«Το γεγονός της ένωσης γίνεται με πολλούς τρόπους. Κάποιοι
δηλαδή που είναι διηρημένοι ως προς τη διάθεση και τη γνώμη, και διαφωνούν
μεταξύ τους, λέγεται ότι ενώνονται με σύμβαση φιλική, διώχνοντας τις μεταξύ
τους διαφορές. Όμως λέμε ότι ενώνονται και αυτά που κολλούνται μεταξύ τους,
δηλαδή αυτά που συγκεντρώνονται με άλλους τρόπους, ή με αντιπαραβολή, ή
ανάμιξη, ή συγχώνευση. Όταν λοιπόν λέμε ότι ενώνεται με την δική μας φύση ο
Λόγος του Θεού, ο τρόπος της ένωσης φαίνεται ανώτερος από τον νου του ανθρώπου.
Γιατί δεν γίνεται με κανένα από τους τρόπους που είπαμε, αλλ’ είναι εντελώς
απόρρητος, και δεν είναι σε κανένα από τα όντα γνωστός, παρά μόνο στον Θεό που
τα γνωρίζει όλα. Και δεν είναι καθόλου παράδοξο εάν υστερούμε ως προς τις
έννοιες αυτές, τη στιγμή που εξετάζοντας πως έχουν τα δικά μας πράγματα,
ομολογούμε ότι η κατανόησή τους ξεπερνά τα όρια της δική μας διάνοιας.
Καταλαβαίνουμε δηλαδή , με ποιο τρόπο ενώθηκε η ψυχή του ανθρώπου με το σώμα του;
Ποιος μπορεί να το πει; Εάν όμως, έχοντας μετά δυσκολίας συνηθίσει να
κατανοούμε πράγματα μικρά και να έχουμε τη δύναμη να μιλούμε γι’ αυτά, πρέπει
να δώσουμε εξήγηση για τόσο λεπτά πράγματα που βρίσκονται πάνω από το νου και
το λόγο, λέμε, ότι θα πρέπει να καταλάβουμε πως ο λόγος οπωσδήποτε είναι
κατώτερος από την αλήθεια, και ότι η ένωση του Εμμανουήλ είναι τέτοια, τέτοια
που θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι είναι και η ένωση της ψυχής του ανθρώπου
με το σώμα του. Γιατί η ψυχή οικειοποιείται τα του σώματος, αν και από τη φύση
της είναι αμέτοχη των παθών του, και των
φυσικών και αυτών που προσλαμβάνονται από έξω.
Γιατί το σώμα κινείται σε ορέξεις φυσικές, και αυτό το συναισθάνεται η
ψυχή που υπάρχει σε αυτό λόγω της ένωσής της, όμως δεν συμμετέχει με κανένα
τρόπο σε αυτές. Θεωρεί δηλαδή ότι το αποτέλεσμα της όρεξης αποτελεί ιδιαίτερη
απόλαυση του σώματος. Και εάν το σώμα τεμαχίζεται με ξίφος, συμπάσχει βέβαια,
γιατί πάσχει το σώμα της, αλλά αυτή δεν υποφέρει τίποτε από αυτά που συμβαίνουν
στη δική της φύση. Ωστόσο λέμε ότι η ένωση του Εμμανουήλ βρίσκεται πάνω από
αυτό. Γιατί ήταν αναγκαίο να υποφέρει μαζί με το σώμα του και η ψυχή με την
οποία ενώθηκε, ώστε αποφεύγοντας τις ατιμώσεις, να προσφέρει υπάκουο τον αυχένα
του στον Θεό. Για τον Λόγο όμως του Θεού
είναι απρεπές να πούμε, ότι ο Λόγος του Θεού συναισθανόταν τις κακώσεις. Γιατί
ο Θεός είναι απαθής, και δεν υπόκειται στα δικά μας. Όμως ήταν ενωμένος με
σάρκα, η οποία είχε ψυχή λογική, αλλά όταν έπασχε αυτή δεν αισθανόταν όσα
συνέβαιναν σε αυτήν. Και ως Θεός βέβαια θεράπευε τις ασθένειες της σάρκας, αλλά
τις δεχόταν ως δικές του, αφού αφορούσαν το σώμα του. Έτσι λέγεται ότι και
πείνασε, και κουράστηκε, και έπαθε για μας. Θα πρέπει λοιπόν η ένωση του Λόγου
με τον άνθρωπο να μη παραλληλίζεται σκόπιμα με τα δικά μας. Γιατί, όπως το σώμα
είναι βέβαια διαφορετικής φύσεως από την ψυχή, αλλά όμως από τα δύο αυτά
δημιουργείται και λέγεται ένας άνθρωπος, έτσι και από την τέλεια υπόσταση του
Θεού Λόγου, αλλά και από την ανθρώπινη, η οποία είναι τέλεια, κατά την ίδια
αναλογία προήλθε ένας Χριστός, ο οποίος είναι ταυτόχρονα Θεός και άνθρωπος.
Και, όπως είπα, ο Λόγος κάνει δικές του τις ιδιότητες της σάρκας του, γιατί
είναι και δικό του το σώμα, και όχι κάποιου άλλου, αλλά και κατά κάποιο τρόπο
κοινοποιεί στην σάρκα του την ενέργεια της θεϊκής δύναμης που υπάρχει σ’ αυτόν,
ώστε να μπορεί και τους νεκρούς να ανασταίνει, και τους αρρώστους να
θεραπεύει».
(Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, ΕΠΕ 10, σελ. 107-111, «Περί
της Ενανθρωπήσεως του Μονογενούς»).
ΣΧΟΛΙΟ: κατά Βασιλειάδη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου