Συνεχίζεται από Πέμπτη, 5 Ιουνίου 2014
του Pierre Hadot
του Pierre Hadot
Ξαναβρίσκουμε αυτόν τον υποκειμενισμό και αυτόν τον αγνωστικισμό στα «Σχόλια στον Παρμενίδη του Πλάτωνος», του Πορφυρίου (70l. III-VI): «γνώσις εστίν ουχ ως γιγνώσκοντος τα γνωστά, αλλ’ αυτό τούτο γνώσις ούσα (μια γνώσις που συμπίπτει με τον εαυτό της). Όπως υπάρχει δηλαδή φως φωτιζόμενον, όπως το φως του αέρος που έρχεται από τον ήλιο, και εστί (υπάρχει) φως αφώτιστον, διότι υπάρχει χωρίς να σκοτίζεται, αλλά είναι μόνον αυτό το ίδιο φως όπως το καθαυτό φώς του ήλιου, έτσι υπάρχει και γνώσις γιγνώσκοντος (του υποκειμένου) η οποία εξ αγνοίας έρχεται εις γνώσιν του γιγνωσκομένου, αλλά εστί (υπάρχει) και πάλιν άλλη γνώσις απόλυτος, που δεν είναι του γιγνώσκοντος, ούτε του γιγνωσκομένου (του αντικειμένου), αλλά είναι γνώσις του Ενός πρό [ο Πορφύριος το επέκεινα ονομάζει πρό, σαν πρό-νοια, στην έννοια δε αυτή στηρίζεται η εμμένεια, σαν προΰπαρξη της Αγίας Τριάδος της Δύσεως, που έδωσε την θέση της στο απόλυτο υποκείμενο, τον θεό, εκεί που υποκείμενο και αντικείμενο ταυτίζονται, όπου είναι το τέλος της διαλεκτικής-κτιστού καί ακτίστου, και έδωσε κατανόηση στο πρόσωπο του Χριστού στό οποίο είναι ενωμένες οι δύο φύσεις, όπως και στην ανθρωπολογική αυθυπέρβαση που δίνει την ελευθερία τού ανθρωπίνου προσώπου], προ πάντος γιγνωσκομένου, λοιπόν, και αγνοουμένου και εις γνώσιν ερχομένου.
Αλλ’ αισθάνομαι πως μου διαφεύγει η απλότης της εκείνου γνώσεως και ασχέτου προς κάθε γνωστό (ασχέτου δηλαδή που δεν διαθέτει καμμία σχέση), γι’ αυτό μιλώ με ασάφεια δια την της ερμηνείας (προσπαθώντας να εκφράσω) και είμαι ανίκανος (ασθενής) ως προς αυτά τα πράγματα! Γι’ αυτό είναι καλύτερο να παραιτηθώ, παρά να χωρίσω (μερίζεσθαι), το αχώριστο, το άτμητο (μερίζεσθαι περί το αμερές)». Εδώ μάλλον αναφέρεται στις γραμμές της πρώτης υποθέσεως του Παρμενίδη του Πλάτωνος (139b-140b) όπου ο Πλάτων δείχνει πως το Ένα καθαρά Ένα δεν είναι ούτε ταυτόν ούτε διαφορετικό, ούτε όμοιο ούτε ανόμοιο. Γι’ αυτό και το απόσπασμα στο οποίο αναφερθήκαμε περιέχει και μία αντίρρηση σε αυτή την θεωρία (III, 70l. 94): «Αρ’ ουν ανόμοιος ο θεός τω νώ, και έτερος; Εάν όμως δεν υπάρχει μετουσία τής ετερότητος τότε δεν υπάρχει ούτε νους (νόηση). Ή μήπως πρέπει να λεχθεί ότι ούτε ομοιότητος ούτε ανομοιότητος έχει πείραν το Εν. Διότι είτε υπάρχουν είτε δεν υπάρχουν τα πράγματα τα οποία απ’ αυτού και δι’ αυτόν υποστάντων αεί (διαθέτουν το Είναι) αυτός την ασύμβλητον έχων υπεροχήν προς παν οτιούν, και το παν ούτως ωσανεί μηδέν ην γεγονός των μετ’ αυτόν (και όλα τα πράγματα, παρότι γεννήθηκαν απ’ αυτόν, υφίστανται σαν Αυτός κατά κάποιο τρόπο να μην υπάρχει), ουδέ διέστησεν αυτόν ετερότης απ’ αυτών, ασύγκριτον όντα τοις μετ’ αυτόν και απερίληπτον, ο γαρ ουκ περιληφθείη, πως αν είη τούτο έτερον αλλού;».
Έτσι λοιπόν ελέγχει τον Πλάτωνα κατά κάποιο τρόπο: Μπορούμε να πούμε πως ο θεός δεν είναι ούτε έτερος ούτε ανόμοιος, από την στιγμή που είναι διαφορετικός από την νόηση; (τον νου;). Αυτή η ερώτηση προϋποθέτει το σύστημα των υποστάσεων του Πλωτίνου. Καθώς ο θεός είναι η πρώτη υπόσταση και ο νους η δεύτερη, οι δύο χωρίζονται μόνον από την ετερότητα! Πώς να αποφύγουμε να πούμε πως ο θεός είναι διαφορετικός από την νόηση; τον νου; Εάν αποδεχθούμε πως ο θεός δεν μετέχει της ετερότητος για να είναι διαφορετικός από τον νου, μπορούμε να αρνηθούμε πως αυτός δεν είναι ο νους; Η λύση την οποία προτείνει ο Πορφύριος [αποφασιστική για την ταύτιση υποκειμένου και αντικειμένου] δεν απαντά άμεσα σε αυτή την συγκεκριμένη ερώτηση, αλλά περιορίζεται να πει πως οι σχέσεις με τον θεό αυτών που έρχονται μετά τον θεό δεν είναι αμοιβαίες. Αυτό σημαίνει κατά βάθος πως εάν ο νους είναι διαφορετικός από τον θεό, ο θεός δεν έχει καμμία σχέση με τον νου, ούτε σχέση ταυτότητος, ούτε ετερότητος! [Εδώ φαίνεται το μεγαλείο των ακτίστων ενεργειών, της θεωρίας που ολοκλήρωσε την έκφρασή της ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς και γλίτωσε τον Χριστιανό Ορθόδοξο από τον Λαβύρινθο του υποκειμένου. Σήμερα αγνοείται από όλους τους θεολόγους προτεσταντικής καλλιέργειας. Την μεγάλη καταστροφή διέπραξε ο Γιαγκάζογλου ο οποίος παρερμήνευσε τις άκτιστες ενέργειες, επιτρέποντας στον Ζηζιούλα να σιγουρευτεί για την ευχαριστιακή εκκλησιολογία του].
Αφού δηλώνει λοιπόν πως ο θεός είναι ξένος σε κάθε ομοιότητα και ανομοιότητα, δεδομένου ότι είναι απερίληπτος σε σχέση με όλα όσα προέρχονται από αυτόν (το Ένα) και βρίσκονται μετά από αυτόν, ο Πορφύριος επιδιώκει να εξηγήσει γιατί εμείς αναπαριστούμε τον θεό σαν διαφορετικό από εμάς. Το γεγονός αυτής της αντιλήψεως στηρίζεται σε κάτι που ονομάζεται κοινή αίσθηση και μας καθοδηγεί να φανταστούμε πως οι σχέσεις μας μαζί του είναι αμοιβαίες. Προβάλλουμε λοιπόν σε αυτόν αυτό που είναι μόνον σε μας, ακριβώς όπως μπορούμε να φανταστούμε πως είναι ο ήλιος που ανατέλλει ή πως η γη απομακρύνεται όταν η βάρκα ανοίγεται στα βαθειά. Αυτό που έρχεται μετά τον θεό (το Έν) δεν προστίθεται σ’ αυτόν για να σχηματίσει μ’ αυτόν ένα Όλον. Δεν υπάρχει ένα κενό που πρέπει να γεμίσει. Ο θεός και «όλα τα πράγματα», το παν, δεν μπορούν να ονομασθούν μαζί, να συμπεριληφθούν. Καθότι το όλον, το παν και εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε τίποτα σε σχέση μ’ αυτόν. Και αντιστρέφει ξανά ο Πορφύριος την προοπτική, την αναποδογυρίζει. Εάν αντιλαμβανόμεθα τον θεό σαν ένα τίποτα, στην πραγματικότητα είμαστε εμείς που δεν είμαστε τίποτα απέναντι σ’ αυτόν.
Εάν ο θεός δεν σχετίζεται με αυτό που ακολουθεί, είναι αναγκαίο να συμπεράνουμε πως δεν γνωρίζει τα πάντα. Πρέπει να το δεχθούμε, εάν πιστεύουμε ότι δεν διαθέτει άλλο είδος γνώσεως από εκείνη που προϋποθέτει μια σχέση με ένα γνωστό αντικείμενο και είναι αντίθετη της άγνοιας. Αλλά υπάρχει μια άλλη γνώση, η οποία είναι καθαρή γνώση, όπως το φως του ήλιου είναι καθαρό φως.
Σε αυτό το σημείο όμως ο Πορφύριος κατανοεί πως προσδίδοντας αυτή την γνώση, παρότι απόλυτη, στον θεό, κινδυνεύει να θέσει σε αμφισβήτηση την υπερβατικότητα που επιθυμεί να βεβαιώσει! Γι’ αυτό σταματά για να ανασυνθέσει τον λόγο του: ο θεός είναι χωρίς σχέσεις με όλο αυτό που προέρχεται από αυτόν. Και γι’ αυτόν τον σκοπό εισάγει μια νέα έννοια: Ο θεός είναι απολύτως χωρισμένος (εξηρημένον) από όλα τα άλλα πράγματα.
Συνεχίζεται
Αλλ’ αισθάνομαι πως μου διαφεύγει η απλότης της εκείνου γνώσεως και ασχέτου προς κάθε γνωστό (ασχέτου δηλαδή που δεν διαθέτει καμμία σχέση), γι’ αυτό μιλώ με ασάφεια δια την της ερμηνείας (προσπαθώντας να εκφράσω) και είμαι ανίκανος (ασθενής) ως προς αυτά τα πράγματα! Γι’ αυτό είναι καλύτερο να παραιτηθώ, παρά να χωρίσω (μερίζεσθαι), το αχώριστο, το άτμητο (μερίζεσθαι περί το αμερές)». Εδώ μάλλον αναφέρεται στις γραμμές της πρώτης υποθέσεως του Παρμενίδη του Πλάτωνος (139b-140b) όπου ο Πλάτων δείχνει πως το Ένα καθαρά Ένα δεν είναι ούτε ταυτόν ούτε διαφορετικό, ούτε όμοιο ούτε ανόμοιο. Γι’ αυτό και το απόσπασμα στο οποίο αναφερθήκαμε περιέχει και μία αντίρρηση σε αυτή την θεωρία (III, 70l. 94): «Αρ’ ουν ανόμοιος ο θεός τω νώ, και έτερος; Εάν όμως δεν υπάρχει μετουσία τής ετερότητος τότε δεν υπάρχει ούτε νους (νόηση). Ή μήπως πρέπει να λεχθεί ότι ούτε ομοιότητος ούτε ανομοιότητος έχει πείραν το Εν. Διότι είτε υπάρχουν είτε δεν υπάρχουν τα πράγματα τα οποία απ’ αυτού και δι’ αυτόν υποστάντων αεί (διαθέτουν το Είναι) αυτός την ασύμβλητον έχων υπεροχήν προς παν οτιούν, και το παν ούτως ωσανεί μηδέν ην γεγονός των μετ’ αυτόν (και όλα τα πράγματα, παρότι γεννήθηκαν απ’ αυτόν, υφίστανται σαν Αυτός κατά κάποιο τρόπο να μην υπάρχει), ουδέ διέστησεν αυτόν ετερότης απ’ αυτών, ασύγκριτον όντα τοις μετ’ αυτόν και απερίληπτον, ο γαρ ουκ περιληφθείη, πως αν είη τούτο έτερον αλλού;».
Έτσι λοιπόν ελέγχει τον Πλάτωνα κατά κάποιο τρόπο: Μπορούμε να πούμε πως ο θεός δεν είναι ούτε έτερος ούτε ανόμοιος, από την στιγμή που είναι διαφορετικός από την νόηση; (τον νου;). Αυτή η ερώτηση προϋποθέτει το σύστημα των υποστάσεων του Πλωτίνου. Καθώς ο θεός είναι η πρώτη υπόσταση και ο νους η δεύτερη, οι δύο χωρίζονται μόνον από την ετερότητα! Πώς να αποφύγουμε να πούμε πως ο θεός είναι διαφορετικός από την νόηση; τον νου; Εάν αποδεχθούμε πως ο θεός δεν μετέχει της ετερότητος για να είναι διαφορετικός από τον νου, μπορούμε να αρνηθούμε πως αυτός δεν είναι ο νους; Η λύση την οποία προτείνει ο Πορφύριος [αποφασιστική για την ταύτιση υποκειμένου και αντικειμένου] δεν απαντά άμεσα σε αυτή την συγκεκριμένη ερώτηση, αλλά περιορίζεται να πει πως οι σχέσεις με τον θεό αυτών που έρχονται μετά τον θεό δεν είναι αμοιβαίες. Αυτό σημαίνει κατά βάθος πως εάν ο νους είναι διαφορετικός από τον θεό, ο θεός δεν έχει καμμία σχέση με τον νου, ούτε σχέση ταυτότητος, ούτε ετερότητος! [Εδώ φαίνεται το μεγαλείο των ακτίστων ενεργειών, της θεωρίας που ολοκλήρωσε την έκφρασή της ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς και γλίτωσε τον Χριστιανό Ορθόδοξο από τον Λαβύρινθο του υποκειμένου. Σήμερα αγνοείται από όλους τους θεολόγους προτεσταντικής καλλιέργειας. Την μεγάλη καταστροφή διέπραξε ο Γιαγκάζογλου ο οποίος παρερμήνευσε τις άκτιστες ενέργειες, επιτρέποντας στον Ζηζιούλα να σιγουρευτεί για την ευχαριστιακή εκκλησιολογία του].
Αφού δηλώνει λοιπόν πως ο θεός είναι ξένος σε κάθε ομοιότητα και ανομοιότητα, δεδομένου ότι είναι απερίληπτος σε σχέση με όλα όσα προέρχονται από αυτόν (το Ένα) και βρίσκονται μετά από αυτόν, ο Πορφύριος επιδιώκει να εξηγήσει γιατί εμείς αναπαριστούμε τον θεό σαν διαφορετικό από εμάς. Το γεγονός αυτής της αντιλήψεως στηρίζεται σε κάτι που ονομάζεται κοινή αίσθηση και μας καθοδηγεί να φανταστούμε πως οι σχέσεις μας μαζί του είναι αμοιβαίες. Προβάλλουμε λοιπόν σε αυτόν αυτό που είναι μόνον σε μας, ακριβώς όπως μπορούμε να φανταστούμε πως είναι ο ήλιος που ανατέλλει ή πως η γη απομακρύνεται όταν η βάρκα ανοίγεται στα βαθειά. Αυτό που έρχεται μετά τον θεό (το Έν) δεν προστίθεται σ’ αυτόν για να σχηματίσει μ’ αυτόν ένα Όλον. Δεν υπάρχει ένα κενό που πρέπει να γεμίσει. Ο θεός και «όλα τα πράγματα», το παν, δεν μπορούν να ονομασθούν μαζί, να συμπεριληφθούν. Καθότι το όλον, το παν και εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε τίποτα σε σχέση μ’ αυτόν. Και αντιστρέφει ξανά ο Πορφύριος την προοπτική, την αναποδογυρίζει. Εάν αντιλαμβανόμεθα τον θεό σαν ένα τίποτα, στην πραγματικότητα είμαστε εμείς που δεν είμαστε τίποτα απέναντι σ’ αυτόν.
Εάν ο θεός δεν σχετίζεται με αυτό που ακολουθεί, είναι αναγκαίο να συμπεράνουμε πως δεν γνωρίζει τα πάντα. Πρέπει να το δεχθούμε, εάν πιστεύουμε ότι δεν διαθέτει άλλο είδος γνώσεως από εκείνη που προϋποθέτει μια σχέση με ένα γνωστό αντικείμενο και είναι αντίθετη της άγνοιας. Αλλά υπάρχει μια άλλη γνώση, η οποία είναι καθαρή γνώση, όπως το φως του ήλιου είναι καθαρό φως.
Σε αυτό το σημείο όμως ο Πορφύριος κατανοεί πως προσδίδοντας αυτή την γνώση, παρότι απόλυτη, στον θεό, κινδυνεύει να θέσει σε αμφισβήτηση την υπερβατικότητα που επιθυμεί να βεβαιώσει! Γι’ αυτό σταματά για να ανασυνθέσει τον λόγο του: ο θεός είναι χωρίς σχέσεις με όλο αυτό που προέρχεται από αυτόν. Και γι’ αυτόν τον σκοπό εισάγει μια νέα έννοια: Ο θεός είναι απολύτως χωρισμένος (εξηρημένον) από όλα τα άλλα πράγματα.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου