Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

ΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΕΝΟΤΗΣ

 Το πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνο

1. Θες τν Χριστιανν

να εκολοκα πρόχειροπιχείρημα, γι ν ποστηριχθε συγγένεια τν Μεγάλων Θρησκειν (Θρησκευμάτων ρθότερα), εναι ναφορ σ να Θεό, πού π κοινο ποδέχονται. Κα βέβαια Θες εναι νας. νας μως Θες θεωρεται π τ διάφορα θρησκεύματα μέσα π εδικ προοπτική, στε τελικ ν διαφέρει Θες π θρησκεία σ θρησκεία, κα τελικ ν ποδεικνύεται, τι δν εναι διος Θεός, στν ποο ναφέρονται, κόμη κα ο λεγόμενες μονοθεϊστικς θρησκεες, λλ κα ο χριστιανικς «μολογίες».

Θες τν χριστιανν εναι μν νας, λλ διακρίνεται σ Τρία Θεα Πρόσωπα, κάθε να π τ ποα χει τ πλήρωμα τς θεότητας, χωρς μως ν γίνεται λόγος γι «τρες θεούς», λλ γι να, πως μολογομε κα στ «σύμβολο τς πίστεως, («Πιστεύω ες ΕΝΑ Θεόν…»). Ατ σημαίνει, τι « Θες πο ποκαλύπτεται στν στορία, δν εναι μία μοναχικ παρξη, ατόνομη Μονάδα τομικ Οσία. Εναι Τριάδα ποστάσεων, τρία Πρόσωπα μ πόλυτη παρκτικ τερότητα, λλ κα κοινότητα Οσίας, Θέλησης κα νέργειας»1.

Συνοψίζοντας τν ρθόδοξη χριστιανικ παράδοση κα διδασκαλία γι τν γία Τριάδα νεώτερος πατέρας τς ρθοδοξίας σιος Νικόδημος γιορείτης (†1809) κα παναδιατυπώνοντας τ μακραίωνη πατερικ διδασκαλία, γράφει: «Κοντά ες μς τους ρθοδόξους σέβεται καί λατρεύεται ες Θεός τρισυπόστατος, στις εναι μονάς ν ταυτ καί τριάς. Μονάς μέν κατά τήν οσίαν καί φύσιν, τριάς δέ κατά τάς ποστάσεις καί πρόσωπα· μονάς μέν σύγχυτος καί τριάς διαίρετος· οτε διά τήν Μονάδα συγχεόμενος…, οτε διά τήν Τριάδα διαιρούμενος…»2.

νας Θεός, συνεπς, τς χριστιανικς ρθοδόξου πίστεως εναι τριαδικός: Πατήρ, Υἱὸς κα γιο Πνεμα. Τ Πνεμα στ Γραφ νομάζεται κα Παράκλητος (ω. 14,16· 15,26 κ.), δηγός, παρήγορος. Τ νομα, βέβαια, κάθε θείου Προσώπου δν χει σχέση μ τν να Θε κα τ τρία θεα Πρόσωπα. δογματικ διδασκαλία δν πορρέει π κάποιο φιλοσοφικ στοχασμ κα διανοητικ ναφορ στ Θεό. κόμη κα χρησιμοποιούμενη θεολογικ γλώσσα, παρόλο πο χει προέλευση φιλοσοφική, συχν ποφορτίζεται κα ναφορτίζεται ννοιολογικά, γι ν μπορέσει ν πλησιάσει τ θεο μυστήριο, χωρς βέβαια τν κατανόησή (κατάληψη) του3.

Τ τρία θεα Πρόσωπα τς χριστιανικς Πίστης εναι τρες ναρχοι τρόποι παρξης τν γιοτριαδικν θείων Προσώπων κα τς σχέσης μεταξύ τους. νώνονται διαίρετα στ μία θεία Οσία, λλ χι ς μέρη τς μίας θεότητας, φο κα τ τρία χουν «μο», κα τ καθένα χωριστά, λόκληρη τ μία θεία οσία κα γι’ ατ λέγονται «μοούσια» μεταξύ τους. Πάλι θ πικαλεσθομε τν σιο Νικόδημο: «Ες Θεός στιν Τριάς, μι προσκυνήσει καί λατρεί προσκυνούμενος καί λατρευόμενος πό πάσης κτίσεως ασθητς καί νοουμένης». γία Τριάδα εναι «μοούσιος και μοφυής καί ταυτενεργής καί παντοδύναμιος καί νωμένη πρός αυτήν»4. Τ τρία θεα Πρόσωπα «χουσι τάς φυσικάς νεργείας τς θεότητος… Μλλον δέ καί κριβέστερον επεν μίαν καί τήν ατήν νέργειαν χουσι καί τά τρία»5.

Τί σημαίνουν λα ατά; Σύμφωνα μ σα διος Τριαδικς Θες ποκάλυψε στος Προφτες κα ποστόλους, μέσα π τ θέωση, τν νωσή τους μαζί Του, δν μπορομε ν συλλάβουμε ν γνωρίσουμε τν οσία το Θεο, λλ μόνο τν τρόπο παρξής Του κα τς σχέσεις τν γιοτριαδικν Προσώπων. Κατ τν γιο ωάννη Δαμασκην (†πρν π τ 754), Θες μς ποκάλυψε «,τι ν δυνατόν μν γνναι καί δυνάμεθα φέρειν»6. τσι, γνωρίζουμε μν τν παρξη το Θεο, λλ χι τν οσία Του (τί δηλαδ ΕΙΝΑΙ Θεός). Τ νόματα, συνεπς: Πατήρ, Υός, γιο Πνεμα δν δηλώνουν τν οσία το Θεο, λλ τν τρόπο παρξής του. μία θεία Οσία παραμένει διαίρετη κα μέριστη, παρ τ διάκριση τν τριν Προσώπων στν γία Τριάδα.

Ποι μως εναι αώνια σχέση τν τριν Προσώπων; Πατέρας εναι γέννητος κα «φύσει κα ϊδίως» (αώνια) γενν τν Υἱὸ κα κπορεύει τ γιο Πνεμα. Υός, συνεπς, γεννται κα τ Πνεμα κπορεύεται π τν Πατέρα. Πατρ εναι ρίζα κα ρχ-πηγ τν δύο λλων Προσώπων κα μόνος ατιος τς παρξής τους. Γέννηση (το Υο) κα κπόρευση (το Πνεύματος) διαφέρουν μεταξύ τους. Διαφορετικ θ χρησιμοποιετο διος ρος. Ποι εναι μως οσία τς διαφορς δν γνωρίζουμε, διότι περβαίνει τν ντιληπτικ δύναμη κάθε νθρώπου. Δν εναι θέμα νθρώπινης σοφίας, λλ ποκάλυψης το διου το Θεο.

ς θυμηθομε τν παραπάνω λόγο το γίου ωάννου Δαμασκηνο, ποος συμπληρώνει: «Καί τι μέν στι διαφορά γεννήσεως και κπορεύσεως μεμαθήκαμεν, τίς δέ τρόπος τς διαφορς οδαμς»7.

Γι’ ατ κα γιος Γρηγόριος Θεολόγος θ πε στος διανοούμενους τς ποχς του (Ενομιανούς), πο καυχντο γι τ σοφία τους: «Επέ σύ τήν γεννησίαν το Πατρός, κγώ τήν γέννησιν το Υο φυσιολογήσω, καί τήν κπόρευσιν το Πνεύματος, καί παραπληκτίσομεν μφω ες Θεο μυστήρια παρακύπτοντες» (Λόγος Θεολογικς Ε΄,8: «Πές μου σ τί εναι γεννησία το Πατρς κα γ θ μιλήσω γι τ τί εναι γέννηση το Υο κα κπόρευση το Πνεύματος, κα θ τρελαθομε κα ο δύο μ τ ν σκύψουμε στ μυστήρια το Θεο»). Κάθε θέτηση παραχάραξη σων Θες χει ποκαλύψει εναι βλασφημία κα πόρριψη τς θείας ποκάλυψης.

Υἱὸς κα τ Πνεμα δν διακρίνονται μόνο π τν Πατέρα, λλ κα μεταξύ τους, διότι λλος εναι τρόπος παρξης το Υο κα λλος κενος το Πνεύματος. Στν γία Τριάδα πάρχουν «κοιν» κα «κοινώνητα». Κάποιες «διότητες» ποδίδονται κα στ τρία Πρόσωπα λόγ τς κοινς οσίας τους. Τ κοιν στ τρία Πρόσωπα εναι οσία, νέργεια, βασιλεία, θέληση, δόξα, θεότης, τ κτιστο, τ γέννητο, τ περίγραπτο, τ νείδεο, τ σχημάτιστο, τ προνοητικό, τ δημιουργικ κ.λπ. Τ γέννητο το Πατέρα, τ γεννητ το Υο κα τ κπορευτ το Πνεύματος-Παρακλήτου νήκουν στ «κοινώνητα»8. Κάθε σύγχυση στ κοινώνητα εναι, πάλι, βλασφημία κατ τς γίας Τριάδος. Στν Καιν Διαθήκη γίνεται σαφς διάκριση το ργου το Υο κα κείνου το Πνεύματος. πως επε Υἱὸς (ησος Χριστός), Παράκλητος θ μαρτυρήσει γι’ Ατν (ω. 15, 26), θ «διδάξει (τος Μαθητς Του) πάντα» (14, 26), θ τος δηγήσει «ες πσαν τν λήθειαν» (16, 23). Δν θ μιλήσει «φ’ αυτο» (16, 23), λλά, πως λέγει Χριστός, «κ το μο λήψεται κα ναγγελε μν» (16, 14). Ατ εναι σχέση κα συμμετοχ το Υο κα το Πνεύματος στ ργο τς σωτηρίας.


2. γιο Πνεμα κα κκλησία

Τ ργο το γίου Πνεύματος χει μεση σχέση μ τν κκλησία κα τν ποστολή της στν κόσμο. κκλησία εναι «σμα Χριστο» (Α΄ Κορ., κεφ. 12), νωση κα νότητα τν Πιστν στ «δοξασμένη»-θεωμένη νθρώπινη φύση (νθρωπότητα) το ησο Χριστο. Χριστς κα κκλησία εναι νότητα διάσπαστη κα διαίρετη, κατ τν . Χρυσόστομο: «Γένος ν Θεο καί νθρώπων»9. Ατ σχέση μως πραγματώθηκε «ν γί Πνεύματι». Κατ τν μέρα τς Πεντηκοστς «δοξασμένη» (κατ φύση νωμένη μ τ θεότητα) νθρώπινη φύση το Χριστο πανέρχεται στν κόσμο, μετ τν νάληψή Του, γι ν συνεχιστε παρουσία το Χριστο στν κόσμο (βλ. Ματθ. 28, 20: «καί δού γώ μεθ’ μν εμι πάσας τάς μέρας, ως τς συντελείας το αἰῶνος»). Μία παρουσία μως μ διαφορετικ τρόπο. Ατ δηλώνει φράση «ν γί Πνεύματι». Παράκλητος, τ γιο Πνεμα, στέλνεται π τν Πατέρα κα τν Υό, γι ν γίνει τ ργο το Χριστο πραγματικότητα στ σμα Του, τν κκλησία, κα σ κάθε πιστ σ’ Ατν νθρωπο. Χριστς μίλησε γι λα ατ στ Μυστικ Δεπνο, δίνοντας στος Μαθητς του κάποιες περίεργες φαινομενικ ποσχέσεις. «Μικρόν καί ο θεωρετέ με, καί πάλιν μικρόν καί ψεσθέ με» (ω. 16, 16: Γι λίγο χρόνο δν θ μ βλέπετε, λλ κα πάλι μετ π λίγο χρόνο θ μ δετε). Ατ πραγματοποιήθηκε μετ τν νάστασή Του μ τς μφανίσεις Του. «Πάλιν ρχομαι καί παραλήψομαι μς πρός μαυτόν, να που εμι γώ καί μες τε» (ω. 14, 3: Πάλι θ λθω κα θ σς παραλάβω κοντά μου, δι ν εσθε κα σες, που εμαι γώ). Χριστός, κόμη, ναφέρθηκε στν μέρα, κατ τν ποία ο Μαθητς θ γνωρίσουν τι Ατς εναι «ν τ Πατρί», ο Μαθητς στν Χριστό, κα Χριστς μέσα σ’ ατος (ω. 14, 20). Ο Μαθητές, συνεπς, κα λοι ο πιστο (ο γιοι), φθάνοντας στ θέωση (τν Πεντηκοστή), θ ποκτήσουν τν μπειρία τς παρουσίας το Χριστο μέσα τους, βλέποντας τν Χριστ μέσα στ κτιστο φς Του. κόμη Χριστς ποσχέθηκε ν μφανιστε σ’ ποιον τν γαπ κα τηρε τς ντολς Του (ω. 14, 21) κα θ λθει ν κατοικήσει μέσα του, μαζ μ τν Πατέρα (14, 23). λα ατ πραγματοποιονται π τν μέρα τς Πεντηκοστς, μ τν λευση το γίου Πνεύματος10. ποιος φθάσει στ θέωση, μετέχει στ γεγονς τς Πεντηκοστς, πο μένει μόνιμα νοικτ στν στορία. νότητα το σώματός Του, πο ναφέρει Χριστς στν ρχιερατικ Προσευχ Του («να σιν ν», ω. 17, 11), δν εναι κάποια συμβατική, κοσμικ-πολιτικ νότητα, πως διος διευκρινίζει: «Πάτερ, ος δέδωκάς μοι, θέλω, να που εμί γώ, κκενοι σι μετ’ μο, να θεωρσι τήν δόξαν τήν μήν» (ω. 17,24). Τότε εναι νωμένος πιστς μ τν Χριστό, ταν βλέπει τν κτιστη δόξα Του, τ κτιστο φς τς θεότητάς Του. θέωση εναι τ θεμέλιο τς νότητας τν Χριστιανν, κα ατς εναι προορισμός μας. λλου εδους νότητα δν πάρχει, μ συμβατικς συμφωνίες κα φραστικς ποσχέσεις.

Κατ τν μέρα τς Πεντηκοστς δν «δρύεται» κκλησία, πο εναι προαιώνια στ βουλ το Θεο κα συνδεδεμένη μ τ Πρόσωπο το Θεο-Λόγου, το Υο. Κατ τν Πεντηκοστ «συγκροτεται» γιοπνευματικ κα φανερώνεται στν κόσμο («γεννται») ς σμα Χριστο κκλησία, κοινωνία τν πιστν Του. Ατ εναι τ ργο το γίου Πνεύματος ς γιοτριαδικο Προσώπου.


3. Πνευματομαχία

προσπάθεια μως λογικς κατανόησης τς γίας Τριάδας μ τς προϋποθέσεις τς (λληνικς) φιλοσοφίας, δήγησε σ αρετικς (δηλ. αθαίρετες) κδοχς γι τν Θε κα τς σχέσεις τν γιοτριαδικν Προσώπων. στοχαστικ-φιλοσοφικ ναφορ στ Θε δηγε στν εδωλολατρία, τν κατασκευ δηλαδ Θεο φανταστικο. χι, πως κενος ποκαλύφθηκε στν στορία, λλ πως τν γενν κα τν δέχεται στοχασμός μας. Στ χρο το Θεο στοχασμς ποδεικνύεται χι μόνο νίσχυρος, λλ κα διαστροφικός, διότι τ μόνο, πο μπορε ν κάμει εναι προβολ τν προλήψεών μας στ Θεό. Γι’ ατ μιλομε γι εδωλολατρία, γι «κατασκευ» Θεο νύπαρκτου, πο λαμβάνει πόσταση μόνο στ φαντασία μας.

Ο Πατέρες χρησιμοποιον γι τ Πνεμα κα τν μοουσιότητά του μ τν Πατέρα τν ρολογία, κα τ πιχειρήματα, πο χρησιμοποιον κα γι τ σχέση το Υο μ τν Πατέρα, ποδεικνύοντας τσι τν ταυτότητα τς φύσεώς τους. Μία στοχαστικ κα φιλοσοφικ μως θεώρηση τς σχέσης τν θείων γιοτριαδικν Προσώπων δήγησε σ πλάνες, πως π.χ. το Σαβελλίου (2ος -3ος α.). Θες κατ’ ατν γι χάρη τς σωτηρίας, παρουσιάστηκε διαδοχικ στν κόσμο μ τρες διάφορους τρόπους νέργειας. Τ τρία πρόσωπα εναι τρες διαδοχικο τρόποι νέργειας, τρία πρόσωπα (προσωπεα), τρες ρόλοι το νς Θεο, πο μφανίστηκε ς Πατέρας στν Παλαι Διαθήκη, ς Υἱὸς στν Καιν κα ς Πνεμα στν κκλησία. λλ κα Παλος Σαμοσατέας (3ος α.) κήρυττε τι Θες εναι να πρόσωπο, Υἱὸς δ κα τ Πνεμα πλς πρόσωπες δυνάμεις11. Οσιαστικ μως διαστρέβλωση τς ταυτότητας το Υο κα το γίου Πνεύματος δωσε μεγάλη αρεση το ρειανισμο (4ος α.)12. ρειος κα ο παδο του προσέβαλαν πρτα τ θεότητα το Υο, το ησο Χριστο, ποκαλώντας Τον «κτίσμα» (δημιούργημα), «πρ πάντων τν αώνων», μ βάση τν ριστοτελικ φιλοσοφία. πρώτη Οκουμενικ Σύνοδος (325) δωσε πάντηση στ πρόβλημα μ τν μολογία τν γίων Πατέρων, πο διακήρυξαν στ Σύνοδο, πως γίνεται σ λες τς Οκουμενικς Συνόδους, τν πίστη λων τν γίων, στν σότητα κα μοουσιότητα το Υο μ τν Πατέρα. Μετ τν Α΄ Οκουμενικ Σύνοδο διαμορφώθηκαν ο κόλουθες μάδες: Ο μοουσιανο (παδο το «μοουσίου», δηλαδ ο ρθόδοξοι), ο μοιουσιανοί, ο μοιοι κα ο κραοι ρειανοί, ο νόμοιοι. Ο νομασίες χουν σχέση μ τος χαρακτηρισμούς, πο χρησιμοποιονταν γι τν Χριστ (μοιούσιος, μοιος, νόμοιος –πάντα σ σχέση μ τν Πατέρα).

Παράλληλα μως μ τν νάπτυξη τς αρετικς διδασκαλίας το ρειανισμο γι τν Υἱὸ διατυπώθηκαν νάλογες θέσεις κα γι τ γιο Πνεμα. Ατο νομάστηκαν Πνευματομάχοι. Βέβαια λοι ο ρειανο ταν Πνευματομάχοι. Δεχόμενοι τν Υἱὸ ς κτίσμα, δέχονταν κα τ γιο Πνεμα ς κτίσμα13. Ο κραοι ρειανο λ.χ., ο νομαζόμενοι νόμοιοι, νόμαζαν τ γιο Πνεμα «κτίσμα κτίσματος»14. Κυρίως Πνευματομάχοι ταν ο μοιουσιανοί15. Ο Πνευματομάχοι16 μως νομάζονταν κα Μακεδονιανο π τν ρχηγ τους Μακεδόνιο, πίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως. ταν μία πτέρυγα τν μοιουσιανν. Στν Κωνσταντινούπολη ο Πνευματομάχοι εχαν διαίτερη κα σχυρ μάδα. πάντηση σ’ λες ατς τς ντιπνευματικς διδασκαλίες δωσε Β΄ Οκουμενικ Σύνοδος τ 381 [17] στν Κωνσταντινούπολη, μ τ συμμετοχ μεγάλων Πατέρων μ βάση τ διδασκαλία τους, πως λ.χ. το Μ. Βασιλείου, πο εχε «κοιμηθε» τ 379. Τ Σύμβολο τς Συνόδου ατς, πο παγγέλλεται στς κολουθίες μας κα διαίτερα στ Θεία Λειτουργία («Πιστεύω ες να Θεόν …») εναι μία ερύτερη μολογία τς πίστεως π κείνη τς συνόδου τς Νικαίας18. Τς θέσεις τν Πνευματομάχων πέκρουσαν κα νέτρεψαν ο Καππαδόκες Πατέρες (Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης) κα πίσκοπος Κωνσταντίας Κύπρου πιφάνιος. Θεολογία τους βγαλμένη μέσα π τν θεοπτικ μπειρία τν Προφητν κα τν ποστόλων κα τ δική τους, πέδειξε τν αρετικ κακοδοξία κα τν ρνητική της πιρρο στν εστάθεια τς κκλησίας. Ο παραπάνω Πατέρες συνέβαλαν θεολογικ στν τελικ διατύπωση τς διδασκαλίας γι τ γιο Πνεμα19 κα τν ναίρεση τς διδασκαλίας τν Ενομιανν. τριαδολογία τους γινε πανηγυρικ δεκτ στν νατολ κα τ Δύση. Β΄ Οκουμενικ Σύνοδος θεσε τέρμα στς ρειανικς ριδες.

Τ Σύμβολό της προσφέρει «μία εδικότερη θεολογικ νάπτυξη τς πίστεως γι τ φυσικ θεότητα το γίου Πνεύματος»20, φο τ Σύμβολο τς Νικαίας (325) τελειώνει μ τ φράση: «Κα ες τ γιον Πνεμα», χωρς περαιτέρω νάπτυξη. Τ περ γίου Πνεύματος ταν, συνεπς, ργο τν Πατέρων τς Β΄ Οκουμενικς, πο προσέθεσαν τς φράσεις: «τ Κύριον, τ ζωοποιόν, τ κ το Πατρς κπορευόμενον, τ σν Πατρ κα Υἱῷ συμπροσκυνούμενον κα συνδοξαζόμενον, τ λαλσαν δι τν Προφητν», πο δείχνουν τν μοουσιότητα το Πνεύματος μ τ λλα δύο Πρόσωπα, μ τ ποα «συμπροσκυνεται κα συνδοξάζεται».


4. «Ζως χορηγς»

Ποι μως εναι τ ργο κα σημασία το γίου Πνεύματος στ ζω τν Χριστιανν κα τ θέση τους στν κόσμο; Θ πικαλεσθομε τ συναφ διδασκαλία το γίου Νικοδήμου το γιορείτου21, πο συνοψίζει τ διδασκαλία τν ρχαιοτέρων Πατέρων. Τ γιο Πνεμα εναι πηγ (χορηγός) τς ζως, κάθε μορφς ζως, διότι εναι «ζω κα ατοζωή», πως κα Υός. Δι το γίου Πνεύματος πραγματοποιήθηκε «οσίωσις τν πάντων», λθαν δηλαδ τ πάντα στν παρξη22. Πατέρας δημιούργησε τ πάντα «δι’ Υο, ν γί Πνεύματι». Γι’ ατ κα χαρακτηρίζονται «βραχίονες» (χέρια) το Πατρός. Εναι χαρακτηριστική, σο κα εστοχη, φράση το Κανόνος το καθίστου μνου (ωσφ μνογράφος): «δακτύλ γγέγραπται Πατρς Λόγος» στν χραντη κοιλία τς Θεοτόκου. «Δάκτυλος» δ εναι τ γιο Πνεμα (πρβλ. Λουκ. 11, 20), πο «πεσκίασε» (σκέπασε προστατευτικά), κατ τ λόγο το ρχαγγέλου Γαβριήλ, τν Παναγία (Λουκ. 1, 35).

Τ γιο Πνεμα εναι κυρίως ἡ πηγὴ τῆς πνευματικῆς ζωῆς (ἁγιοπνευματικῆς, ὅπως ὀνομάζεται), διότι εἶναι ἡ ζωὴ ἡ αἰώνια, ποὺ κερδίζει ὁ πιστὸς μὲ τὴ συνέργειά του μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ὡς χορηγός τῆς πνευματικῆς ζωῆς ὁ Παράκλητος εἶναι «πηγὴ τῶν χαρισμάτων»23.

Τὰ χαρίσματα, ποὺ χορηγεῖ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι «ἄπειρα, καὶ ἀπειράκις ἄπειρα», κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο24, «διαιροῦνται δὲ ἀδιαιρέτως καὶ διὰ τοῦτο γίνονται χωρητὰ εἰς τὴν κτίσιν»25, «διαμοιράζονται δὲ εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὑπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, κατὰ τὸ μέτρον τῆς πίστεως»26, ἀνάλογα δηλαδὴ μὲ τὴ δεκτικότητα τοῦ ἀνθρώπου.

Ἐξ ἄλλου, τὸ ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ὁ κύριος συντελεστὴς τῆς ἀληθινῆς θεογνωσίας. Γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ «θεωρία», ἡ «θεοπτία», ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου φωτὸς τῆς Θεότητος, ποὺ φέρεται καὶ μὲ τὰ ὀνόματα «δοξασμὸς» καὶ «θέωση»27. Ἡ γνώση τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ, ὁμολογεῖ ὁ Νικόδημος, εἶναι τὸ «μεγαλύτερον καὶ τελειότερον» ἀπὸ τὰ ἀγαθά, ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Θεός. Χωρὶς αὐτὴ τὴ γνώση «ὅλα τὰ ἄλλα ἀγαθὰ εἶναι οὐδὲν»28. Μένουν δηλαδὴ χωρὶς σημασία. Ἡ γνώση ὅμως τοῦ Θεοῦ (θεογνωσία) τότε εἶναι δυνατή, ὅταν ὁ πιστὸς μὲ τὸν πνευματικό του ἀγώνα (ἄσκηση τῶν ἀρετῶν) ἀναδειχθεῖ σὲ «κατοικητήριον τοῦ ἁγίου Πνεύματος», μιμούμενος τὸν τρόπο ζωῆς τῶν Ἁγίων. Αὐτὸ σημαίνει συνέργεια μὲ τὸν Θεό, ἀρχὴ τῆς ὁποίας εἶναι «ἡ κάθαρση τῆς καρδίας» ἀπὸ πάθη καὶ λογισμούς, ποὺ «ὡσὰν νέφαλα σκοτίζουσι τὸν νοῦν (=τὸν ὀφθαλμὸ τῆς ψυχῆς, ὄχι τὴ διάνοια) καὶ δὲν ἀφήνουν νὰ λάμψη εἰς αὐτὸν ἡ ἀκτὶς τοῦ φωτιστικοῦ Παναγίου Πνεύματος»29. Ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ὡς ἀπόλυτη προϋπόθεση τῆς θεογνωσίας, ἀποκτᾶται «διὰ τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν, καὶ μάλιστα τῆς ἀγάπης»30. Αὐτὴ εἶναι κατὰ τὸν Νικόδημο, ἡ μοναδικὴ σωτηριολογικὴ βάση σύνολης τῆς ὀρθοδοξοπατερικῆς παράδοσης. Ἡ καρδιὰ γίνεται ἔτσι κατοικητήριο («ναός», Α΄ Κορ. 3, 16) τοῦ ἁγίου Πνεύματος, «μὲ τὴν προσοχὴν καὶ τὴν ἐν καρδίᾳ ἐπιστροφὴν τοῦ νοὸς καὶ μὲ τὴν «νοεράν προσευχὴν» («Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησόν με»). Ἡ προσευχὴ αὐτή, μὲ τὴν ἄσκηση, γίνεται «ἀδιάλειπτη», μέσα στὴν καρδιὰ (Α΄ Θεσσ. 5,17).

Ἡ διδασκαλία αὐτὴ τοῦ ἁγίου Νικοδήμου εἶναι ὁ ἀκατάλυτος σύνδεσμος πνευματικότητας καὶ σωτηρίας. Χωρὶς τὴν «μυστικὴν ἐνέργειαν καὶ λατρείαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ καρδίᾳ», μένουν «ἐλλειπεῖς ὅλαι αἱ ἀρεταὶ καὶ τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου»31. Ἡ παρουσία καὶ προσευχητικὴ ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος στὴν καρδιὰ τοῦ πιστοῦ εἶναι ἡ βεβαίωση τῆς χριστιανικότητάς του. Τότε ὁ χριστιανὸς εἶναι πραγματικὰ «πιστός». Αὐτὴ εἶναι ἡ «τελεία» ἢ «ἐνδιάθετος» πίστη, διότι τὸ «ἐλπιζομένον» (ἡ ἄκτιστη χάρη) ἐνοικεῖ μέσα στὴν καρδιά, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «πίστις ἐστὶν ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Ἑβρ. 11, 1). Γι’ αὐτὸ συμπληρώνει ὁ Νικόδημος: «Ὅποιος δὲν ἔχει εἰς τὴν καρδίαν του τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐνεργητικῶς καὶ ἐμφανῶς, αὐτὸς δὲν εἶναι μαθητὴς καὶ οἰκεῖος τοῦ Χριστοῦ»32. Ὁ Νικόδημος ἐπαναλαμβάνει ἐδῶ τὸν Παῦλο (Ρωμ. 8, 9): «Εἴ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἒχει, οὗτος οὐκ ἒστιν αὐτοῦ», δὲν ἀνήκει στὸν Χριστό.

Τὸ ὑψηλότερο καὶ πλατύτερο ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, λέγει ὁ Νικόδημος, εἶναι «τὸ χάρισμα τῆς ἱερᾶς θεολογίας»33, ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν «θεοπτία». Μόνον ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει τὴν ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος στὴν καρδιά του, «αὐτὸς εὐθὺς εἶναι καὶ θεολόγος, καὶ θεολόγος ἀπλανὴς καὶ ἀσφαλέστατος. Ὁ δὲ μὴ ἐνεργηθείς ἐν τῇ καρδίᾳ ὑπὸ τοῦ Πνεύματος, αὐτὸς ὅσα θεολογεῖ εἶναι λόγοι ἔξωθεν ἐρχόμενοι, ἐξ ἀκοῆς καὶ οὐχὶ ἐκ καρδίας ἐνεργουμένης ὑπὸ τοῦ Πνεύματος»34. Θὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ παρατηρήσω ἐδῶ ὑπὸ τὴν ἰδιότητά μου ὡς ἀκαδημαϊκοῦ διδασκάλου τῆς Θεολογίας, ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ τραγωδία ἐκείνων ποὺ πιστεύουμε, ὅτι τὸ πτυχίο καὶ οἱ τίτλοι τῆς σχολικῆς παιδείας ἀναδεικνύουν κάποιον Θεολόγο καὶ ὄχι ἡ ἁγιοπνευματικὴ Χάρη, ποὺ ἀποκτᾶται μὲ τὴν πνευματικὴ ζωή. Ἐμεῖς, στὴν καλύτερη περίπτωση, εἴμαστε θεολόγοι «ἀπὸ δεύτερο καὶ τρίτο χέρι», μὲ τὸ νὰ ἐπαναλαμβάνουμε καὶ σχολιάζουμε τὶς μαρτυρίες γιὰ τὶς πνευματικὲς ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων, ποὺ ἔχουν κατατεθεῖ στὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἡ παιδεία καὶ ἡ φιλοσοφία (ἡ σχολικὴ κατάρτιση) δίνουν, στὴν καλύτερη περίπτωση, τὴ δυνατότητα ἔκφρασης καὶ χρήσης τους στὴ γλώσσα τοῦ περιβάλλοντός μας, μὲ ὑπαρκτὸ πάντα τὸν κίνδυνο διολίσθησης σὲ αἵρεση ἢ ἀκόμη καὶ στὴν ἀθεΐα.

Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει μία βασικὴ προσευχὴ γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ εἶναι ὕμνος τῆς Ἀκολουθίας τῆς Πεντηκοστῆς. Εἶναι τὸ γνωστό: «Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας. Ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν καί ζωῆς χορηγός. Ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν, καί καθάρισον ἡμᾶς ἀπό πάσης κηλίδος, καί σῶσον, Ἀγαθέ, τάς ψυχάς ἡμῶν». (Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ εἶσαι βασιλιὰς τοῦ οὐρανοῦ, παρηγορητής, πηγὴ καὶ διδάσκαλε τῆς ἀλήθειας. Σὺ ποὺ (ὡς Θεὸς) εἶσαι παντοῦ παρὼν καὶ γεμίζεις μὲ τὴν παρουσία σου τὰ πάντα· σὺ ποὺ εἶσαι ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν καὶ χαρίζεις τὴ ζωὴ· ἔλα νὰ κατοικήσεις μέσα στὴν καρδιά μας καὶ καθάρισέ μας ἀπὸ κάθε κηλίδα ἁμαρτίας, καὶ σῶσε, Ἀγαθέ, τὴν ψυχή μας). Μὲ τὴν προσευχὴ αὐτὴ προσεύχεται ὁ Ὀρθόδοξος πιστὸς καὶ ἀρχίζει κάθε λειτουργική του πράξη (Ἀκολουθία).


5. Ἡ κακοδοξία τοῦ “Filioque” καὶ τὸ σχίσμα

Μεγάλη διαμάχη στὴν ἱστορικὴ πορεία τοῦ Χριστιανισμοῦ προκάλεσε ἡ προσθήκη στὸ ἱερὸ Σύμβολο τῆς φράσης “Filioque” (φιλιόκβε=καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ) στὴ Δύση. Μόνο ἐκεῖνος ποὺ ζεῖ τὴν πίστη, ὡς Ὀρθοδοξία, μπορεῖ νὰ κατανοήσει τὴ σημασία τῆς μικρῆς αὐτῆς φράσης καὶ τοῦ θορύβου, ποὺ ἔχει προκαλέσει ἡ προσθήκη της στὴ βασικὴ ὁμολογία τῆς χριστιανικῆς Πίστης, τὸ ἱερὸ Σύμβολο τῆς Β΄ Οἰκου μενικῆς Συνόδου (381). Τὸ ἄρθρο του γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔχει τὴ μορφή: «Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον (…), τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον», σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, στὸ Ἰω. 15, 26: «... τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται». Καμιὰ μεταβολὴ τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ διανοηθεῖ. Γι’ αὐτὸ ὄχι μόνο στὴν Ἀνατολή, ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτὴ τὴ Δύση τῶν πρώτων αἰώνων, δὲν ἀποτολμήθηκε μία παρόμοια ἐνέργεια.

ἅγιος Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων (4ος αἰ.) λ.χ., ὅπως καὶ οἱ Καππαδόκες Πατέρες στὴν Ἀνατολὴ δὲν ταύτισαν τὸν ὅρο «ἐκπόρευσις» μὲ τὸν ὅρο «γέννησις», ποὺ σχετίζεται μὲ τὸν Υἱό. Οἱ δύο αὐτοὶ ὅροι, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, ἐκφράζουν τὸν αἰώνιο τρόπο ὕπαρξης τῶν δύο ἁγιοτριαδικῶν Προσώπων. Ἡ μόνη ἐξαίρεση στὴ Δύση ὑπῆρξε ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος (†430), λόγω τῶν διαφορετικῶν θεολογικῶν προϋποθέσεών του (φιλοσοφικὴ θεολόγηση).

Ὁ Αὐγουστῖνος, χωρὶς τὴ θέλησή του, ἔγινε ἡ ἀρχὴ καὶ πηγὴ αὐτῆς τῆς πλάνης. Θεωρεῖ τὸ Πνεῦμα «κοινὸ ἔρωτα (amor) Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, διότι εἶναι ἔρως, φιλία καὶ ἀγάπη Πατρὸς καὶ Υἱοῦ. Ὁ Πατὴρ εἶναι ὁ ἀγαπῶν τὸν Υἱόν, ὁ Υἱὸς ὁ ἀγαπώμενος ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἀγαπῶν τὸν Πατέρα, καὶ τὸ Πνεῦμα ἡ ἀμοιβαία ἀγάπη, σύνδεσμος, Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, πού ἐκπορεύεται καὶ ἀπὸ τοὺς δύο». Αὐτὸ εἶναι τὸ φιλοσοφικὸ συμπέρασμα τοῦ Αὐγουστίνου, ποὺ προϋποθέτει τὴν (ἀνύπαρκτη) ἀναλογία Θεοῦ καὶ τοῦ ψυχικοῦ κόσμου τοῦ ἀνθρώπου. Σημασία ὅμως ἔχει ὅτι μὲ βάση τὴ δική του διδασκαλία προωθήθηκε τὸ «φιλιόκβε» στὴ Δύση.

Ὁ Αὐγουστῖνος προσπαθοῦσε νὰ ἐξηγήσει, γιατί τὸ Πνεῦμα δὲν εἶναι ἀδελφός τοῦ Λόγου (Υἱοῦ). Βέβαια τὸ ζήτημα αὐτὸ εἶχε λυθεῖ ἤδη στὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἡ ἄγνοια ὅμως τῆς Ἑλληνικῆς ἐμπόδισε τὸν ἱερὸ Πατέρα νὰ φθάσει σὲ ὀρθὰ συμπεράσματα. Ὑποστήριξε δέ, ὅτι τὸ θέμα θὰ βρεῖ ἀπάντηση στὴν ἄλλη ζωή! Μὴ ἐννοώντας τὴ σημασία τῆς διάκρισης οὐσίας καὶ ὑποστάσεως στὸ Θεὸ καὶ πιστεύοντας ὅτι καὶ μετὰ τὴ Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ θέμα «περὶ ὑποστατικῆς ἰδιότητος τοῦ Πνεύματος» παρέμενε ἐκκρεμές, πέθανε τὸ 430 μὲ τὴν ἐντύπωση ὅτι δὲν εἶχε δοθεῖ ἀπάντηση, στὸ γιατί τὸ Πνεῦμα δὲν εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Ἀδελφός τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ὅπως ὀρθὰ παρατηρεῖ ὁ π. Ἰω. Ρωμανίδης35: «Ταῦτα πάντα, διότι κατ’ αὐτὸν σκοπὸς τῆς Θεολογίας εἶναι ἡ ἔρευνα περὶ τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀνίχνευσις τοῦ τί εἶναι γέννησις καὶ ἐκπόρευσις»36. Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶχε ἀπορρίψει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅπως εἴδαμε. Ἂν ὅμως ὁ Αὐγουστῖνος ὑπῆρξε ὁ αἴτιος τοῦ «Filioque», ὁ μεγάλος σχολαστικὸς θεολόγος Θωμᾶς Ἀκινάτης (†1274) ἔγινε ὁ κύριος ὑποστηρικτής του στὴ Δύση.

Στὴ Δύση τὸ Filioque, μὲ βάση τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο, ἐπεκτάθηκε ἀρχικὰ στὴν Ἱσπανία, γιὰ τὴν ἰσχυροποίηση τῆς θέσης τοῦ Υἱοῦ στὴν ἁγία Τριάδα καὶ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἐκεῖ Ἀρειανῶν. Τὸ 547 ἔγινε ἡ προσθήκη στὸ σύμβολο τῆς τοπικῆς συνόδου τοῦ Τολέδο καὶ τὸ 589, ἴσως, καὶ στὸ σύμβολο τῆς Κωνσταντινουπόλεως37. Κατὰ τὶς φραγκικὲς πηγὲς ζήτημα προκλήθηκε ἀπὸ κάποιο Φράγκο μοναχὸ Ἰωάννη στὰ Ἱεροσόλυμα, σὲ φραγκικὸ μοναστήρι στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Τὸ 808, μὲ βάση τὸ «φραγκικὸ ἔθιμο», ἔψαλαν τὸ σύμβολο μὲ τὴν προσθήκη. Οἱ Ρωμαῖοι (ἑλληνορθόδοξοι) μοναχοὶ κατηγόρησαν τοὺς Φράγκους ὡς αἱρετικούς. Τὸ 809 ὅμως ὁ Καρλομάγνος (†814) συνεκάλεσε σύνοδο τῆς φραγκικῆς Ἱεραρχίας στὸ Ἀκυΐσγρανον (Ἄαχεν-Aix la Chapelle) καὶ θέσπισε ὡς δόγμα πίστεως τὴν προσθήκη, ποὺ εἶχε γίνει ἤδη περὶ τὸ 780, ἀφορίζοντας τούς μὴ συμφωνοῦντες. «Παραδόξως τὰ Πρακτικὰ δὲν σώζονται» παρατηρεῖ ὁ π. Ρωμανίδης38.

Κύριο ἐπιχείρημα τῶν Λατίνων ἦταν –καὶ εἶναι– ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι «ἐκ τοῦ Πατρὸς» καὶ ἔχει πάντα τὰ τοῦ Πατρὸς καί, «ὡς ἀρχὴ ἐκ τῆς ἀρχῆς», ἐκπορεύει, «ὡς μία μετὰ τοῦ Πατρὸς οὐσία» καὶ αὐτὸς τὸ ἅγιον Πνεῦμα39. Συγχέεται ὅμως ἔτσι ἡ αἰώνια ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος μὲ τὴν «ἐν χρόνῳ» ἀποστολὴ καὶ πέμψη Του ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ (Ἰω. 15, 26). Ἡ φτώχεια, μάλιστα, τῆς λατινικῆς γλώσσας ἔναντι τῆς ἑλληνικῆς, ὅπως θὰ τονίσει ὁ πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος (†1472), ἐπέτρεπε στὴ Δύση διπλὴ χρήση τοῦ ρήματος procedere, καὶ γιὰ τὴν αἰώνια ἐκπόρευση καὶ γιὰ τὴ χρονικὴ πέμψη τοῦ Πνεύματος.

Βέβαια ὁ Καρλομάγνος στὴν ἀποδοχὴ καὶ δογματοποίηση τοῦ «φιλιόκβε» εἶχε καὶ μία σοβαρὴ πολιτικὴ σκοπιμότητα. Τὴ χρήση τῆς προσθήκης ἀπὸ τοὺς Φράγκους ἐναντίον τῶν «Γραικῶν», τῶν Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων, καὶ τὴ διευκόλυνση τῆς ἐπεκτατικῆς του πολιτικῆς. Μὴ ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Καρλομάγνος πρῶτος σχεδίασε μία «Ἑνωμένη Εὐρώπη» ὑπὸ τὴν ἡγεσία τῶν Φράγκων. Συνεχιστὴς τοῦ σχεδίου αὐτοῦ θὰ εἶναι ἀργότερα ὁ Ναπολέων. Τὰ ἔργα «contra Graecos» (Κατὰ Γραικῶν), ποὺ ἐμφανίσθηκαν αὐτὴ τὴν περίοδο προωθοῦσαν τὸ σχέδιο τοῦ Καρλομάγνου γιὰ τὴν ἀποστασιοποίηση τῶν Ρωμαίων (Ὀρθοδόξων) τῆς Δύσης ἀπὸ ἐκείνους τῆς Ἀνατολῆς.

Ἡ προσθήκη τοῦ «Φιλιόκβε» στὸ ἱερὸ Σύμβολο τὸ 809 εἶναι αἵρεση καὶ βλασφημία κατὰ τῆς ἁγίας Τριάδος, ὡς καὶ ἀθέτηση τοῦ λόγου τοῦ
ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο οἱ Δυτικοὶ Ρωμαῖοι (Ὀρθόδοξοι) οὐδέποτε δέχθηκαν τὴν προσθήκη. Παράδειγμα κλασικὸ ὁ πάπας Λέων Γ΄(†816), ὁ ὁποῖος, μετὰ τὴν δογματοποίηση τοῦ «Φιλιόκ βε», τοποθέτησε δύο ἀργυρὲς πλάκες στὴ θύρα τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Πέτρου τῆς Ρώμης μὲ τὸ Σύμβολο στὸ πρωτότυπο ἑλληνικὸ (Β΄ Οἰκουμενικὴ) καὶ στὴ λατινικὴ μετάφρασή του χωρὶς τὴν προσθήκη, μὲ τὴν ἐπιγραφή: «Ταῦτα Λέων ἒθηκα δι’ ἀγάπην και  φύλαξιν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως»40. Τί ἄλλο ἀποδεικνύει ἡ ἀποδοκιμασία ἀπὸ τὸν Λέοντα Γ΄ τῆς προσθήκης παρὰ τὸ ὅτι ὑπῆρχε ἡ συνείδηση τοῦ τελεσίδικου τοῦ Συμβόλου τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς καὶ τοῦ ἐγκλήματος τῆς ἀθέτησής του; Ἀλλὰ καὶ ἡ Η΄ (γιὰ τὴν Ἀνατολὴ) Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τοῦ ἔτους 879 ἐπὶ Μ. Φωτίου καταδίκασε πανηγυρικὰ τὴν αἵρεση τοῦ «φιλιόκβε», δηλώνοντας ἔτσι τὴ συνεχιζόμενη ταύτιση καὶ συμφωνία τῶν Ὀρθοδόξων Ἀνατολῆς καὶ Δύσης41. Ὁ ὀρθόδοξος Πάπας Ἰωάννης Η΄(†882) μὲ ἐπιστολή του καὶ διὰ τῶν ἀντιπροσώπων του καταδίκασε τὴν προσθήκη ὡς αἱρετική, σὲ συμφωνία μὲ τὸν Μ. Φώτιο καὶ τὴν Ἀνατολή. Ἐνῶ ὅμως στὴ Δύση ἡ προσθήκη ἐπιβλήθηκε ὡς δόγμα πίστεως, στὴν Ἀνατολὴ οὐδέποτε ἔγινε δεκτὸ τὸ «φιλιόκβε». Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τὸν 18ο αἰώνα ὁ ἐπίσκοπος Ἠλίας Μηνιάτης (†1714), ὁ ὁποῖος διερωτᾶται γιὰ τὸν λόγο τῆς προσθήκης: «Ποία ἀνάγκη ἦταν καὶ ἐσάλευσαν τὸ ἅγιον σύμβολον, τὸ ὁποῖον διὰ τόσους αἰῶνας ἐφύλαξεν εὐλαβῶς ἀσάλευτον καὶ ἀπαράλλακτον ἡ Ἐκ κλησία τοῦ Χριστοῦ;»42. Καὶ συμπληρώνει: «Τὸ ἅγιον Σύμβολον εἶναι καὶ κανὼν καὶ γνώμων τῆς πίστεως, ἀλλ’ ὁ κανὼν καὶ γνώμων πρέπει νὰ εἶναι ἀσάλευτος», ἐπαναλαμβάνοντας κατὰ λέξη τὸν Μ. Βασίλειο (Λόγος Κατ’ Εὐνομίου). Μὲ τὰ λόγια του αὐτὰ ὁ μεγαλύτερος ἐκκλησιαστικὸς ρήτορας τῆς περιόδου τῆς δουλείας διατυπώνει τὴ μόνιμη πίστη καὶ θέση τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς.

Τὸ «φιλιόκβε» μαζὶ μὲ τὸ «παπικὸ πρωτεῖο ἐξουσίας» ὑπῆρξαν τὰ κύρια αἴτια τοῦ σχίσματος Ἀνατολῆς καὶ Δύσης (867 καὶ ὁριστικὰ τὸ 1054)43. Ὁ Μ. Φώτιος, ποὺ πρῶτος ἀντιμετώπισε στὴν Ἀνατολὴ τὸ ζήτημα τῆς προσθήκης καὶ διδασκαλίας τοῦ φιλιόκβε στὸ κλασικὸ ἔργο του «Περὶ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μυσταγωγίας»44, τὸ χαρακτηρίζει «ἄθεον γνώμην», «κιβδήλευμα τοῦ ἱεροῦ Συμβόλου», «καινὴν δυσσέβειαν», «ὑπερβολὴν βλασφημίας» κ.λπ. Ὁ πατριάρχης Φώτιος συνέλαβε τὴ βαρύτητα τῆς βλασφημίας καὶ τῆς πρωτοφανοῦς θρασύτητας στὴν ἀθέτηση τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ (Ἰω. 15, 26). Τὸ ἔργο αὐτὸ τοῦ Μ. Φωτίου παραμένει γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἡ πηγὴ κάθε θεολογικῆς ἀντιμετώπισης τῆς κακοδοξίας αὐτῆς μέχρι σήμερα. Καὶ δὲν ἔλειψαν, βέβαια, οἱ λατινόφρονες (φιλενωτικοὶ) καὶ στὴν Ἀνατολή, ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἀμβλύνουν τὴ σημασία τοῦ φραγκικοῦ δόγματος, γιὰ νὰ ὁδηγήσουν, βάσει ἑνὸς δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ, σὲ συμβιβαστικὲς λύσεις. Τὴν ἀπάντηση ὅμως ἔχει δώσει ὁ μεγαλύτερος δογματολόγος μας τοῦ 20οῦ αἰ. π. Ἰωάννης Ρωμανίδης: «Τὸ λατινικὸ Filioque –γράφει– εἶναι ὄχι μόνον σοφιστεία, ἀλλὰ καὶ σαφὴς αἵρεσις καὶ ἀνατροπὴ τῆς διδασκαλίας τῆς Α΄ καὶ Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τῶν Πατέρων αὐτῶν»45.


6. Τὸ «φιλιόκβε» καὶ ὁ ἑνωτικὸς Διάλογος

Τὸ «Φιλιόκβε» εἶναι τὸ βασικὸ θέμα, αἰῶνες τώρα, τῶν ἑνωτικῶν Διαλόγων τοῦ φθίνοντος Βυζαντίου, ὅσο καὶ τῶν θεολογικῶν Διαλόγων τῆς ἐποχῆς μας46. Στὶς ἑνωτικὲς συνόδους μετὰ τὸ σχίσμα (11ος-15ος αἰ.) ἡ λατινοφραγκικὴ κακοδοξία εἶχε πάντα ἀπόλυτη προτεραιότητα, συνδεόμενη πάντα μὲ τὸ παπικὸ πρωτεῖο, ποὺ παράγει μόνιμα τὴν αὐθαιρεσία καὶ ἀδιαλλαξία τῆς παπικῆς πλευρᾶς. Καὶ στὴν τελευταία σύνοδο τῆς περιόδου αὐτῆς (1438/39, Φερράρας-Φλωρεντίας) τὸ φιλιόκβε καὶ τὸ πρωτεῖο ἦταν τὰ κύρια θέματα, ἀλλὰ καὶ τὸ μεγαλύτερο ἐμπόδιο στὴν πραγματοποίηση τῆς ἑνώσεως.

Τὸ δόγμα τοῦ «φιλιόκβε» μένει, ὅπως εἶναι εὐνόητο, τὸ μεγάλο πρόβλημα, καὶ ἡ ἀπόρριψή του βασικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν ἐπανένωση τοῦ διαιρεμένου χριστιανικοῦ κόσμου. Εἶναι δὲ περίεργο, ὅτι ἡ Διαμαρτύρηση (Προτεσταντισμός), ἐνῶ ἀπέρριψε τὸ παπικὸ πρωτεῖο, κρατεῖ μέχρι σήμερα τὴν πλάνη τοῦ «φιλιόκβε», ὡς ἕνα εἶδος «προπατορικοῦ ἁμαρτήματος» τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός, ἐξ ἄλλου, ἐπιμένει στὸ δόγμα αὐτό, ἀνυποχώρητα, ἐνῶ ἤδη ὁ ἀείμνηστος οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἀθηναγόρας τὸ χαρακτήρισε «μὴ κώλυμα» στὴν πορεία τῆς ἑνότητας. Κανεὶς διάλογος ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ ἀναμένει ἐπιτυχῆ ἔκβαση, ἂν δὲν ὑπάρξει ὁμοφωνία, στὴ βάση τῆς ἁγιογραφικῆς καὶ πατερικῆς παραδόσεως, στὸ ζήτημα τοῦ «φιλιόκβε», ποὺ ἀποτελεῖ βλασφημία, ὡς ἀλλοίωση τοῦ ἀπολύτου θεμελίου τοῦ Χριστιανισμοῦ, ποὺ εἶναι ἡ πίστη στὴν Ἁγία Τριάδα.

Βέβαια, τὸ ἐρώτημα εἶναι: Γιατί ἡ ἐπιμονὴ αὐτὴ ἐκ μέρους τοῦ Παπισμοῦ, ἀφοῦ ὑπάρχει τὸ ἀπαράβατο θεμέλιο τῆς Ἀλήθειας ποὺ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ στὸ Ἰω.15,26: «Τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται»; Στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι σημαντικὴ μία ἐπισήμανση τοῦ Ἠλία Μηνιάτη: «Ἐρωτηθέντες εἰς τὴν ἐν Φλωρεντίᾳ σύνοδον οἱ Δυτικοὶ περὶ τῆς προσθήκης ταύτης, οἰκονομικῶς (=κατ’ οἰκονομίαν) ἀπεκρίθησαν πώς τὴν ἔκαμαν· καὶ οἰκονομικῶς τοὺς ἀνταπεκρίθη ὁ Ἐφέσου ἔπρεπε νὰ τὴν ἐβγάλωσιν, ἐπειδὴ καὶ προξενεῖ τόσον σκάνδαλον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν»47. Ἡ εὐκταία καὶ εὐλογημένη ἕνωση μπορεῖ νὰ καταστεῖ δυνατή, ὅταν ὁ Χριστιανικὸς κόσμος ἐπιστρέψει στὴ βάση, ποὺ ἔθεσε γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα ὁ Ἀπ. Παῦλος: «Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν Βάπτισμα» (Ἐφεσ. 4,5). Μόνο οἱ λατινόφρονες τοῦ Βυζαντίου καὶ οἱ φιλενωτικοὶ-λατινίζοντες τῆς ἐποχῆς μας τάσσονται ὑπὲρ τοῦ «φιλιόκβε» ἢ προσπαθοῦν νὰ ἀποδυναμώσουν τὴ σημασία του, γιὰ νὰ διευκολύνουν τὸν Διάλογο.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης προσφυέστατα θεωρεῖ, ὅτι «ὑπάρχει κάτι τὸ δαιμονικὸν εἰς τὴν ψυχοσύνθεσιν τῶν ἀπογόνων τῶν Φραγκολατίνων ἔναντι τῶν Ρωμαίων Ὀρθοδόξων Πατέρων». Χαρακτηρίζει δὲ «παράδοξον» τὸ ὅτι «οἱ σημερινοὶ Δυτικοὶ δέχονται, ὅτι οἱ ἀγράμματοι Φράγκοι ἐγνώριζαν καλύτερα ἀπὸ τοὺς Ἑλληνορωμαίους τοὺς Ρωμαίους Πατέρας, ὡς καὶ τὰς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων»48. Ἀλλὰ καὶ ἄλλοι σπουδαῖοι σύγχρονοι ὀρθόδοξοι Θεολόγοι θεωροῦν τὴν προσθήκη κύρια αἰτία τοῦ σχίσματος, ὅπως λ.χ. ὁ σέρβος ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς (†1979), ὁ ρουμάνος καθηγητὴς π. Δημήτριος Στανιλοάε, ὁ ρῶσος πρωτοπρεσβύτερος Καθηγητὴς π. Γεώργιος Φλορόφσκυ (†1977), ὁ Βλαδίμηρος Λόσκυ, ὁ καθηγητὴς Ἰωάννης Καρμίρης κ.π.ἄ. Χωρὶς λοιπὸν τὴν ἀπόρριψη τοῦ «φιλιόκβε» καὶ τοῦ παπικοῦ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου, ποὺ συμπορεύονται, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει λόγος γιὰ ἀληθινὴ καὶ βιώσιμη ἕνωση.

Βέβαια καὶ σήμερα χρησιμοποιεῖται στὸ Διάλογο ἡ παλαιὰ μέθοδος τῆς σχετικοποίησης τῶν προβλημάτων καὶ τῆς διὰ τεχνασμάτων παράκαμψής τους. Οἱ σημερινοὶ Οἰκουμενιστὲς εἶναι πρόθυμοι, ὅπως δηλώνεται καὶ ἐφαρμόζεται συχνά, νὰ δεχθοῦν καὶ τὰ δύο σύμβολα, σὲ μία συμπληρωματικὴ σχέση μεταξύ τους, γιὰ τὴν ἐξασφάλιση μίας συμβιβαστικῆς λύσης. Ὁ «διάλογος τῆς ἀγάπης» ἄλλωστε, μετὰ τὴ Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο (1962-1965) καὶ τὴν ἀποδοχή του ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ἐπεκτεινόμενος καὶ στὸν Διάλογο τῆς πίστεως, ἐπιτρέπει κάθε εἴδους ὑποχωρήσεις (ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων) γιὰ τὴν διευκόλυνση τῆς ἑνωτικῆς πορείας, κάτι ποὺ κατὰ κόρον ζοῦμε στὶς μέρες μας, στὰ ὅρια τῆς νεοεποχίτικης εἰρηνολογίας. Ἔτσι, δὲν εἶναι περίεργο γιὰ τοὺς Οἰκουμενιστὲς (ἀνατολικοὺς καὶ δυτικοὺς) νὰ ἀπαγγέλλεται τὸ ἱερὸ Σύμβολο ἑλληνικὰ χωρὶς τὴν προσθήκη καὶ λατινικὰ μὲ τὸ «φιλιόκβε». Αὐτὸ σημαίνει κατὰ τὸ λαϊκὸ θέατρο: «Καὶ σὺ ἔχεις δίκιο, καὶ αὐτὸς δὲν ἔχει ἄδικο»!

Ὁ θεολογικὸς διάλογος μὲ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἄρχισε ἐπίσημα τὸ 1980. Τὸ 1982 (Μόναχο) βασικὸ θέμα τοῦ διαλόγου ἦταν: «Τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Εὐχαριστίας ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος».

Κατὰ τὸν καθηγητὴ Ἀντώνιο Παπαδόπουλο: «Ἡ περὶ ἁγίου Πνεύματος διδασκαλία διατυπώθηκε ὀρθοδόξως χωρὶς περαιτέρω ἀνάπτυξη. Ἀφέθηκε γιὰ τὸ μέλλον, μὲ πολλὰ σχόλια ἀπὸ Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ ἀπὸ Ὀρθοδόξους, κυρίως ἀπὸ τοὺς δεύτερους, ἀρνητικὰ»49. Ὁ πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄ σὲ λόγο του (29 Ἰουνίου 1995) στὴ Ρώμη, ἐνώπιον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ζήτησε νὰ ἀποσαφηνισθεῖ ἡ «περὶ τοῦ Filioque πατροπαράδοτος διδασκαλία, ἡ περιεχομένη εἰς τὴν λειτουργικὴν διατύπωσιν τοῦ λατινικοῦ «Πιστεύω», ὥστε νὰ φωτισθεῖ ἐντελῶς ἡ τελεία ἁρμονία πρὸς ὅσα ἡ συνελθοῦσα ἐν Κων/λει τὸ 381 Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὁμολογεῖ εἰς τὸ σύμβολον αὐτῆς…»50. Ὁ πολὺ καλὸς
γνώστης ὅμως τῶν πραγμάτων τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, π. Νεῖλος Βατοπαιδινός, καθηγητὴς Πανεπιστημίου (νομικός), διακρίνει μία τάση ὑπέρβασης τῆς ἀρχαίας πολεμικῆς γιὰ τὸ «φιλιόκβε». «Οἱ παπικοὶ δηλώνουν ἐπίσημα, ὅτι ἡ ἀπαγγελία τοῦ Συμβόλου μὲ ἢ χωρὶς τὸ «φιλιόκβε» σημαίνει ὅτι ὁμολογεῖται ἡ ἴδια ὀρθόδοξη πίστη» (!). Εὔστοχα ὅμως ὁ π. Νεῖλος ἐπισημαίνει: «Οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ τείνουν νὰ παρακάμψουν τὸ ζήτημα τοῦ Filioque, ἀνατρέχοντας στὴν πιὸ σύντομη ἀναφορὰ στὸ ἀποστολικὸ σύμβολο»51. Αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη νὰ ἐπαναλάβω τὸ γνωστὸ «καὶ ἡ πίττα ἀφάγωτη καὶ ὁ σκύλος χορτάτος»!

Ἀνάλογη μεθόδευση γίνεται καὶ στὸ ζήτημα τοῦ παπικοῦ πρωτείου, ποὺ ἀναζητεῖται κατάλληλη «φόρμουλα», γιὰ νὰ γίνει δεκτὸ ἀπὸ τὶς κατὰ τόπους ὀρθόδοξες συνόδους γιὰ τὴν ἐπιβολή του καὶ στὴν Ὀρθοδοξία. Κάθε «ἕνωση» ὅμως, ποὺ θὰ παραθεωρήσει ἢ θὰ ἀποδυναμώσει τὴν Πίστη, θὰ εἶναι ψευδένωση, καταδικασμένη σὲ ἀποτυχία. Καὶ ἐνῶ ἡ ἕνωση στὸ θεμέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων πρέπει νὰ εἶναι τὸ κύριο μέλημα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, μὲ τὴν ἐφαρμοζόμενη σήμερα μεθόδευση γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς νεοεποχίτικης πανθρησκείας, θὰ ἀναγκάζονται παπικοὶ καὶ σύγχρονοι λατινόφρονες νὰ θέτουν τὸ κρίσιμο ἐρώτημα: «Ὁ Μάρκος (Εὐγενικὸς) ὑπέγραψε;». Διότι χωρὶς τοὺς «Μάρκους», τοὺς ἀληθεῖς φορεῖς τῆς Πίστεως, θὰ συνεχίζεται, δυστυχῶς, ἡ φενάκη τῆς Ψευδοσυνόδου Φερράρας – Φλωρεντίας (1438/39).
Παραπομπές:

1. Χρήστου Γανναρᾶ, Ἀλφαβητάρι τῆς Πίστης, Δόμος, Ἀθήνα 1983, σ. 39.

2. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Νέα Κλῖμαξ…, Ἐν Βόλῳ 19562, σ. 41 (Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Πνευματολογικὲς Ἐπισημάνσεις, εἰς τὴν «Νέα Κλίμακα» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, στὸ: π. Γ.Δ.Μ. Λόγος ὡς ἈντίλογοςΘεολογικὰ δοκίμια, Ἁρμός, Ἀθήνα 1992, σ. 61-69).

3. Παρατηρεῖ καὶ ὁ Χρ. Γιανναρᾶς γιὰ τὰ «δόγματα» (διδασκαλία) τῆς Ἐκκλησίας: «Δὲν ἔχουν σχέση μὲ φιλοσοφικὰ προβλήματα, δὲν φιλοδοξοῦν νὰ ἀπαντήσουν σὲ θεωρητικὰ ἐρωτήματα, οὔτε ἀντλοῦν ὅρους καὶ ἔννοιες ἀπὸ τὴ γλώσσα τῆς φιλοσοφίας». Ὅπ. π., σ. 42.

4.Ὅπ. π., σ. 29.

5. Στό ἴδιο, σ. 245.

6. Βλ. Ἰω. Ν. Καρμίρη, Σύνοψις τῆς Δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1957, σ. 15 ἑπ.

7. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως Ι,8 (PG 94.824).

8. Ἰω. Σ. Ρωμανίδου, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Α´, Θεσσαλονίκη 20096, σ. 292.

9. PG 52, 789.

10. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, ΕΝΟΡΙΑ: Ὁ Χριστὸς ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν, Ἐκδ.: Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 20113, σ. 13 ἑπ.

11. Ἀρχιμ. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Ἀθήνα 19592, σ. 167 ἑπ.

12. Γιὰ τὸν Ἄρειο καὶ τὸν Ἀρειανισμὸ (4ος αἱ.) βλ. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, ὅπ. π., σ. 172 ἑπ. καὶ Βλασίου Ἰ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τ. Α´, Ἀθήνα 1992, σ. 470 ἑπ.

13. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ὅπ. π., σ. 200.

14. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἐπιφάνιο, PG 69, 56.

15. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, ὅπ. π., σ. 200.

16. Βλ. Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ αἱ προϋποθέσεις τῆς Πνευματολογίας αὐτοῦ, Ἀθῆναι 1980, σ. 15 ἑπ. , σ. 29 ἑπ. Γιὰ τὴν ἀντιπνευματομαχικὴ γραμματεία βλ. σ. 64 ἑπ .

17. Γιὰ τὴν Β´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἐκτενῆ ἀναφορὰ βλ. στοῦ Βλασίου Ἰ. Φειδᾶ, ὅπ. π., σ. 518 ἑπ. καὶ γιὰ τὸ Σύμβολὸ της, σ. 532 ἑπ.

18. Βλ. Βλασίου Ἰ. Φειδᾶ, ὅπ.π., σ. 539.

19. Στό ἴδιο, σ. 512 ἑπ.

20. Στὸ ἴδιο, σ. 537.

21. Βλ. παραπάνω, σημ. 2.

22. Νέα κλῖμαξ , σ. 132 ἐπ.


23. Στὸ ἴδιο, σ. 169 ἑπ.

24. Σ. 268.

25. Σ. 171.

26. Σ. 174.

27. Σ. 189.

28. Σ. 183.

29. Σ. 188.

30. Σ. 189.

31. Σ. 136.

32. Στό ἴδιο.

33. Σ. 332, 335.

34. Σ. 335.

35. Ὅπου π., σ. 305, 339 ἑπ.

36. Στὸ ἴδιο. Καὶ ὁ (καὶ) Θεολόγος τοῦ 18ου αἰ. Βικέντιος Δαμοδὸς θεωρεῖ τὸν ἱ. Αὐγουστῖνο πηγὴ τῶν κακοδοξιῶν τοῦ «Φιλιόκβε» καὶ τοῦ «Προορισμοῦ» (praedestinatio), τὸν δικαιολογεῖ ὅμως: «Οὐ διὰ τοῦτο ἦν αἱρετικὸς ὁ Αὐγουστῖνος, διότι οὐκ εἶπεν ἐκεῖνα ἀντιμαχόμενος τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ …» (Χειρόγραφο Βατοπαιδίου, 99, σ. 286β).

37. Βλ. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, σ. 309, 344, 779. Ἡ
λατινικὴ μορφὴ τοῦ Συμβόλου μὲ τὴν προσθήκη εἶναι: “procedit ex Patre filioque”.

38. π. Ἰ. Σ. Ρωμανίδου, ὅπ. π. σ. 317.

39. Στό ἴδιο, σ. 296.

40. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, ὅπ. π., σ. 299.

41. π. Ἰ. Σ. Ρωμανίδου, Ὅπ. π., σ. 314.

42. Ἠλία Μηνιάτη, Πέτρα σκανδάλου, Ἀθῆναι 1969, (Ἐπιμέλεια π. Κ. Γκέλη), σ. 138.

43. Βλ. Ἀρχιμανδρίτου Σπυρίδωνος Σπ. Μπιλάλη, Ἡ αἵρεσις τοῦ Filioque, τ. Α´, Ἀθῆναι 1972, σ. 211-215.

44. PG 102, 280 ἑπ. Βλ. Κωνσταντίνου Β. Σκουτέρη, Ἀναφορὰ εἰς τὴν πνευματολογία τοῦ Μ. Φωτίου, στὸ Τόμο: «Ἡ προσωπικότητα καὶ ἡ Θεολογία τοῦ Μ. Φωτίου», ἐκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 2011, σ. 125-133.

45. Ὅπ. π., σ. 296.

46. Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Ἑνωτικὲς προσπάθειες μετὰ τὸ Σχίσμα καὶ ὁ σημερινὸς Διάλογος τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὴν Λατινικὴ Ἐκκλησία, στὸ βιβλίο τοῦ Ἰδίου: Ὁ Ῥωμηὸς καὶ τὸ θαῦμα, Ἁρμός, Ἀθήνα 2011, σ. 57-92.

47. Ὅπ. π. , σ. 141. Καί προσθέτει σὲ ἄλλο σημεῖο (σ. 138): «Ἂς μὴ εἶναι προσθήκη, ἂς εἶναι ἐξήγησις, καθὼς αὐτοὶ λέγουσι».

48. Ὅπ. π., σ. 314.

49. Ἀντωνίου Παπαδοπούλου, Ὁ Διάλογος μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς. Νεώτερες ἐξελίξεις σχετικῶς μὲ τὴν Οὐνία, στὰ Πρακτικὰ Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου: Οἰκουμενισμός. Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις, τ. Β´ Διαψεύσεις, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 557-564 (ἐδῶ: σ. 559).

50. Στὸ ἴδιο.

51. Ἱερομονάχου Νείλου Βατοπαιδινοῦ, Παπισμὸς καὶ Οἰκουμενισμός, στὰ προηγούμενα Πρακτικὰ…, σ. 149-156, (ἐδῶ: σ. 153). Τὸ λεγόμενο «Ἀποστολικὸ» εἶναι σύμβολο ἀπὸ τὸν 6ο -7ο αἰ. στὴ Δύση μὲ εὐρεῖα χρήση ἐκεῖ. Βλ. Ἰω. Ν. Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Α´ Ἐκκλησίας , Ἀθῆναι 19602, σ. 35 ἑπ.

Αφελές ερώτημα,και αφού έτσι έχουν τα πράγματα, τελικά ο  Πατριάρχης Βαρθολομαίος σε ποιόν Θεό συμπροσευχήθηκε στη Ρώμη;
 Η ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑ ΕΝ ΤΗ ΠΡΑΞΕΙ !

Δεν υπάρχουν σχόλια: