν σκωλήκων ἐκείνων ὀδυνηρᾶς μερίδος γενέσθω ἀνάμνησις,
καὶ ἧττον τρυφήσεις.
Μηδὲ τοῦ ποτοῦ τοῦ ὕδατος μεταλαμβάνων,
τῆς ἐν τῇ φλογὶ ἐκείνῃ δίψης ἀμνημονήσης
καὶ πάντως βιάσῃ τὴν φύσιν».42

Ἐδῶ ὡς ἐπερχόμενο τέλος τῆς φύσεως ποὺ πρέπει νὰ «βιασθῆ» ὁρίζεται ὁ θάνατος καὶ ἡ ἀποσύνθεση καὶ ἡ φλόγα τῆς γεέννης. Θὰ μποροῦσε νὰ ἑρμηνεύση κανεὶς αὐτὴ τὴν καθημερινὴ καὶ ἀδιάκοπη ἀναφορὰ τῆς ζωῆς στὸν θάνατο μόνο ὡς ἄρνηση, ὡς μετάθεση τῆς ὑπάρξεως ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ ἀνθρώπινου προορισμοῦ, τελικὰ ὡς μολυσμὸ καὶ ἀπαξίωση τῆς ζωῆς, ἕνα εἶδος διαστροφῆς τῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν κόσμο, αὐτῆς τῆς σχέσεως ποὺ συνιστᾶ τὴν ἀνθρώπινη κοσμική παρουσία. ᾿Αλλὰ εἶναι φανερὸ ὅτι στὸ παραπάνω χωρίο ἡ ἀναφορὰ στὸ θάνατο εἶναι μιὰ ὑπόμνηση τοῦ ἀναπόφευκτου τέλους τῆς «πεπτωκυίας» φύσεως, ποὺ ὑπογραμμίζει τὴν ἀνάγκη νὰ «βιασθῆ» αὐτὴ ἡ καταδικασμένη φύση, νὰ ἀρνηθῆ τὴν «παρὰ φύσιν» ἀνταρσία της, γιὰ νὰ κατορθωθῆ τὸ πλήρωμα τῆς «φυσικῆς» ζωῆς, ἡ κοινωνία τῆς φύσεως μὲ τὴ Χάρη, ἡ μετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴ θεία ἀγάπη, ἡ ἀνύψωση τῆς «πηλοῦ» στὸν χῶρο τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ.

«Πάσῃ μηχανῇ ὀφείλει τις κεχρῆσθαι,
ἵνα οὕτως εἶπω,
ὅπως εἰς τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ τὴν πηλὸν ἀνενέγκας ἐνθρονίση».43

Ἑπομένως, τόσο ἡ ἀναφορὰ στὸ ἀναπόφευκτο τέλος τῆς «πεπτωκυίας» φύσεως, στὸν θάνατο, ὅσο καὶ στὸ ἐπιδιωκόμενο τέλος τῆς ἀνακαινίσεως τῆς φύσεως καὶ τῆς μετοχῆς στὴ θεία ζωή, ὁρίζουν τὴν ἴδια οὐσιαστικὴ κατάφαση τῆς ὑλικῆς φύσεως, τῆς «πηλοῦ», καὶ τὴν ἴδια «ἀρχὴ» τῆς ἀσκήσεως, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ νοηθῆ χωρὶς ἐσχατολογικὴ ἀναφορά. Οἱ διάφορες μορφὲς τῆς ἀσκήσεως – περισσότερο ἢ λιγώτερο αὐστηρές – εἶναι μόνο τρόποι σχετικοὶ (μηχανεύματα) ποὺ ὑπηρετοῦν τὴ βασικὴ «ἀρχὴ» τῆς προσπάθειας γιὰ τὴν ἀναγωγὴ τοῦ ἀνθρώπου στο τέλος τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό. Ὁ σκοπὸς τῆς ἀσκήσεως δὲν εἶναι νὰ καταλύση, νὰ ἀφανίση ἢ νὰ ἀρνηθῆ τὴν ὑλικὴ φύση τοῦ σώματος, ἀλλὰ νὰ τὴν «ἐνθρονίση» στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ, νὰ τὴν ἐγκεντρίση στὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ σαρκωμένου Λόγου ποὺ μετέχει δοξασμένη στὴ ζωὴ τῆς Τριάδος.

Γιὰ νὰ κατανοήσουμε ὅσο γίνεται πιὸ σωστὰ τὴ χριστιανικὴ ἄσκηση πρέπει νὰ ἀρνηθοῦμε κριτήρια ξένα σκεπτικά καὶ ἠθικὰ – καὶ νὰ ζητήσουμε τὰ κριτήρια τῆς ἀσκητικῆς ποιμαντικῆς, τὶς ξεχωριστὲς «ἀρχὲς» καὶ προϋποθέσεις της. Αὐτὴ ἡ ἄρνηση τῶν ξένων, τῶν κοσμικῶν κριτηρίων, εἶναι μιὰ συνειδητὴ παραίτηση ποὺ διαμορφώνει προοδευτικά μέσα στὸν ἄνθρωπο ἕνα καινούργιο μέτρο, μιὰ διαφορετικὴ ὅραση καὶ θέα τοῦ χώρου τῆς πνευματικῆς προσπάθειας, μιὰν ἄλλη «ἀρχὴ» ποὺ κατευθύνει τὴν ἄσκηση καὶ ποὺ ὀνομάζεται στὶς ἀσκητικὲς συγγραφές «διάκριση». Ἡ διάκριση εἶναι τελικὰ ἕνας φωτισμὸς ἐπιγνώσεως τῶν λεπτότατων ἰδιωμάτων τῆς φύσεως, προσδιορισμοῦ τῆς ἐπενέργειας τῶν δαιμόνων καὶ θέας τῶν δωρημάτων τῆς Χάρης. Προϋποθέτει μιὰ προοδευτικὴ ἐξέλιξη, (ὁ λόγος γι᾿ αὐτὴν μέσα στὴν Κλίμακα εἶναι μακρός), ὁ ἄνθρωπος προάγεται στὴ «διακριτική» ἱκανότητα· ἡ διάκριση ὡς «νοερά αἴσθησις» φωτίζει καὶ ἑρμηνεύει τὶς ἀντιφάσεις τῆς «πεπτωκυίας» φύσεως, κατευθύνει τὴν ἄσκηση στὴν ἄρνηση τοῦ «φυσικοῦ ἀγαθοῦ» γιὰ χάρη τοῦ «κυρίως ἀγαθοῦ» καὶ καταλήγει σὲ ἐκεῖνο τὸ εἶδος τῆς «γνώσεως» ποὺ εἶναι μετοχὴ καθολικὴ καὶ ἄμεση στὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.

«Διάκρισίς ἐστιν,
ἐν τοῖς εἰσαγωγικοῖς μὲν, ἡ τῶν καθ' ἑαυτοὺς ἀληθὴς ἐπίγνωσις·
ἐν τοῖς μέσοις δέ, ἡ τὸ κυρίως ἀγαθὸν
ἐκ τοῦ φυσικοῦ καὶ ἐναντίου ἀπταίστως διακρίνουσα νοερὰ αἴσθησις·
ἐν δὲ τοῖς τελείοις,
ἡ διὰ τῆς θείας ἐλλάμψεως ἐνυπάρχουσα γνῶσις,
ἥτις, καὶ τὰ ἐν ἄλλοις σκοτεινῶς ἐνυπάρχοντα,
τῷ ἑαυτῆς λύχνῳ καταφωτίζειν ἰσχύει».44

Χωρὶς νὰ ἐπειμείνουμε περισσότερο σὲ μιὰ ἀνάλυση καὶ ἑρμηνεία τοῦ χαρίσματος τῆς «διακρίσεως» – ἕνα κεφάλαιο ξεχωριστὸ τῆς ἀσκητικῆς ποιμαντικῆς – ὑπογραμμίζουμε ἐδῶ τὴ «διάκριση» ὡς κατευθυντήρια «ἀρχὴ» τῆς ἀσκήσεως, ὡς μέτρο καὶ κριτήριο γιὰ τὴ σωστὴ βίωση τῆς ἀσκητικῆς προσπάθειας καὶ ὡς προϋπόθεση ἐπιγνώσεως τοῦ «φυσικοῦ» τέλους τῆς ἀσκήσεως ποὺ εἶναι ἡ μετοχὴ στὴν ἀλήθεια καὶ τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ.

Ταυτόχρονα ὅμως οἱ προϋποθέσεις τῆς «διακριτικῆς» ἀνθρωπογνωσίας μᾶς ὁδηγοῦν νὰ προσδιορίσουμε καὶ μιὰ τέταρτη γενικὴ «ἀρχὴ» τῆς ἀσκητικῆς ποιμαντικῆς: μποροῦμε νὰ διαπιστώσουμε μιὰ κατάφαση στὰ δεδομένα τῶν φυσικῶν καταβολῶν τοῦ ἀνθρώπου, μιὰν ἀποδοχὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς φυσικὲς «ἀρετές» ἢ «κακίες» του. Αὐτὴ ἡ ἀποδοχὴ – χωρὶς δεοντολογικοὺς καὶ ἰδεαλιστικοὺς προκαθορισμούς – τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ δεδομένη μοναδικὴ καὶ ἀνόμοια ἔκφραση τῆς πτώσεως, ἡ ἀποδοχὴ τῆς προσωπικῆς ἀνταρσίας καὶ περιπέτειας, ὅπως διαμορφώνεται ἀπὸ ἀπροσδιόριστες φυσικές καταβολὲς μὲ ρόλο δευτερεύοντα τῆς θελήσεως, ἡ κατάφαση στὶς ἀντιφάσεις καὶ στὶς ἀντινομίες τοῦ ἀνθρώπου τῆς πτώσεως, στὴν ἀδυναμία καὶ στὴν ἀποτυχία του, εἶναι μιὰ στάση καὶ μιὰ ἀρχὴ ποὺ κατευθύνει τὴν ἄσκηση, ποὺ δὲν ἀναιρεῖ ἢ ὑποτιμάει τὴν ἀνθρώπινη προσπάθεια, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἀπολυτοποιεῖ τὴν προσπάθεια σὲ αὐτοσκοπό.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἄσκηση δὲν προϋποθέτει ἕνα ὡρισμένο τύπο ἀνθρώπου, αὐτὸν ποὺ διαθέτει φυσικές καταβολὲς ἀγαθὲς καὶ μπορεῖ εὔκολα νὰ παραιτῆται ἀπὸ τὶς φυσικὲς ἐπιθυμίες. ᾿Αποδέχεται τὸν ὁποιοδήποτε ἄνθρωπο καὶ ἀποτελεῖ δυνατότητα ἁγιασμοῦ καὶ τελειώσεως τόσο γιὰ τὸν εὐάγωγο ὅσο καὶ γιὰ τὸν ἀτίθασο φυσικό χαρακτήρα. Αὐτὴ ἡ ἀποδοχὴ καὶ τῶν ἀρνητικῶν φυσικῶν προϋποθέσεων, τῶν κληρονομικῶν ἢ ἄλλων ἐπαναστατημένων ροπῶν τοῦ φυσικοῦ χαρακτήρα, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ ποιμαντικὴ τὰ ἀντικειμενικά χαρακτηριστικὰ μιᾶς ἠθικῆς μεθοδολογίας, μιᾶς ὡρισμένης «τακτικῆς» ποὺ διαμορφώνεται μὲ βάση ἕνα δεδομένο τύπο ἀνθρώπου στὸν ὁποῖο ἡ ἠθικὴ συμπεριφορὰ καταλήγει νὰ εἶναι φυσικὴ ἀναγκαιότητα. Ἡ ἄσκηση δὲν ἀποβλέπει σὲ ἠθικὰ πρότυπα, δηλαδὴ σὲ ἀντικειμενικὰ πιστοποιημένες ἀρετὲς ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι μόνο φυσικὰ προτερήματα. ᾿Αποβλέπει στὴ δοκιμασία τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας ποὺ ἐπιμένει νὰ στρέφεται πρὸς τὸν Θεὸ παρὰ τὴν ἐπαναστατημένη ἀντίπραξη τῆς ἴδιας τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μὲ τὰ μέτρα τῆς ἀντικειμενικῆς - σχολαστικῆς ἠθικῆς μεθοδολογίας ἡ ἀσκητική ποιμαντικὴ μπορεῖ νὰ ἐμφανίζη ἀκατανόητες ἀντιφάσεις, ἀντινομικὲς ἀκρότητες ἐπιείκιας καὶ αὐστηρότητας, σκληρὴ ἐπιμονὴ στοὺς κανόνες καὶ ταυτόχρονη ἄρνηση κάθε κανόνα. Δὲν ὑπάρχει ἐδῶ ἕνα πρωτεῖο δεοντολογικῆς ἀναφορᾶς, ἀλλὰ μιὰ ἀνθρωπολογικὴ προτεραιότητα ποὺ ἐκφράζεται ὡς κατάφαση στὴν προσωπική ἰδιομορφία κάθε ἀνθρώπινου χαρακτήρα:

«Τινές, πόθεν οὐκ οἶδα,
φύσει, ἵν᾿ οὕτως εἴπω, περὶ τὸ ἐγκρατὲς ἢ τὸ ἁγνὸν
ἢ τὸ ἡσυχαστικὸν ἢ ἀπαρρησίαστον
ἢ πρᾶον ἢ εὐκατάνυκτον
ἐπιρρεπῶς ἔχουσι.
Καὶ εἰσὶν ἕτεροι,
αὐτὴν σχεδὸν τὴν ἑαυτῶν φύσιν πρὸς ταῦτα αὐτοῖς ἀντιπράττουσαν ἔχοντες,
καὶ κατὰ δύναμιν ἑαυτοὺς βιαζόμενοι·
οἴ, εἰ καὶ ἐν καιρῷ ἡττῶνται,
ὅμως ὡς βιαστὰς τῆς φύσεως
μᾶλλον αὐτοὺς τῶν προτέρων ἀποδέχομαι».45

Αὐτὴ ἡ ἀπερίφραστη προτίμηση τῶν «βιαστῶν» τῆς φύσεως, ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι συχνότερα νικημένοι παρὰ νικητές, φανερώνει τὸ ἀληθινὸ πνεῦμα τῆς ἀσκητικῆς ποιμαντικῆς, τὴ δυναμική κατάφαση τῆς ἀλήθειας τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὴν τραγικότητά της ἀκόμα. Δὲν εἶναι μιὰ ἄπτωτη ἀρετὴ τὸ ἰδανικὸ τῆς χριστιανικῆς ἀσκήσεως, ἀλλὰ ἡ ἐπίμονη ἐπιστροφὴ στὸν «κατὰ φύσιν» προορισμὸ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ σημαίνει τὴν ἀδιάκοπη – συχνὰ ἀτελέσφορη – μάχη μὲ τὴν ἀνταρσία τῆς φύσεως.

«Πάλαιε ἐννοίᾳ ἀδιαλείπτως,
ταύτην ρεμβομένην ἐπισυνάγων πρὸς σεαυτόν·
οὐ γὰρ ἀρέμβαστον ὁ Θεὸς τοὺς ὑπηκόους ἀπαιτεῖ προσευχήν.
Μὴ ἀθύμει κλεπτόμενος·
ἀλλ᾽ εὐθύμει, τὸν νοῦν ἀεὶ ἀνακαλούμενος.
᾿Αγγέλου γὰρ μόνον τὸ ἄσυλον».46

Οἱ τέσσερες «ἀρχὲς» τῆς ἀσκήσεως ποὺ συνοπτικά διαγράψαμε δίνουν ἴσως ἕνα κάποιο περίγραμμα τοῦ χώρου στὸν ὁποῖο κινεῖται ἡ ἀσκητικὴ ποιμαντικὴ τῆς Κλίμακος. Ἡ σημασία αὐτῶν τῶν «ἀρχῶν» γίνεται σαφέστερη ὅταν προσδιορίση κανεὶς τὶς συνἐπειες τῆς ἀπουσίας ἢ τῆς παραθεωρήσεώς τους. Σὲ καιρούς παρακμῆς τῆς ἀσκήσεως ἡ βία τῆς φύσεως διασκευάζεται σὲ ἠθική προσπάθεια, ἡ ἄσκηση συγχέεται μὲ τὴν ἠθικὴ πράξη, ἀποβλέπει στὴ «βελτίωση»» τῶν χαρακτήρων καὶ σὲ ἐπιτεύγματα ποὺ μποροῦν νὰ ἀξιολογηθοῦν ἀντικειμενικά. Στὰ πλαίσια αὐτὰ προβάλλεται ὡς πρότυπο θρησκευτικοῦ ἀνθρώπου ὁ «φύσει ἀπαθής», ὁ ἐκ καταβολῆς «ἐνάρετος» ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι πάντοτε περισσότερο εὔχρηστος ὡς παράδειγμα διδαχῆς, ἀνταποκρίνεται καλύτερα στὶς ἀπαιτήσεις τῆς Ἠθικῆς ποὺ εἶναι οἱ ἀπαιτήσεις τοῦ πλήθους. Ὁ «κυρίως ἄνθρωπος» τῆς ὀρθόδοξης ἀσκητικῆς εἶναι ἀκατανόητος μὲ τὰ μέτρα τῆς ἐκκοσμικευμένης χριστιανοσύνης ποὺ ἀποβλέπει στὴν ἠθικὴ βελτίωση καὶ ἀγνοεῖ τὴν «ἀντιπράττουσαν φύσιν», τὴν ὑπεύθυνη ἀναμέτρηση μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴ Χάρη, τὴν πραγματικότητα τῆς μετοχῆς τόσο στὸν θάνατο ὅσο καὶ στὴν ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ.

***

Σημειώσεις

36. Ε΄ β΄ 51.            37. Λ΄ ια΄ 168.
38. ΚΣΤγ΄ λβ΄ 147.
39. ΙΘ΄ βγ΄ 103.       40. Λ΄ ζ΄ 168.
41. Λ΄ ια΄ 168.         42. Ζ΄ κα΄ 64.
43. ΚΣΤβ΄ κ΄ 140.    44. ΚΣΤ΄ α΄ 124.
45. ΚΣΤ΄ κβ΄ 127.   46. Δ΄ πη΄ 44

ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΠΟΚΡΟΥΣΤΙΚΟ ΑΠΟ ΤΗ ΠΕΡΙΣΣΕΙΑ ΤΗΣ ΑΔΙΑΚΡΙΣΙΑΣ. ΑΛΛΟ ΤΟ ΣΩΜΑ, ΟΙ ΔΕΡΜΑΤΙΝΟΙ ΧΙΤΩΝΕΣ,  ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΗΝ ΓΙΝΕΙ Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΑΙΩΝΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΟ Η ΣΑΡΚΑ, ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΙΚΟ ΣΩΜΑ  ΤΗΣ ΔΑΙΜΟΝΙΚΗΣ ΠΛΑΝΗΣ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΣΚΕΠΑΖΟΥΜΕ ΚΑΚΗΝ ΚΑΚΩΣ ΜΕ ΤΟ ΦΥΛΛΟ ΤΗΣ ΑΚΑΡΠΗΣ ΣΥΚΗΣ, ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΚΤΟΝΟΥ ΦΟΝΟΥ. ΤΗΝ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΠΩΝ ΖΩΗΣ ΜΑΣ ΔΙΝΕΙ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΕΞ ΥΔΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, Η ΧΑΡΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. ΑΛΛΟ Η ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΑΛΛΟ Η ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. ΑΛΛΟ Η ΑΥΤΟΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΟ Η ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΚΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΑΛΗΘΙΝΟΥ ΕΓΩ. ΑΛΛΟ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΟΜΟΛΟΓΕΙ ΤΟΝ ΑΛΗΘΙΝΟ ΘΕΟ, ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ.


2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ΤΗΝ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΠΩΝ ΖΩΗΣ ΜΑΣ ΔΙΝΕΙ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΕΞ ΥΔΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, Η ΧΑΡΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ... Πώς γίνεται αυτό;;

amethystos είπε...

ΜΕ ΤΟΝ ΕΞΟΡΚΙΣΜΟ.