GERHARD KRȔGER
ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΑΘΟΣ
Η ουσία (η φύση) τής πλατωνικής σκέψης
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ: Η
ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΣΤΟ
«ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ»
ΩΡΑΙΕΣ ΨΥΧΕΣ : Η ΤΕΛΕΟΛΟΓΙΑ
Συνεχίζοντας τώρα προς την ωραιότητα των ψυχών, βλέπουμε να επιστρέφουν τα χαρακτηριστικά (οι χαρακτήρες…) τής χρονικής (μας…) ταυτότητας που βρήκαμε στο σώμα, σε μιαν παραλλαγμένην όμως, και λιγότερο «χρονική» μορφή. Αυτό που ελκύει τον Έρωτα βρίσκεται κι εδώ στην εντύπωση κατ’ αρχάς τής παραγωγικής δύναμης, με την οποίαν και ‘διεγείρεται’ η ελπίδα για «καρποφόρα» συναναστροφή στον εραστή. Μόνον που παρατηρείται – αντίστοιχα και προς τη φύση τής αυτοτελούς ψυχής – μια διπλή καρποφορία: όταν προλέγη (π.χ….) στον «ωραίον Ισοκράτη», ως τον ερώμενόν του, ένα σημαντικό μέλλον ο Σωκράτης, τότε πρόκειται εδώ, απ’ τη μια για τη «φύση» του (το ‘ταλέντο’ ή το ‘χάρισμά’ του…), που περιέχει ήδη «μιαν ορισμένην αγάπη για τη σοφία», απ’ την άλλην όμως και για το ευγενικό του «ήθος» (Ethos), για τη στάση δηλ. που διάλεξε ο ίδιος (Φαίδρ. 278/79). Όσον αφορά στο πρώτο, ελκύει (πράγματι…) τον εραστή ως παιδαγωγό η «ωραία, ευγενική και ευδόκιμη ψυχή» (Συμπ. 209b/c), ενώ η δύναμη, την οποίαν και αναγνωρίζει (ο εραστής…) στον ερώμενον, είναι η δυνατότητα του ερώμενου να ‘αποκτήση’ μια δική του στάση, να φτάση δηλ. στην αρετή (Arete). Η αναπτυγμένη όμως ωραιότητα του ίδιου του παιδαγωγού, που τη συναντά ως «αθάνατη δόξα και μνήμη», στους ποιητές και τους νομοθέτες π.χ., εκείνος που τους ‘θαυμάζει’ (Συμπ. 209d), βασίζεται στην ήδη ενεργοποιημένην αρετή (ό.π. 208d). Πρόκειται για τη δύναμη προς την αθανασία, που συγκινεί ‘δαιμονικά’ (εμπνευσμένα…) να αγαπήση με σεβασμό ο εραστής. «Κάλλος και αρετή» - μπορούμε να τα ονομάσουμε πράγματι με μιαν αναπνοή (Φίληβ. 64e)· ενώ μεμονωμένες αρετές, όπως η ανδρεία, η δικαιοσύνη ή η ευπρέπεια (η κοσμιότητα κι η ‘τάξη’…), μπορούν (‘άνετα’…) να χαρακτηρισθούν ως ωραίες (Λάχ. 192c, Γοργ. 492c)· ο δε προσευχόμενος για «εσωτερικήν ωραιότητα» στους θεούς στον ποταμό Ιλισσό Σωκράτης, εννοεί τη σοφία και την ευπρέπεια (Φαίδρ. 279b – c). Ορίζεται λοιπόν ακριβώς ως «ένα είδος υγείας, ωραιότητας και δύναμης να αντισταθή (ευεξία) η ψυχή» η αρετή, ενώ ως «ασθένεια, απρέπεια και αδυναμία» η ‘κακότητα’ (Πολιτεία 444d – e). Περιγράφεται δε στον μύθο τού «Γοργία» σε αναλογία προς τη φυσικήν εξασθένηση η κακότης τής «απογυμνωμένης» απ’ το σώμα, μετά τον θάνατο, ψυχής: είναι «καλυμμένη» εκεί «με μώλωπες και γεμάτη ουλές απ’ την ψευδορκία και την αδικία» (τα δικά της!...) η ψυχή, κι είανι όλα «παραμορφωμένα απ’ το ψέμμα και τη μεγαλαυχία, και τίποτα δεν είναι ίσο και ευθύ, επειδή (τής…) έλειψε η τροφή τής αλήθειας. Και «είναι γεμάτη (και παγωμένη…) απ’ την αμετρία (της…) και την ασχήμια της», ως συνέπεια της αυθαιρεσίας (της…), της τρυφής (ηδυπαθείας…), της υπεροψίας και της ακολασίας (της…) στην πράξη «η ψυχή» (Γοργ. 524/25). Ο λόγος τού Αλκιβιάδη στο «Συμπόσιον», που θα μας απασχολήση ως λόγος και περαιτέρω, εκφέρεται πλήρης απ’ την ‘δαιμονικήν’ και διεγείρουσαν τον Έρωτα εντύπωση της ψυχικής ωραιότητας του Σωκράτη. Και γίνεται ορατή η εσωτερική δύναμη του ανδρός εδώ, ως η μαγευτική (εκείνη…) δύναμη αντίστασης απέναντι στις δοκιμασίες, που καθιστούν ετοιμόρροπη (γενικώς και αλλιώς…) και καταστρέφουν την ψυχή. «Πληγώνεται (πράγματι…), σε όποια θέση και να (τον…) σκεφτούμε, πολύ λιγότερο απ’ το χρήμα, απ’ ό,τι ο Αίας απ’ τον σίδηρο» (219e) ο Σωκράτης, που μένει ακλόνητος και σ’ όλες τις στερήσεις τού πολέμου (220a κ.ε.) και νικητής προπάντων απέναντι στον πειρασμό με τον Αλκιβιάδη (219c). Εμφανίζεται (λοιπόν…) οξύτατη εδώ η ιδιαιτερότητα της εσωτερικής απέναντι στην εξωτερικήν ωραιότητα, και μάλιστα παράδοξα (paradox) για την ελληνικήν ευαισθησία: ομοιάζει δηλ. με τις κοίλες (κούφιες…) μορφές τών Σειληνών ο Σωκράτης, που φαίνονται άσχημες απ’ έξω, κρύβουν όμως μέσα τους «θεϊκές, χρυσές, πανέμορφες και εκπληκτικές» εικόνες (216/17)· και γίνεται ακόμα πιο παράδοξο αυτό, όταν ‘υπογραμμίζη’ ειρωνευόμενος αυτήν τη διαφορά και την υπεροχή τού εσωτερικά Ωραίου ο ίδιος ο Σωκράτης: αν του αποδίδεται δικαίως (λέει…) η παιδαγωγική δύναμη, θα επεδίωκε τότε «να ανταλλάξη την ωραιότητα με ωραιότητα» και ο Αλκιβιάδης, και να αποκτήση «αντί για την εμφάνιση του Ωραίου την αλήθεια του» και να «ανταλλάξη το χάλκινο με το χρυσό» (218/19). Και «θα έβλεπες πραγματικά μιαν απίστευτην ωραιότητα τότε σε μένα, μιαν ωραιότητα που θα υπερείχε πάρα πολύ μπροστά στη δική σου ωραία μορφή» (218e). Όσο ‘ειρωνικά’ κι αν λέγεται αυτό στην παρούσαν περίσταση, τόσο ακριβώς αντιστοιχεί ωστόσο ως προς το περιεχόμενο στη διδασκαλία τής Διοτίμας (210b). Καθώς δεν μας επιτρέπεται να κατανοήσουμε όμως με την έννοια της σύγχρονης ‘αποσωματοποίησης’ και ‘ιδιωτικοποίησης’ την εσωτερικότητα στον Πλάτωνα, εμφανίζεται η παράδοξη (αυτή…) υπεροχή τής εσωτερικής απέναντι στην εξωτερικήν ωραιότητα, πάλι στην εξωτερική (μας…) στάση· η «παραξενιά» (το «αλλόκοτο»…) του Σωκράτη, που την παρατηρήσαμε ήδη απ’ την αρχή, γίνεται, στη συμπεριφορά του στον πόλεμο, ξανά αιτία μιας εξωτερικής δύναμης: ‘διαφεύγει’ απρόσβλητος, επειδή τον καθιστούν η αποφασιστικότητά του, η ήσυχη παρατήρηση σε όσα συμβαίνουν γύρω του και η περίσκεψη με την οποίαν ‘ξεπερνά’ τον Λάχη «φοβερόν» (211a κ.ε.). Δεν είναι (μάλιστα…) καθόλου λιγότερο σαφές για την ελληνική σκέψη, ότι σημαίνει πολιτική δύναμη η εσωτερική ωραιότητα: γιατί τα «παιδιά» που γεννιούνται απ’ τις ωραίες ψυχές δεν είναι παρά τα ποιητικά πρότυπα της κοινής ζωής και οι νόμοι (Συμπ. 209c – e) (( Σημ. τ. μετ.: Πέρασαν άραγες ανεπιστρεπτί όλα αυτά; Ή η ψυχή μας μπορεί να τα κρατήση ακόμα ζωντανά μέσα σ’ αυτόν τον παροδικόν οπωσδήποτε κόσμο, για την αιωνιότητα… )) . Οι σπουδαίοι και άξιοι άνδρες τής αληθινής πολιτείας επενεργούν, ώστε να παύσουν οι ταραχές (στάσεις) στην πολιτεία, και οι ‘φρουροί’ (οι ‘φύλακες’…) «σώζουν» την πόλη (Πολιτεία 463a, πρβλ. και Θεαίτ. 170a/b), ‘παράγοντας’ την ενότητα και την αρμονία σ’ αυτήν, όπου και στηρίζεται η ισχύς της (Πολιτεία 462b κ.ε.)· και «είναι δύσκολο, να περιέλθη σε κατάπτωση μια τέτοια πόλη» (ό.π. 546a). Δεν είναι βέβαια τόσο αισθητή, όπως στο σώμα, στην ψυχή και στην πόλη η δύναμη: την παραγνωρίζει (π.χ. …) στον Σωκράτη, που ενώ συμπεριφέρεται τόσο «ερωτικά» μπροστά στα μάτια μας, είναι ωστόσο «γεμάτος πειθαρχία και ευπρέπεια» εσωτερικά (Συμπ. 216d), ο Αλκιβιάδης. Γι’ αυτό και φαίνεται σαφέστερα – αν βλέπη βέβαια γενικώς την εσωτερική δύναμη κανείς – και η υπεροχή της πάνω απ’ τη μοιραίαν πορεία τού χρόνου, που φέρνει μεν τη σωματική δύναμη μαζί της (καθώς ενηλικιωνόμαστε…), αλλά και πάλι την αφαιρεί: «Αρχίζει ακριβώς τότε να οξύνεται το ‘βλέμμα’ τής σκέψης, όταν ετοιμάζεται να υπερβή την αποκορύφωση της δύναμής του (και να αρχίζη να εξασθενή…) το βλέμμα τών ματιών» (ό.π. 219a). Μπορεί να ξεγελά έτσι η λάμψη τής εξωτερικής ισχύος και στην πόλη (Polis), όπως το διαβεβαιώνει για την άνοδο της Αθήνας σε ηγεμονική δύναμη στον «Γοργία» ο Σωκράτης (515c – 520e), όπου διαθέτει όμως ως ο μοναδικός πλέον πραγματικός πολίτης ο ίδιος, την κατ’ αρχήν υψηλότερη δύναμη του ιατρού, που μπορεί ακόμα να θεραπεύση και τη χειρότερην ασθένεια (ό.π. 521d κ.ε.)· η θέση (These) μάλιστα της «Πολιτείας» και της «7ης επιστολής», ότι πρέπει να συνενωθούν η φιλοσοφία και η πολιτική δύναμη για τη σωτηρία τής πόλης, βασίζεται (ακριβώς…) στην πεποίθηση, πως είναι τόσο ανεξάρτητη απ’ τη μοίρα τής χρονικής παρακμής, όσο καμμιά εξωτερική η εσωτερική δύναμη. Ακόμα κι όταν λείψη, εξαιτίας τής παραφροσύνης τού πλήθους, κάθε εξωτερική δυνατότητα επιτυχίας, παραμένει (ωστόσο…) η σωτήρια πολιτική δύναμη, καθώς υποχωρεί, μπροστά στη θύελλα που φέρνει σκόνη και βροχή, «κοντά στα τείχη» ο φιλόσοφος (Πολιτεία 496c κ.ε.). Παρέχεται μάλιστα σε μεγαλύτερον βαθμό η εσωτερική δύναμη στον άνθρωπο απ’ ό,τι η εξωτερική (( Σημ. τ. μετ.: Αυτό κι αν είναι αποκαλυπτικό! … )) , ο οποίος δεν διαθέτει εδώ μιαν ορισμένη μόνον ισχύ, που του ‘παραδίδεται’ με τον χρόνο, αλλά είναι ισχυρός μέσα απ’ τον ίδιον του τον εαυτό μ’ αυτήν, καθώς πρόκειται, με μια ριζικά ανώτερην έννοια απ’ ό,τι στο σώμα, για τη δική του δύναμη (( Σημ. τ. μετ.: Είμαστε προικισμένοι μ’ αυτήν. Αρκεί να μην τη θάβουμε, να μην την ‘ξεχνάμε’, να μην τη ‘σκεπάζουμε’ κάτω απ’ όλες τις απάτες και τις αυταπάτες αυτού τού βίου… )) .
Αν στραφούμε και θεωρήσουμε τώρα την «ομοιομορφία» και την «αυθυπαρξία» τής ψυχής, προκύπτει ότι βασίζεται στη μονιμότητα η ωραιότητά της, με την οποίαν και παραμένει κάτω από όλες, ακόμα και τις πιο ακραίες συνθήκες, σ’ αυτό, που αναγνώρισε κάποτε ως σωστό (πρβλ. και Κριτ. 48b). Αν επιδρά ‘ωραία’ ο Σωκράτης, αυτό οφείλεται ουσιαστικά στην ομοιομορφία τής εμφάνισής του, που δεν ‘διασπάται’ από κανένα πάθος (Pathos) σε «πολυμορφία», καθώς και στην ‘ανεξαρτησία’ του, με την οποίαν και παραμένει μέσα στις πιο διαφορετικές συνθήκες ο ίδιος. Ο τονισμός π.χ. των συνηθειών, που είναι τόσο σημαντικός για την εικόνα τού Σωκράτη στο τέλος τού «Συμποσίου», επενεργεί σ’ αυτόν ως μια αναφορά στην εσωτερική σταθερότητα· και (μας…) δείχνει παραδειγματικά η νίκη του πάνω στο διονυσιακό πάθος στο «Συμπόσιον», τί σημαίνει «ομοιομορφία». Ανήκει στην αρετή (Arete) η διατήρηση της «ενιαίας ματιάς στην ζωή» (Πολιτεία 519c), ενώ «περιπλανιέται, βασανισμένη να μη συμπεριφέρεται ποτέ το ίδιο, συγχυσμένη και κλονισμένη, και αρπαγμένη ως μεθυσμένη απ’ τον ίλιγγο» η άσχημη ή κακή ψυχή (Φαίδ. 79c, πρβλ. και Πολιτεία 602c). «Ζαλίζεται» και «ιλιγγιά» (μάλιστα…) ο «αποκρουστικός, μικρόψυχος, πανούργος και φιλόνεικος άνθρωπος», όταν ‘σταθή’ μπροστά στα φιλοσοφικά ερωτήματα της ζωής (Θεαίτ. 175c – d). Πρέπει δε να «τριγυρίζη» και μετά τον θάνατο, όπως παρατηρείται ειρωνικά, σαν ένα σκιώδες φάντασμα κοντά στους τάφους η ‘κατεστραμμένη’ ψυχή (Φαίδ. 81c/d), που «τριγύρισε» «με κάθε ανοησία και τρέλλα» ή με τιποτένια και μάταια ‘χρονικά’ ενδιαφέροντα σε όλην της την ζωή (Φαίδ. 82e, Θεαίτ. 172c). Δεν μπορεί (πια…) να «ησυχάση» μια τέτοια ψυχή (ό.π. 84a), αφού «δεν συμμετέχει κι είναι αμέτοχη στη συνύπαρξη με το Θεϊκό, Καθαρό και Ομοιόμορφο (μονοειδές) (ό.π. 83a), ενώ «μοιάζει» αντίθετα «στον ύψιστον βαθμό προς το Θεϊκό, Αθάνατο, Θεωρητικό, Μονοειδές, Αδιάλυτο και Συμπεριφερόμενο πάντοτε ομοιόμορφα προς τον εαυτό του», η ενάρετη και ωραία ψυχή (ό.π. 80b). Εμφανίζεται (λοιπόν…) εντελώς σαφώς η «συγγένεια» του χρονικού με το αιώνιο εδώ (ό.π. 79a κ.ε.). «Δεν είναι από καμμιάν άποψη και κατά κανέναν τρόπο άδικος ο Θεός, αλλά τόσο δίκαιος, όσο είναι αυτό γενικώς εφικτό, και δεν υπάρχει τίποτα που θα ήταν ομοιώτερο προς αυτόν από εκείνον, ο οποίος γίνεται αντίστοιχα όσο το δυνατόν δίκαιος ανάμεσά μας» (Θεαίτ. 176b/c). Μόνο που πρέπει να κρατήση την ιδιαιτερότητά της μέσα στο κύλημα του χρόνου η ψυχή. Γιατί είναι αυτή που μας διδάσκει την αιώνια διάρκεια, αντιστεκόμενη στην εσωτερική διάλυση. Είναι αυτό που παρίσταται (που μένει παρόν…) σε όλες τις αλλαγές, ως μονοειδής, η ωραία ψυχή, το «ήσυχο ήθος (Ethos), που μένει πάντοτε κοντά στον εαυτό του» (Πολιτεία 604e). Γι’ αυτό και εμφανίζεται στον Σωκράτη πιο ορατή από ποτέ μπροστά στον θάνατο αυτή η ωραιότητα: όποιος «περιφρόνησε» όπως αυτός «ως κάτι το ξένο τις άλλες χαρές και τα στολίδια που αφορούν στο σώμα» στην ζωή του και «στόλισε» αντί γι’ αυτά «με τα δικά της στολίδια, με ευπρέπεια, δικαιοσύνη, ανδρεία, ελευθερία και αλήθεια την ψυχή», αυτός μπορεί να «είναι, ένεκα της ψυχής του, πεπεισμένος (θαρρείν)» (Φαίδ. 114d – e). Είναι δε αξιοσημείωτο εδώ, ότι συμμετέχει, διαφορετικά απ’ το σώμα, η ίδια στην ωραιότητά της η ωραία ψυχή. Στηρίζεται δηλ. στην αυτοτελή ‘συμπεριφορά’ τής «ομοίωσης προς τον Θεό (ομοίωσις θεώ)» η ομοιότητά της προς το Θεϊκό (Θεαίτ. 176b). Γίνεται μονοειδής, καθώς κατευθύνεται αυτοτελώς (‘ανεξάρτητα’, με τη ‘θέλησή’ της, αυτοπροαίρετα…) προς το θεϊκό Μονοειδές η ψυχή: «τρέφεται» απ’ αυτό, και είναι πάντοτε «σ’ αυτό (εν τούτω)» και «μαζί του» (Φαίδ. 84a, b, 79d). Η βεβαιότητα μιας διάρκειας που υπερέχει τού χρόνου, και που μένει πάντοτε ελλιπής στη συζήτηση των υποθέσεων (Hypothesen) (ό.π. 107b), βασίζεται, όπως το βλέπουμε στην πραγματική συμπεριφορά τού Σωκράτη μπροστά στον θάνατο, στο ότι (αυτός…) ‘ευθυγραμμίζεται’ με απαρασάλευτην έρευνα προς την αλήθεια. Μένει (για να το πούμε μυθικά) στη «θέση» του (στο «πόστο» του…), καθώς είναι βαθειά πεπεισμένος, ότι βρισκόμαστε υπό την προστασία τών «θεών» εμείς οι άνθρωποι (ό.π. 62b), και του δίνει αυτή η βεβαιότητα της προοπτικής προς το Αιώνιο, που μπορεί μόνο μυθικά να εκφρασθή, και που καθοδηγεί (ωστόσο…) την έρευνά του, τη δύναμη της πεποίθησής του. Την απειλή τού χρόνου την αντιμετωπίζει ο Σωκράτης με την ελπίδα (ό.π. 63c, 64a, 67b, 68a, 114c – πρβλ. και Απολ. 40c και Πολιτεία 496), κι αυτή η «καλή ελπίδα» διευθύνεται ακριβώς προς εκείνο, «προς χάριν τού οποίου και καταβάλαμε τόσον κόπο στην παρελθούσα μας (που παρήλθε…) ζωή» (ό.π. 67b/c). Η παρουσία που ξεπερνά τον χρόνο εκδηλώνεται εδώ, όχι με το ότι (μάς…) επιτρέπει να ξεχάσουμε παρελθόν και μέλλον το Ωραίο (όπως π.χ. στα ωραία σώματα…), αλλά ακριβώς στον τρόπο με τον οποίον και θεωρείται εδώ συνολικά, ως Όλον ο χρόνος. Δεν είναι μόνον ένας ‘παρατηρητής’ αυτός που βλέπει εδώ τη διάρκεια του χρόνου, αλλά ένας που κι ο ίδιος διαρκεί· στο φως τού Αιώνιου, προς το οποίο και στρέφεται η ψυχή, εμφανίζεται πραγματικά ως το απείκασμα της αιωνιότητας ο χρόνος, σύμφωνα και με τον ορισμό στον «Τίμαιο». Γίνεται δηλ. σαφές στην ψυχή, ότι ‘συγκρατείται’ (‘συνέχεται’…), με την ωραιότητα του διαρκούς Είναι, σε μια μοναδικήν παρουσία η πολλαπλότητα των παροδικών στιγμών· κι αν μπορούμε να πούμε, «πως αυτό που έγινε είναι γενόμενο, πως αυτό που γίνεται είναι γιγνόμενο και πως αυτό που μέλλεται είναι μελλούμενο» (Τίμ. 38b), αυτό βασίζεται στο ότι δεν ‘περνά’ μόνον από κάθε περαστική στιγμή, αλλά είναι ταυτόχρονα, σε όλην τη διάρκεια του χρόνου, με την ανάμνηση και την ελπίδα παρούσα η ψυχή (( Πρβλ. γι’ αυτό το φαινόμενο και το κείμενο του Χάιντεγγερ «Είναι και χρόνος», 1927, που δεν ερμηνεεύει ωστόσο πλατωνικά το όλο θέμα )) . – Φανερώνεται (όμως…) ακόμα κι αυτή η εσωτερική υπέρβαση του χρόνου στην εξωτερική συμπεριφορά, όπως το δείχνει (εξάλλου…) η παραστατική ‘εικόνα’ τού θνήσκοντος Σωκράτη στον «Φαίδωνα». Μια κάπως παράδοξη ωστόσο εξωτερικά ‘εικόνα’, γιατί όταν θέτη την τόσο φυσική ερώτηση ο Κρίτων, πώς θά ’θελε να κηδευθή άραγες ο Σωκράτης, γελά εκείνος «σιωπηλά» και λέει: «Ω άνδρες, (βλέπετε πως…) δεν πείθω τον Κρίτωνα για το ότι είμαι αυτός ο Σωκράτης, που συζητά τώρα (μαζί σας…) και τα φροντίζει όλα όσα (αυτήν τη στιγμή…) λέει, αλλά νομίζει (ο Κρίτων…) πως είμαι εκείνος, που θα τον δη λίγο αργότερα νεκρό» (Φαίδ. 115c).
( συνεχίζεται )
Aμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου