Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (14)

Συνέχεια από Τετάρτη, 7 Μαΐου 2014  
 Hans-Georg Gadamer

IV. ΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ. 

            Πριν ξεκινήσουμε την εξέταση των αριστοτελικών κειμένων, θα ήθελα να επιστρέψουμε σ'ένα γενικό θέμα, εκείνο της αρχαίας επιστήμης, το οποίο θίξαμε προηγουμένως, για να τονίσουμε την διαφορά που χωρίζει την εννοιολόγηση που είχαν οι αρχαίοι για την επιστήμη, από εκείνη των μοντέρνων επιστημών. 

            Αυτό είναι απολύτως απαραίτητο εάν θέλουμε να κατανοήσουμε την φιλοσοφία των Ελλήνων. Θα πρέπει να έχουμε πάντοτε υπ'όψιν μας πώς στην ελληνική κουλτούρα η γνώση η οποία εθεωρείτο επιστημονική δεν είχε ποτέ της σαν σκοπό την κυριαρχία του αντικειμένου, διότι πράγματι εκείνη η μορφή γνώσεως δεν απαιτεί εκείνη την έννοια της αντικειμενικότητος που είναι αντιθέτως θεμελιώδης στην μοντέρνα κουλτούρα. 

            Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως πώς το θέμα του λάθους δεν ήταν σημαντικό για την αρχαία επιστήμη. Η αποφυγή του λάθους είναι ένας βασικός χαρακτήρας κάθε τύπου, επιστημονικής γνώσεως, αλλά για τους Έλληνες αυτό είναι ένα ζητούμενο το οποίο εκπληρώνεται στους λόγους, δηλαδή στην επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους. Απεικονίσαμε αυτή την έννοια ανατρέχοντας στο πρόβλημα της εξατομικεύσεως: για να πούμε το συγκεκριμένο δεν χρειάζεται η αναγωγή διά των εννοιών, όπως συμβαίνει στα μαθηματικά. Πού είναι όμως αυτή ακριβώς η μέθοδος η οποία χαρακτηρίζει την μοντέρνα επιστήμη, και βάσει αυτού, ξεκινώντας από το '600, ή επιστήμη γίνεται όλο και περισσότερο μία απαίτηση κυριαρχίας στην Φύση, και στην συνέχεια και στην κοινωνία. Η επιστήμη θέλει να οργανώσει, να μεταρρυθμίσει, να αλλάξει τον κόσμο θέλοντας να παραφράσουμε την γνωστή δήλωση του Μαρξ. Φυσικά ο κόσμος πρέπει να αλλάξει για να τον καταστήσουμε καλύτερο, αλλά τι είναι το καλύτερο; Αυτό το αποφασίζει ο άνθρωπος! Στο τέλος ακόμη και στην μοντέρνα εποχή, η γνώση φανερώνει τον πρακτικό και πολιτικό χαρακτήρα της. Αυτό το πνεύμα απαντά στην απαίτηση του μοντέρνου ανθρώπου να κυβερνήσει, να κατευθύνει όλες τις διαδικασίες, της μορφές ζωής, τους θεσμούς. Σήμερα αυτή η ευθύνη έχει ανατεθεί στις κυβερνήσεις οι οποίες ενισχύονται προς αυτό, από την λαϊκή συμφωνία. Είμαστε μάρτυρες, αυτό τον καιρό, του τρόπου με τον οποίο τα κομμουνιστικά καθεστώτα της Ανατολής γκρεμίστηκαν, ακριβώς γιατί τους έλειπε η λαϊκή εντολής. Δεν έχω αντικομουνιστική προκατάληψη. Αλλά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πώς μία κυβέρνηση μπορεί να σταθεί σε διάρκεια, μόνον στηριζόμενη στην λαϊκή εντολή, και αυτό μπορεί να συμβεί μόνον σε μία δημοκρατία Δυτικού τύπου. Οι πολιτικές διαφορές ανάμεσα στις διαφορετικές δυτικές δημοκρατίες είναι μόνον παραλλαγές, θα λέγαμε διαφορετικές προσπάθειες να βρεθεί μία απάντηση στο ίδιο πρόβλημα: μία κυβέρνηση που διαθέτει την λαϊκή εντολή. 

            Όλο αυτό φυσικά δεν αντιστοιχεί στην κατάσταση της αρχαίας Ελλάδος και ιδιαιτέρως δεν αφορά άμεσα το θέμα της πρακτικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη. Για να κατανοήσουμε αυτή την τελευταία, πρέπει να ξεκινήσουμε από κάποιο στοιχείο της μεταφυσικής το οποίο πρέπει να εξετάσουμε τώρα με μεγαλύτερη ακρίβεια σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο το συζητήσαμε μέχρι στιγμής. Πριν όμως, συμφέρει ξανά να υπολογίσουμε ορισμένα πράγματα γενικής τάξεως. 

            Πρέπει να έχουμε συνείδηση κατ'αρχάς λοιπόν πώς η μεταφυσική του Αριστοτέλη στηρίζεται στην Φυσική. Είναι ένα πολύ σημαντικό γεγονός με σοβαρές συνέπειες, το οποίο όμως δεν αξιολογείται πάντοτε και δεν γίνεται κατανοητό σε όλο του το μέγεθος. Στην πραγματικότητα, η αληθινή φιλοσοφική γνώση του Αριστοτέλη είναι η φυσική. Δεν είναι τυχαίο πώς ξεκινούσε τα μαθήματά του, όχι με την μεταφυσική, αλλά με την Φυσική. Πιο γενικά μάλιστα μπορούμε να πούμε πώς προβλήματα και προοπτικές της Φυσικής συνεχίζουν να είναι παρόντα και να κατευθύνουν την αναζήτηση ακόμη και όταν ερευνάται η δομή του όντος καθεαυτού και όχι πλέον του Φυσικού. Δεύτερον όμως ας θυμηθούμε με συντομία κάποια συμπεράσματα στα οποία καταλήξαμε μέχρι στιγμής. 

            Γνωρίζουμε ότι η γνώση δεν είναι μόνον αυτό που προκύπτει από την μαθηματική απόδειξη. Ο Ευκλείδης και οι μαθηματικοί της τότε Ελλάδος ανέπτυξαν πρώτοι τα μαθηματικά σαν επιστήμη διότι τους έδωσαν την δομή της αποδείξεως: θέση των αρχών ή αξιωματικών και από αυτά αναγκαίες συνέπειες. Το πρόβλημα όμως είναι πώς οι αρχές ή τα αξιώματα προϋποτίθενται, δεν αποδεικνύονται, και τα μαθηματικά είναι αναγκασμένα να λογαριάζονται συνεχώς μ'αυτό το πρόβλημα. Ακόμη και σήμερα είναι αναγκασμένη να αποδεχθεί η μαθηματική επιστήμη αλήθειες φανερές και αυτονόητες, αλλά αναπόδεικτες. 

            Το χρέος της Φιλοσοφίας είναι όμως διαφορετικό. Η φιλοσοφία δεν είναι απόδειξη, αλλά έρευνα. Μία έρευνα η οποία κατευθύνεται προς έναν σκοπό, όπως δείξαμε ανατρέχοντας στην αριστοτελική αλλά και σωκρατική έννοια της επαγωγής και αυτό το τέλος, το οποίο κατά κάποια έννοια "οργανώνει" την έρευνα και της δίνει νόημα, είναι η σταθερότης της γνώσεως που της επιτρέπει δηλαδή να καταφάσκει, να συμφωνεί με την κοινή κατανόηση των λέξεων που χρησιμοποιούνται. Γι'αυτό το παράδειγμα της μαθήσεως της γλώσσας, που κατορθώνεται μιλώντας και μιλώντας με τους άλλους, είναι μία πολύ καλή εικονογράφηση της προόδου της φιλοσοφικής γνώσεως. 

            Καθότι λοιπόν είναι μία γνώση η οποία σχηματίζεται κατά την διάρκεια των εμπειριών της ζωής και επομένως είναι δυνατόν να μαθευτεί, η φιλοσοφία δεν διαφέρει από την πρακτική γνώση. Μία πρακτική γνώση έχει δε αυτόν τον χαρακτήρα πάντοτε, είναι δυνατόν να κατανοηθεί. Σ'αυτό το πεδίο, δάσκαλος είναι εκείνος που έμαθε πώς μπορεί να φτιάχνει τα πράγματα και ο οποίος με την σειρά του μπορεί να διδάξει την τεχνική που έμαθε. 

Συνεχίζεται
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: